Κυριακὴ μετὰ τὴν Ὕψωσιν (Μᾶρκ. 8,34 – 9,1)
19 Σεπτεμβρίου 2021
Θὰ σᾶς μιλήσω, ἀγαπητοί μου, πολὺ ἁπλᾶ. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια οἱ ἄνθρωποι δὲν εἶχαν τὰ μέσα καὶ τὶς εὐκολίες ποὺ ἔχουμε σήμερα ἐμεῖς, ποὺ ζοῦμε στὸν αἰῶνα ποὺ λέγεται τεχνολογικός. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια δὲν εἶχαν π.χ. ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα· μετὰ ἀπὸ τὰ δᾳδιὰ τῶν πρωτογόνων φωτίζονταν τὴ νύχτα μὲ λυχνάρια καὶ κεριά. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια δὲν εἶχαν ψυγεῖα, γιὰ νὰ συντηροῦν τὶς τροφές, ἀλλὰ φρόντιζαν νὰ τὶς κρατοῦν σὲ μέρη δροσερά. Στὰ παλιὰ τὰ χρόνια δὲν εἶχαν τὰ σημερινὰ ταχύτατα μέσα συγκοινωνίας (αὐτοκίνητα, ἀτμόπλοια, σιδηροδρόμους, ἀεροπλάνα κ.λπ.)· ἐκτὸς ἀπὸ τὰ πόδια τους καὶ τὰ γαϊδουράκια, μετακινοῦνταν μὲ κάρρα καὶ ἅμαξες ποὺ ἔσερναν ἄλογα, καὶ στὴ θάλασσα μὲ βάρκες καὶ ἱστιοφόρα πλοῖα.
Παρ᾽ ὅλα ὅμως αὐτὰ οἱ ἄνθρωποι ἐκεῖνοι, πρὶν ἀπὸ διακόσα – τριακόσα χρόνια, εἶχαν ἕνα μεγαλεῖο· μεγαλεῖο ποὺ δὲν τὸ ἔχουμε ἐμεῖς σήμερα. Ποιό ἦταν τὸ μεγαλεῖο τους· πίστευαν, πίστευαν βαθειὰ στὸ Θεό, καὶ γι᾽ αὐτὸ ποὺ πίστευαν δάκρυζαν. Ἔμπαιναν στὴν ἐκκλησία κι ὅταν περνοῦσαν τὰ ἅγια κατανύσσονταν, γονάτιζαν, ἔκλαιγαν.
(Συγγνώμη. Εἴδατε σήμερα
κανέναν ἀπὸ μᾶς νὰ κλάψῃ; Ἐκεῖνοι ἔκλαιγαν, ὅπως τώρα κλαῖνε στὴ
῾Ρωσία, στὴν πρώην ἄθεη χώρα· ὅταν βγαίνουν τὰ ἅγια οἱ ῾Ρῶσοι
συγκινοῦνται. Ἐμεῖς; ὁ ἕνας κοιτάζει τὸ ῥολόι του, ὁ ἄλλος χαζεύει, ὁ
ἄλλος κουβεντιάζει… Ἐπανέρχομαι.)
Οἱ παλαιοὶ ἐκεῖνοι πίστευαν στὸ Θεό. Τί πίστευαν; Ὅτι ὑπάρχει
Θεός, ἀφέντης ὅλων, ποὺ ἔφτειαξε τὸν κόσμο· πίστευαν, ὅτι ὁ ἄνθρωπος
ἔχει μεγάλο προορισμό, ἔχει ψυχὴ ἀθάνατη· πίστευαν, ὅτι θὰ γίνῃ κρίσις
παγκόσμια καὶ θὰ δώσουμε λόγο γιὰ τὰ ἔργα μας· πίστευαν ὅτι ὑπάρχει
παράδεισος καὶ κόλασι.
Καί, σύμφωνα μὲ τὴν ἁγνὴ πίστι τους, ἄστραφτε καὶ ἡ ζωή τους.
Ψέματα δὲν ἔλεγαν, σὲ δικαστήρια δὲν πήγαιναν, χέρι δὲν ἔβαζαν ἐπάνω
στὸ Εὐαγγέλιο νὰ ὁρκιστοῦν, εἶχαν ἀγάπη μεταξύ τους, στὶς οἰκογένειες
τὰ ἀντρόγυνα εἶχαν πιστότητα, δὲν ἀπατοῦσε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο, πορνεία
καὶ μοιχεία δὲν ἀκουγόταν. Τὸ διαζύγιο ἦταν ἄγνωστο· ἐπὶ τριακόσα χρόνια
δὲν ὑπῆρχε διαζύγιο, μόνο τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθράφτη χώριζε τὸ
ἀντρόγυνο. Προσεύχονταν, νήστευαν, ζοῦσαν σὰν ἄγγελοι.
Ἑώρταζαν καὶ τιμοῦσαν τὶς ἅγιες ἡμέρες. Κι ὅταν ἀντάμωναν ὁ
ἕνας μὲ τὸν ἄλλο σὲ ἑορτές, δὲν ἔλεγαν «χρόνια πολλά» –τί νὰ τὰ κάνῃς
τὰ χρόνια τὰ πολλὰ μέσα στὴν ἁμαρτία καὶ στὴ ῥαθυμία;–, ἀλλὰ τί
ἔλεγαν· «καλὴ ψυχή», «καλὸν παράδεισο»! Τ᾽ ἀκοῦτε ποτὲ σήμερα αὐτά;
Σβήσανε πλέον.
Ἐκεῖνοι πίστευαν. Τώρα οἱ σημερινοί, οἱ ἄνθρωποι τοῦ αἰῶνος
μας, παρ᾽ ὅλα τὰ μέσα καὶ τὶς εὐκολίες ποὺ ἔχουν, δὲν πιστεύουν. Ἡ
ἀπιστία πῆρε μεγάλες διαστάσεις. Ζήτημα σήμερα μέσα στοὺς ἑκατὸ νὰ
πιστεύῃ ἕνας μὲ τὴν καρδιά του. Καὶ ποιά ἡ αἰτία; ἀπὸ ποῦ ἄρχισε ἡ
ἀπιστία; «Τὸ ψάρι», λέει ἡ παροιμία, «βρωμάει ἀπ᾽ τὸ κεφάλι»· καὶ ἡ
κοινωνία βρώμισε ἀπὸ τοὺς μεγάλους. Τὸ κακὸ ἄρχισε ἀπὸ τοὺς
«γραμματισμένους», ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πᾶνε στὰ πανεπιστήμια καὶ μαθαίνουν
λίγα κολλυβογράμματα –ὄχι γράμματα–, καὶ φουσκώνουν σὰν τοὺς γάλλους
καὶ γίνονται ἀερόστατα ἀπὸ ἐγωισμὸ καὶ ὑπερηφάνεια· αὐτοὶ δίδαξαν στὸ
λαό μας τὴν ἀπιστία καὶ ἀθεΐα.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Ἐδῶ κοντὰ σ᾽ ἕνα χωριὸ ζοῦσε μιὰ γριά·
ἦταν ἐνενήντα χρονῶν, ἄρρωστη στὸ κρεβάτι καὶ πλησίαζε νὰ πεθάνῃ. Ὁ
καλὸς παπᾶς πῆγε νὰ τὴ δῇ. –Γερόντισσα, τί κάνεις; –Νά, πεθαίνω.
–Ἑτοιμάστηκες γιὰ τὸ ταξίδι; θέλεις νὰ ἐξομολογηθῇς, νὰ πῇς τὰ κρίματά
σου, νὰ μεταλάβῃς; (εἶχε χρόνια νὰ ἐξομολογηθῇ καὶ νὰ κοινωνήσῃ). Κ᾽
ἐκείνη; Γέλασε ἡ γριά. –Ἄ, παπᾶ, εἶπε, κάποτε τὰ πίστευα κ᾽ ἐγὼ αὐτά,
τώρα πιὰ ὄχι. –Γιατί, γιαγιά; –Ἔχω ἕναν ἐγγονὸ ποὺ πάει στὸ πανεπιστήμιο
τῆς Θεσσαλονίκης, σπουδάζει γιατρός, κι αὐτὸς μοῦ εἶπε· Γιαγιά, αὐτά,
ὅτι ὑπάρχει Θεός, ἄγγελοι, Παναγιά, ἄλλη ζωή, εἶνε ψέματα… Καὶ ἡ γριὰ
ἄκουσε τὸν ἐγγονό της.
Ψέματα λοιπὸν εἶνε; Ὄχι δὲν εἶνε ψέματα. Ἡ πίστι μας εἶνε
ἀληθινή. Καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει τὶς ἀλήθειες, τὰ μυστήρια, τὰ θαύματα
τῆς ἁγίας μας Ἐκκλησίας. Εἶνε ζωντανὴ – ὁλοζώντανη πίστι, ποὺ δὲν
μποροῦν ὅλοι οἱ δαίμονες τῆς κολάσεως νὰ τὴν ξερριζώσουν ἀπὸ τὶς
καρδιές. Καὶ ἂν ὁ φοιτητὴς εἶπε πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός, μεγάλοι σοφοὶ καὶ
ἐπιστήμονες πιστεύουν καὶ ὁμολογοῦν καὶ λατρεύουν τὸ Χριστό, καὶ λένε
«Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
Ἔχουμε ἀποδείξεις, ποὺ καμμιά θρησκεία δὲν ἔχει. Ἂν μπορῇς νὰ μετρήσῃς
τὰ ἄστρα τ᾽ οὐρανοῦ, θὰ μπορέσῃς νὰ μετρήσῃς τὶς ἀποδείξεις καὶ τὰ
θαύματα τῆς πίστεώς μας.
Ἀλλὰ παραπάνω ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ ποιό εἶνε; Πιστεύουμε – γιατί
πιστεύουμε; Πιστεύουμε, διότι τὰ διδάγματα τῆς πίστεώς μας τὰ εἶπε
ἕνας ποὺ ποτέ δὲν εἶπε ψέμα, ποὺ μαρτύρησε γιὰ τὴν ἀλήθεια, ποὺ περνοῦν
οἱ αἰῶνες καὶ ὅσα εἶπε βγῆκαν – βγαίνουν – καὶ θὰ βγοῦν μέχρι τέλους
ἀληθινά. Τὰ εἶπε ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ ἔγινε ἄνθρωπος.
Κι ὁ οὐρανὸς ν᾽ ἀλλάξῃ, καὶ τὰ ποτάμια νὰ ξεραθοῦν, καὶ τὰ δέντρα νὰ
μαραθοῦν, καὶ τὰ πάντα νὰ γίνουν ἄνω – κάτω, τὰ λόγια του θὰ
ἐξακολουθοῦν νὰ ἰσχύουν. Ὁ ἥλιος θὰ σβήσῃ μιὰ μέρα, ἀλλὰ τὰ λόγια τοῦ
Χριστοῦ θὰ μένουν αἰώνια (βλ. Ματθ. 24,35). Τὸ εἶπε ὁ Χριστός; αὐτὸ
φτάνει γιὰ μᾶς· ἀξίζει παραπάνω ἀπὸ κάθε ἄλλη βεβαίωσι. Μπροστὰ στὸν
Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστὸν ὅλα τὰ θεωρούμενα μεγάλα πρόσωπα εἶνε μηδέν,
πελώρια μηδενικά.
* * *
Τὸ εἶπε ὁ Χριστός. Τί εἶπε; Νά,
σήμερα στὸ εὐαγγέλιο μεταξὺ τῶν ἄλλων εἶπε ἕνα λόγο ποὺ δὲν ὑπάρχει
ζυγαριὰ νὰ τὸν ζυγίσουμε. Τ᾽ ἀκούσαμε. Τὸ προσέξαμε ἆραγε; Εἶπε· «Τί
ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐὰν κερδήσῃ τὸν κόσμον ὅλον, καὶ ζημιωθῇ τὴν ψυχὴν
αὐτοῦ;» (Μᾶρκ. 8,36). Ὁμιλεῖ περὶ ψυχῆς· λέει, ὅτι ὑπάρχει ψυχὴ ποὺ εἶνε
ἀθάνατη καὶ αἰώνια.
Μὲ ἁπλᾶ λόγια. Ὑποθέστε, ὅτι ὑπάρχει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ ἔχει
ἄφθονα πλούτη, ὅτι ἔχει χρῆμα σὲ ὅλα τὰ νομίσματα (λίρες, ῥούβλια,
δολλάρια, μάρκα)· ὑποθέστε ὅτι αὐτὸς κατέχει ὅλο τὸ χρυσάφι, ὅτι ἔχει
συγκεντρώσει στὰ χέρια του ὅλα τὰ διαμάντια καὶ τοὺς πολύτιμους λίθους,
ὅτι ἔχει ὅλους τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς· ὑποθέστε ὅτι αὐτὸς ἐξουσιάζει
ὅλο τὸν πλανήτη μας, ὅτι κατέκτησε καὶ ὑπέταξε ὅλη τὴν οἰκουμένη·
ὑποθέστε ὅτι εἶνε σὰν τὸ μέγα Ἀλέξανδρο, σὰν τὸ Σολομῶντα, σὰν τὸν
Κροῖσσο ἢ ἄλλους πλουσίους. Ὑποθέστε δηλαδὴ ὅτι αὐτὸς τὰ ἔχει ὅλα,
ἀλλά…· ἔχασε ὅμως τὴν ψυχή του! Τί λέτε, ἂν δώσῃ ὅλα αὐτὰ ποὺ κατέχει,
μπορεῖ νὰ κερδίσῃ τὴν ψυχή του; Ὄχι! ἀπαντᾷ τὸ σημερινὸ εὐαγγέλιο. Δὲν
ὑπάρχει «ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς» (ἔ.ἀ. 8,36-37)· τόσο μεγάλη εἶνε ἡ
ἀξία της. Ἡ ἀξία τῆς ψυχῆς εἶνε ἀνυπολόγιστη.
Αὐτὰ λοιπόν, ἀγαπητοί μου, διδάσκει τὸ εὐαγγέλιο. Γι᾽ αὐτὸ
ἐμεῖς νὰ πιστεύουμε. Καὶ κλεῖστε τ᾽ αὐτιά σας, μὴν ἀκοῦτε κάτι ἡμιμαθεῖς
ποὺ μιλᾶνε σὰν ἄθεοι. Ξέρετε ὅτι δυστυχῶς στὴν Ἑλλάδα ἡ παιδεία ἔχει
ὑποβαθμισθῆ ἀρκετά, ξέφτισε πιά. Τὰ ξένα πανεπιστήμια, τῆς Εὐρώπης καὶ
τῆς Ἀμερικῆς, δὲν δέχονται τὰ χαρτιά μας. Δὲν μελετοῦν τὰ παιδιά, δὲν
σπουδάζουν, δὲν κατέχουν τὴν ἀληθινὴ ἐπιστήμη, ἔχουν ἄλλα ἐνδιαφέροντα·
εἶνε μιὰ κατάρα αὐτή. Μὴν παρασύρεστε λοιπόν.
Νὰ πιστεύετε, ὅπως οἱ πατέρες μας, ὅπως οἱ γενεὲς γενεῶν τῶν
προγόνων μας. Καὶ ἂν συμβῇ μέσ᾽ στὸ σπίτι νὰ μὴν πιστεύῃ ὁ ἄντρας σου ἢ
τὰ παιδιά σου, ἐσὺ νὰ πιστεύῃς. Καὶ ἂν μέσ᾽ στὸ χωριὸ ἔρθῃ ὥρα
κατηραμένη, ποὺ νὰ μὴν πιστεύουν ὅλοι καὶ μείνῃς ἕνας, τότε καὶ ἕνας,
ἕνας ἂν μείνῃς, μὴ φοβᾶσαι. Δὲν θὰ νικήσουν οἱ πολλοί, θὰ νικήσῃ ὁ Ἕνας,
ὁ Χριστὸς ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος. Καὶ ἂν ἀκόμα στὸ ντουνιᾶ ὁλόκληρο
γονατίσουν ὅλοι καὶ πιστέψουν στὸν διάβολο καὶ προσκυνήσουν τὸν
ἑωσφόρο, ἕνας νὰ μείνῃς στὸν πλανήτη, ἐσὺ νὰ ἐξακολουθῇς νὰ πιστεύῃς.
Ἡ πίστις θὰ νικήσῃ, ἡ πίστις θὰ κυριαρχήσῃ. Ἰησοῦς Χριστὸς νικᾷ εἰς αἰῶνας αἰώνων· ἀμήν.
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ἀθανασίου Σιταριᾶς – Φλωρίνης τὴν 15-9-1985 πρωί μὲ ἐλαφρῶς νέο τίτλο. Καταγραφὴ καὶ ἐλάχιστη σύντμησις 14-8-2021.