Ιωάννης Μαρκάς
Πτυχιούχος Θεολογίας Α.Π.Θ. (Μ. Th.)
ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ:
«Ἡ πρόκληση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ σήμερα»
ἀφιερωμένη στή μνήμη τοῦ μακαριστοῦ π. Γεωργίου Μεταλληνοῦ
Σεβαστοί Πατέρες,
Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και φίλοι της Ε. Π. Μ. ,
Αρχικά θα ήθελα να σάς ευχαριστήσω για την πρόσκληση που μου απευθύνατε να συμμετέχω στην σημερινή Ημερίδα που διεξάγεται διαδικτυακά προς τιμήν του μακαριστού π. Γεωργίου Μεταλληνού, ενός κορυφαίου Δασκάλου της Ρωμιοσύνης κι ενός εκ των τελευταίων μεγάλων Διδασκάλων στις Πανεπιστημιακές Θεολογικές Σχολές. Για μας τους νεότερους υπήρξε μεγάλη τιμή που τον γνωρίσαμε και συναναστραφήκαμε μαζί του, μία γνωριμία από αυτές που μπορεί να αποκαλέσει κανείς ως εμπειρία ζωής.
Αιωνία του η μνήμη!
Δεν χωράει καμμία αμφιβολία ότι η παναίρεση του Οικουμενισμού έχει υπερβεί ιστορικά κάθε σχήμα θρησκευτικού συγκρητισμού που κατά καιρούς έκανε την εμφάνισή του από την περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης μέχρι σήμερα, τόσο σε θρησκειολογικό εύρος, με την ενεργή ανάμειξη στην χοάνη του συγκρητισμού όλων των γνωστών μονοθεϊστικών θρησκειών, όσο και σε αποτελεσματικότητα. Η επίδρασή του μάλιστα στον χώρο της Ορθοδόξου Εκκλησίας, εδώ και πάνω από έναν αιώνα, κρίνεται επιεικώς ως άκρως ζημιογόνα. Και τούτο τεκμαίρεται, αφενός μεν από το γεγονός ότι, ουδεμία αίρεση κατά το παρελθόν μπόρεσε να απομειώσει και να διαστρέψει σε τέτοιο βαθμό το νόημα των Οικουμενικών Συνόδων και την αξία των δογμάτων, αφετέρου δε, ουδέποτε μία αίρεση κατόρθωσε να ανατρέψει, αυτή την ίδια την Ορθόδοξη Εκκλησιολογία και να την μετατρέψει (θεωρητικά πάντα) σε κάτι τόσο αόρατο και αφηρημένο κατά τα προτεσταντικά πρότυπα. Επιπλέον, ως γενική εικόνα, ουδέποτε μία αίρεση πέτυχε να μετατρέψει το σύνολο των θρησκειών σε μία απλή προσωπική συνάντηση «καλής γνωριμίας» μεταξύ ετερόδοξων και ετερόθρησκων ανθρώπων, θέτοντας ως ύψιστο στόχο την ομιχλώδη συνταύτιση με έναν αόριστα νοούμενο «Θεό» [1] . Ανάγοντας ως άμεσες αξίες της ζωής τον ανθρώπινο δικαιωματισμό (και μάλιστα ακόμα και στην παρά φύσιν έκφρασή του!), τον άκρατο υλισμό και τον περιβαλλοντικό υπαρξισμό, προβάλλοντας υπέρμετρα τα «δεσμά» του παρόντος βίου και παραθεωρώντας ή υποβαθμίζοντας πλήρως την μετά θάνατον ζωή και κατ’ επέκταση την σωτηριολογία του ανθρώπου.
Ταυτόχρονα δέ ο Οικουμενισμός δείχνει να πετυχαίνει εν καιρώ κοσμικής ειρήνης και το φαινομενικά ακατόρθωτο εγχείρημα της «συγκλίσεως των θρησκειών», με δυναμικό όχημα την εκκοσμίκευση και τον πνευματικό αναλφαβητισμό, πρώτα σε επίπεδο θεσμικό και κατόπιν σε επίπεδο λαού. Μίας ιδιαίτερα πονηρής τακτικής, που δεν επιδιώκει την καταστροφή του θεσμού, αλλά της πίστης που ζωοποιεί τον θεσμό. Πετυχαίνοντας λοιπόν αυτήν την μετάλλαξη της πίστεως, αυτονοήτως τα δόγματα και οι θεσμοί μπορούν κάλλιστα να επανερμηνευθούν, να στερηθούν του θεανθρώπινου περιεχομένου τους και να αναπληρωθούν με νέο ουμανιστικό περιεχόμενο [2] .
Τερματικός σταθμός όλων αυτών των ορθολογικών επαναδιατυπώσεων, προσεγγίσεων και συγκλίσεων «αλληλοκατανόησης» είναι η λεγόμενη «υπέρβαση των θρησκειών», που θα σημάνει και το επιτυχές τέλος της αποστολής του Οικουμενισμού. Διότι ως γνωστόν, όλη αυτή η διαδρομή του Οικουμενισμού δεν αποβλέπει κάπου αλλού, παρά να οικοδομήσει (και την έχει ήδη οικοδομήσει εν πολλοίς!) την νέα θρησκευτική συνείδηση του πλανητικού συστήματος, ότι υπάρχουν πολλοί δρόμοι που μπορούν να οδηγήσουν στον Θεό [3] . Μία θέση πέρα για πέρα απαράδεκτη εξ επόψεως Ορθοδόξου, αφού για έναν Ορθόδοξο Χριστιανό που βρίσκεται σε διαρκή εγρήγορση και νήψη στους έσχατους χρόνους, ο ισχυρισμός ότι ο Χριστός δεν είναι ο μοναδικός δρόμος για τον Θεό, αυτός είναι καταφανέστατα ο δρόμος για τον Αντίχριστο. Ο ισχυρισμός ότι υπάρχει σωτηρία εκτός της Εκκλησίας, αυτός είναι ο δρόμος για τον Αντίχριστο [4] .
Η κορυφαία αυτή πλάνη σε θεσμικό επίπεδο, επιβεβαιώνει την προειδοποίηση του Χριστού, αλλά και των Αγίων Πατέρων, ότι στην εποχή του Αντιχρίστου η πλάνη θα κυριαρχήσει ‘ «πλὴν ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐλθὼν ἆρα εὑρήσει τὴν πίστιν ἐπὶ τῆς γῆς;» [5] . Κατά τον ιερό Χρυσόστομο, οι εκφραστές αυτής της μη ορθής πίστης και του δογματικού μινιμαλισμού, θα είναι πιο φαρμακεροί από τους αιρετικούς της αρχαίας Εκκλησίας, θα εργάζονται κατά τρόπο μεθοδικό και ραφιναρισμένο για να πλανήσουν «ακόμα και τους εκλεκτούς» και εν τέλει θα τεθούν στην υπηρεσία του Αντιχρίστου και θα τον διακονήσουν [6] . Σε μια εποχή όπου θα κυριαρχεί το δόγμα «ειρήνη και ασφάλεια», με τους ανθρώπους να ζουν αμέριμνα «καθὼς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Νῶε… καὶ ὡς ἐγένετο ἐν ταῖς ἡμέραις Λώτ…» [7] , μη έχοντας φόβο Θεού και με τους δίκαιους ανθρώπους από την άλλη πλευρά να αισθάνονται θλίψη και δυσφορία [8] .
Στο σημείο αυτό, θα μείνουμε λίγο να εστιάσουμε στο εσχατολογικό δόγμα της «ειρήνης και ασφάλειας» που προβάλλεται τόσο εκ μέρους του πολιτικού, όσο και του θρησκευτικού Οικουμενισμού. Είναι γεγονός εμπειρικό για τον κάθε πιστό πως οι μεγαλύτερες πτώσεις του ανθρώπινου γένους έχουν συμβεί σε καιρούς ειρηνικούς, όταν και παρατηρείται μία πνευματική χαλάρωση, που σταδιακά μπορεί να οδηγήσει στην κορυφαία αμαρτία της ακηδίας, η οποία κυριαρχεί σε όλες τις δυνάμεις της ψυχής και κινεί όλα μαζί τα πάθη, κατόπιν στην λήθη και τέλος στην άγνοια περί Θεού, σύμφωνα με το άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή [9] .
Η πτώση των Πρωτοπλάστων, η οποία συνέβη στο πλέον ειρηνικό και ασφαλές περιβάλλον του Παραδείσου, είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα στην ιστορία του ανθρώπου. Με την πτώση του Αδάμ να προηγείται στην πραγματικότητα της Εύας, αφού από την πρώτη στιγμή που την είδε και την αναγνώρισε ως γυναίκα του, απέδωσε τα εύσημα στον εαυτό του κι όχι στο Δημιουργό του ‘ «τοῦτο νῦν ὀστοῦν ἐκ τῶν ὀστέων μου καὶ σὰρξ ἐκ τῆς σαρκός μου» [10] . Εκεί ο Αδάμ μη δοξολογώντας τον Θεό, αλλά έχοντας ως μέτρο, αναφορά και κέντρο τον εαυτό του, δημιούργησε το πρώτο ρήγμα υπερηφανείας, που τον οδήγησε αργότερα οριστικά και τελεσίδικα στην παρακοή της εντολής του Θεού και την οδυνηρή έκπτωσή του από τον Παράδεισο. Αντιστρόφως ανάλογα από ό,τι έπραξε η Παναγία, η οποία κατευθείαν υποτάχθηκε με ταπεινό λογισμό στο θείο πρόσταγμα, μη εστιάζοντας στην αγιότητά της, αλλά στην άνευ όρων αποδοχή της εντολής του Κυρίου ‘ «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου· γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου.» [11] .
Ορμώμενος από το παράδειγμα αυτό της πτώσεως των Πρωτοπλάστων, ο ιερός Χρυσόστομος βρίσκει την ευκαιρία να διδάξει ότι, ενώ η ειρήνη είναι ένα πολύτιμο αγαθό για το οποίο η Εκκλησία μας δέεται σε κάθε εποχή, εν τούτοις αποτελεί ένα δίκοπο μαχαίρι που μπορεί να οδηγήσει τον πιστό που αμελεί στον όλεθρο της σωτηριολογικής απώλειας. Λαμβάνοντας ο άγιος αφορμή από τις δυσκολίες της εποχής του, παρατηρεί ότι εν καιρώ ειρήνης οι Χριστιανοί γίνονται περισσότερο μαλθακοί, δείχνοντας δειλία μπροστά στους επερχόμενους κινδύνους και χάνοντας εύκολα το θάρρος τους, παρά τα μύρια παραδείγματα των αγίων Μαρτύρων της Εκκλησίας μας. Τονίζει δηλαδή, κάτι που θα πρέπει να προβληματίσει και εμάς τους αποστάτες και μόνο κατ’ όνομα Χριστιανούς της σημερινής εποχής, τον αυξημένο κίνδυνο που διατρέχουν οι πιστοί να παρουσιάζουν έλλειμμα εγρήγορσης και μετανοίας κατά τον καιρό της ειρήνης. Αναφέροντας χαρακτηριστικά ότι, «εάν λοιπόν ήθελε συμβεί, πράγμα που εύχομαι να μη συμβεί ποτέ, να κηρυχθεί πόλεμος και διωγμός εναντίον της Εκκλησίας, αναλογίσου πόσο θα γελοιοποιηθούμε και πόσες προσβολές θα υποστούμε. Και αυτό είναι πολύ φυσικό ‘ διότι όταν κανείς δεν γυμνάζεται στην παλαίστρα, πώς είναι δυνατόν στους αγώνες να δοξασθεί;» [12] .
Αυτό λοιπόν το πνεύμα της πνευματικής χαλαρότητας, της αμετανοησίας και της υπερηφάνειας, μοιραία μπορεί να οδηγήσει ένα μεγάλο μέρος των πιστών σε υποχωρήσεις στα θέματα της πίστεως και της ζωής. Είναι ακριβώς το πνεύμα που ευνοεί τον θρησκευτικό συγκρητισμό και που πάνω σ’ αυτό εδράζεται σήμερα η παναίρεση του Οικουμενισμού. Για αυτό και το κήρυγμα τόσο των Προφητών στην Παλαιά Διαθήκη, όσο και των Αγίων Πατέρων στην μετά Χριστόν εποχή εστιάζει και επικεντρώνεται συνεχώς στην μετάνοια αρχόντων και λαού, ως επιτακτική ανάγκη και προϋπόθεση επανόδου και απολυτρώσεως από την φριχτή πλάνη του ειδωλολατρικού συγκρητισμού. Υπενθυμίζοντας ότι όλη η πορεία αυτής της ζωής είναι συνάμα περίοδος και τόπος μετανοίας [13] , όπως χαρακτηριστικά συνήθιζε να αναφέρει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς.
Σε μία τέτοια συνθήκη χρειάζεται επειγόντως να υπάρχει πνευματική αφύπνιση και εν συνεχεία επαγρύπνηση, διότι η αίρεση είναι κατ’ εξοχήν μία από τις πλέον προσφιλείς μεθόδους που χρησιμοποιεί διαχρονικά ο διάβολος, ως εισηγητής της, για να πλήξει την Εκκλησία. Και άπαντες κινδυνεύουν εξίσου απ’ αυτήν την δόλια πρακτική, κληρικοί και λαϊκοί, εάν είναι απρόσεκτοι και δεν γνωρίζουν καλά τις μεθοδείες και τα τεχνάσματα του πονηρού. Ότι δηλαδή η πλάνη ακολουθεί την αλήθεια, κι ότι μετά τους Προφήτες εμφανίζει τους ψευδοπροφήτες, μετά τους Αποστόλους εμφανίζει τους ψευδαποστόλους και μετά από τον Χριστό τον Αντίχριστο. Όπως και το ό,τι εισάγει μεταξύ των πιστών και φυτεύει εντός των εκκλησιών άνδρες πονηρούς, που είναι κρυπτοαιρετικοί και παρέχουν μεγάλη ευκολία στα επίβουλα σχέδιά του [14] .
Ποια πρέπει όμως να είναι πρακτικώς η στάση και η διαγωγή των Ορθοδόξων πιστών απέναντι σ’ αυτή την πανουργία του πονηρού και των οργάνων του; Την απάντηση την δίνει ο Χριστός, ο οποίος παραγγέλλει στους ανά τους αιώνες μαθητές Του να έχουν την πραότητα των προβάτων, αλλά και να είναι ακέραιοι όπως οι περιστερές [15] . Και τούτο επειδή έτσι θα αποδεικνύεται κόντρα στην λογική η δύναμή Του, όταν δηλαδή θα βλέπουν άπαντες τα πρόβατα να υπερισχύουν των λύκων. Παρόλο που τα πρόβατα θα είναι περικυκλωμένα από τους λύκους και θα δέχονται συνεχόμενες επιθέσεις από αυτούς, εν τούτοις όχι μόνο δεν θα αφανίζονται τα πρόβατα, αλλά συν τω χρόνω θα μεταβάλλονται οι λύκοι κι αυτή η μεταβολή θα είναι ό,τι πιο αξιοθαύμαστο, σπουδαίο και απίστευτο στα μάτια όλων [16] .
Με τον παράδοξο αυτό τρόπο, ως προς την ανθρώπινη λογική, ο Χριστός μάς αποκαλύπτει επιπλέον, ότι δεν ήρθε στη γη για να εκδικηθεί τον άνθρωπο, αλλά για να τον καλέσει σε μετάνοια και σε απόκτηση καθαρότητας βίου. Ακόμα και σε αυτούς που τον βλασφημούν και συμπεριφέρονται αχάριστα απέναντι Του, ο Χριστός μακροθυμεί και μας διδάσκει να μακροθυμούμε και να τους ανεχόμαστε και εμείς. Κι όχι μόνο να τους ανεχόμαστε, αλλά να χρησιμοποιούμε κάθε μέθοδο θεραπείας, η οποία μπορεί να εξυγιάνει πνευματικά τους μέχρι πρότινος «εχθρούς της αλήθειας» και να τους αναγεννήσει οντολογικώς. Όσοι πιστοί επομένως διαστρέφουν το Ευαγγέλιο και θεωρούν τον Θεό ως εκδικητή, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να ικανοποιούν τα δικά τους πάθη, ενώ θα έπρεπε όλα να τα εξετάζουν με επιείκεια. Κι αυτό ακριβώς θέλει να μας δείξει και να μας διδάξει ο φιλεύσπλαχνος Χριστός ότι η επιείκεια είναι ισχυρότερη από οποιαδήποτε πράξη βίας [17] .
Η παραπάνω τοποθέτηση αποτελεί και το ερμηνευτικό κλειδί όσον αφορά με ποιο πνεύμα πρέπει να ομολογούμε τον Χριστό απέναντι στους αντιφρονούντες και στους πάσης φύσεως «εχθρούς της αλήθειας». Είναι λοιπόν άξιο παρατηρήσεως ότι ο Χριστός δεν είπε «πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐμέ», αλλά «ἐν ἐμοὶ» [18] , για να δείξει ότι εκείνος που πραγματικά τον ομολογεί, δεν τον ομολογεί με την δική του δύναμη, αλλά με την βοήθεια της ουρανίου Χάριτος. Αντιθέτως στην άρνηση του ονόματός Του δεν είπε «ἐν ἐμοὶ», αλλά «ἐμέ», διότι αυτός που στερήθηκε την ουράνια δωρεά τον αρνείται από μόνος του. Στην περίπτωση αυτή, η άρνηση του Χριστού συμβαίνει επειδή ο αρνητής εγκαταλείφθηκε από την θεία Χάρη, βίωσε δηλαδή μία μορφή «θεοεγκατάλειψης» [19] , η οποία οφείλεται στον ίδιο [20] .
Οι πιστοί επομένως που ομολογούν τον Χριστό, άνευ των προϋποθέσεων που έθεσε Εκείνος, αλλά με επιλήψιμο και ανακόλουθο βίο, ακόμα κι αν «παίζουν στα δάχτυλα» τα δόγματα και τους Ιερούς Κανόνες, δεν ωφελούνται πρακτικά από την ορθή πίστη τους, από την στιγμή που αυτή η πίστη δεν συνοδεύεται από ορθή πράξη. Δεν ομοιάζουν δηλαδή με τους μαθητές του Χριστού, αλλά ομοιάζουν, όπως πολύ ορθά επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος, με τους Ιουδαίους, οι οποίοι στήριζαν το πάν στα δόγματα και δεν φρόντιζαν καθόλου για τον τρόπο της ζωής τους [21] . Υπερηφανευόμενοι ότι γνωρίζουν τον νόμο του Θεού, πλην όμως χωρίς κάποια πνευματική ωφέλεια, αφού η ζωή τους ήταν παντελώς φτωχή από έργα [22] .
Βλέπουμε λοιπόν ότι είναι εξαιρετικά σημαντικό η Ομολογία της Πίστεως να γίνεται όχι με φρόνημα εγωιστικό και ιδεολογικό, αλλά με τον Χριστό «ενεργό και ενεργούντα» στην καρδιά του πιστού, κάτι το οποίο πιστοποιεί την καθαρότητα του βίου εκείνου που Τον ομολογεί. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και ο Χριστός επιμένει και δίδει διαρκώς την εντολή στους μαθητές Του να φροντίζουν πάρα πολύ τον τρόπο της ζωής τους. Διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θέλει να τους διδάξει ότι, ο άνθρωπος που ζεί ορθώς και είναι απαλλαγμένος απ’ όλα τα πάθη, δεν είναι δυνατόν να τον παραβλέψει ποτέ ο Θεός. Αλλά αυτόν τον άνθρωπο, που έχει φόβο Θεού και προσπαθεί να παρακολουθεί που βρίσκεται ο νους του κάθε φορά, κι αν ακόμη συμβεί πρόσκαιρα να πλανηθεί, αμέσως ο Θεός θα τον επαναφέρει προς την αλήθεια [23] .
Με τα ίδια αυτά κριτήρια της μετάνοιας και του ταπεινού φρονήματος θα πρέπει να νοείται η διενέργεια του αντιαιρετικού αγώνα, καθώς και η συμμετοχή των σύγχρονων Ορθοδόξων θεολόγων στους διάφορους διαχριστιανικούς και διαθρησκειακούς διαλόγους. Θα πρέπει δηλαδή, οι μετέχοντες σε όλες αυτές τις δράσεις να είναι άνθρωποι, κατά το δυνατόν, πνευματικά υγιείς-κεκαθαρμένοι κι όχι άνθρωποι εμπαθείς [24] . Ειδικότερα δέ στον χώρο της ακαδημαϊκής Θεολογίας, οι εμπλεκόμενοι Θεολόγοι, είτε αυτοί είναι κληρικοί είτε είναι λαϊκοί, οφείλουν να έχουν πλήρη συναίσθηση της πνευματικής ευθύνης που φέρουν απέναντι στο πλήρωμα της Εκκλησίας και να ζυγίζουν, όπου σταθούν και όπου βρεθούν, κάθε τους λέξη προσεκτικά, διότι σε κάθε λέξη διακυβεύεται η αλήθεια [25] . Να έχουν ιεραποστολικό ζήλο, να νουθετούν και να συμβουλεύουν τον πλησίον τους, ακόμα κι αν εκείνος δεν ωφελείται σε τίποτα, κατά το πρότυπο Χριστού-Ιούδα [26] . Στο διά ταύτα, οφείλουν όλοι οι πιστοί, Θεολόγοι και μη, να ενεργούν με ιεραποστολική συνείδηση, αφού ο καθένας έχει έναν πλησίον στο ευρύτερο περιβάλλον του, που οφείλει να οδηγήσει προς την οδό της σωτηρίας [27] .
Καθίσταται σαφές λοιπόν ότι όλο το έργο στον χώρο της Εκκλησίας πρέπει να στοχεύει στην σωτηρία του πλησίον. Κατά τον ιερό Χρυσόστομο η αγάπη που αποβλέπει στην σωτηρία του πλησίον, υπήρξε το κύριο γνώρισμα όλων των Αγίων Μαρτύρων της αρχαίας Εκκλησίας, ακόμα και όταν είχαν απέναντί τους τούς ίδιους τους δημίους τους. Με θαυμαστό αποτέλεσμα πολλοί εξ αυτών των υποψήφιων φονιάδων, όχι μόνο να μεταστρέφονται και να σώζονται, αλλά να λαμβάνουν επιτόπου ακόμα και αυτόν τον στέφανον της δόξης του μαρτυρίου! Άρα, η μανιώδης αυτή αγάπη προς τον πλησίον «ἔστιν ἁγίων ἴδιον. Μὴ δόξαν, μὴ τιμήν, μηδὲ ἄλλο προτιμᾶν τῆς τοῦ πλησίον σωτηρίας» [28] . Ακριβώς κατά το πρότυπο του Σωτήρος Χριστού, που αποτελεί τον μανιωδέστερο των εραστών της σωτηρίας του ανθρώπου.
Μία τέτοια θυσιαστική αγάπη που δεν ζητά τα της εαυτής, αλλά προσβλέπει αποκλειστικά στην σωτηρία του πλησίον, δεν μπορεί παρά να αποτελεί τον πιο γνήσιο καρπό του Αγίου Πνεύματος. Και πράγματι, ο άνθρωπος που ενεργεί υπέρ της σωτηρίας του άλλου, ακόμα κι όταν αποφεύγει το μαρτύριο του προς οικοδομή του πλησίον, διακρίνεται πολύ περισσότερο από κάποιον ευλαβή και εγκρατή, κατά τ’ άλλα, πιστό, που αγωνίζεται εγωκεντρικά μόνον υπέρ του εαυτού του [29] . Κάτι που επιβεβαιώνει κι ο απόστολος Παύλος, ο οποίος αναφέρει ότι, η όντως πιστοποιημένη ενάρετη ζωή ενός πιστού, όταν είναι αυτονομημένη από τον συνάνθρωπο του και ωφελεί μόνον τον ίδιο κι όχι και τον πλησίον του, πρακτικά δεν ωφελεί σε τίποτα αυτόν τον πιστό, ακόμη κι αν νηστεύει, κοιμάται καταγής, ασκεί την παρθενία και την σωφροσύνη [30] . Για αυτό και ο ίδιος, δίνοντας το θυσιαστικό παράδειγμα υπέρ του πλησίον, φρόντισε να καθησυχάσει τους πιστούς της εκκλησίας των Φιλίππων ότι, παρόλο που η εκδημία του προς τον ουρανό για εκείνον θα ήταν το απόλυτο προσωπικό κέρδος, εν τούτοις η σωματική παραμονή του σ’ αυτήν την ζωή κατέστη περισσότερο αναγκαία, επειδή θα εξυπηρετούσε την πνευματική ωφέλεια και προκοπή των νεοφώτιστων πιστών και της Εκκλησίας [31] [32] .
Στην σημερινή εποχή πάντως, είναι πολύ δύσκολο να διακρίνει κανείς στους Χριστιανούς του καιρού μας αυτού του είδους την θυσιαστική αγάπη, που έχει αναφορά προς τον πάσχοντα από την αμαρτία και την πλάνη συνάνθρωπο. Αλλά μάλλον αυτό που μπορεί κανείς εύκολα να διακρίνει, ως κυρίαρχες τάσεις στον χώρο της Ορθοδοξίας, είναι δύο αντιτιθέμενες παρατάξεις, που η μεν μία εισηγείται την «υπέρβαση των Πατέρων», κι άρα ούτως ή άλλως δεν ασχολείται καν με το ζήτημα της σωτηριολογίας του ανθρώπου, η δέ άλλη συσπειρώνεται γύρω από την διδασκαλία των Πατέρων, κατά τρόπο όμως περισσότερο νομικίστικο και δικαιϊκό, αφού το στοιχείο του ποιμαντικού ανοίγματος προς τον πλησίον και την κοινωνία, ως ενεργή ιεραποστολή, εμφανώς απουσιάζει και όλο το έργο περιορίζεται απλώς σε μία δυναμική, πλην όμως στείρα καταγγελία ενάντια στον Οικουμενισμό και τους εκπροσώπους του.
Αυτή η ποιμαντική και θεολογική έκπτωση της λεγόμενης «παραδοσιακής μερίδας», συμβάλλει, έστω και ανεπιγνώστως, μαζί με τους «αποδομητές των Πατέρων» της πρώτης κατηγορίας, ουσιαστικά στον αποχριστιανισμό της πάλαι ποτέ Ορθοδόξου κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό, ένας εκ των τελευταίων μεγάλων ιεραποστόλων του καιρού μας, ο Ρώσος ιερομάρτυρας π. Δανιήλ Σισόγεφ αποδοκίμαζε έντονα το ατελέσφορο του λεγόμενου «καταγγελτικού αντιαιρετικού αγώνα», όταν αυτός ο αγώνας δεν συμπεριλαμβάνει στην πρώτη γραμμή το ιεραποστολικό έργο της σωτηρίας του ανθρώπου, τονίζοντας με σαφήνεια ότι: «Εμείς ξοδεύουμε πάρα πολλή ενέργεια για να σταματήσει η αποστασία, αλλά δεν ξοδεύουμε τόση ενέργεια για να σώσουμε τους ανθρώπους. Πράγματι, η προσπάθεια να σταματήσει η αποστασία είναι αδύνατη. Η αποστασία, η εξέγερση της ανθρωπότητας εναντίον του Θεού, δεν μπορεί να σταματήσει. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά θυμηθείτε ότι οι πρώτοι Χριστιανοί δεν καταπολεμούσαν την ειδωλολατρική αμαρτία, τον ειδωλολατρικό εκφυλισμό. Οι πρώτοι Χριστιανοί δεν πολεμούσαν ούτε καν τους μονομάχους, αυτοί σώζανε τους ειδωλολάτρες. Αυτοί τους συγκέντρωναν, τους έλεγαν ότι δεν θα έπρεπε να προσκυνούν τα είδωλα, ότι πρέπει να λατρέψουν τον Έναν Αληθινό Θεό, και τότε, όταν οι ειδωλολάτρες γινόντουσαν Χριστιανοί, αυτοί παρατούσαν την πορνεία και τους αγώνες των μονομάχων κλπ. Και στην συνέχεια, όταν αυτοί έγιναν πολλοί, τότε απαγορεύτηκαν και ο εκφυλισμός και οι αγώνες μονομαχίας. Αλλά σε εμάς όλα αντιστράφηκαν. Σε μας πολεμάνε με αυτό που δεν μπορεί να νικηθεί, αλλά εν τω μεταξύ, αυτούς τους οποίους μπορούσαν να σώσουν, τους περιφρόνησαν…» [33] .
Έχοντας λοιπόν ως παρακαταθήκη τα λόγια αυτά του π. Δανιήλ, ενός σπάνιου ιεραποστόλου της εποχή μας, που εισερχόταν με πνευματική ανδρεία αυτοβούλως μέσα στα μουσουλμανικά και προτεσταντικά ποίμνια της Μόσχας και κυριολεκτικά τα ξεκλήριζε, οφείλουμε άπαντες να κατανοήσουμε, κληρικοί και λαϊκοί, ότι ο θρησκευτικός συγκρητισμός, που στην εποχή μας εκφράζεται μέσω της φριχτής παναιρέσεως του Οικουμενισμού, θα βρίσκεται, «Θεού επιτρέποντος», πάντα εκεί απέναντί μας, ως κορυφαία πρόκληση των έσχατων χρόνων. Ο Οικουμενισμός όμως πάντοτε θα αποτυγχάνει, ενόσω η αληθινή χριστιανική πίστη θα διατηρείται ανόθευτη ακόμη και σε έναν και μόνον πιστό. Άρα, το ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί είναι το πού βρισκόμαστε εμείς, εάν ο νούς μας δηλαδή βρίσκεται στην συχνότητα του Χριστού εν μετανοία ή αν περιφέρεται «εις χώραν μακράν» και ματαιοπονεί προσπαθώντας να πολεμήσει τον θρησκευτικό συγκρητισμό, με τα όπλα της ιδεολογίας και της κοσμικής αντιστάσεως. Η συνειδητοποίηση εκ μέρους μας ότι, ο Χριστός δεν έχει τόσο ανάγκη από «δημόσιους κατήγορους», «συνήγορους» ή «επαναστάτες», αλλά από εργάτες του αμπελώνος, από θεριστές που θα προσέρχονται εν μετανοία και καθαρότητι βίου να θερίσουν με την Ορθοδοξία και Ορθοπραξία προς τον πλησίον, ό,τι ο διάβολος προηγουμένως έσπειρε με τον Οικουμενισμό και την αμαρτία. Κατά το πρότυπο όλων των μεγάλων αγίων και χαρισματούχων γερόντων του 20ου αιώνα που ενήργησαν και τον αντιμετώπισαν κατ’ αυτόν ακριβώς τον τρόπο.