ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

Ύμνος στη μετάνοια

Εστ-πλεν... «Κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας» (δοξ. αἴν. Μ. Τετ.)

Ὁ χρόνος, ἀγαπητοί μου, ἔχει 52 ἑβδομάδες· ἀπ᾽ ὅλες ὅμως ξεχωρίζει μία, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, μὲ τὰ σεπτὰ πάθη τοῦ Κυρίου ἡ­μῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Πένθιμα χτυποῦν οἱ καμ­­πάνες τῆς Ὀρθοδοξίας, στὰ μαῦρα ντυμέ­­νοι οἱ ἱερεῖς, σβηστὰ τὰ φῶτα, καὶ στὸ σκοτά­δι ἀ­κού­γεται «Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρ­χεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός…». Ὅποιος δὲν συγ­κι­νεῖ­ται δὲν θά ᾽νε ἄν­θρωπος, θά ᾽νε πιὸ σκλη­ρὸς κι ἀπὸ τὶς πέτρες τοῦ Γολγοθᾶ. Τί νὰ πῇς καὶ γι᾽ αὐ­τοὺς ποὺ καὶ τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες τρέχουν σὲ δι­ασκεδάσεις, δὲν νηστεύουν οὔτε Μεγάλη Παρασκευή; τί νὰ πῇς γιὰ ᾽κείνους ποὺ καὶ τώρα ἀκόμα ἀνοίγουν τὸ βρωμερό τους στόμα καὶ βλαστη­μοῦν τὰ θεῖα;!

Ἀπόψε ὅμως, Μεγάλη Τρίτη, παρατηρεῖται μιὰ κίνησι στὶς ἐκκλησίες· τρέχουν πολλοὶ ν᾽ ἀκούσουν τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, ποὺ ψάλλεται στοὺς ναοὺς τῶν ὀρθοδόξων.

* * *

Ποιά εἶνε ἡ Κασσιανή; Ἔζησε στὸ Βυζάντιο τὸν ἔνατο (9ο) μετὰ Χριστὸν αἰῶνα. Ἦταν κορίτσι ἀπὸ ἐκλεκτὴ οἰκογένεια καὶ ἔ­λαμπε ἀπὸ ὀμορφιά. Δὲν φτάνει, βέβαια, μόνο αὐτό.
Μία καλλονή, ἂν δὲν ἔχῃ καὶ ψυχικ­ὸ κάλλος, εἶνε ἄσχημη. Αὐτὰ δὲν εἶνε δικά μου λόγια, εἶ­νε ῥητὸ τῆς ἁγίας Γραφῆς, ἡ ὁ­ποία δὲν ξέρει ψευτο­ευ­γένειες, «λέει τὰ σῦκα – σῦκα καὶ τὴ σκά­­φη – σκάφη». Ξέρετε λοιπὸν πῶς παρομοι­ά­ζει ἡ Γραφὴ μιὰ ὄμορφη ἀλλὰ κακόψυχη γυναῖ­­κα; Μοιάζει, λέει, μὲ γουρούνα ποὺ τῆς κρέ­μασαν στὴ μύτη σκουλαρίκι (βλ. Παρ. 11,22). Ὑ­πάρχει πιὸ ἀλ­λόκοτο πρᾶγμα; Τέτοια εἶνε ὅ­ποια ἔχει ὀμορφιὰ μὰ δὲν ἔχει ἠθική. Αὐτὰ λέει ἡ Γραφή, κ᾽ ἐγὼ δὲν θὰ γίνω εὐγενέστερος ἀπὸ τὴ Γραφή, ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο.

Ἦταν λοιπὸν ὄμορφη ἡ Κασσιανή· ἀλλὰ ὄχι μόνο ὄμορφη, ἦταν καὶ ἁγνὴ καὶ σεμνή· κι ὄχι μόνο ἁγνὴ καὶ σεμνή, ἀλλὰ καὶ ἔξυπνη.
Τὰ χρόνια ἐκεῖνα στὸ Βυζάντιο ἦταν ἕνας βασιλιᾶς ἄγαμος, ὁ Θεόφιλος (829-842). Ἡ μάνα του θέλοντας νὰ τὸν παντρέψῃ κά­λεσε ὅλες τὶς ὄ­μορφες κοπέλλες ἀπὸ καλὲς οἰκογένειες, καὶ μαζεύτηκαν οἱ νέες σὰν ῥόδα – τριαν­τάφυλλα στὰ ἀνάκτορα. Ἡ μητέρα εἶπε στὸ Θε­όφιλο· Σοῦ δίνω ἕνα μῆλο χρυσό, νὰ τὸ δώ­σῃς σ᾽ ἐ­κείνην ποὺ θὰ διαλέξῃς. Αὐτὸς μὲ τὸ μῆλο στὸ χέρι περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὶς νέες. Στάθη­κε μπροστὰ στὴν Κασσιανή, ποὺ τὸ πρόσωπο καὶ ἡ κορμοστασιά της τὸν θάμ­πωσε, ἕτοιμος νὰ τῆς δώσῃ τὸ μῆλο. Προηγουμέ­νως ὅμως, γιὰ νὰ τὴ δοκιμάσῃ, τῆς εἶπε· «Ἐκ γυναικὸς ἐρ­ρύη τὰ φαῦλα», ἀπὸ γυναῖκα δηλαδὴ προ­ῆλθαν τὰ κακά – ἐννοοῦσε τὴν Εὔα.
Δὲν εἶχε ἄδικο, ἀλήθεια ἔλεγε ὁ Θεόφιλος· ἀπὸ γυναῖκα ἔρχονται μεγάλα κακά· ἀντροχω­ρίστρες διαλύουν οἰκογένειες, γιὰ μιὰ γυναῖ­κα σκοτώνονται ἀδέρφια, χωρίζονται γειτο­νιές, μαλώνουν χωριά, συγκρούονται θρόνοι. Δὲν γίνονται βέβαια αὐτὰ ἂν δὲν βάλῃ τὴν οὐρά του ὁ δι­ά­βολος, καὶ οὐρά τοῦ διαβόλου γίνεται ἡ κακιὰ γυναίκα. Γι᾽ αὐτὸ εἶπε ὁ Θεόφιλος, ὅτι «Ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ φαῦλα».
Δὲν ὑπάρχουν ὅμως μόνο κακὲς γυναῖ­κες, ὑπάρχουν καὶ καλές· ἅγιες, ἐνάρετες, νοικο­κυ­ρές, ἀνώ­τερες ἀπ᾽ τὸν ἄντρα, ποὺ συ­χνὰ γυ­ρίζει ἔξω ἢ σαπίζει στὸ πιοτό. Δὲν εἴδα­με πολ­λὲς φορὲς γυναῖκα μεθυσμένη, νὰ χαρ­το­παί­ζῃ, νὰ βρίζῃ, νὰ χτυπάῃ, νὰ κάνῃ ζημιές. Κα­τὰ κανόνα ἡ γυναίκα δουλεύει τὴ γῆ, φρον­­τί­ζει τὸ σπίτι, ξενυχτάει περιμένον­­τας τὸν ἀ­χαΐ­ρευ­το, ποὺ τῆς τὸν φέρνουν μεσάνυχτα σηκω­τό.
Μὰ πάνω ἀπ᾽ ὅλες τὶς τίμιες καὶ ἅγιες γυναῖ­κες εἶ­νε μία, ἡ Παναγία μας! τὸ καύχημα τοῦ γυ­ναι­κείου κόσμου. Γιατὶ ἀπὸ τὴν Παναγία ἦρ­θε ὁ Χριστός, ὁ σωτήρας τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων. Γι᾽ αὐτὸ ἡ Κασ­σιανὴ ἀπήντησε στὸ Θεόφι­λο· «Ἀλλὰ καὶ ἐκ γυναικὸς ἐρρύη τὰ κρείττω». Ναί, ἀπ᾽ τὴ γυναῖκα βγῆκε τὸ κακό, ἀλλὰ ἀπὸ τὴ γυναῖκα βγῆκαν καὶ τὰ καλά.
Ἡ ἀπάντησι ὅμως αὐτὴ δὲν ἄρεσε στὸ βασιλιᾶ· γι᾽ αὐτὸ δὲν ἔδωσε τὸ μῆλο στὴν Κασσιανή. Τό ᾽δωσε σὲ μιὰ ἄλλη κοπέλλα, σεμνὴ κ᾽ ἐκείνη, ἀλλὰ ὄχι τόσο ἔξυπνη καὶ ὄμορφη· τὸ ᾽δωσε στὴν Θεοδώρα, ποὺ κατόπιν ἁγίασε.
Καὶ ἡ Κασσιανὴ τί ἔγινε; πῆγε νὰ …πνιγῇ, σὰν κάποια κορίτσια ὅταν χάνουν στὸν ἔρωτα; –Μ᾽ ἄ­φη­σε ὁ ἄτιμος, εἶπε στὸ γραφεῖο μιὰ κοπέλλα ἀπελπισμένη, δυὸ χρόνια μὲ εἶχε ἀρ­ραβωνιασμένη· θὰ πάω στὸ ποτάμι νὰ πνιγῶ. –Ὄχι, παιδί μου, τῆς εἶπα· ἂν αὐτὸς ἦταν ἄτιμος, δὲν ὑπάρχει μόνο ἕνας ἄντρας στὸν κόσμο, ὑ­πάρχουν πολλοὶ καὶ καλύτεροι ἀπὸ δαῦ­τον… Εἶδα κ᾽ ἔπαθα νὰ τὴν παρηγορήσω.
Ἄτιμη κοινωνία! παίρνει τὰ κορίτσια καὶ τὰ κάνει μεζέδες τοῦ διαβόλου. Φταῖνε βέβαια κι αὐ­τές, δὲν στέκονται στὸ ὕψος τους· κυρί­ως ὅμως φταῖνε οἱ μανάδες ποὺ σπρώχουν στὸ κακὸ καὶ ἡ κοινωνία ποὺ τὸ δέχεται.
Ἡ Κασσιανὴ λοιπόν, ποὺ ἀπέτυχε στὸν ἔ­ρω­τα αὐτόν, δὲν πῆγε νὰ πνιγῇ. Δόξασε τὸ Θεὸ καὶ κάνοντας τὸ σταυρό της ἔφυγε ἀπὸ τὴ μαύρη κοινωνία· βρῆκε μέρος ἥσυχο κ᾽ ἔγινε μοναχή. Ἀσκήτευε, κουβέντιαζε τὶς νύχτες μὲ τὸ Θεό, καὶ τοῦ ἔγραφε τραγούδια.
Ὑπάρχουν τραγούδια τοῦ διαβόλου, σὰν αὐ­τὰ τῆς ἐποχῆς. Μὰ τῆς Κασσι­ανῆς ἦταν τραγούδια τοῦ Θεοῦ. Ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἀκοῦμε ἀπόψε. Τί τραγουδάει; Ὑμνεῖ τὸν ἔρωτα μιᾶς μετανο­ημένης ἁμαρ­τωλῆς· ἔρωτα ὄχι σὲ κάποιον ἄντρα ἀλλὰ στὸ Θεό. Ἀλλοίμονό σας, γυναῖ­κες, ἂν ἀγαπᾶτε τοὺς ἄντρες καὶ τὰ παιδιά σας παραπάνω ἀπὸ τὸν Κύριο, ποὺ εἶνε «ὁ Νυμφίος ὁ κάλλει ὡραῖος» «παρὰ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων» (ἀπόστ. αἴν. Μ. Τρ.. Ψαλμ. 44,2).
Ποιά εἶνε αὐτὴ ἡ μετανοημένη ἁμαρτωλὴ τοῦ τροπαρίου; Πολλοὶ κάνουν σύγχυσι. Ἡ ἁ­μαρτωλὴ δὲν εἶνε ἡ Κασσιανή, ποὺ ἔζησε ἐν παρθενίᾳ, σὰν τὸ κρίνο, τὸν 9ο αἰῶνα. Εἶνε μιὰ ἀνώνυμη γυναίκα ποὺ ἔζησε στὶς ἡμέρες τοῦ Χριστοῦ, τὸν 1ο αἰῶνα, καὶ ἀναφέρεται στὰ Εὐαγγέλια. Ἡ ζωή της ἦταν ἀθλία. Τὴν ἔ­παιρνε ὁ ἕνας κι ὁ ἄλλος στὴν ἀγκαλιά του· εἶχε καταντήσει ἕνα σιχαμένο βρωμε­ρὸ κουρέλι. Ὅλοι τὴν ἀπέφευγαν καὶ τὴν ἔδιωχναν. Ἀλλ᾽ αὐτὴ μετανοημένη, ὅταν ἔμαθε ποῦ βρίσκεται ὁ Χριστός, πῆγε ἐκεῖ κλαίοντας, ἔ­πλυνε τὰ πόδια του μὲ μύρο πολύτιμο καὶ τὰ σφούγγισε μὲ τὰ πλούσια μαλλιά της. Τότε ὁ Χριστός, ποὺ εἶδε τὴ μετάνοιά της, ἐνῷ οἱ φαρισαῖοι τὴν κατέκριναν, ἐκεῖνος τὴ συγχώρησε καὶ ἔ­σβησε τὶς πολλὲς ἁμαρτίες της, γιατὶ κι αὐτὴ ἀγάπησε πολὺ τὸν Κὐριο. Αὐτὴ τὴ μετάνοια ὑμνεῖ ἡ Κασσιανὴ στὸ τροπάριό της.
Ὅσο καὶ ἂν ἡ γλῶσσα φαίνεται δύσκολη, δὲν εἶνε κινέζικα· ἑλληνικὰ εἶνε, δική μας γλῶσ­σα. Δεῖξτε λίγο ἐν­διαφέρον, προσέξτε τὰ λόγια τοῦ ὕμνου αὐτοῦ καὶ πολὺ θὰ ὠφελη­θῆτε.
Τί λέει τὸ τροπάριο; Κύριε, εἶμαι μιὰ γυναίκα βουτηγμένη ὣς τὸ λαιμὸ σὲ ἁμαρτίες ἀ­μέτρητες. Ἡ ζωή μου ἦταν ἕνα σκοτάδι. Τὸ πά­θος τῆς σαρκὸς μὲ κεντοῦσε σὰν τὴν ἀλογόμυγα ποὺ κάνει τὸ ζῷο νὰ τρελλαίνεται. Ἀλλὰ τώρα μετανοῶ καὶ μὲ πίστι σ᾽ ἐσένα, τὸν ἐνανθρωπήσαντα Θεό, πλη­σιάζω. Πολλὰ τὰ ἁμαρτήματά μου, μὰ ἡ εὐσπλαχνία σου εἶνε μεγαλύτερη. Καταφιλῶ τὰ ἄχραντα πόδια σου καὶ παρακαλῶ, «ψυχοσῶστα Σωτήρ μου», μὴ μὲ ἀ­πορρίψῃς τὴ δούλη σου ἐσύ, ποὺ τὸ ἔλεός σου εἶνε ἀμέτρητο, ἀνεξάντλητο.

* * *

Μεθυσμένοι, ἀδελφοί μου, εἶνε οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ κακό. Ἡ ἁμαρτία δὲν εἶνε παιχνιδά­κι, εἶνε συμφορὰ μεγάλη. Γιὰ τὶς ἁ­μαρτίες ἔ­γινε ὁ κατακλυσμός, γιὰ τὶς ἁμαρτίες κάηκαν τὰ Σόδομα καὶ Γόμορρα. Ἀπὸ τὶς ἁ­μαρτί­ες κινδυνεύουμε κ᾽ ἐμεῖς σήμερα.
Ποιές εἶνε οἱ ἁμαρτίες στὴν ἐποχή μας; Ἐ­μένα ῥωτᾶτε; ζῆτε μέσα στὸν κόσμο καὶ ξέρετε. Ἐγὼ πάντως νομίζω, ὅτι τὰ μεγάλα ἁ­μαρτήματα σήμερα εἶνε τρία.
Πρῶτον, ὅτι οἱ ἄνθρωποι δὲν ἀγαποῦν τὸ Θεὸ καὶ δὲν ἐκκλησιάζονται. Δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός· ἐμεῖς ζημιωνόμεθα.
Δεύτερον ἡ ἀλογόμυγα τῆς σάρκας. Σαπίσαμε, γίναμε Σόδομα καὶ Γόμορρα.
Καὶ τρίτον ἡ βλαστήμια. Δὲν περνάει μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκουστῇ βλαστήμια τῶν θείων· ἀκόμα καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή!
Ὕστερα ἀπ᾽ ὅλα αὐτὰ τί περιμένουμε; Γράψατέ το· θὰ ᾽ρθοῦν συμφορὲς στὸν κόσμο!
Ἀδέρφια μου, πέφτω στὰ πόδια σας καὶ σᾶς παρακαλῶ· ἀλλάξτε! νὰ ἐπιστρέψουμε ὅλοι στὸ Θεό. Νὰ πέσου­με στὰ γόνατα νὰ τὸν προσ­κυνήσουμε· τὸ τραγούδι τῆς Κασσια­νῆς, νὰ γί­νῃ δική μας προσευχή. Νὰ γίνουμε ὅλοι Χριστιανοί. Καὶ τότε ἐλᾶτε νὰ σᾶς δώσω ἐγγύησι· ὅ,τι καὶ νὰ γίνῃ, μὴ φοβᾶστε, πάνω ἀπ᾽ ὅλα εἶνε ὁ Θεός. Αὐτὸν λατρεύουμε, αὐτὸν προσ­­κυνοῦμε, αὐτὸν ὑμνοῦμε «γενεαὶ πᾶσαι».
Ὅπως ἀπόψε ἤρθατε στὴν ἀκολουθία, ἔτσι νά ᾽ρχεστε κάθε βράδυ. Στὸ τέλος ἕνας – ἕ­νας μὲ τὴ σειρά, οἱ ἄντρες πρῶτα, οἱ γυναῖκες κατόπιν καὶ τὰ παιδιά, νὰ κάνετε μετάνοια νὰ προσκυνήσετε τὸ Νυμφίο, γιὰ νὰ εἶνε αὐ­τὸς προστάτης καὶ φύλακας καὶ Κύριος σὲ ὅλη τὴ γῆ καὶ τὴν πατρίδα μας.

(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος

Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ὁσ. Ναοὺμ Ἀρμενοχωρίου – Φλωρίνης τὴν 8-4-1969 Μ. Τρίτη βράδυ.