ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 5 Μαρτίου 2021

ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΛΕΥΚΗ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΑΛΙ

 
τοῦ Ἰωάννου Μηλιώνη, ἐκπαιδευτικοῦ, μέλους τῆς Π.Ε.Γ.

Στά δύο προηγούμενα φύλλα τοῦ Ο.Τ. εἴχαμε ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν «Ἑλληνικὴ Ἑταιρεία Προγεννητικής Ἀγωγῆς», τῆς κ. Ἰωάν­νας Μαρῆ -φορέα ποὺ διατείνεται ὅτι ἔχει ὡς σκοπό «τήν ἀ­γω­γή τῆς ἐγ­κύ­ου γυ­να­ί­κας καί τοῦ μέλ­λον­τος πα­τέ­ρα νά προ­ε­τοι­μά­σουν τήν νέ­α ζωή»-, ποὺ ἔχει χαρακτηριστεῖ ὡς «ἀσυμβίβαστη μὲ τὴν Ὀρθόδοξη πίστη» καὶ περιλαμβάνεται στὸν κατάλογο, ποὺ καταρτίστηκε ἀπὸ τὴν Ζ' Συνδιάσκεψη Ἐντεταλμένων Ὀρ­θοδό­ξων Ἐκκλησιῶν καὶ Ἱερῶν Μητροπόλεων γιὰ θέματα αἱρέ­σεων καὶ Παραθρησκείας, στὴν Ἁλίαρτο, 20-26 Σεπτεμβρίου 1995[1].

Τό παρόν προέρχεται ἀπό ἰδιόγραφο κείμενο τοῦ π. Ἀντωνίου Ἀλεβιζοπούλου πού ὑπεβλήθη τήν 20 Ἰανουαρίου 1996, ἀπό τήν Συνοδική Ἐπιτροπή ἐπί τῶν Αἱρέσεων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τῆς ὁποίας ὑπῆρξε Γραμματεύς, πρός τήν Ἱερά Σύνοδο. Τό πρωτότυπο κείμενο φέρει τήν ὑπογραφή τοῦ τότε Προέδρου τῆς Ἐπιτροπῆς μακαριστοῦ Μητροπολίτου Μαρωνείας καί Κομοτηνῆς Κυροῦ Δαμασκηνοῦ.

Ἀκόμη, τό παρόν εἶδε τό φῶς τῆς δημοσιότητας τό 2013, ὅταν ἡ Ἱερά Μητρόπολη Πει­ραι­ῶς τό κοινοποίησε μέ τήν ὑπογραφή τοῦ Γεράσιμου Βλάχου (εἰκονικό προφίλ συνεργάτη μας)[2].

Κλείνοντας τὸ ἄρθρο ἐκεῖνο, εἴχαμε ἐπιφυλαχθεῖ νὰ διαφωτί­σουμε τό ζήτημα περισσότερο σχετικά μέ τήν δι­δα­σκα­λί­α τῆς ἐν λό­γω σέκτας.

Ἄϊβανχωφ (Aïvanhov) ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι κα­τέ­χει μί­α μυ­στι­κή καί ἱ­ε­ρή γνώ­ση ἀ­πό κά­ποι­ον Θι­βε­τια­νό Δάσκαλο. Ὁ ἴ­διος καί ὁ Δάσκαλός του -Πέτρος Ντενόφ (Peter Deunov)- ἰ­σχυ­ρί­ζον­ται ὅ­τι ἡ «γνώ­ση» αὐ­τή μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­κα­λυ­φθεῖ μό­νο μέ μύ­η­ση, πού προ­ο­ρί­ζε­ται μό­νο γιά ὀ­πα­δο­ύς. Βρί­σκε­ται σέ βι­βλί­α «­πο­λύ­τως ­γνω­στα στο­ύς κοι­νο­ύς θνη­το­ύς καί φυ­λαγ­μέ­να στίς τέσ­σε­ρεις βι­βλι­ο­θῆ­κες τοῦ Σύμπαντος».

Ντενόφ πί­στευ­ε ­τι μί­α μι­κρή ­μά­δα ­πό «­ξε­λιγ­μέ­νες ἀν­θρώ­πι­νες ψυ­χές», τῆς 10ης καί τε­λευ­τα­­ας ­ξε­λι­κτι­κῆς κλί­μα­κος τῆς «Παγ­κό­σμιας ­δελ­φό­τη­τας τῆς Αὐ­γο­­στας», δη­λα­δή τε­λε­­ων ὄν­των, θά κα­τευ­θύ­νει ­λό­κλη­ρο τόν κό­σμο.

Κα­τά τόν Ἄϊβανχωφ, στή ­πο­χή τοῦ Ὑδροχόου εἶ­ναι ­πα­ρα­­τη­το μί­α νέ­α τά­ξη πραγ­μά­των. ­διος λο­γί­ζε­ται «19ος Με­γά­λος Δάσκαλος τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας»[3]. Πρό­κει­ται γιά σύ­στη­μα αὐ­το­ε­ξέ­λι­ξης, πού ­νώ­νει θε­ο­σο­φι­κές καί χρι­στι­α­νι­κές ἀν­τι­λή­ψεις μέ καβ­βα­λι­στι­κά καί ἀλ­χη­μι­κά στοι­χεῖ­α.

Ὁ Ἄϊβανχωφ χρη­σι­μο­ποι­εῖ καβ­βα­λι­στι­κο­ύς ὄ­ρους καί πε­ρι­ε­χό­με­να. Κα­τά τήν καβ­βα­λι­στι­κή κο­σμο­θε­ω­ρί­α Θε­ός δέν εἶ­ναι «­με­σος δη­μι­ουρ­γός τοῦ κό­σμου. ­λα τά πράγ­μα­τα ­χουν προ­έλ­θει ­πό τήν πρω­ταρ­χι­κή πη­γή, μέ­σω δι­α­δο­χι­κῶν ἐκ­πο­ρε­­σε­ων». ­τσι τό σύ­μπαν εἶ­ναι «ἐκ­δη­λω­μέ­νος Θε­ός»[4].

Οἱ Καβ­βα­λι­στές ­πο­στη­ρί­ζουν ­τι «τό σύ­μπαν εἶ­ναι μί­α σκε­πτο­μορ­φή, πού προ­βάλ­λε­ται ­πό τό θε­ϊ­κό Νοῦ» καί «ἐκ­φρά­ζε­ται μέ τό Καβ­βα­λι­στι­κό Δέντρο»[5]. Πρό­κει­ται γιά ­να ξε­δί­πλω­μα μέ τή δι­α­δι­κα­σί­α τῆς «κα­τερ­χο­μέ­νης ἐκ­δή­λω­σης». Κα­θε­μί­α ­πό τίς δέ­κα ἐκ­δη­λώ­σεις πε­ρι­­χει σέ λαν­θά­νου­σα κα­τά­στα­ση ­λες τίς ­πό­με­νες καί ἀν­τα­να­κλᾶ ­λες τίς προ­η­γο­­με­νες. Ἄϊβανχωφ ­πο­γραμ­μί­ζει πώς «στό σε­φε­ρι­κό (Καβ­βα­λι­στι­κό) δέ­ντρο καμ­μί­α ­πό τίς ἐκ­δη­λώ­σεις τοῦ Θε­οῦ δέν εἶ­ναι κα­τώ­τε­ρη ­πό τήν ἄλ­λη. Δέν ­πάρ­χει δι­α­φο­ρά με­τα­ξύ τῶν σε­φι­ρόθ πα­ρά μό­νο σ' ,τι ­φο­ρᾶ τήν ­λη τῆς κα­θε­μιᾶς ­πό αὐ­τές τίς πε­ρι­ο­χές»[6].

«­λη δη­μι­ουρ­γί­α εἶ­ναι ἔρ­γο τῶν δύ­ο ἀρ­χῶν ἀρ­σε­νι­κῆς καί θη­λυ­κῆς, οἱ ­ποῖ­ες εἶ­ναι ἀν­τα­νά­κλα­ση, ­πα­νά­λη­ψη τῶν δύ­ο με­γά­λων κο­σμι­κῶν δη­μι­ουρ­γι­κῶν ἀρ­χῶν πού τίς ­νο­μά­ζου­με Οὐ­ρά­νιος Πα­τέ­ρας καί Θε­ϊ­κή Μη­τέ­ρα εἶ­ναι πό­λω­ση μιᾶς καί μο­να­δι­κῆς ἀρ­χῆς, τοῦ ­πό­λυ­του, τοῦ μή - Ἐκ­δη­λω­μέ­νου πού Καβ­βά­λα ­νο­μά­ζει Ἄϊν Σόφ ­ουρ: φῶς χω­ρίς τέ­λος. Παν­τοῦ μέ­σα στή φύ­ση δέ βλέ­πε­τε πα­ρά τίς δύ­ο ἀρ­χές κά­τω ­πό δι­­φο­ρα σχή­μα­τα καί δι­α­στά­σεις»[7].

«Κάθε ὄν κα­θώς ­χει τήν ἄλ­λη ἀρ­χή μέ­σα του, δέν μπο­ρεῖ νά βρεῖ τό Θεό πα­ρά μό­νο δι­α­μέ­σου αὐ­τῆς τῆς ἄλ­λης ἀρ­χῆς. Γι' αὐ­τό γυ­να­­κα βρί­σκει τό Θεό δι­α­μέ­σου τοῦ ἄν­τρα, για­τί ἄν­τρας ἀν­τι­προ­σω­πε­­ει τήν ἄλ­λη ἀρ­χή, καί αὐ­τή ἀρ­χή εἶ­ναι πού τή συν­δέ­ει μέ τόν Οὐ­ρά­νιο Πα­τέ­ρα. Καί ἄν­τρας δέν μπο­ρεῖ νά βρεῖ τή Θε­­τη­τα πα­ρά μό­νο δι­α­μέ­σου τῆς θη­λυ­κῆς ἀρ­χῆς, εἴ­τε αὐ­τή εἶ­ναι μί­α γυ­να­­κα, εἴ­τε εἶ­ναι ­δια φύ­ση (πού εἶ­ναι μί­α θη­λυ­κή ἀρ­χή), Θε­­α Μη­τέ­ρα»[8].

­τσι γά­μος ­πο­τε­λεῖ ­να «κο­σμι­κό φαι­νό­με­νο πού γι­ορ­τά­ζε­ται πρῶ­τ' ­π' ­λα στόν ­ψι­στο κό­σμο με­τα­ξύ τοῦ Οὐ­ρα­νί­ου Πα­τέ­ρα καί τῆς συ­ζύ­γου του, τῆς θε­ϊ­κῆς Μη­τέ­ρας». Σ' αὐ­τή τήν πο­λι­κό­τη­τα συ­νί­στα­ται τό «κα­τ' εἰ­κό­να θε­οῦ», τοῦ ἀν­θρώ­που[9].

«Κα­τά τήν Καβ­βάλ­λα, ὁ Θε­ός ἔ­χει μί­α σύ­ζυ­γο, τή Σέκινα, πού δέν εἶ­ναι τί­πο­τε ἄλ­λο πα­ρά αὐ­τή ἡ πεμ­πτου­σί­α ἡ ὁ­πο­ί­α βγῆ­κε ἀ­πό Αὐ­τόν τόν ῎Ι­διο καί πά­νω στήν ὁ­πο­ί­α ἐρ­γά­ζε­ται γιά νά δη­μι­ουρ­γεῖ το­ύς κό­σμους...».

«Ὅ­λα ὅ­σα εἶ­ναι κά­τω εἶ­ναι σάν αὐ­τά πού εἶ­ναι ἐ­πά­νω», εἶ­πε ὁ Ἑρ­μῆς ὁ Τρι­σμέ­γι­στος, δη­λα­δή αὐ­τό πού εἶ­ναι κά­τω, στο­ύς ἀν­θρώ­πους, εἶ­ναι σάν κι αὐ­τό πού εἶ­ναι ἐ­πά­νω, στόν Οὐ­ρα­νό. Ὅ­λες οἱ ἐκ­δη­λώ­σεις μας ἔ­χουν τό πρό­τυ­πό τους ἐ­πά­νω, στό θε­ϊ­κό κό­σμο. Φυ­σι­κά, τί εἶ­ναι ὁ Θε­ός, κα­νε­ίς δέν τό γνω­ρί­ζει. Εἶ­ναι τό Ἀ­πό­λυ­το, τό Ἀ­νεκ­δή­λω­το, δέν ἔ­χει οὔ­τε σώ­μα, οὔ­τε πα­ρου­σι­α­στι­κό. Ὅ­μως, ὅ­ταν θέ­λη­σε νά ἐκ­δη­λω­θεῖ, νά ἐκ­φρα­στεῖ στό ἀν­τι­κει­με­νι­κό κό­σμο, πο­λώ­θη­κε, καί εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς χά­ρη σ' αὐ­τή τή δι­πλῆ πό­λω­ση τοῦ πνε­ύ­μα­τος (ὁ σύ­ζυ­γος) καί τῆς ὕ­λης (ἡ σύ­ζυ­γος) πού μπό­ρε­σε νά δη­μι­ουρ­γή­σει: οἱ δύ­ο πό­λοι ἐ­πε­νέρ­γη­σαν ὁ ἕ­νας πά­νω στόν ἄλ­λο καί ὅ­λες αὐ­τές οἱ «ἐ­νέρ­γει­ες» γέν­νη­σαν τόν κό­σμο, ὁ­λό­κλη­ρο τό σύ­μπαν»[10].

Στήν «Παγ­κό­σμια Λευ­κή Ἀ­δελ­φό­τη­τα» βα­σι­κή ση­μα­σί­α ἔ­χει ὁ Δάσκαλος. Ὁ Ἄϊβανχωφ δι­α­κρί­νει το­ύς ἀ­λη­θι­νο­ύς Δα­σκά­λους, το­ύς «λευ­κο­ύς μά­γους» ἀ­πό το­ύς «κα­κο­ύς μά­γους»[11].

Γιά νά ἐκ­πλη­ρώ­σει κα­νε­ίς τό ἔρ­γο τοῦ πνευ­μα­τι­κοῦ ὀ­δη­γοῦ, εἶ­ναι ἀ­νά­γκη νά πά­ρει ἕ­να «δί­πλω­μα» στόν φυ­σι­κό κό­σμο, πού ὅ­μως ἔ­χει ἀν­τι­στοι­χί­α στό πνευ­μα­τι­κό ἐ­πί­πε­δο[12].

Ἀ­κό­μα καί ὁ Ἰησοῦς, πού λο­γί­ζε­ται ἕ­νας ἀ­πό το­ύς πολ­λο­ύς πνευ­μα­τι­κο­ύς Δα­σκά­λους, δέν ἦλ­θε τέ­λει­ος πά­νω στή γῆ· χρει­ά­στη­κε νά ἐκ­παι­δευ­τεῖ καί νά δι­δα­χτεῖ καί νά κά­νει μί­α με­γά­λη ἐρ­γα­σί­α ἐ­ξα­γνι­σμοῦ πρίν νά δε­χτεῖ τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στήν ἡ­λι­κί­α τῶν τρι­ά­ντα ἐ­τῶν[13].

Σέ ἄλ­λο ση­μεῖ­ο τοῦ ἴ­διου βι­βλί­ου ὁ «Ἀ­λη­θι­νός Δάσκαλος» θέ­τει στό ἴ­διο ἐ­πί­πε­δο ἐ­ξέ­λι­ξης τοῦ Ἰησοῦ, τό Βο­ύ­δα, τόν Κρίσ­να, τόν Ζω­ρο­ά­στρη, τόν Ἑρ­μῆ τόν Τρι­σμέ­γι­στο, τόν Μελ­χι­σε­δέκ. Ὅ­μως ὅ­λοι αὐ­τοί δέν εἶ­ναι πλέ­ον «Ζων­τα­νοί Δάσκαλοι». Ἡ ἐ­ναρ­μό­νι­ση καί «τα­ύ­τι­ση» μέ τό Ζων­τα­νό Δάσκαλο «εἶ­ναι ἀ­κό­μα κα­λύ­τε­ρη», ὁ­δη­γεῖ δη­λα­δή σέ ἀ­νώ­τε­ρο ἐ­ξε­λι­κτι­κό ἐ­πί­πε­δο[14]. Πέρα ἀ­πό αὐ­τά, γιά τό «Ζων­τα­νό Δάσκαλο», «ὁ Χρι­στός εἶ­ναι σύμ­βο­λο τοῦ Υἱ­οῦ τοῦ Θε­οῦ πού βρί­σκε­ται μέ­σα σέ κά­θε ψυ­χή σάν ἕ­νας κρυμ­μέ­νος σπιν­θή­ρας. Ὁ ἄν­θρω­πος, συν­δε­ό­με­νος μέ τήν ἀ­νώ­τε­ρή του ψυ­χή, συν­δέ­ε­ται μέ αὐ­τή τήν ἀρ­χή τοῦ Χρι­στοῦ πού βρί­σκε­ται παν­τοῦ, μέ­σα σέ ὅ­λες τίς ψυ­χές καί δι­α­μέ­σου αὐ­τῆς συν­δέ­ε­ται μέ τό Θεό. Δέν μπο­ρεῖ­τε νά πᾶ­τε στό Θεό πα­ρά μό­νο δι­α­μέ­σου τοῦ ἀ­νω­τέ­ρου Ἐ­γώ, ἀ­φοῦ εἶ­ναι αὐ­τό πού πε­ρι­έ­χει τά πά­ντα...»[15].

Φέροντας τόν λό­γο στόν ἑ­αυ­τό του ὁ Ἄϊβανχωφ λέ­ει: «Καί ἐ­γώ, πι­στε­ύ­ε­τε ὅ­τι ἤ­μουν ἀ­πό τήν παι­δι­κή μου ἡ­λι­κί­α ὅ­πως εἶ­μαι σή­με­ρα; ῎Ο­χι, κι ἐ­γώ χρό­νια καί χρό­νια χρει­ά­στη­κε νά κά­νω αὐ­τή τήν ἐρ­γα­σί­α»[16].

Ὅ­ταν κα­νε­ίς βρεῖ τόν ἀ­λη­θι­νό Δάσκαλο, πρέ­πει νά «συγ­χρο­νι­στεῖ» μα­ζί του. Ὅ­λοι πρέ­πει νά εἶ­ναι «συγ­χρο­νι­σμέ­νοι» καί σέ «συμ­φω­νί­α μέ τίς δο­νή­σεις μου, τίς ἰ­δέ­ες μου, τίς σκέ­ψεις μου... Ἄν εἴ­μα­στε μα­ζί, ἄν εἶ­στε συν­δε­δε­μέ­νοι, συγ­χρο­νι­σμέ­νοι μ' ἐ­μέ­να, ἔ­χε­τε πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρες δυ­να­τό­τη­τες νά συλ­λά­βε­τε τίς σκέ­ψεις μου, νά δε­χτεῖ­τε με­ρι­κά ἀ­πό τά μό­ρια πού στέλ­νον­ται στό δι­ά­στη­μα...»[17].

Ἰσχυρίζεται ὅ­τι εἶ­ναι ἕ­νας «ἀ­γω­γός» τοῦ «θε­ϊ­κοῦ κό­σμου», ὥ­στε «νά μπο­ρέ­σει νά σᾶς βο­η­θή­σει». Ὁ «Ζων­τα­νός Δάσκαλος» μι­λά­ει καί γιά ἀ­γά­πη. Ὅ­μως κά­τω ἀ­πό τόν ὅ­ρο αὐ­τό ἐν­νο­εῖ μί­α «συγ­χώ­νευ­ση». Αὐ­τό πού συμ­βα­ί­νει ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη δι­α­προ­σω­πι­κῶν σχέ­σε­ων, ἀλ­λά ἡ «εἴ­σο­δος» μέ­σα στό μα­θη­τή τῶν ἴ­δι­ων «δο­νή­σε­ων» τοῦ Δα­σκά­λου[18]!

Ὁ Ἄϊβανχωφ ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅ­τι ἑρ­μη­νε­ύ­ει αὐ­θεν­τι­κά τή δι­δα­σκα­λί­α τοῦ Χρι­στοῦ· αὐ­τό δέν τό κά­νει ἡ Ἐκ­κλη­σί­α! Μέ τίς τε­χνι­κές τῆς ὀρ­γά­νω­σης κα­τόρ­θω­σε «νά μπεῖ μέ­σα στό κε­φά­λι τοῦ Ἰησοῦ» καί ἄρ­χι­σε νά κά­νει μί­α ἐρ­γα­σί­α «μέ τή φαν­τα­σί­α». Ἔ­τσι φτι­ά­χνει μέ τήν σκέ­ψη του αὐ­τό πού δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­πι­τύ­χει στό φυ­σι­κό ἐ­πί­πε­δο! «Φαν­τα­ζό­μουν ἔ­τσι ὅ­τι εἰ­σχω­ροῦ­σα μέ­σα στή συ­νε­ί­δη­ση τοῦ Ἰησοῦ καί ὅ­τι ἔ­βλε­πα, αἰ­σθα­νό­μουν καί σκε­φτό­μουν ὅ­πως ἐ­κεῖ­νος»[19].

Ἔ­τσι μό­νο μέ­σω τοῦ Ἄϊβανχωφ μπο­ρεῖ κα­νε­ίς νά ἔλ­θει στόν θεό[20]. Ὁ μα­θη­τής πρέ­πει νά εἶ­ναι «σέ συμ­φω­νί­α μέ τό Δάσκαλο», για­τί καί ὁ Δάσκαλος «εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά κά­νει νά συγ­χρο­νι­στεῖ μέ τήν παγ­κό­σια ζωή, μέ τή θε­ϊ­κή ζωή»[21].



[3] Les Sectes en France, σσ. 27, 28.

[4] Γ. Γουέστκοτ, παραπομπή: . Ἀλεβιζοπούλου, ἀποκρυφισμός στό φῶς τῆς Ὀρθοδο­ξίας, τεῦχος β', Καββάλα, Ἀθήνα 1994, σ. 37.

[5] D. Fortune, παραπομπή: . Ἀλεβιζοπούλου, σ. 37.

[6] . M. Ἄϊβανχωφ, Τά μυστήρια τοῦ Ἰεσόντ, Τόμος VII, ἔκδ. Prosveta, σ. 107.

[7] . M. Ἄϊβανχωφ, ἐπιστήμη τῶν δύο Ἀρχῶν. Πνευματική γαλβανοποίηση, ἔκδ. Pros­veta 1983, σ. 14.

[8] Ἡ ἐπιστήμη, σ. 35.

[9] Ἡ ἐπιστήμη, σ. 41.

[10] Ἡ ἐπιστήμη, σ. 42.

[11] Τί εἶναι ἕνας Πνευματικός Δάσκαλος, ἔκδ. Prosveta 1982, σσ. 16-17.

[12] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σ. 22.

[13] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σσ. 24-25.

[14] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σσ. 179, 192.

[15] Ἡ ἐπιστήμη, σσ. 34-35.

[16] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σ. 26.

[17] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σ. 197.

[18] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σ. 183.

[19] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σ. 191.

[20] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σσ. 147-148.

[21] Τί εἶναι ἕνας Π.Δ., σ. 149.