Ας ανασύρουμε στην μνήμη μας, την ωραιοτάτη και πάντοτε επίκαιρη παραβολή του ασώτου, που περιγράφει χαρακτηριστικά τη σύγχρονη πνευματική και ηθική κατάσταση.
Ας αποφυλακίσουμε από το κελλί της ασωτίας, τον απρόσωπο άσωτο της παραβολής και ας εγκλειστούμε εμείς οι ίδιοι –οι δήθεν άμεμπτοι– στο κρατητήριο της συνειδήσεώς μας. Έτσι θα βιώσουμε την συναίσθηση της ποικίλης ασωτίας μας.
Οπότε δε θ’ αναφωνήσουμε στο διάβασμά της: «Τι ωραία τα είπε ο Χριστός!», γιατί θα αντιληφθούμε ότι είμαστε εμείς οι άσωτοι και θα πονέσουμε· ούτε θα γιουχάρουμε τον αλήτη τον άσωτο, γιατί θα αντιληφθούμε ότι μας εκπροσωπεί και είμαστε ολόιδιοι με εκείνον. Γενικά θα παύσουμε ν’ αναφωνούμε μετά από την ακρόαση ενός φλογερού κηρύγματος, εκείνο του γραφικό, αλλά καθ’ όλα προκλητικό: «Ωραία τα είπε ο παπάς, αλλά ποιος τον ακούει;». Ο Χριστός δεν κατέβηκε στη γη, για να κατηχήσει εξωγήινους που βρέθηκαν κατά λάθος εδώ, ούτε ο παπάς κηρύττει για τα κενά στασίδια και γι’ αυτούς που κοιτάζουν επιδεικτικά τα ρολόγια τους. Εμείς είμαστε η αφορμή και ο σκοπός του κηρύγματος της Εκκλησίας.
Ας ξετυλίξουμε λοιπόν το σκηνικό της ζωής μας, μπροστά στον θρόνο του Θεού σαν δημόσια εξομολόγηση, που ίσως τύχει ειλικρινούς συγχωρήσεως από τον ίδιο.
Έρχεται η στιγμή που αισθανόμαστε δύναμη στα πόδια μας, εμείς οι παληκαράδες, οι Θεοί, αφού ήδη έχουμε εξασφαλίσει το επιβάλλον μέρος της ουσίας του Θεού πατέρα και παρ’ όλες τις νουθεσίες και εκκλήσεις, παρ’ όλο τον γραπτό και άγραπτο νόμο, παρ’ όλα τα παραδείγματα θεϊκής υποταγής, αλλά και των αποτελεσμάτων της απειθαρχίας μας, αποδημούμε.
Διαλέγουμε τον δρόμο της φυγής από το πατρικό σπίτι. Δρόμο που δήθεν οδηγεί κατά την γνώμη μας στην ελευθερία, αλλά ουσιαστικά είναι αχαριστία προς τον Θεό πατέρα και λιποταξία από την αποστολή που μας ανέθεσε. Έτσι σαν φυγάδες, αποστάτες, επαναστάτες, νομίζουμε ότι γίναμε ελεύθεροι ενώ στην πραγματικότητα καταντούμε ΑΣΩΤΟΙ: φιλήδονοι, ανήθικοι, μαστροποί, γλεντζέδες, χαρτοπαίκτες, μέθυσοι, χασισοπότες, λαίμαργοι (ζῶντες ἵνα ἐσθίωμεν), κοιλιόδουλοι, πότες, ξενύχτες…
Μη βιαστεί κανείς ν’ αναφωνήσει από πνιγμένο δίκιο, ότι δεν ανήκει στις πιο πάνω κατηγορίες. Ο Χριστός θα τον διαψεύσει. «Και μόνο που πέρασε από το μυαλό σου πονηρή σκέψη είναι σαν να το έκανες» (Ματθ. 5,28). Λοιπόν ο πραγματικά αθώος σιωπά και δεν διαμαρτύρεται. Όμως ας σιωπήσουμε τώρα, όχι λόγω αθωότητος, αλλά λόγω εγνωσμένης ενοχής και αμαρτίας. Γιατί φύγαμε από το πατρικό σπίτι του Θεού–πατέρα, εγκαταλείποντας την Εκκλησία. Φύγαμε «εἰς χῶραν μακράν» και τώρα βόσκουμε χοίρους. Και αν δεν βόσκουμε, συνυπάρχουμε, καθότι ζούμε μέσα στην λάσπη και τον βούρκο της αμαρτίας. «Χοῖρος καί ἄσωτος ἥδονται κόπροις καί βορβόρῳ». Ποια η διαφορά; Η βρωμιά της αμαρτίας είναι ακόμη πιο δυσώδης. Έτσι στη λάσπη της αποδημίας μας μακριά από τον Πατέρα μας, μακριά από την ηθική και την ντροπή, σκορπίζουμε–σπαταλούμε την ουσία μας: την υγεία μας, το σφρίγος μας, τις δυνάμεις μας, τα ταλέντα μας, τον ανθρωπισμό μας, την ηθική μας. Ό,τι σωματικό και ψυχικό στοιχείο έχουμε από την περιουσία του Θεού πατέρα. Τα τάλαντά μας…
Τελικά ατιμάζουμε τον ίδιο τον Θεό, αφού γκρεμίζουμε τον ανθρώπινο ναό του, μετατρέποντάς τον σε ερείπια. Από οίκος Θεού, γινόμαστε οίκος ανοχής…
Εκεί οδηγεί η ελευθερία της αποδημίας και της διασκορπίσεως. Στην ασωτία «εἰς χῶραν μακράν». Για να είμαστε αθέατοι. Κρυφοί. Στο σκότος της ηθικής παραλυσίας. Στο πέταγμα των αγαθών του Θεού. Δεν αντιληφθήκαμε ότι ο δρόμος για την μακρινή χώρα είναι ουσιαστικά εξοντωτική πορεία καταδίκων, που προορίζονται για επάνδρωση των γαλερών της σατανικής υποταγής, χωρίς ελπίδα ζωής.
Κάπως έτσι ανοχύρωτοι πλέον, καταντήσαμε στις μέρες μας να κλίνουμε γόνυ στα ανθρώπινα άθεα διατάγματα, παραβλέποντας την λοιμώδη ασθένεια της ασωτίας, που έχει μολύνει μικρούς και μεγάλους. Που έχει καταστεί τρόπος ζωής. Οπότε και κληρονομιά. Κληροδότηση. Αλίμονο στους απογόνους…
Έτσι κατόπιν θεσπίσεως της σαρκολατρείας και του ηθικού εκτραχηλισμού, πρώτον από πλευράς πολιτείας και δεύτερον από εμάς που ακολουθούμε την νομοθεσία παρέχοντας και το υπόβαθρό στο οποίο στέκονται οι νόμοι μας. Γιατί κακά τα ψέματα δεν θα μπορούσαν να σταθούν οι νόμοι αυτοί αν υπήρχε η κοινωνική ηθική υγεία. Η κατακραυγή του λαού θα ήταν τέτοια που θα έπεφτε κάθε οχυρό της ανηθικότητας.
Αλήθεια πόσο διαφθείραμε το φρόνημά μας, τους όρους της γλώσσας μας και πως τους αντικαταστήσαμε με άλλους. Δεν λέμε το βιβλικά-εκκλησιαστικά ορθό αλλά το πολιτικά ορθό, το σημερινά ορθό, κατά την άποψη αυτών που θρησκεία έχουν το αμαρτωλό θέλημά τους. Έχουμε υποκαταστήσει και αντικαταστήσει τους όρους ο σύζυγος, ο άνδρας μου, η γυναίκα μου, με τους όρους το αγόρι μου και το κορίτσι μου, ο (η) σύντροφός μου.
Προστρέχουμε να επικυρώσουμε (ευλογήσουμε;) τη σχέση μας στη γραβάτα (πετραχήλι;) του δημάρχου ενθουσιωδώς.
Παράλληλα απαιτούμε από την δούλη Εκκλησία να βαπτίσει τα έκθετα παιδιά μας.
Ακόμη πιο παράλληλα για να δικαιολογήσουμε τ’ αδικαιολόγητα, απολογούμαστε: «Θα κάνουμε και θρησκευτικό γάμο αργότερα».
Μ’ άλλα λόγια: Και ζωή έξω από το ευαγγέλιο και «Χριστιανοί» να είμαστε. Και στα πάθη της ασωτίας και «χριστιανοί ορθόδοξοι».
Φωνή όμως εξ ουρανού κατερχομένη βοά: «Οὐ δύνασθε δυσί κυρίοις δουλεύειν» (Ματ. 6,24).
Και εμείς απαντούμε με κυνικότητα: «Μα για να μη χάσουμε τα οικονομικά οφέλη που χορηγούν οι νόμοι».
Ο Θεός μας ρίχνει το σχοινί να πιαστούμε για να σωθούμε και εμείς προτάσσουμε τα τριάκοντα αργύρια.
Ο Θεός μας καλεί στο μεγάλο τραπέζι με πλούσιο φαγητό τον μόσχο τον σιτευτό και εμείς λιγουρευόμαστε τ’ αργύρια της προδοσίας. Δεν καταλάβαμε όμως, ότι η συνέχεια της παραστάσεως είναι το «ἀπελθών ἀπήγξατο».
Ο Θεός στο παρελθόν «Διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας» (Γεν. 6,3) άνοιξε τους καταρράκτες του ουρανού και έπνιξε την ανομία.
Τώρα στα χρόνια μας θ’ ανοίξουν και πάλι οι ουρανοί για να ρίξει «πῦρ καί θεῖον» (Γεν. 19,24) και να αποστειρώσει τα πάντα, μέσα σε μια νέα νεκρά θάλασσα.