ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 2 Ιανουαρίου 2021

«Μή σκι­ά­ζε­σαι, ἅ­μα ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς καί κοι­νω­νή­σης, καί νά πε­θά­νης, δέν πε­θαί­νεις, θά εἶ­σαι πάντα ζωντα­νός»

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Α’ – ιε΄. Ὁ κοσμοκαλόγηρος Δημήτριος ὁ καλυβίτης

Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’

Ο Δη­μή­τρης γεν­νή­θη­κε στίς 14 Νο­εμ­βρί­ου τοῦ 1903 στό χω­ριό Κου­ρα­μά­δες Κερ­κύ­ρας καί βα­πτί­στη­κε στίς 14 Φε­βρου­α­ρί­ου τοῦ 1904 στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου τοῦ Κα­λυ­βί­του ἀ­πό τόν ἔ­χοντα φή­μη ἁ­γί­ου ἐ­φη­μέ­ρι­ο τοῦ χω­ριοῦ παπα–Κων­σταντῆ. Ἦ­ταν τό δεύ­τε­ρο παι­δί τῆς οἰ­κο­γε­νεί­ας τοῦ Σπύ­ρου Γραμ­μέ­νου τοῦ ἐ­πο­νο­μα­ζο­μέ­νου «Γαρ­δε­λῆ» καί τῆς Μα­ρί­ας Βέρ­γη. Ἡ για­γιά του (μη­τέ­ρα τοῦ πα­τέ­ρα του) λε­γό­ταν Λου­κί­α ἢ Λου­τσέ­τα, ὅ­πως τήν φώ­να­ζαν, καί ἦ­ταν ἐγ­γο­νή τοῦ παπα–Νι­κό­λα Κο­σκι­νᾶ.

Ἡ οἰ­κο­γέ­νεια τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν ἀ­πό τίς πλέ­ον εὐ­κα­τά­στα­τες τοῦ χω­ριοῦ. Εἶ­χαν σπί­τια, ἐ­λι­ές, ἀ­μπέ­λια, χω­ρά­φια, ζῶ­α, ἐ­λαι­ο­τρι­βεῖ­α. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν ση­μαῖ­νον πρό­σω­πο τοῦ χω­ριοῦ, ὁ δέ παπ­ποῦς του ἦ­ταν γι­ά χρό­νια προ­ε­στώς. Εἶ­χαν με­γά­λη πε­ρι­ου­σί­α καί ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν πολ­λούς ἐρ­γά­τες, ἄν­δρες καί γυ­ναῖ­κες.

Ὁ Δη­μή­τρης ὡς πρῶ­τος ἀ­πό τά ἀρ­σε­νι­κά παι­διά ἀ­νέ­λα­βε τήν εὐ­θύ­νη τῆς ἐρ­γα­σί­ας καί ἐ­πί­βλε­ψης ὅ­λης αὐ­τῆς τῆς πε­ρι­ου­σί­ας. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦ­ταν αὐ­στη­ρῶς πα­τρι­αρ­χι­κή. Κα­τά τά οἰ­κο­γε­νεια­κά ἤ­θη τῆς ἐ­πο­χῆς, τά παι­διά ἔ­πρε­πε νά δεί­χνουν τυ­φλή ὑ­πα­κο­ή στούς γο­νεῖς ἐφ᾿ ὅρου ζω­ῆς, εἰ­δι­κά στόν πα­τέ­ρα πού τό­τε τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν «ἀ­φέντη».

Τά ἐν­δι­α­φέ­ροντα ὅ­μως τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν ἄλ­λα. Ἀ­πό μι­κρό παι­δί κούρ­νια­ζε στά πό­δια τῆς για­γιᾶς του Λου­τσέ­τας ἡ ὁ­ποί­α, ὡς ἐγ­γο­νή πα­πᾶ, εἶ­χε γνώ­σεις καί βι­ώ­μα­τα τῆς ὀρ­θό­δο­ξης πί­στης. Ἁ­πλά καί τα­πει­νά με­τέ­δι­δε αὐ­τά στόν μι­κρό της ἐγ­γο­νό ὁ ὁ­ποῖ­ος κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ρου­φοῦ­σε ὅ­λο αὐ­τό τό πνευ­μα­τι­κό γά­λα πού τοῦ προ­σφε­ρό­ταν. Τόν ἀ­νέ­παυ­αν ὄ­χι μό­νο τά λό­για πού ἦ­ταν ὅ­λο εὐ­χές καί συμ­βου­λές, ἀλ­λά καί ὅ­λη ἡ γε­μά­τη ἀ­γά­πη συμ­πε­ρι­φο­ρά της. Κα­τά και­ρούς ἡ γρι­ά Λου­τσέ­τα εὐ­ω­δί­α­ζε τό­σο, πού με­ρι­κές γει­τό­νισ­σες ὅ­ταν πα­ρα­τη­ροῦ­σαν τό φαι­νό­με­νο, κα­θώς ἦ­ταν ἄ­σχε­τες ἀ­πό τέ­τοι­ες ἐμ­πει­ρί­ες, ἔ­λε­γαν πε­ρι­παι­κτι­κά: «Ἡ Λου­τσέ­τα ξε­λα­δί­ζει (βγά­ζει λά­δι, ἄ­ρω­μα) πά­λε. Ἐ­λᾶ­τε βο­ρές (βρέ) νά τσῆ (τῆς) μά­σου­με τό λά­δι». Ἡ ἴ­δια δέν κα­τα­λά­βαι­νε για­τί τῆς συ­νέ­βαι­νε αὐ­τό τό πρᾶγ­μα, καί ἔ­λε­γε ὅτι θά εἶ­χε μοιά­σει σέ κά­ποι­ον πρό­γο­νό της.

Ὅ­ταν ἔ­μα­θε γράμ­μα­τα ὁ Δη­μή­τρης, τό μό­νο πού τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε ἦ­ταν νά δι­α­βά­ζη θρη­σκευ­τι­κά βι­βλί­α, ὅ­πως τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­σε καί τό νά βρί­σκε­ται κοντά στόν πα­πᾶ, νά τόν ὑ­πη­ρε­τῆ σέ ὅ­λες τίς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές ἀ­κο­λου­θί­ες καί νά βρί­σκε­ται μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό ὡς γραμ­μα­τι­κού­δι (παι­δί πού ἐ­ξυ­πη­ρε­τεῖ τόν ἱ­ε­ρέ­α). Τό ὄ­νει­ρό του ἦ­ταν ὅ­ταν με­γα­λώ­ση νά γί­νη καί αὐ­τός πα­πᾶς καί νά ὑ­πη­ρε­τῆ τόν Χρι­στό. Νά ὑ­πη­ρε­τῆ ὅ­μως τόν Χρι­στό, ὄ­χι μέ­σα στόν κό­σμο, ἀλ­λά νά γί­νη μο­να­χός, νά ἀ­φι­ε­ρω­θῆ καί νά μπῆ σέ κά­ποι­ο μο­να­στή­ρι. Οἱ δι­κοί του βέ­βαι­α οὔ­τε νά τό ἀ­κού­σουν ἤ­θε­λαν. Στό μυα­λό τους εἶ­χαν νά τόν παντρέ­ψουν γιά νά δι­α­χει­ρί­ζε­ται τήν με­γά­λη τους πε­ρι­ου­σί­α ἀ­κό­μα κι ἂν γι­νό­ταν πα­πᾶς, ἀρ­κεῖ νά ἔ­με­νε στό σπί­τι.

Πῶς νά στα­θῆ ὅ­μως ἐ­κεῖ­νος, ὅ­ταν ἡ νε­α­νι­κή του καρ­διά φλο­γιζό­ταν ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ πού τοῦ ἔ­δι­νε ὤ­θη­ση νά φύ­γη;

Ὅ­μως ποῦ νά πά­η; Χρή­μα­τα δέν εἶ­χε γι­ά νά φύ­γη ἐ­κτός Κερ­κύρας. Εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τούς γο­νεῖς του δέν θά ἔ­παιρ­νε πο­τέ γι­ά ἕ­να τέ­τοι­ο ἐγ­χεί­ρη­μα. Ἀ­κό­μα καί ἂν πή­γαι­νε σέ κά­ποι­ο μο­να­στή­ρι τῆς Κερ­κύ­ρας, ὁ πα­τέ­ρας του θά τόν γύ­ρι­ζε σί­γου­ρα πί­σω. Ἔ­τσι, θά ἔ­πρε­πε νά κά­νη ὑ­πο­μο­νή καί ὑ­πα­κο­ή, ἕ­ως ὅ­του ἐ­νη­λι­κι­ω­θῆ καί πά­η στρα­τι­ώ­της˙ με­τά θά ἔ­βλε­πε τί θά γι­νό­ταν. Ἄλ­λω­στε εἶ­χε στή­ριγ­μα τήν ἁ­γι­α­σμέ­νη για­γιά του καί τόν σο­φό κα­τά Θε­ό καί χα­ρι­τω­μέ­νο γέ­ροντα Πνευ­μα­τι­κό του ἐ­φη­μέ­ριο τοῦ χω­ριοῦ παπα–Κων­σταντῆ πού τόν κα­θω­δη­γοῦ­σαν. Τήν προ­σευ­χή καί τόν ἐκ­κλη­σια­σμό εἶ­χε κα­τα­φύ­γιο καί ἐλ­πί­δα του.

Ἡ ὥ­ρα τῆς στρά­τευ­σής του ἔ­φτα­σε σέ ἡ­λι­κί­α 22 ἐ­τῶν. Ἦ­ταν ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό σπί­τι καί ἡ πρώ­τη φο­ρά πού ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα στά χέ­ρια του, αὐ­τά πού τοῦ ἔ­δω­σε ὁ πα­τέ­ρας του γι­ά ναῦ­λα. Πῆ­ρε τίς εὐ­χές ὅ­λων, ἀλ­λά πρό πάντων τῆς για­γιᾶς του, για­τί τίς εἶ­χε πο­λ­λή ἀ­νάγ­κη.

Πα­ρου­σι­ά­στη­κε στήν Πρέ­βε­ζα μέ ἄλ­λους τέσ­σε­ρις συγ­χω­ρια­νούς συ­νο­μή­λι­κούς του καί ἀ­πό ἐ­κεῖ, με­τά τήν βα­σι­κή ἐκ­παί­δευ­ση, τούς ἔ­στει­λαν μέ­σῳ Πει­ραι­ᾶ στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ἕ­να τα­ξί­δι ὅ­μως μέ πλοῖ­ο τῆς ἐ­πο­χῆς ἐ­κεί­νης καί ἐν και­ρῷ χει­μῶ­νος δέν ἦ­ταν εὔ­κο­λη ὑ­πό­θε­ση. Ἀ­πό τόν Πει­ραι­ᾶ γι­ά Θεσ­σα­λο­νί­κη χρει­ά­στη­καν μί­α ἑ­βδο­μά­δα γιά νά φτά­σουν μέ συ­νε­χῆ θα­λασ­σο­τα­ρα­χή. Τό πλοῖ­ο ὑ­περ­φορ­τω­μέ­νο μέ στρα­τι­ῶ­τες καί πο­λε­μο­φό­δια πα­ρά­δερ­νε μέ­σα στά ἀ­φρι­σμέ­να καί ψη­λά σάν βου­νά κύ­μα­τα. Ὁ Δη­μή­τρης στρι­μωγ­μέ­νος κά­που στήν μέ­ση τοῦ κα­τα­στρώ­μα­τος δέν φο­βό­ταν, πα­ρ᾽ ὅ­λο πού ὅ­λοι εἶ­χαν πα­νι­κο­βλη­θῆ.

Οἱ συγ­χω­ρια­νοί του εἶχαν στραμ­μέ­νο τό βλέμ­μα τους στό ἀ­τά­ρα­χο καί γα­λή­νιο πρό­σω­πο τοῦ Δη­μή­τρη καί τοῦ φώ­να­ζαν ἱ­κε­τευ­τι­κά: «Δη­μή­τρη, κά­νε κά­τι, χα­νό­μα­στε!». Δι­αι­σθά­νονταν ὅ­τι ὁ Δη­μή­τρης, σάν ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ, μπο­ροῦ­σε νά ἐ­πι­κοι­νω­νή­ση μα­ζί Του μέ­σῳ τῆς κα­θα­ρῆς προ­σευ­χῆς του καί νά γλυ­τώ­σουν ἀ­πό αὐ­τόν τόν ἐ­φιά­λτη. Τόν πα­ρα­κα­λοῦ­σαν αὐ­τοί πού στό χω­ριό τόν χλεύ­α­ζαν καί τόν εἰ­ρω­νεύ­ονταν ὡς ἀ­σχο­λού­με­νο μέ τά κα­λο­γε­ρι­κά.

Ὁ Δη­μή­τρης ὅ­μως δέν θυ­μό­ταν τί­πο­τα ἀ­πό αὐ­τά. Πο­νοῦ­σε βλέ­πο­ντας τήν ἀ­γω­νί­α καί τόν φό­βο τους καί ἔ­βγα­λε μέ δά­κρυ­α ἀ­πό μέ­σα του τήν πύ­ρι­νη προ­σευ­χή: «Θε­έ μου, γι­ά μέ­να δέν μέ νοιά­ζει, τό ξέ­ρεις καί ἄν πνι­γῶ, θά ᾿ρθῶ κοντά Σου πι­ό γρή­γο­ρα. Ὅ­μως τ᾿ ἀ­δέλ­φια μου ὅ­λα τοῦ­τα φο­βοῦνται˙ πολ­λοί ἔ­χουν καί φα­μί­λια˙ ὡς Με­γα­λο­δύ­να­μος πού εἶ­σαι, βο­ή­θη­σέ μας. Πα­να­γί­α μου, σπλα­χνί­σου μας, ἅγι­ε Δη­μή­τρη μου, ἀ­ξί­ω­σέ μας νά φτά­σου­με στήν πό­λη σου σῶ­οι καί νά σέ εὐ­χα­ρι­στή­σου­με στήν Ἐκ­κλη­σί­α σου…».

Πῆ­ρε τήν πλη­ρο­φο­ρί­α καί τούς κα­θη­σύ­χα­σε: «Μή σκι­α­ζώ­σα­στε­νε, θά ἀ­ρε­βά­ρου­με (φθά­σου­με) κα­λά». Οἱ χω­ρια­νοί ἠ­ρέ­μη­σαν, πί­στε­ψαν, ἐνῶ οἱ ἄλ­λοι στρα­τι­ῶ­τες ρω­τοῦ­σαν: «Τί λέ­ει αὐ­τός, δέν βλέ­πει; Ἀ­πό στιγ­μή σέ στιγ­μή πνι­γό­μα­στε. Ἀ­φοῦ καί οἱ ναῦ­τες ἀ­πελ­πί­στη­καν». «Ὁ Δη­μή­τρης ξέ­ρει τί λέ­ει, εἶ­ναι ἄν­θρω­πος τοῦ Θε­οῦ καί νά τόν πι­στεύ­ε­τε», ἀ­πάντη­σαν οἱ συγ­χω­ρια­νοί του. Ἀ­μέ­σως ἡ ἀ­τμό­σφαι­ρα ἄλ­λα­ξε, ἡ­λι­α­χτί­δα ἐλ­πί­δας καί χα­ρᾶς ἁ­πλώ­θη­κε σέ ὅ­λους, ἀ­να­θάρ­ρη­σαν οἱ ναῦ­τες πού σταυ­ρο­κο­πή­θη­καν μα­ζί μέ τόν κα­πε­τά­νιο. Μέ τό ξη­μέ­ρω­μα τῆς ἕ­κτης ἡ­μέ­ρας ὁ και­ρός γύ­ρι­σε, ἡ θά­λασ­σα ἠ­ρέ­μη­σε.

Σάν ἔ­φτα­σαν στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, μέ τήν πρώ­τη εὐ­και­ρί­α οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι πῆ­γαν στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁγί­ου Δη­μη­τρί­ου νά κά­νουν πα­ρα­κλή­σεις καί νά τόν εὐ­χα­ρι­στή­σουν πού βο­ή­θη­σε στήν σω­τη­ρί­α τους. Ἔκ­πλη­κτος ἔ­μει­νε ὁ Δη­μή­τρης γι­ά τήν ὀ­μορ­φιά καί τήν με­γα­λο­πρέ­πεια τοῦ να­οῦ, ἀλ­λά ἀ­κό­μα πι­ό ἔκ­πλη­κτος γι­ά τήν ἔντο­νη καί δυ­να­τή οὐ­ρά­νια εὐ­ω­δί­α πού αἰ­σθάν­θη­κε. «Τί νά σοῦ πῶ», ἔ­λε­γε, «ὅ­λη ἡ ἐκ­κλη­σί­α ἐ­τρι­ώντι­ζε (εὐ­ω­δί­α­ζε). Μοῦ κα­ζό­του­νε (νό­μι­ζα) ποὔ­μου­να μέσ᾽ τόν Πα­ρά­δει­σο».

Με­τά τήν στρα­τι­ω­τι­κή του θη­τεί­α ὁ Δη­μή­τρης ἐ­πα­νῆλ­θε μέ τήν ἐλ­πί­δα νά πά­ρη εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του νά ἐγ­κα­τα­βι­ώ­ση­ σέ Μο­να­στή­ρι. Ἀντι­με­τώ­πι­σε ὅ­μως τήν ἄρ­νη­σή του μέ τήν πρό­φα­ση ὅ­τι ἔ­πρε­πε νά παντρευ­τοῦν οἱ ἀ­δελ­φές του πρῶ­τα κι ὕ­στε­ρα θά ἔ­βλε­πε. Τώ­ρα, κοντά στίς ἄλ­λες δου­λει­ές, τοῦ ἀ­να­τέ­θη­κε ἡ ἐ­κτρο­φή καί μέ­ρι­μνα ἀ­γε­λά­δων πού ἀ­γό­ρα­σε ὁ πα­τέ­ρας του καί τίς ἐγ­κα­τέ­στη­σε σέ ἕ­να με­γά­λο κτῆ­μα πού εἶ­χαν, ὄ­χι μα­κρυ­ά ἀ­πό τό χω­ριό στήν θέ­ση Κου­νᾶ. Γι­ά τόν Δη­μή­τρη αὐ­τό ἦ­ταν μί­α με­γά­λη εὐ­λο­γί­α καί δῶ­ρο ἀ­πό τόν Θε­ό, για­τί μέ τό πρό­σχη­μα τῆς φύ­λα­ξης τῶν ζώ­ων ζή­τη­σε νά ἐγ­κα­τα­στα­θῆ κι αὐ­τός ἐ­κεῖ στήνοντας τήν δι­κή του κα­λύ­βα κοντά στίς κα­λύ­βες τῶν ζώ­ων.

Ἀ­παρ­νή­θη­κε εὐ­χα­ρί­στως τίς εὐ­ρύ­χω­ρες κά­μα­ρες μέ τούς λι­θό­κτι­στους τοί­χους καί τά σα­νι­δέ­νια πα­τώ­μα­τα τοῦ σπι­τιοῦ του, τά μα­λα­κά στρώ­μα­τα καί τά ζε­στά σκε­πά­σμα­τα τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ του, ἀ­κό­μα καί τά χορ­τα­στι­κά γεύ­μα­τα τοῦ τρα­πε­ζιοῦ τῆς οἰ­κο­γέ­νειας. Ἀντί αὐ­τῶν, προ­τί­μη­σε μί­α στε­νή κα­λύ­βα πέντε τ.μ. πε­ρί­που μέ κα­λα­μέ­νιους τοί­χους, πού εἶ­χε λά­τες (λα­μα­ρί­νες) γι­ά σκε­πή, τρεῖς σα­νί­δες καρ­φω­μέ­νες γι­ά κρεβ­βά­τι, μέ στρῶ­μα ἕ­να φθαρ­μέ­νο πά­πλω­μα τῆς για­γιᾶς του τόν χει­μῶνα καί μί­α ψά­θα τό κα­λο­καί­ρι. Γι­ά σκέ­πα­σμα εἶ­χε μό­νο μί­α πα­λαι­ά στρα­τι­ω­τι­κή κου­βέρ­τα καί γι­ά προ­σκέ­φα­λο μία πέ­τρα, τήν ὁ­ποί­α ἔ­κρυ­βε κά­τω ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι.

Ἡ ἐ­πί­πλω­ση τῆς κα­λύ­βας ἦ­ταν μί­α κα­σε­λί­τσα γι­ά τά ροῦ­χα του καί ἕ­να τρα­πε­ζά­κι πά­νω στό ὁ­ποῖ­ο εἶ­χε το­πο­θε­τή­σει τήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς καί τό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σε γι­ά νά γρά­φη καί νά δι­α­βά­ζη. Εἶ­χε ἀ­κό­μη μί­α σα­νι­δέ­νια κα­ρέ­κλα, λί­γα ρά­φια γι­ά βι­βλί­α, με­ρι­κές χάρ­τι­νες εἰ­κό­νες ἀ­ναρ­τη­μέ­νες, ἕ­να καντή­λι (ἀ­κοί­μη­το) κρε­μα­σμέ­νο μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γιᾶς, ἕ­να θυ­μια­τό, ἕ­να κη­ρο­πή­γιο καί ἕ­να κα­να­τά­κι γιά νε­ρό. Ὅ­λα αὐ­τά ἔ­φτα­ναν γι­ά νά αἰ­σθαν­θῆ μο­να­χός καί νά κά­νη τόν ἀ­γῶ­να του. Τοῦ ἔ­λει­πε ὅ­μως κά­τι πο­λύ βα­σι­κό. Δέν εἶ­χε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα βι­βλί­α, τοὐ­λά­χι­στον αὐ­τά πού χρει­α­ζό­ταν γιά νά δι­α­βά­ζη τίς νυ­χθή­με­ρες ἀ­κο­λου­θί­ες πού πρέ­πει νά κά­νη ἕ­νας μο­να­χός.

Χρή­μα­τα δέν εἶ­χε νά τά ἀ­γο­ρά­ση καί ὁ ἀ­φέντης του φυσικά δέν τοῦ ἔ­δι­νε. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός πού εἶ­δε τήν ἀ­νάγ­κη του, οἰ­κο­νό­μη­σε, καί μά­λι­στα πλού­σια. Ἡ βι­βλι­ο­θή­κη τῶν συγ­γε­νῶν του Κο­σκι­νά­των Ἱ­ε­ρέ­ων ἔ­μενε ἀ­πό χρό­νια ἀ­χρη­σι­μο­ποί­η­τη, ἐπειδή ὁ τε­λευ­ταῖ­ος ἀ­πό­γο­νος πού προ­ω­ρι­ζό­ταν γι­ά ἱ­ε­ρέ­ας, δέν ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά γί­νη. Οἱ δέ κό­ρες του, πα­ρα­μέ­νο­ντας ἀ­νύ­παντρες καί ἀ­γράμ­μα­τες κα­θώς ἦ­ταν, με­τα­χει­ρί­ζο­νταν τά βι­βλί­α ὡς κοι­νό χαρ­τί γι­ά πε­ρι­τύ­λιγ­μα ἢ προ­σά­ναμ­μα. Ὁ Δη­μή­τρης πο­νοῦ­σε πού ἔ­βλε­πε νά κα­τα­στρέ­φε­ται ὅ­λος αὐ­τός ὁ πνευ­μα­τι­κός πλοῦ­τος καί ἔ­τσι τίς πα­ρα­κά­λε­σε νά τοῦ τά δώ­σουν. Ἐ­κεῖ­νες ὅ­μως βλέ­ποντας τόν ζῆ­λο του, θέ­λη­σαν νά τόν ἐ­κμε­ταλ­λευ­τοῦν καί τοῦ ζή­τη­σαν γι­ά κά­θε βι­βλίο νά ἐρ­γά­ζε­ται στά χω­ρά­φια τους μία ἡ­μέ­ρα καί μά­λι­στα τό κα­λο­καί­ρι, ὅ­ταν οἱ μέ­ρες εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρες.

Ὁ Δη­μή­τρης, παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά, δέ­χτη­κε μέ χα­ρά, καί ἔ­τσι, μέ πο­λύ κό­πο καί ἱ­δρῶτα, ἀλ­λά καί πό­λε­μο ἀ­πό τόν πα­τέ­ρα του, ἀ­πέ­κτη­σε τά ἀ­γα­πη­μέ­να του βι­βλί­α. Αὐ­τά τά βι­βλί­α τά εἶ­χε κοντά του σέ ὅ­λη σχε­δόν τήν ζω­ή του συντρο­φιά καί πα­ρη­γο­ριά στήν μι­κρή κα­λύ­βα του, ἐ­κεῖ ὅ­που πέ­ρα­σε ὅ­λες τίς πα­γω­μέ­νες χει­μω­νι­ά­τι­κες νύ­χτες καί ἡ­μέ­ρες γι­ά πε­νήντα καί πλέ­ον χρό­νια τῆς ζω­ῆς του. Ἀλ­λά πῶς τά πέ­ρα­σε; Τά σκλη­ρά πνευ­μα­τι­κά του πα­λαί­σμα­τα καί τούς ἀ­γῶ­νες του μό­νο ὁ Θε­ός γνω­ρί­ζει.

Σέ κά­ποι­ον ἐμ­πι­στεύ­τη­κε ὅ­τι δέν πα­ρέ­λει­ψε πο­τέ νά ἀ­γω­νί­ζε­ται σάν μο­να­χός για­τί ἔ­τσι αἰ­σθα­νό­ταν κι ἂς μήν εἶ­χε τό σχῆ­μα. Ἐ­κτός ἀ­πό τόν κα­νό­να του, δι­ά­βα­ζε ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ νυχθημέρου (Ἑ­σπε­ρι­νό, Ἀ­πό­δει­πνο, Με­σο­νυ­κτι­κό, Ὄρ­θρο, Ὧρες).

Με­γά­λο καί σκλη­ρό ἀ­γῶ­να ἔ­κα­νε νά κρα­τη­θῆ ἁ­γνός στήν ψυ­χή καί στό σῶ­μα. Πά­λευ­ε νύ­χτα–μέ­ρα νά δα­μά­ση τήν εὔ­ρω­στη καί νε­α­νι­κή του σάρ­κα μέ χί­λιους δυ­ό πει­ρα­σμούς πού τόν πε­ρι­τρι­γύ­ρι­ζαν μέ­σα στόν κό­σμο πού ζοῦ­σε συ­να­να­στρε­φό­με­νος κα­θη­με­ρι­νά μέ νε­α­ρές γυ­ναῖ­κες ἐρ­γά­τρι­ες στά κτή­μα­τα τοῦ πα­τέ­ρα του. Ἀ­γρυ­πνοῦ­σε κά­θε βρά­δυ μέ προ­σευ­χές καί γο­νυ­κλι­σί­ες. Ὁ ὕ­πνος του δέν ἦ­ταν πα­ρα­πά­νω ἀ­πό δυ­ό–τρεῖς ὧ­ρες τό εἰ­κο­σι­τε­τρά­ω­ρο. «Μά κα­λά, Δη­μή­τρη, δέν κοι­μᾶ­σαι κα­θό­λου;» τόν ρω­τοῦ­σαν οἱ χω­ρια­νοί πού δι­ά­βαι­ναν ἀ­πό τόν δη­μό­σιο δρό­μο πού εἶ­ναι κοντά στό κα­λύ­βι του, καί ὅταν φώ­να­ζαν, αὐ­τός ἀ­μέ­σως ἀ­πο­κρι­νό­ταν. Ὁ Δη­μή­τρης, γι­ά νά κα­λύ­ψη τήν ἄ­σκη­σή του, τούς ἔ­λε­γε: «Κοι­μᾶ­μαι ὅ­λη νύ­χτα ἀλ­λά ἔ­χω ἐ­λα­φρύ ὕ­πνο καί σᾶς ἀ­πο­λο­γι­ῶ­μαι (ἀ­πο­κρί­νο­μαι) χω­ρίς νά ξυ­πνά­ω».

Τό φα­γη­τό τοῦ Δη­μή­τρη ἦ­ταν λί­γο καί λι­τό. Ἀ­πό τό σπί­τι του τόν πί­ε­ζαν νά τρώ­η πε­ρισ­σό­τε­ρο καί κα­λύ­τε­ρα γιά νά μήν ἀρ­ρω­στή­ση, ἐ­πει­δή καί ἐρ­γα­ζό­ταν σκλη­ρά καί κατ᾿ αὐ­τούς τό εἶ­χε με­γά­λη ἀνάγ­κη. Τούς ἔ­λε­γε ὅ­τι τό στο­μά­χι του δέν ἄντε­χε τό πο­λύ καί βα­ρύ φα­γη­τό. Κρα­σί ἔ­βα­λε στό στό­μα του μό­νον ὅ­ταν πλη­σί­α­ζε τά ἑ­βδο­μήντα του, κι αὐ­τό λί­γο καί νε­ρω­μέ­νο. Δέν τό δε­χό­ταν καί αὐ­τό τό στο­μά­χι του, ὅπως ἔ­λε­γε. Σέ πε­ρι­ό­δους νη­στει­ῶν ἐ­σκλή­ραι­νε πο­λύ τήν δί­αι­τά του. Ξη­ρο­φα­γί­α καί ἄ­λα­δο κά­θε μέ­ρα, ἔ­τρω­γε λί­γο ἀ­φοῦ δι­ά­βα­ζε τόν Ἑ­σπε­ρι­νό πρός τήν δύ­ση τοῦ ἡ­λί­ου. Παρ᾿ ὅ­λα αὐ­τά, δέν ἀ­δυ­νά­τι­ζε πο­λύ, δέν ἀρ­ρώ­σται­νε καί τό πρό­σω­πό του πα­ρέ­μει­νε νε­α­νι­κό καί ρο­δα­λό μέ­χρι τά βα­θιά του γε­ρά­μα­τα.

Κα­τά και­ρούς ἔ­παιρ­νε ἄ­δεια ἀ­πό τόν ἀ­φέντη του καί ἐ­πι­σκε­πτό­ταν προ­σκυ­νη­μα­τι­κά τά ἀν­δρι­κά μο­να­στή­ρια τῆς Κερ­κύ­ρας, ὅ­πως τῆς Μυρ­τι­διώ­τισ­σας, τῆς Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσας, τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, ἤ πή­γαι­νε νά ἀ­σπα­στῆ τά ἱ­ε­ρά Λεί­ψα­να τοῦ ἁ­γί­ου Σπυ­ρί­δω­νος καί τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­δώ­ρας, προ­πάντων στίς πα­νη­γύ­ρεις καί στίς ἀ­γρυ­πνί­ες. Πα­ρό­λο πού στό σπί­τι του εἶ­χαν ἄ­λο­γα, προ­τι­μοῦ­σε νά πη­γαί­νη πε­ζός καί μά­λι­στα φορ­τω­μέ­νος μέ τό «στρα­ΐ­στρο» (ντορ­βά) μέ λά­δι καί κρα­σί, εὐ­λο­γί­ες γι­ά τά Μο­να­στή­ρια. Παντοῦ ὅ­που πή­γαι­νε ἦ­ταν κα­λο­δε­χού­με­νος ἀ­πό τούς μο­να­χούς πού τόν ἀ­γα­ποῦ­σαν για­τί τούς ἀ­νέ­παυ­ε. Τούς βο­η­θοῦ­σε μέ ζῆ­λο στόν φόρ­το τῆς δι­α­κο­νί­ας τους εἰ­δι­κά στίς πα­νη­γύ­ρεις. Οἱ ἡ­γού­με­νοι καί τῶν τρι­ῶν μο­να­στη­ρι­ῶν (ὁ Καλ­λί­νι­κος τῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, ὁ Ἀμ­βρό­σιος τῆς Μυρ­τι­διώ­τισ­σας, καί ὁ Προ­κό­πιος τῆς Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσας) τοῦ ἔ­κα­ναν συ­νε­χῶς προ­τά­σεις νά μο­νά­ση κοντά τους. Ὁ ἀ­φέντης του ὅ­μως δέν ἐ­νέ­δι­δε: «Ποῦ θά ἀ­φή­σεις ἐ­μᾶς, τίς ἀ­δελ­φά­δες σου πού εἶ­ναι ἀ­νύ­παντρες, ποι­ός θά τίς κοι­τά­ξει, ἂν δέν παντρευ­τοῦ­νε;». Καί ἔ­τσι ἔ­με­νε ὁ Δη­μή­τρης χω­ρίς τό σχῆ­μα πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε.

Κά­πο­τε στήν Πλα­τυ­τέ­ρα συ­ναντή­θη­κε καί γνω­ρί­στη­κε μέ τόν μα­κα­ρι­στό Γέ­ροντα Φι­λό­θε­ο Ζερ­βά­κο. Ὁ πα­τήρ Φι­λό­θε­ος τόν συμ­πά­θη­σε καί ἄ­νοι­ξε ἀλ­λη­λο­γρα­φί­α μα­ζί του. Σέ ἕ­να γράμ­μα τοῦ πρό­τει­νε νά πά­η νά μο­νά­ση στούς Ἁ­γί­ους Τό­πους καί νά τόν συ­στή­ση νά μπῆ σκευ­ο­φύ­λα­κας τοῦ Πα­να­γί­ου Τά­φου πού ἐ­κεῖ­νον τόν και­ρό χρει­ά­ζονταν. Γι­ά τόν Δη­μή­τρη, ὅ­πως ἔ­λε­γε, ἄ­νοι­ξαν οἱ οὐ­ρα­νοί, ἔ­λαμ­ψε ὁ­λό­κλη­ρος. Τέ­τοι­α τι­μή καί τέ­τοι­α χα­ρά δέν τήν πε­ρί­με­νε νά βρε­θῆ καί νά ὑ­πη­ρε­τή­ση στόν Ζω­ο­δό­χο Τά­φο τοῦ ἀ­γα­πη­μέ­νου Χρι­στοῦ. Πε­τοῦ­σε καί χαι­ρό­ταν. Γρή­γο­ρα ὅ­μως τόν προ­σγεί­ω­σε ὁ ἀ­φέ­ντης του: «Μά­ζω­σε τό μυα­λό σου, ποῦ θά βρεῖς τά λε­φτά γι­ά νά πᾶς, για­τί ἀ­πό ἐ­μέ­να μή στο­χά­ζε­σαι νά πά­ρης οὔ­τε φράγ­κο». Σκο­τεί­νια­σε πά­λι ὁ ὁ­ρί­ζο­ντας γι­ά τόν Δη­μή­τρη. Ἀ­πάντη­σε πε­ρί­λυ­πος στόν πα­τέ­ρα Φι­λό­θε­ο: «Δέν ξέ­ρεις πό­σο τό λα­χτα­ροῦ­σα αὐ­τό καί πό­σο ἡ καρ­δί­α μου εἶ­ναι πλη­γω­μέ­νη ἀπ᾿ αὐ­τήν τήν ἐ­πι­θυ­μί­α μου, ὁ Θε­ός τό ξέ­ρει. Ὅ­μως δέν κα­τέ­χω οὔ­τε μί­α δραχ­μή, ποῦ νά βρῶ τά ναῦ­λα;».

Ὁ πα­τέ­ρας του κά­θε Κυ­ρια­κή τοῦ ἔ­δι­νε μό­νο μι­σή δραχ­μή γι­ά τήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­φτα­σε σέ ἡ­λι­κί­α τρι­αντα­ε­πτά ἐ­τῶν καί νό­μι­σε ὅ­τι πλέ­ον μπο­ροῦ­σε νά δι­α­θέ­ση τόν ἑ­αυ­τό του κα­τά τήν ἔν­θε­ο ἐ­πι­θυ­μί­α του, νά γί­νη μο­να­χός. Συ­νεν­νο­ή­θη­κε κρυ­φά μέ τό μο­να­στή­ρι τῆς Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσας πού ἦ­ταν τό πι­ό μα­κρι­νό ἀ­πό τό χω­ριό καί τό ἀ­πο­με­σή­με­ρο τῆς Κυ­ρια­κῆς τῆς Τυ­ρι­νῆς τοῦ ἔ­τους 1940 ὁ ἡ­γού­με­νος τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ ἔ­στει­λε ἕ­να μο­να­χό μέ δυ­ό μου­λά­ρια, πιστεύοντας ὅτι αὐ­τήν τήν μέ­ρα δέν θά τούς ἔ­βλε­πε κα­νέ­νας ἀ­πό τούς χω­ρια­νούς λό­γῳ τῆς γι­ορ­τῆς τῆς Ἀπο­κριᾶς, για­τί ἦ­ταν μα­ζε­μέ­νοι στό χω­ριό ὅ­που εἶ­χαν χο­ρούς. Μά­ζε­ψε τά λι­γο­στά του πράγ­μα­τα καί ἔφυ­γαν.

Ἔγινε με­γά­λη ἀ­να­στά­τω­ση στό σπί­τι σάν ξη­μέ­ρω­σε καί δέν εἶ­δαν τόν Δη­μή­τρη νἄρ­θη καί κα­τά τήν συ­νή­θεια νά φέ­ρη τό γά­λα. Πῆ­γαν νά δοῦν καί βρῆ­καν τά ζωντα­νά μό­να­ τους. Δέν ἤ­θε­λαν νά τό πι­στέ­ψουν. Ἀ­να­ρω­τι­ό­νταν τί νά τοῦ συ­νέ­βη­κε, ποῦ νά πῆ­γε χω­ρίς νά τούς ρω­τή­ση, αὐ­τός πού ἦ­ταν πά­ντα ὑ­πά­κου­ος καί ὑ­πο­τασ­σό­με­νος. Μοι­ρο­λο­γοῦ­σε ἡ μά­ννα, ἔ­κλαι­γαν οἱ ἀ­δερ­φές. Ὁ πα­τέ­ρας θύ­μω­σε, τοῦ μπῆ­κε λο­γι­σμός: «Σι­ά­ζο­μαι (φο­βοῦ­μαι) ὅ­τι αὐ­τός μέ τά ἁ­γι­ω­τι­κά καί τούς κα­λο­γέ­ρους πού ἀ­να­κα­τευ­ό­τα­νε ἐ­μί­σε­ψε (ἔ­φυ­γε) γι­ά κα­νέ­να Μο­να­στή­ρι». Ἔβα­λε ἀν­θρώ­πους νά γυ­ρί­σουν ὅ­λα τά μο­να­στή­ρια. Δέν ἄρ­γη­σαν νά τόν ἀ­να­κα­λύ­ψουν στήν Πα­λαι­ο­κα­στρί­τσα. Τοῦ με­τέ­φε­ραν τήν ἐντο­λή τοῦ πα­τέ­ρα του: «Νά γυ­ρί­ση δε­λέγ­κου (χω­ρίς δεύ­τε­ρη κου­βέντα) σπί­τι». Ὁ Δη­μή­τρης ὅ­μως δέν πεί­στη­κε νά τούς ἀ­κο­λου­θή­ση οὔ­τε μέ τό κα­λό οὔ­τε μέ τίς ἀ­πει­λές πού τοῦ με­τέ­φε­ραν. Γύ­ρι­σαν στόν πα­τέ­ρα του καί τοῦ εἶ­παν: «Ὁ γυιός σου ἔ­χει ποντή­λιο (πεῖ­σμα) καί θέ­λει νά κά­τση στό μο­να­στή­ρι γιά πάντα».

Λυ­πή­θη­καν πο­λύ ἡ μά­ννα καί οἱ ἀ­δελ­φές του σάν τό ἄκου­σαν, καί πα­ρώ­τρυ­ναν τόν ἀφέ­ντη νά πάη ὁ ἴδιος νά τόν φέ­ρη. «Ἐ­γώ νά πάω;», ἔλε­γε, «νἄρ­θη ὁ ἴδιος καί νά πέ­ση ἐ­πί γό­να­τος νά τόν ἐσυ­μπα­θή­σω (συγ­χω­ρή­σω) πού τόν εἶ­χα νοι­κο­κύ­ρη στό βι­ός μου καί στά κτή­μα­τά μου καί δέν στει­μά­ρη­σε (δέν εἶ­δε τό συμ­φέ­ρον του) μ᾽ ὅ­λα τά κα­λά πού εἶ­χε καί πῆ­γε τσού κα­λο­γέ­ρους π᾿ ἔ­χουν τό­ση φτώ­χεια καί στάντα (ταλαιπωρία) καί δι­α­κο­νᾶ­νε (ζη­τια­νεύ­ουν) τήν στά­λα τό λά­δι».

Ὁ Δη­μή­τρης ὅ­μως ἄλ­λα κα­λά ἔ­βλε­πε ἐ­κεῖ πού πῆ­γε ὅ­που ὁ πα­τέ­ρας του δέν μπο­ροῦ­σε νά δι­α­κρί­νη. Γι᾿ αὐ­τό δό­θη­κε ὁ­λό­ψυ­χα καί μέ ζῆ­λο, χω­ρίς πε­ρι­σπα­σμούς καί πε­ρι­ο­ρι­σμούς στίς ἀ­γα­πη­μέ­νες του ἀσκή­σεις· νη­στεί­α, ἀ­γρυ­πνί­α, προ­σευ­χή, στίς τό­σες κοι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες μέ τήν Ἀ­δελ­φό­τη­τα πού μά­λι­στα στήν πε­ρί­ο­δο ἐ­κεί­νη τῆς Με­γά­λης Τεσ­σα­ρα­κο­στῆς πού μπῆ­κε στό μο­να­στή­ρι, εἶ­χαν μεγάλη διά­ρκεια καί ἦ­ταν γι­᾽ αὐ­τόν οἱ κα­λύ­τε­ρες ἀ­πο­λαύ­σεις. Ἀ­κού­ρα­στος στό δι­α­κό­νη­μά του μέ πλή­ρη αὐ­τα­πάρ­νη­ση. Ὁ Ἡ­γού­με­νος τόν κα­μά­ρω­νε για­τί στά πάντα ἔ­κα­νε ὑ­πα­κο­ή. Τόν εἶ­χε ἀ­πό κοντά καί τόν κα­θω­δη­γοῦ­σε. Ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἁ­πλός, ἁ­γνός καί κα­θα­ρός τόν συμ­βου­λευ­ό­ταν ὁ Ἡγούμενος για­τί ὕ­στε­ρα ἀ­πό ἕ­να πε­ρι­στα­τι­κό κα­τά­λα­βε ὅ­τι εἶ­χε τό χά­ρι­σμα τῆς δι­α­κρί­σε­ως.

Στό Μο­να­στή­ρι εἶ­χαν κά­ποι­ους νέ­ους δό­κι­μους καί κα­τά σει­ρά τούς ἔ­κα­ναν κου­ρά μο­να­χοῦ. Γι­ά κά­ποι­ον ὁ Ἡ­γού­με­νος εἶ­χε ἀ­πο­φα­σί­σει νά τόν κά­νη κου­ρά καί ὁ Δη­μή­τρης στε­νο­χω­ρή­θη­κε. Ἔ­λα­βε τό θάρ­ρος καί εἶ­πε ἐμ­πι­στευ­τι­κά στόν Ἡ­γού­με­νο νά μήν κά­νη κά­τι τέ­τοι­ο, για­τί θά δη­μι­ουρ­γοῦ­σε σκάν­δα­λο στό Μο­να­στή­ρι καί λί­γες μέ­ρες με­τά τήν κου­ρά θά πε­τοῦ­σε τά ρά­σα. Ὁ Ἡ­γού­με­νος ἂν καί τόν ἀ­γα­ποῦ­σε τό θε­ώ­ρη­σε αὐ­θά­δεια νά ὑ­πο­δει­κνύ­η ἕ­νας δό­κι­μος στόν Ἡ­γού­με­νο τί νά κά­νη σέ τέ­τοι­α σο­βα­ρά θέ­μα­τα. Τόν ἐ­πέ­πλη­ξε καί προ­χώ­ρη­σε στήν κου­ρά. Ὅ­μως ὁ Δη­μή­τρης δέν δι­α­ψεύ­σθη­κε για­τί ὅ­πως τοῦ τά εἶ­πε, ἔ­τσι πράγ­μα­τι ἔ­γι­ναν. Ἀ­κό­μη καί γι­ά κά­ποι­ον ἄλ­λον πού ἤ­θε­λαν νά δι­ώ­ξουν ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι ὡς μή ἠ­θι­κό στοι­χεῖ­ο ἐ­πει­δή ἔ­λε­γε «ἀ­φαντό­λο­γα» (λό­για ἄ­πρε­πα), ὁ Δη­μή­τρης ἔ­πει­σε τόν Ἡ­γού­με­νο νά τόν κρα­τή­σουν. Τό ἐ­λάτ­τω­μά του, ἔλε­γε, ἦταν ἐ­ξω­τε­ρι­κό, ἐ­νῶ ἐ­σω­τε­ρι­κά ἦ­ταν πεντα­κά­θα­ρος˙ καί κα­τά τόν Δη­μή­τρη ἐ­τρι­όντι­ζε (εὐ­ω­δί­α­ζε), ἐνῶ γιά τήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση τοῦ εἶ­χε πεῖ ὅ­τι μύ­ρι­ζε τρα­γί­λα.

Πλη­σί­α­ζε ὁ και­ρός νά ρα­σο­φο­ρε­θῆ ὁ Δη­μή­τρης καί ἦ­ταν πα­νευ­τυ­χής. Ὅ­μως στό χω­ριό ὁ πα­τέ­ρας του εἶ­χε ἔρ­θει σέ δύ­σκο­λη θέ­ση. Τί νά κά­νη μέ τό­σες δου­λει­ές πού τόν Μά­ϊ­ο μῆ­να ἐντεί­νονταν καί δέν τίς πρό­φθα­ναν; Ἔ­τσι ὁ ἀ­φέντης ἀ­πο­φά­σι­σε, μιά καί τό­σον και­ρό πε­ρί­με­νε νά τόν φέ­ρη ἡ πεῖ­να στό σπί­τι, ὅπως νό­μι­ζε, νά πά­η ὁ ἴ­διος νά τόν φέ­ρη με­τα­χει­ρι­ζό­με­νος μά­λι­στα δό­λο γι­ά νά τόν πεί­ση νά ἔρ­θη. Πῆ­ρε μέ ἕ­ναν ἄλ­λο ἀ­δελ­φό του τό ἀ­γο­ραῖ­ο αὐ­το­κί­νη­το τοῦ χω­ριοῦ καί ἔφθα­σαν στό Μο­να­στή­ρι τήν ὥρα τῆς Τρα­πέ­ζης. Μό­λις τούς ἀντι­λή­φθη­κε ὁ Δη­μή­τρης, ὅ­πως ἔ­λε­γε ὁ ἴ­διος, τό φα­γη­τό ἔ­γι­νε κόμ­πος στόν λαι­μό του καί πῆ­γε νά πνι­γῆ ἀ­πό τήν τα­ρα­χή καί τήν στε­νο­χώ­ρια του. Τοῦ εἶ­παν ὅ­τι ἡ μη­τέ­ρα του ἦ­ταν δῆ­θεν πο­λύ ἄρ­ρω­στη, στά τε­λευ­ταῖ­α της καί ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά τόν δῆ γι­ά τε­λευ­ταί­α φο­ρά πρίν πε­θά­νη. Τούς πί­στε­ψε ὁ Δη­μή­τρης καί ζή­τη­σε τήν εὐ­χή καί τήν εὐ­λο­γί­α τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου νά τούς ἀ­κο­λου­θή­ση. Μό­λις ἔ­φθα­σαν στό χω­ριό ὁ Δη­μή­τρης κα­τά­λα­βε ὅ­τι πε­ρι­παί­χτη­κε ἀλ­λά τί νά κά­νη; Νά γυ­ρί­ση στό Μο­να­στή­ρι καί νά πῆ ὅ­τι ὁ πα­τέ­ρας του ἐ­ξα­πά­τη­σε αὐ­τόν καί τόν Ἡ­γού­με­νο; Ὁ σε­βα­σμός καί ἡ εὐ­θύ­νη γι­ά τήν ὑ­πό­λη­ψη τοῦ πα­τέ­ρα του  δέν τοῦ τό ἐ­πέ­τρε­παν. Ἔ­σκυ­ψε τό κε­φά­λι καί σκέ­φτη­κε νά πα­ρα­μεί­νη γι­ά λί­γο ἐ­κεῖ μέ­χρι νά ἀ­πο­φα­σί­ση τί θά κά­νει. Ὁ πα­τέ­ρας του ὅ­μως τόν πρό­λα­βε καί σέ ἀ­νύ­πο­πτο χρό­νο πη­γαί­νει πά­λι μέ τό ἀ­γο­ραῖ­ο στό μο­να­στή­ρι ζη­τώντας ἀ­πό τόν Ἡ­γού­με­νο τά πράγ­μα­τα τοῦ Δη­μή­τρη για­τί δῆ­θεν εἶ­χε με­τα­νοι­ώ­σει καί δέν εἶ­χε σκο­πό νά ξα­να­πά­η στό μο­να­στή­ρι. Δεύ­τε­ρο πλή­γω­μα στήν καρ­διά τοῦ Δη­μή­τρη. Συμ­βου­λεύ­τη­κε τόν γέ­ροντα ἱ­ε­ρέ­α τοῦ χω­ριοῦ καί ἐ­κεῖ­νος τοῦ εἶ­πε νά κά­μη ὑ­πα­κο­ή καί ἐν και­ρῷ θά ἔ­βλε­πε πῶς θά τά οἰ­κο­νο­μή­σει ὁ Θε­ός. Ἔ­τσι, ξα­να­κλεί­στη­κε πά­λι στήν κα­λύ­βη του καί ξα­νάρ­χι­σε τούς κα­τά μό­νας πνευ­μα­τι­κούς ἀ­γῶ­νες του μέ καρ­τε­ρί­α καί αὐ­τα­πάρ­νη­ση.

Οἱ γο­νεῖς του πε­θαί­νοντας τοῦ ἄ­φη­σαν ἐντο­λή νά μεί­νη στό χω­ριό γι­ά νά προ­στα­τεύ­ση τήν μί­α του ἀ­δερ­φή πού εἶ­χε μεί­νει ἀ­νύ­παν­δρη καί ἦ­ταν φι­λά­σθε­νη. Ἀλ­λά ὁ ζῆ­λος τοῦ Δη­μή­τρη, παρ᾿ ὅ­λη τήν ἡ­λι­κί­α τῶν 57 χρό­νων πού ἦ­ταν ὅ­ταν κοι­μή­θη­κε ὁ πα­τέ­ρας του, ἦ­ταν νε­α­νι­κός. Πα­ρά­τη­σε τό χω­ριό καί τήν ἀ­δερ­φή του καί ἐ­νῶ στό με­τα­ξύ εἶ­χε κοι­μη­θῆ ὁ γέ­ροντας Ἀμ­βρό­σιος, πῆ­γε καί ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε στό μο­να­στή­ρι τῆς Μυρ­τι­δι­ώ­τισ­σας μή λο­γα­ρι­ά­ζοντας τήν ἐντο­λή τοῦ πα­τέ­ρα του. Ἐ­κεῖ ὁ Δη­μή­τρης ἐ­πι­δό­θη­κε σέ με­γα­λύ­τε­ρες πνευ­μα­τι­κές ἀ­σκή­σεις ἀλ­λά καί σέ βα­ρι­ές χει­ρω­να­κτι­κές ἐρ­γα­σί­ες για­τί τό Μο­να­στή­ρι, με­τά τήν κοί­μη­ση τοῦ Ἡ­γου­μέ­νου, εἶ­χε πο­λύ ἀ­με­λη­θῆ. Ὁ δέ μο­να­χός πού τόν ἀ­ντι­κα­τέ­στη­σε πα­ρ᾽ ὅ­λο πού ἦ­ταν πολ­λά χρό­νια στό Μο­να­στή­ρι, δέν ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν γιά τό κα­λό τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ καί ἀ­σχο­λεῖ­το πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ κο­σμι­κές ὑ­πο­θέ­σεις. Δυ­στυ­χῶς ὅ­μως ἡ ἔντο­νη ἄ­σκη­ση καί οἱ βα­ρι­ές χει­ρω­να­κτι­κές ἐρ­γα­σί­ες πού ἄ­με­τρα ἐ­πι­δό­θη­κε ὁ Δη­μή­τρης εἶ­χαν σάν ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά κλο­νι­σθῆ σο­βα­ρά ἡ ὑ­γεί­α του καί νά πέ­ση βα­ριά ἄρ­ρω­στος. Κατ᾿ ἐντο­λή τοῦ το­πι­κοῦ για­τροῦ ἔ­πρε­πε νά με­τα­φερ­θῆ στό χω­ριό στό σπί­τι του, νά τοῦ γί­νη ἡ ἀ­πα­ραί­τη­τη θε­ρα­πευ­τι­κή ἀ­γω­γή, για­τί στό ἐ­ρη­μι­κό μέ­ρος πού ἦ­ταν τό Μο­να­στή­ρι δέν μπο­ροῦ­σε νά τοῦ προ­σφέ­ρη τί­πο­τα, καί ἂν πα­ρέ­με­νε ἐ­κεῖ σί­γου­ρα θά πέ­θαι­νε. Ὁ Ἐ­πί­σκο­πος τοῦ δι­ε­μή­νυ­σε νά κά­νη ὑ­πα­κο­ή στόν για­τρό καί ἔ­τσι, ἀ­κού­σια καί βε­βι­α­σμέ­να, βρέ­θη­κε πά­λι ὁ Δη­μή­τρης στό σπί­τι του. Ὅ­μως ἡ ἀ­σθέ­νειά του­ τρά­βη­ξε πο­λύ καί ἔ­κα­νε πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό δυ­ό μῆ­νες νά ἀ­ναρ­ρώ­ση.

Σκέ­φθη­κε κα­λύ­τε­ρα τήν ἐντο­λή τοῦ πα­τέ­ρα του καί εἶ­δε ὅ­τι ἴ­σως ἦ­ταν θέ­λη­μα Θε­οῦ νά ξα­ναμ­πῆ πά­λι στήν κα­λα­μέ­νια ἡ­συ­χα­στι­κή κα­λύ­βα του καί ἐκεῖ νά συ­νε­χί­ση κα­τά μό­νας τόν σκλη­ρό πνευ­μα­τι­κό ἀ­γῶ­να του. Σ᾿ αὐ­τή τήν κα­λύ­βα ἀ­σκή­τε­ψε σχε­δόν ἑ­ξήντα χρό­νια μέ­χρι πού τόν πῆ­ραν τά γε­ρά­μα­τα καί ἀ­ναγ­κά­σθη­κε νά τήν ἐγ­κα­τα­λεί­ψη τόν χει­μῶ­να καί τά βρά­δια για­τί συ­χνο­αρ­ρώ­σται­νε. Ἂν καί ἀ­πέ­φευ­γε νά ἀ­να­φέ­ρη τίς πνευ­μα­τι­κές ἐμ­πει­ρί­ες πού ἔ­ζη­σε στήν κα­λύ­βα αὐ­τή, ἦ­ταν βέβαιο ἀ­πό μι­σό­λο­γα πού τοῦ ξέ­φευ­γαν ὅ­τι εἶ­χε ἐ­πι­σκέ­ψεις τῆς Πα­να­γί­ας καί πολ­λῶν Ἁ­γί­ων˙ πολ­λά πρω­ϊ­νά, ἂν τυ­χόν τόν ἔ­βλε­πε κα­νείς, τό πρό­σω­πό του ἦ­ταν φω­τει­νό καί ἔ­λαμ­πε. Ὁ Θε­ός, ὅ­πως ἔ­λε­γε, τόν φύ­λα­ξε ἀ­πό δαι­μο­νι­κές ἐ­πι­σκέ­ψεις καί μό­νο μί­α φο­ρά ὅ­που τό ζή­τη­σε ὁ ἴ­διος χά­ριν πε­ρι­ερ­γείας, τό ἐ­πέ­τρε­ψε νά τόν ἐ­πι­σκε­φτοῦν καί νά γνω­ρί­ση τίς ἀ­παί­σι­ες καί ζο­φε­ρές μορ­φές τους τίς ὁ­ποῖ­ες πε­ρι­έ­γρα­ψε.

Μέ­χρι τόν τε­λευ­ταῖ­ο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του δέν ἔ­λει­ψε πο­τέ ἀ­πό τίς ἀ­κο­λου­θί­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τοῦ χω­ριοῦ καί πή­γαι­νε κοντά στό Ἅ­γιο Βῆ­μα νά ὑ­πη­ρε­τῆ τόν ἐ­φη­μέ­ριο, ὅ­πως στά παι­δι­κά του χρό­νια. Ἂν καί ἤ­ξε­ρε πο­λύ κα­λά βυ­ζαντι­νή ψαλ­τι­κή, δέν ἀ­να­κα­τευ­ό­ταν πο­τέ μέ τούς ψάλ­τες ἐ­πει­δή στό χω­ριό χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν τήν ἰ­δι­ά­ζου­σα ντό­πια ψαλ­τι­κή τέ­χνη. Βο­η­θοῦ­σε ὅ­μως μέ τίς γνώ­σεις του για­τί στό τυ­πι­κό ἦ­ταν ἄ­ρι­στος καί ἔ­τσι σέ κά­θε δυ­σκο­λί­α τόν συμ­βου­λεύ­ονταν ἢ ὁ ἴ­διος δι­ώρ­θω­νε τυ­χόν ἀ­βλε­ψί­α καί πα­ρά­λει­ψή τους.

Ἀ­ξι­ώ­θη­κε νά δῆ (στόν ὕ­πνο του) τούς Τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες νά συλ­λει­τουρ­γοῦν ἐ­κεῖ στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ χω­ριοῦ του καί μά­λι­στα τόν κά­λε­σαν μέ­σα στό Ἱ­ε­ρό νά τούς δι­α­κο­νή­ση. Τούς πε­ρι­έ­γρα­φε ὡς τρεῖς ἥ­λιους πού φώ­τι­ζαν ὅ­λο τό Ἅγιο Βῆ­μα. Μά­λι­στα τοῦ εἶ­παν νά πῆ στόν ψάλ­τη νά δι­ορ­θώ­ση τήν πα­ρα­τυ­πία­ πού ἔ­κα­νε, ὅ­ταν ἔ­ψα­λε πρίν ἀπό τό ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριο τό «Ἅ­γιος Κύ­ριος, ὁ Θε­ός ἡμῶν», για­τί ἦ­ταν κα­θη­με­ρι­νή ἡ­μέ­ρα˙ αὐ­τό ψέλ­νε­ται μό­νο πρίν ἀπό τό Ἀ­να­στά­σι­μο Ἐ­ξα­πο­στει­λά­ριο τῆς Κυ­ρια­κῆς. Ἡ ἡ­μέ­ρα ἐ­κεί­νη πού εἶ­δε τό ὄ­νει­ρο δέν ἦ­ταν Κυ­ρια­κή για­τί, ἂν ἦ­ταν Κυ­ρια­κή, ὅ­πως ἔ­λε­γε, δέν θά ἔ­κα­νε ὁ Μέ­γας Βα­σί­λει­ος τήν προ­σκο­μι­δή γο­να­τι­στός.

Οἱ συμ­βου­λές τοῦ Δη­μή­τρη δέν πε­ρι­ο­ρί­ζονταν μό­νο στόν χῶ­ρο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Μέ τήν σο­φή ἁ­πλό­τη­τά του, ὅ­ταν τοῦ τό ζη­τοῦσαν, συμ­βού­λευ­ε γιά τά πάντα, ἔ­δι­νε λύ­σεις καί πα­ρη­γο­ροῦ­σε σέ οἰ­κο­γε­νεια­κά προ­βλή­μα­τα, σέ θέ­μα­τα ὑ­γεί­ας, σέ οἰ­κο­νο­μι­κές δυ­σχέ­ρει­ες, σέ ἀ­σθέ­νει­ες ζώ­ων καί φυ­τῶν, σέ δι­ε­νέ­ξεις τῶν χω­ρια­νῶν, σέ ὀ­δύ­νες πέν­θους καί θα­νά­του. Κά­πο­τε ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἕ­ναν ἑ­τοι­μο­θά­να­το ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­γω­νι­οῦ­σε καί ἔ­τρε­με βλέ­ποντας νά πλη­σιά­ζη τό τέ­λος του, καί τοῦ εἶ­πε ὁ Δη­μή­τρης: «Μή σκι­ά­ζε­σαι, ἅ­μα ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆς καί κοι­νω­νή­σης, καί νά πε­θά­νης, δέν πε­θαί­νεις, θά εἶ­σαι πάντα ζωντα­νός». Γα­λή­νε­ψε καί ἀ­να­κου­φί­στη­κε ὁ ἄν­θρω­πος.

Ἀπ᾿ ἔ­ξω ἀ­πό τήν κα­λύ­βα του καί κά­τω ἀ­πό μία­ κλη­μα­τα­ριά εἶ­χε φτιά­ξει ξύ­λι­να κα­θί­σμα­τα. Ἐκεῖ δε­χό­ταν τά ἀ­πο­γεύ­μα­τα, ἐ­κτός χει­μῶ­να, πολ­λούς ἐ­πι­σκέ­πτες πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη νά ἀ­να­παυ­τοῦν καί νά κα­τα­θέ­σουν τά προ­βλή­μα­τά τους, ὄ­χι μό­νο ἀ­πό τό χω­ριό ἀλ­λά καί ἀ­πό τά γύ­ρω χω­ριά. Ἦ­ταν τό ὑ­παί­θριο ἀρ­χοντα­ρί­κι του. Τούς κερ­νοῦ­σε νε­ρό ἀ­πό τό πη­γά­δι καί ὅ,τι φροῦ­τα βρί­σκονταν στό κτῆ­μα του. Γι­ά σο­βα­ρά προ­βλή­μα­τα καί ἁ­μαρ­τή­μα­τα δε­χό­ταν σέ νυ­κτε­ρι­νές ὧ­ρες. Με­γά­λα φορ­τί­α, μέ­χρι καί φό­νοι ἐνα­πο­τέ­θη­καν στήν κα­λα­μέ­νια κα­λύ­βα του. Ἔ­τσι ἀ­πό ἐ­κεῖ ἔ­παιρ­ναν θάρ­ρος καί μέ τήν ἐμ­πι­στο­σύ­νη πού τούς ἐ­νέ­πνε­ε τό πρό­σω­πό του, κα­τέ­λη­γαν στόν Πνευ­μα­τι­κό πού τούς ὑ­πε­δεί­κνυ­ε, γιά νά λά­βουν τήν ἄ­φε­ση, νά κοι­νω­νή­σουν τῶν Ἀ­χράντων Μυ­στη­ρί­ων καί νά σω­θοῦν. Τό κα­λύ­βι του ἐ­πι­σκέ­πτονταν καί ἄν­θρω­ποι μέ πνευ­μα­τι­κά ἐν­δι­α­φέ­ροντα ἀ­κό­μα καί ἱ­ε­ρεῖς, ἱ­ε­ρο­μό­να­χοι, μο­να­χοί, καί ἄ­νοι­γε ἡ καρ­διά του ὅ­ταν ἐ­πι­κοι­νω­νοῦ­σε μα­ζί τους γι­ά νά δώ­ση ἢ νά πά­ρη ἀ­πό αὐ­τούς.

Πέ­ρα­σε κά­πο­τε ἀ­πό τό κα­λύ­βι του σέ ἐ­πο­χή χει­μῶ­να ὁ Ἡ­γού­με­νος τῆς μο­νῆς Πλα­τυ­τέ­ρας, πού τόν ἀ­γα­ποῦ­σε, καί ὁ Δη­μή­τρης τοῦ πρό­τει­νε νά κοι­μη­θῆ στό κα­λύ­βι του. Ὁ πα­τήρ Καλ­λί­νι­κος τό θε­ώ­ρη­σε εὐ­λο­γί­α καί δέ­χθη­κε μέ χα­ρά. Ὁ Δη­μή­τρης ἀ­πο­σύρ­θη­κε σέ ἕ­να ἄλ­λο κα­λύ­βι ὅ­που εἶ­χε τά ζῶ­α. Κα­τά τά ξη­με­ρώ­μα­τα πού πῆ­γε ὁ Δη­μή­τρης νά τόν ξυ­πνή­ση, τόν βρῆ­κε ὄρ­θιο, τρέ­μοντα, σχε­δόν με­λα­νι­α­σμέ­νο, χω­ρίς νά ἔ­χη κοι­μη­θῆ κα­θό­λου ἀ­πό τό ὑ­περ­βο­λι­κό κρύ­ο. Ἀ­ναγ­κά­στη­κε ἔ­τσι ὁ Δη­μή­τρης νά τόν πά­ρη στό χω­ριό καί νά τοῦ ἀ­νά­ψη φω­τιά νά συ­νέλ­θη πρίν πά­η νά λει­τουρ­γή­ση στό δι­πλα­νό χω­ριό, ὅ­πως εἶ­χε προ­ο­ρι­σμό. Πλή­ρω­σε ὅ­μως αὐ­τήν τήν βρα­διά ὁ κα­λο­κά­γα­θος Ἡ­γού­με­νος μέ τρί­μη­νη νο­ση­λεί­α. Ἀ­κό­μη καί μέ­χρι τήν Ἀ­θή­να ἔ­φτα­σε γι­ά νά γί­νη κα­λά.

Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος με­γά­λης σω­μα­τι­κῆς ἀντο­χῆς καί εἶ­χε πολ­λή ἀ­γά­πη. Δι­ψοῦ­σε γι­ά ἐ­λε­η­μο­σύ­νη, τήν ὁ­ποί­α ἔ­κα­με πάντα κρυ­φά, παρ᾽ ὅ­λους τούς πε­ρι­ο­ρι­σμούς πού εἶ­χε ὅ­ταν ζοῦ­σε ὁ πα­τέ­ρας του. Στά φα­νε­ρά δέν ἔ­δει­χνε καί τό­σο ἐ­λε­ή­μων καί τόν χα­ρα­κτή­ρι­ζαν μᾶλ­λον σκλη­ρό για­τί φώ­να­ζε ὅ­ταν ἔ­κα­ναν ζη­μι­ές στά χω­ρά­φια του. Φώ­να­ζε καί ὅ­ταν ἔβλε­πε βέ­βαια νά ἀ­δι­κοῦνται ἄλ­λοι. Ἦταν πολύ ἐ­λεγ­κτι­κός ἀλ­λά πάντα μέ δι­ά­κρι­ση χω­ρίς νά ἐ­πι­δι­ώ­κη νά πλη­γώ­νη τόν ἄλ­λο. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε ἀ­πό τήν μιά γι­ά νά δι­ορ­θώ­ση καί ἀ­πό τήν ἄλ­λη γι­ά νά μή γί­νη ἀντι­κεί­με­νο σε­βα­σμοῦ καί ὑ­ψη­λῆς ἐ­κτί­μη­σης, κά­τι πού ἤ­θε­λε νά τό ἀ­πο­φύ­γη. Ἔ­λε­γε: «Ἐ­μέ­να μή μέ πο­λυ­ζυ­γώ­νε­τε καί μή μέ πο­λυ­πει­ρά­ζε­τε για­τί εἶ­μαι ἰ­δι­ό­τρο­πος. Δέν ἔ­χε­τε ἀ­κού­σει, μα­κρυά ἀ­πό ἄν­θρω­πο ἀ­νύ­παντρο για­τί ἔ­χει ὅ­λες τίς πα­ρα­ξε­νι­ές τοῦ κό­σμου ἀπά­νω του;».

Τήν ἀ­γα­θό­τη­τά του τήν γνώ­ρι­ζαν πε­ρισ­σό­τε­ρο τά ζῶ­α, κα­θώς εἶ­χε τρό­πο νά ἡ­με­ρεύ­η ἀ­κό­μα καί τά πι­ό ἄ­γρια ὥ­στε νά στέ­κωνται φι­λι­κά κοντά του. Σέ ἕνα ἀμ­πέ­λι πού εἶ­χε, φι­λο­ξε­νοῦ­σε γι­ά πολ­λά χρό­νια ἕνα πε­λώ­ριο φί­δι, δεντρο­γα­λιά, τό ὁ­ποῖ­ο, μό­λις πή­γαι­νε ἐ­κεῖ καί τό φώ­να­ζε, ἔ­τρε­χε κοντά του, κα­θό­ταν στά πό­δια του καί ἔ­πι­νε τό γά­λα πού τοῦ ἔδι­νε. Μι­λοῦ­σε μέ τά ζῶ­α, μέ τά που­λιά, μέ τά με­λίσ­σια πού ἔ­τρε­φε, ἀ­κό­μη καί τά δέν­δρα καί τά ἄλ­λα φυ­τά κα­θώς εἶ­χε εὐ­αι­σθη­σί­α καί στορ­γή γι­ά ὅ­λα, τά συμ­πο­νοῦ­σε καί τά πε­ρι­ποι­εῖ­το.

Πά­νω ἀπ᾿ ὅ­λα ὅ­μως εἶ­χε εὐ­αι­σθη­σί­α καί πο­νοῦ­σε γι­ά τίς ψυ­χές τῶν συ­ναν­θρώ­πων του, τῶν ζω­ντα­νῶν ἀλ­λά προ­πάντων τῶν κε­κοι­μη­μέ­νων, γι­ά τίς ὁ­ποῖ­ες ἀ­φι­έ­ρω­νε πο­λύ χρό­νο στήν προ­σευ­χή του. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὅ­μως γύ­ρω του δέν κα­τα­λά­βαι­ναν τήν διάθεσή του καί ἐνω­χλοῦ­νταν ἂν καμ­μιά φο­ρά προ­σπα­θοῦ­σε μέ πολ­λή διά­κρι­ση νά τούς συμ­βου­λεύ­ση ἤ μέ ἀ­γά­πη νά τούς ἐ­λέγ­ξη.

Ὅταν συν­δι­α­λε­γό­ταν μέ νέ­ους, ἐπε­σή­μαι­νε πά­ντα τήν ἀξί­α τῆς κα­θα­ρό­τη­τας καί τῆς ἁ­γνό­τη­τας ὥ­στε νά μή μο­λύ­νουν τήν πο­λύ­τι­μη καί ἀ­θά­να­τη ψυ­χή τους. Ἄν κά­ποι­ος ἦ­ταν κα­λο­προ­αί­ρε­τος, τοῦ ἔδι­νε νά δια­βά­ση πα­τε­ρι­κά βι­βλί­α ἤ βί­ους Ἁγί­ων. Στήν ἐ­πο­χή του οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι Πνευ­μα­τι­κοί ἦταν πο­λύ αὐ­στη­ροί σέ θέ­μα­τα ἠ­θι­κῆς καί ἀντι­με­τώ­πι­ζαν σκλη­ρά τόν κά­θε πα­ρε­κτρε­πό­με­νο πού πή­γαι­νε νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ. Ὁ Δη­μή­τρης ἄν καί ἁ­γνό­τα­τος ἦ­ταν συγ­κα­τα­βα­τι­κός, τούς πα­ρη­γο­ροῦ­σε μέ ἁ­πλό­τη­τα καί τούς ἔ­δι­νε θάρ­ρος ὥ­στε νά μή δι­στά­ζουν νά ἐ­ξα­γο­ρεύ­ουν τά ἀ­το­πή­μα­τά τους στούς ἐ­ξο­μο­λό­γους, καί νά στε­ροῦ­νται ἔτσι τό Πο­τή­ριο τῆς Ζω­ῆς.

Στά τε­λευ­ταῖ­α δε­κα­πέντε πε­ρί­που χρό­νια τῆς ζω­ῆς του ὁ Δη­μή­τρης δέν κα­τοι­κοῦ­σε πλέ­ον στήν ἀ­γα­πη­μέ­νη του κα­λύ­βα· τήν εἶ­χε ὅ­μως ὡς χῶ­ρο προ­σευ­χῆς καί με­ση­με­ρια­νῆς ἀ­νά­παυ­σης στούς κα­λο­και­ρι­νούς μῆ­νες. Τά βρά­δια καί τίς χει­μω­νι­ά­τι­κες μέ­ρες δι­έ­με­νε ἀ­ναγ­κα­στι­κά στό πα­τρι­κό του σπί­τι στό χω­ριό καί για­τί ἡ ἡ­λι­κί­α του τό ἐ­πέ­βαλ­λε, ἀλλά καί γι­ά νά φροντί­ζη τήν ἀ­νύ­παντρη ἀ­δελ­φή του, τήν κα­λο­κά­γα­θη Ἀ­φρο­δί­τη πού ἦ­ταν ἡ­λι­κι­ω­μέ­νη καί φι­λά­σθε­νη. Ὄ­χι ὅ­τι στό χω­ριό εἶ­χε καί πολ­λές ἀ­νέ­σεις, κα­θώς μέ πρό­σχη­μα τήν πα­ρά­δο­ση, προ­σπα­θοῦ­σε νά ἀ­πο­φύ­γη τίς ὅ­ποι­ες εὐ­κο­λί­ες πα­ρέ­χει ἡ τε­χνο­λο­γί­α τῶν τε­λευ­ταί­ων ἐ­τῶν. Στό σπί­τι αὐ­τό ἐ­κτός ἀ­πό με­ρι­κές λάμ­πες χα­μη­λοῦ φω­τι­σμοῦ δέν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη ἠ­λε­κτρι­κή συ­σκευ­ή. Μα­γεί­ρευ­αν ὅ­πως πα­λιά μέ ξύ­λα στήν «ὠ­γνί­στρα», (γω­νια­κό τζά­κι), ὅ­που εἶ­χαν κα­θί­σμα­τα ἀ­πό κορ­μούς δέ­ντρων, στά ὁ­ποῖ­α κά­θονταν γι­ά νά ζε­στα­θοῦν τόν χει­μῶ­να. Ἐ­κεῖ ἔ­τρω­γαν, ἐ­κεῖ δι­ά­βα­ζε ὁ Δη­μή­τρης θρη­σκευ­τι­κά βι­βλί­α γιά νά ἀ­κού­η καί ἡ ἀ­δελ­φή του. Τό δά­πε­δο ἦ­ταν χω­μά­τι­νο καί ἡ σκε­πή κα­τά­μαυ­ρη ἀ­πό τούς κα­πνούς, ὅ­πως καί τά κα­τσα­ρο­λι­κά καί τά πή­λι­να δο­χεῖ­α πού μα­γεί­ρευ­αν. Τό βρά­δυ ὁ Δη­μή­τρης ἀ­πο­συ­ρόταν σέ ἕ­να δω­μά­τιο ἄ­δει­ο καί σκο­τει­νό στό ἀ­νώ­γει­ο (δέν ἄ­νοι­γε πο­τέ τά πα­ρά­θυ­ρα), χω­ρίς θέρ­μαν­ση. Ἐ­κεῖ δι­ά­βα­ζε τίς ἀ­κο­λου­θί­ες καί ἔκα­νε τίς προ­σευ­χές του. Κοι­μό­ταν ἐ­λά­χι­στα καί τά ὄ­νει­ρά του εἶ­χαν οὐ­ρά­νι­ες πα­ρα­στά­σεις. Κά­πο­τε εἶ­δε τόν πα­τέ­ρα Καλ­λί­νι­κο νά ἱ­ε­ρουρ­γῆ στό ἐ­που­ρά­νιο θυ­σι­α­στή­ριο καί νά φο­ρᾶ ἱ­ε­ρά ἄμφια πού φεγ­γο­βο­λοῦ­σαν˙ τόν ἀ­σπά­στη­κε πα­τρι­κά.

Τόν τε­λευ­ταῖ­ο χρό­νο τῆς ζω­ῆς του εἶ­χε ἐ­ξα­σθε­νή­σει πο­λύ καί ἐ­νῶ βα­σα­νι­ζό­ταν ἀ­πό πό­νους σέ ὅ­λο του τό κορ­μί, μέ τό ζό­ρι ἔ­παιρ­νε παυ­σί­πο­να. Τό φῶς του ἦ­ταν λι­γο­στό καί ἄ­κου­γε ἁ­μυ­δρά. Μέ πο­λύ κό­πο ση­κω­νό­ταν ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι καί περ­πα­τοῦ­σε ὑπο­βα­στα­ζό­με­νος. Ἡ ἀ­δελ­φή του εἶ­χε κοι­μη­θῆ στό με­τα­ξύ καί τόν φρόντιζε μί­α ἀνι­ψιά του μέ τόν ἄν­δρα της, τούς ὁ­ποί­ους εἶ­χε κα­τα­στή­σει κλη­ρο­νό­μους τῆς πε­ρι­ου­σί­ας του.

Ζη­τοῦ­σε καί τοῦ ἔ­φερ­ναν κά­θε Κυ­ρια­κή ἀντί­δω­ρο. Ἀπό αὐ­τό ἔ­παιρ­νε ἀ­πό λί­γο κά­θε πρω­ΐ καί ἔ­πι­νε λί­γο ἁ­για­σμό. Μι­λοῦ­σε λί­γο καί μό­νο γι­ά πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα, ἐ­νῶ ἐν­δι­α­φε­ρό­ταν πο­λύ νά μα­θαί­νη γι­ά μο­να­στή­ρια καί μο­να­χούς, εἰ­δι­κά τοῦ Ἁ­γί­ου Ὄ­ρους˙ ζη­τοῦ­σε ὀ­νό­μα­τα μο­να­χῶν νά τά βά­ζη στήν προ­σευ­χή του ἔ­στω καί ἂν τοῦ ἦ­ταν ἄ­γνω­στοι. Ἔ­λε­γε: «Ἐ­δῶ πού στέ­κο­μαι δέν ἔ­χω τώ­ρα νά κά­νω τί­πο­τα ἄλ­λο ἀ­πό τό νά προ­σεύ­χω­μαι καί νά σκέ­φτω­μαι τό τα­ξί­δι μου».

Μέ δική του πρόσκληση πή­γαι­νε ὁ ἱ­ε­ρέ­ας νά τόν κοι­νω­νή­ση. Τίς τε­λευ­ταῖ­ες ὅ­μως μέ­ρες, πα­ρό­λο πού τοῦ δι­α­μη­νοῦ­σε ἐ­πί­μο­να, ὁ ἐ­φη­μέ­ριος ἀ­μέ­λη­σε, ἐ­πει­δή ὑ­πο­λό­γι­ζε νά πά­η ὅ­ταν θά λει­τουρ­γοῦ­σε σέ μί­α Ἐκ­κλη­σί­α κοντά στό σπί­τι τοῦ Δη­μή­τρη. Ἄλ­λω­στε δέν πί­στευ­ε ὅ­τι ὁ γέ­ροντας ἦ­ταν στά τε­λευ­ταῖ­α του. Τε­λι­κά δέν πρό­λα­βε, κα­θώς δυ­ό μέ­ρες πρίν ἀπό τήν Λει­τουρ­γί­α ὁ Δη­μή­τρης πῆ­ρε μί­α ἐ­πεί­γου­σα κλή­ση νά φύ­γη. Πλη­σί­α­ζαν με­σά­νυ­χτα καί ὁ ἄν­δρας τῆς ἀνι­ψιᾶς του ἀ­φοῦ τόν εἶ­χε τα­κτο­ποι­ή­σει γι­ά τή νύ­χτα, ἑ­τοι­μα­ζό­ταν νά φύ­γη, χω­ρίς νά ὑ­πο­ψι­ά­ζε­ται ὅτι ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α του νύ­χτα, για­τί δέν ὑ­πῆρ­ξε ἔν­δει­ξη γι­ά κά­τι τέ­τοι­ο. Τοῦ φά­νη­κε δέ πα­ρά­δο­ξο ὅ­ταν ὁ Δη­μή­τρης τόν πα­ρα­κά­λε­σε πρίν φύ­γη νά τοῦ δώ­ση μιά μπου­κιά ψω­μί καί μι­ά γου­λιά κρα­σί.

Τήν ἄλ­λη μέ­ρα, 29 Δε­κεμ­βρί­ου 1995, ὅ­ταν πῆ­γαν στό σπί­τι του, βρῆ­καν τόν γέ­ροντα νά ἔ­χη ἀνα­χω­ρή­σει γιά τούς οὐ­ρα­νούς. Πῶς ὅ­μως τόν βρῆ­καν; Ἦ­ταν γο­να­τι­στός στό πά­τω­μα μέ τά χέ­ρια ἀ­κου­μπι­σμέ­να στήν μέ­ση τοῦ κρεβ­βα­τιοῦ καί τό κε­φά­λι του γερ­μέ­νο πά­νω στά χέ­ρια. Ἦ­ταν ὁ­λο­φά­νε­ρο ὅ­τι ἔφυ­γε σέ ὥ­ρα προ­σευ­χῆς. Αὐ­τή τήν στιγ­μή δι­ά­λε­ξε ὁ Κύ­ριος νά τόν πά­ρη κοντά Του.

Τό πρό­σω­πό του κα­τά τήν κη­δεί­α ἦ­ταν γα­λή­νιο καί ρο­δα­λό, χα­ρού­με­νο. Κα­θό­λου δέν ἔ­δει­χνε ὅ­τι εἶ­χε τήν ἡ­λι­κί­α τῶν ἐ­νε­νήντα δυ­ό ἐ­τῶν. Κα­τά ἐ­πι­θυ­μί­α του στήν κη­δεί­α του προ­ΐ­στα­το ὁ Ἡγούμενος τῆς Μο­νῆς Πλα­τυ­τέ­ρας πα­τήρ Με­θό­διος, ἐ­νῶ, ἐ­πί­σης κα­τό­πιν ἐ­πι­θυ­μί­ας του, εἶ­χε το­πο­θε­τη­θῆ στά χέ­ρια του ἕ­να πα­λαι­ό Εὐ­αγ­γέ­λιο πού τό εἶ­χε πάντα μό­νι­μο σύντρο­φό του.

Ὁ Δη­μή­τρης στήν ἐ­πί­γεια αὐ­τή ζω­ή του δέν ἔ­κα­νε γά­μο, παι­διά, πε­ρι­ου­σί­α. Δέν ἀ­να­λώ­θη­κε σέ σπου­δές γι­ά δό­ξα, πλού­τη καί ἀ­νέ­σεις. Δέν πό­θη­σε ἀξι­ώ­μα­τα ἐκ­κλη­σι­α­στι­κά, πα­ρά μό­νο τό σχῆ­μα τοῦ ἁπλοῦ μο­να­χοῦ, καί αὐ­τό τε­λι­κά δέν ἀξιώ­θηκε νά φο­ρέ­ση. Ξε­κί­νη­σε μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο ὅ­που δι­ά­βα­ζε καί ἔκα­νε πρά­ξη τό «εἴ τις θέ­λει ὀ­πί­σω μου ἐλ­θεῖν, ἀ­παρ­νη­σά­σθω ἑ­αυ­τόν καί ἀ­ρά­τω τόν σταυ­ρόν αὐ­τοῦ καί ἀ­κο­λου­θεί­τω μοι»[1]. Πλη­σί­α­σε στήν πρά­ξη τόν ἅγιο Ἰ­ω­άν­νη τόν Κα­λυ­βί­τη, κα­θώς «ἔ­πη­ξε τήν κα­λύ­βην πρό πυ­λῶν» τῶν γο­νέ­ων του καί «ἔ­θραυ­σε τῶν δαι­μό­νων τάς ἐ­νέ­δρας». Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης ὁ Κα­λυ­βί­της ἦ­ταν τό πρό­τυ­πό του. Στήν Ἐκ­κλη­σί­α του βα­πτί­στη­κε καί ἐ­τά­φη. Σάν τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη καί αὐ­τός πε­θαί­νοντας δέν πῆ­ρε τί­πο­τε ἀ­πό τόν ψεύ­τι­κο αὐ­τό κό­σμο πα­ρά μό­νο τό ἅ­γιο Εὐ­αγ­γέ­λιο πού τοῦ ἔ­δει­ξε τόν δρό­μο νά ἀ­παρ­νη­θῆ τόν κό­σμο καί νά πε­τύ­χη τήν σω­τη­ρί­α τῆς ψυ­χῆς.

Αἰωνία ἡ μνήμη του. Ἀ­μήν.

[1]. Ματθ. ι­στ΄, 24.