Τή νύκτα, πού ἐκτύπησεν ἡ καμπάνα, ὅλοι ἐξεκίνησαν γιά τήν ἐκκλησία. Ὁ παππούς φορεῖ τήν καινούργια φορεσιά του καί περπατεῖ ὁλόρθρος σάν κυπαρίσσι. Ζηλεύεις νά τόν βλέπῃς πῶς περπατεῖ.
Στήν ἐκκλησία ἄναψε μιά μεγάλη λαμπάδα. Προσκύνησε καί ἀσπάστηκε τήν ἁγία εἰκόνα μέ τήν Γέννησι τοῦ Χριστοῦ. Τά παιδιά ἐπῆγαν κοντά στόν ψάλτη νά βοηθήσουν.
"Ἡ γέννησίς Σου, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν...".
Τί γλυκά πού ἀκούονται οἱ ψαλμωδίες! Τί ὡραῖες πού εἶναι οἱ ἅγιες εὐχές, που διαβάζει ὁ παπᾶ-Νικόλας! Ὅλα ὁ παππούς τά παρακολουθεῖ μέ προσοχή.
Ὅταν η Θεία Λειτουργία ἐτελείωσε, ὁ γέρο-Μάνθος, ἐπλησίασε καί ἐκοινώνησε. Ἔπειτα ὁ παπᾶ- Νικόλας ἐκοινώνησε καί τά παιδιά καί τούς ἄλλους καί τούς ἔδωκε ἀντίδωρο.
Γεμᾶτοι ἀπό τή χάρι τοῦ Θεοῦ γυρίζουν τώρα ὅλοι στό σπίτι. Ἀρχίζει πιά νά χαράζῃ. Οἱ πετεινοί φωνάζουν πώς ἐξημέρωσε. Κικιρίκου! κικιρίκου!
Ὁ παππούς κάθεται στή γωνιά. Ὅλοι σκύβουν καί τοῦ φιλοῦν τό χέρι. Πρῶτα οἱ νύμφες, ὕστερα οἱ γυιοί, ὕστερα τά εγγόνια.
-Χρόνια πολλά, παππού! Νά μᾶς ζήσῃς! Νά ἐορτάσωμε καί τοῦ χρόνου καλά Χριστούγεννα!
Ὁ παππούς συγκινημένος τούς δίνει τήν εὐχή του.