ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2020

Σταχυολογήματα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου: 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΙΝ ΤΟΥ (2)

 Σταχυολογήματα ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ Ἁγίου Νεκταρίου

Τοῦ κ. Παναγιώτου Ἀθανασίου

2ον

Τὸ φρικτὸν τέλος τῶν συκοφαντῶν

Ἀλήθεια ὅμως ὁ Κύριος δὲν τὸν ἄφησε ποτὲ ἀπροστάτευτο. Φρικτὸ τέλος εἶχαν οἱ συκοφάντες. Καὶ πρῶτα οἱ συκοφάντες κληρικοὶ τοῦ Πατριαρχείου τῆς Ἀλεξανδρείας, δαιμονίσθηκαν καὶ ἔπεσαν κάτω καὶ ὁμολογοῦ­σαν τὴν συκοφαντία τους καὶ ὅλες τὶς ἄδικες κατηγορίες κατὰ τοῦ Ἁγίου. Βλέποντας, ὁ Πατριάρχης τὸ θαῦμα αὐτό, γνώρισε ὅτι γελάσθηκε ἀπὸ τοὺς κληρικοὺς καὶ ἔστειλε ἐπιστολὴ στὸν Ἅγιο Νεκτάριο νὰ γυρίση στὴν θέση του.

Ὁ Ἀνακριτής, ποὺ τόσο πολὺ ταπείνωσε τὸν Ἅγιο, προσβλήθηκε στὸ χέρι του, ποὺ ἔπιασε τὸν Ἅγιο, ἀπὸ γάγγραινα καὶ σὲ λίγους μῆνες πέθανε. Τὸ εἶχε προβλέψει ὁ Ἅγιος.

Ἡ κυρία Κεροῦ ἐξορίσθηκε στὴ Σίφνο καὶ στὴ Σύρο καὶ ἐκεῖ σὲ ἄθλια κατάσταση πέθανε σὲ μιὰ σπηλιά.

Ὁ Ἀρχιεπίσκοπος Θεόκλητος καθαιρέθηκε ἀπὸ τὸν θρόνο καὶ ἀνέλαβε ὁ Μελέτιος Μεταξάκης ὁ μετέπειτα Πατριάρχης.

Ὁ πρῶτος βιογράφος Γέροντας Ἀβιμέλεχ Ἁγιορείτης ἀναφέρει τὸ ἑξῆς: «Ὅταν ἦταν διευθυντὴς Ριζαρείου Σχολῆς ὁ Ἅγιος τὸν ἐκάλεσαν νὰ λειτουργήση στὸν Ἅγιο Γεώργιο Καρύτση. Ἐκεῖ παρατήρησε ὅτι στὴν δοξολογία οἱ ψάλτες ἔψαλαν δύο – τρεῖς στίχους καὶ μετὰ πῆγαν στὸ τέλος. Ὅμως ὁ Ἅγιος γιὰ νὰ μὴ χαθῆ ἡ τάξη τῆς Λειτουργίας, τοὺς ἔδωσε συμβουλὴ νὰ μὴ τὸ ξανὰ κάνουν αὐτό. Τότε μὲ ἐντολὴ τοῦ Ἐπιτρόπου ὁ Ἱεροδιάκονος ἔπιασε τὸν Ἅγιο ἀπὸ τὰ ράσα καὶ τὸν ἔσπρωξε μὲ μεγάλη περιφρόνηση. Ὁ Σεβασμιώτατος δὲν μίλησε καθόλου. Μετὰ ἀπὸ λίγες ἡμέρες ὁ ἀμετανόητος ἱεροδιάκονος παραφρόνησε, ὁ δὲ ἐπίτροπος ὑπέστη μεγάλες συμφορές.

«Ἄλλη φορὰ νὰ μὴ τὸ ξαναπῆς αὐτό»

Πῶς ἀντιδροῦσε ὁ Ἅγιος στὶς συκοφαντίες;

Πάντα συγχωροῦσε. Τὰ ἄφηνα ὅλα στὸν Θεὸ «ἐμοὶ ἐκδίκησις, ἐγὼ ἀνταποδώσω, λέγει Κύριος» (Ἑβρ. ι΄ 30).

Ὅταν ὁ Ἅγιος ἦταν διευθυντὴς στὴ Ριζάρειο, ἦρθε στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια αὐτὸς ποὺ τὸν συκοφάντησε στὸν Πατριάρχη Σωφρόνιο. Τὸ Ἑλληνικὸ Κράτος τοῦ ζήτησε συστάσεις. Κάποιον ποὺ νὰ τὸν γνωρίζη καὶ νὰ μπορῆ νὰ δώση πληροφορίες γι’ αὐτόν. Τὸν ρώτησε μήπως ξέρει κάποιον. «Τὸν Πενταπόλεως Νεκτάριο», ἀπάντησε. Μόλις τό ’μαθε ὁ Ἅγιος, εἶπε στὸ γραμματικό του: «Τὸν συγχωρῶ ἀπὸ τὴν καρδιά μου. Δὲν θὰ πῶ ὅμως τίποτα ἐναντίον του. Δὲν θὰ τοῦ ἀνταποδώσω τὸ κακό»!

Τὴν ἐποχὴ ποὺ συκοφαντοῦ­σαν τὸν Ἅγιο, ἡ Νεκταρία – Ἀγαπία τότε, μικρὸ παιδί – τοῦ εἶπε:

– Σεβασμιώτατε,  γιατὶ δὲν  μι­λᾶτε ποὺ σᾶς συκοφαντοῦν; Γιατί, ἀφοῦ εἶν’ ὅλα ψέματα;

– Ἀγαπία, μὴ μιλᾶς, παιδί μου. Ἐπάνω, στὸν Οὐρανὸ ποιὸς εἶναι; Ἐκεῖνος βλέπει, ἀκούει καὶ ξέρει!…

Ὅταν κάποια Μοναχὴ ἀντέδρασε κατὰ τὴν δίωξη τοῦ Μοναστηριοῦ, τῆς εἶπε ὁ Ἅγιος:

– Πήγαινε λοιπόν, παιδί μου, στὴν Παναγία τοῦ πρόναου καὶ κάνε μιὰ προσευχή.

Δὲν μοῦ ’πε τί προσευχὴ νὰ κάνω. Πῆγα καὶ γονάτισα στὴν Παναγία κι ἔλεγα:

– Παναγία μου, ἐξολόθρευτον! Παναγία μου, ἐξολόθρευτον!

Ἄργησα στὴν προσευχή. Πάει ἡ Γερόντισσα Χαριτίνη καὶ λέει στὸ Δεσπότη:

– Θὰ φοβήθηκε ἡ μικρή, Σεβασμιώτατε, κι ἔφυγε…

– Ὄχι, Γερόντισσα Χαριτίνη. Δὲν ἔφυγε. Στὴν Ἐκκλησία εἶναι. Ἄμε φέρτηνε.

Ἔρχεται καὶ μὲ παίρνει ἡ Γερόντισσα Χαριτίνη. Μὲ πάει στὸ Σεβασμιώτατο:

– Παιδί μου, τί ἔλεγες τόσες ὧρες;

– Παππουλάκι μου, ἔλεγα νὰ τὸν ἐξολοθρεύση ὁ Θεός, νὰ πεθάνη, γιὰ νὰ σώσουμε τὸ Μοναστήρι!

– Παιδί μου! Ἔλεγες ἐσὺ τέτοια πράγματα; Τὸ στόμα σου πρέπει νὰ εἶναι μέλι καὶ ζάχαρη!

Μὲ γονατίζει πάλι στὴν Παναγία καὶ μοῦ διαβάζει συγχωρητικὴ εὐχή.

– Ἄλλη φορά, παιδί μου, μὴ τὸν ξαναπῆς αὐτὸ τὸ λόγο.

Ὁ πόλεμος τοῦ διαβόλου

Τὸν Ἅγιο οὐδέποτε σταμάτησε νὰ τὸν πολεμᾶ ὁ διάβολος. Πότε μὲ τὸν ἕνα τρόπο, πότε μὲ τὸν ἄλλον, συνεχῶς τὸν κατεδίωκε. Μάλιστα ὅταν ἔμενε στὴν Εὔβοια ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ σπιτιοῦ, ποὺ ἔμενε ὁ Ἅγιος ἔλεγε:

«ἀρκετὲς νυκτιὲς ἄκουγαν παράξενες φωνὲς καὶ τοῦ ἰδίου ἄναρθρες καὶ θορύβους ἀφύσικους ἀπὸ τὸ δωμάτιο ποὺ ἔμενε ὁ Δεσπότης. Ὡς πιστοί ἄνθρωποι εἶχαν καταλάβει, ὅτι εἶχε ἕνα πόλεμο μὲ τὸ δραπέτη τοῦ οὐρανοῦ καὶ χαλαστὴ ἀρχηγὸ τοῦ ἐρέβους, διάβολο, καὶ λυποῦνταν, διότι ξεκάθαρα ἔνιωθαν ὅτι ὁ ἄνθρωπος ἔπασχε, ὑπέφερε, ἀλλὰ δὲν μποροῦσαν νὰ προσφέρουν βοήθεια σ’ αὐτὴ τὴν περίπτωση».

Μετὰ τὴν κοίμησή του δὲν ἦσαν λίγοι αὐτοὶ ποὺ δυστροποῦσαν γιὰ τὴν ἁγιοκατάταξή του. Ἀκόμη καὶ ἁγιορεῖτες ἀντιδροῦσαν.

Ἐνεφανίσθη ὅμως ὁ Ἅγιος καὶ τοὺς εἶπε: «Μὴ φέρετε ἀντιρρήσεις, διότι ὁ Θεὸς μοῦ ἔδωσε τὴν Χάριν αὐτήν, διὰ τὴν ὑπομονὴν ποὺ ἔδειξα, ὅταν ἤμην εἰς τὸν κόσμον, καὶ διότι συγχωροῦσα τοὺς ἐχθρούς μου». Καὶ πράγματι, καθὼς εἴδαμε, ὁ Ἅγιος ὑπέμεινε πολλὰ ἀπὸ φτώχεια, ραδιουργίες, συκοφαντίες καὶ καταδιώξεις.

Ἀλλὰ καὶ ὅταν ζοῦσε καὶ εἶχε πάει στὸ Ἅγιο Ὄρος ὁ Ἅγιος δὲν τὸν γνώριζαν οἱ Ἁγιορεῖτες, διότι τοὺς φάνηκε σὰν ἕνας ἁπλὸς μοναχός. Μάλιστα καθὼς ὁ Ἅγιος σιγοπερπατοῦσε μὲ κάποιο μοναχὸ ἀπὸ τοὺς ἀδελφοὺς Δανιηλαίους, πρὸς τὸ βράχο τοῦ Καρουλιοῦ, συνάντησαν κάποιο ἄγνωστο ἐρημίτη.

-Εὐλογεῖτε…ψιθύρισε ὁ Νεκτάριος. Κι ἀπόμεινε ἐκστατικός.

-Ὁ Κύριος, ἀποκρίθηκε αὐτός. Καὶ μονομιᾶς ἔκανε παρατήρηση στὸν ἀδελφὸ Δανιήλ.

-Πῶς προπορεύεσθε, ἀδελφέ, ἀπὸ τὸν Πενταπόλεως, τὸν πρὸ πολλοῦ ἐνταχθέντα μεταξὺ τῶν ἁγίων ἱεραρχῶν;

Σὰ νὰ τοὺς κόπηκε ἡ ἀναπνοή. Ὁ Δανιὴλ ἀπόμεινε νὰ κοιτάζη χαῦνος. Ἐκεῖνος ἐκοίταζε τὰ μάτια τοῦ ἐρημίτη καὶ σώπαινε. Ἡ καρδιά του γοργοκτυποῦσε. Εἶχε λοιπὸν δίπλα του μία ἄγνωστη ἀγωνιστικὴ ψυχή, εὐλογημένη μὲ τὸ ποορατικὸ χάρισμα; Ἄθελά του δάκρυσε.

-Ὑπερευλογημένο τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου μας, ἀδελφέ, ψιθύρισαν τὰ χείλη του. Μὴ ἀναφέρετέ τι διὰ τὸν ταπεινὸν δοῦλον του. Παρακαλῶ… παρακαλῶ, δεχθεῖτε… τὸν ἀσπασμό μου. Κι ἐπλησίασε κι ἔσκυψε νὰ φιλήση τὸ ῥοζιασμένο χέρι τοῦ ἐρημίτη.

Ἐκεῖνος τραβήχθηκε μὲ φόβο. Καὶ σκύβοντας μὲ τὴ σειρά του νὰ φιλήση τὸ χέρι τοῦ ἐπισκέπτη, βρέθηκαν οἱ δύο πρόσωπο μὲ πρόσωπο. Ἀντάλλαξαν ἐγκάρδιο ἀσπασμό.

-Χθὲς οἱ δαίμονες φρίαξαν… ψιθύρισαν τὰ χείλη τοῦ ἀσκητῆ. Μετεβλήθησαν σὲ σμῆνος μεγάλων κωνώπων, μὲ ἔπληττον καὶ προσπαθοῦσαν νὰ μὲ ἀφήσουν χάμου ἀναίσθητον. Πλὴν ὅμως δὲν ἴσχυσαν εἰς τὸ σημεῖον τοῦ Τιμίου Σταυροῦ. Εἰς δὲ τὴν φράσιν «Ἀναστήτω ὁ Θεὸς καὶ διασκορπισθήτωσαν οἱ ἐχθροὶ Αὐτοῦ», ἐξηφανίσθησαν.

-Διατί;

-Διότι θὰ μοῦ ἐδίδετο ἡ εὐκαιρία νὰ γνωρίσω ἕνα φοβερὸ διώκτη τους.

«Μαρτυριάρης»

Ἦταν τόσο καλός, τόσο καλόκαρδος, ποὺ καὶ μετὰ τὸν θάνατό του δὲν ἔπαψε νὰ ἀγαπᾶ τοὺς ἀνθρώπους.

Μιὰ Μοναχή, στὰ χρόνια τῆς κατοχῆς, ζήτησε ἀπὸ τὴν Ἡγουμένη σόλες γιὰ τὰ παπούτσια της, τὰ ὁποῖα μόλις ἄντεχαν. Τίς σόλες στὰ παπούτσια τὶς τοποθετοῦσαν οἱ ἴδιες. Ἡ Ἡγουμένη, χωρὶς νὰ ἐξακριβώση, εἶπε στὴ Μοναχὴ ὅτι δὲν ἔχει σόλες καὶ ὅτι μπορεῖ νὰ περάση λίγο καιρὸ μὲ ὅ,τι φοροῦσε. Στενοχωρήθηκε ἡ Μοναχὴ ποὺ δὲν ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπιθυμία της καὶ στὴ συνέχεια προσευχήθηκε μὲ θέρμη ψυχῆς, λέγοντας μεταξὺ ἄλλων. Ἅγιέ μου, ἐμεῖς ἐδῶ μοχθοῦμε γιὰ τὴ διατήρηση τῆς Μονῆς καὶ τὸν ψυχικό μας ἀγῶνα γιὰ σωτηρία, ἀλλὰ νὰ στερούμεθα καὶ βασικὰ εἴδη. Ἀκούγεται ὁ Ἅγιος καὶ λέει στὴ Μοναχή, νὰ πᾶς ξανὰ στὴν Ἡγουμένη καὶ νὰ τῆς ζητήσης σόλες καὶ ἄν σοῦ πῆ δὲν ἔχω, νὰ τῆς πῆς ἔχεις στὸ τάδε σημεῖο τῆς  Μονῆς, καὶ ἄν σοῦ πῆ ποῦ τὸ ξέρεις; θὰ πῆς τὸ εἶπε ὁ Δεσπότης τῆς Μονῆς. Μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία πῆγε καὶ ζήτησε σόλες, καὶ στὴν ἔντονη αὐτὴ τὴ φορά ἄρνησή της τῆς εἶπε ἡ Μοναχή. Ἔχεις στὸ τάδε σημεῖο, μοῦ τὸ εἶπε ὁ Ἅγιος τῆς Μονῆς. «Κόκκαλο» ἡ Ἡγουμένη. Ξεφώνησε χαριτολογώντας. «Βρὲ τὸν μαρτυριάρη τὸν Ἅγιον, τὸ φανέρωσε, δὲν μπορῶ βλέπετε τίποτε νὰ κρύψω γιὰ ἕνα κουμάντο τῆς Μονῆς». Φυσικὰ ἡ Μοναχὴ μὲ χαρὰ πῆρε τὶς σόλες γιὰ τὰ παπούτσια της, διότι ἦταν ἕτοιμα νὰ «φωτίσουν».

Γέροντα, συγχώρεσέ την

Συνέβη καὶ τοῦτο:  Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου ἡ πιὸ μικρὴ δόκιμη ἡ Ἀγαπία, ποὺ ἦταν καὶ ὀρφανή, εἶχε μεγάλο σεβασμὸ καὶ ἐκτίμηση στὸν Ἅγιο, ἦταν ὁ πατέρας της. Λυπήθηκε πολὺ καὶ ἦταν ἀπαρηγόρητη. Ἔκανε τὴν τολμηρὴ πράξη. Στὸν πρόχειρο ἀρχικὰ τάφο τράβηξε λίγο τὸ πάνω σκέπαστρο, ἀπὸ τὴν λαχτάρα νὰ δῆ ἔστω πρὸς στιγμὴ καὶ μιὰ φορά ἀκόμη τὸν νεκρό. Συν­έβη νὰ τὴν δοῦν καὶ λέγοντάς της, τί κάνεις ἐκεῖ, ἀπήντησε, «θέλω νὰ δῶ τὸν   γέροντά μου». Ἀμέσως ἡ Ἡγουμένη τῆς εἶπε: «Τώρα νὰ σὲ πάω στὸ π. Σάββα (τόν Ἅγιο Σάββα τόν ἐν Καλύμνῳ)», «εἶδες τί ἔκανε ἡ μικρή μας;» (…) «Γιατί ἔκανες αὐτὸ παιδί μου;», «ἀπὸ τὴ λαχτάρα ποὺ εἶχα νὰ δῶ τὸ γέροντά μου». «Τυμβωρύχος εἶσαι;», «Ἐγὼ δὲν ξέρω ἀπὸ αὐτὰ τὰ λόγια». Μπρὸς στὴ στάση της αὐτὴ ὁ π. Σάββας τῆς εἶπε: «Ἔ, τότε δὲν θὰ κοινωνήσης. Μέχρι τὴ Μ. Πέμπτη νὰ μὴ πλησιάσης τὰ Ἅγια. Εἶναι ἁμάρτημα, παιδί μου, αὐτό». Ἔφυγε ἡ κόρη κλαίουσα. Ἔπρεπε γιὰ πέντε περίπου μῆνες νὰ μὴ κοινωνήση. Μόλις ἔφυγαν καὶ ἔκλεισε ἡ πόρτα ἐμφανίστηκε ὁ Ἅγιος Νεκτάριος καὶ γελαστὸς εἶπε στὸν π. Σάββα. «Γέροντα, συγχώρησέ την. Εἶναι μικρή, δὲν ἤξερε τὴν ἁμαρτία αὐτή. Κοινώνησέ την. Ἤκουσες; Φανοῦ ἐπιεικής. Σὲ εὐχαριστῶ».

Νὰ τιμωρήσω τὸν ἑαυτόν μου

Πάντα μᾶς διδάσκουν οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἡ εὐθύνη γιὰ κάποιο κακὸ ἀφορᾶ καὶ μᾶς. Ἄν συνέβαινε κάποιο κακό, οἱ Ἅγιοι πάντα ἔλεγαν «ἐγὼ φταίω γι’ αὐτό». Ἔτσι καὶ ὁ Ἅγιός μας ἔπραττε.

Κάποτε ὅταν ἦταν Διευθυντὴς τῆς Ριζαρείου Σχολῆς, δύο φοιτητὲς τσακώθηκαν μεταξύ τους. Τί ἔκαμε τότε ὁ Ἅγιος;

Γύρισε, τούς κοίταξε στά μάτια ἕνα-ἕνα. Τούς κοίταξε μέ τά μεγάλα γαλανά μάτια του, χλωμός, βουβός, πικραμένος.

– Αὐτά ὅλα τά ὁποῖα ἐκάματε, ἄρχισε σιγά-σιγά νά λέει, μέ λυποῦν βαθύτατα. Μέ ἀναγκάζουν νά τιμωρήσω τόν ἑαυτό μου.

– Τόν ἑαυτό σας, κύριε σχολάρχα; ἔκανε καταγεμᾶτος ἀπορία ὁ παιδονόμος.

– Μάλιστα. Νά τιμωρήσω τόν ἑαυτόν μου εἰς ἀπεργίαν πείνης. Κύριε παιδονόμε, ἀπό ταύτην τήν μεσημβρίαν θά εἰδοποιήσετε τόν μάγειρον ἐπί τρεῖς ἡμέρας νά μή μοῦ ἀποστέλλη φαγητόν. ᾽Εξηγήθημεν; Τήν ὥραν τοῦ φαγητοῦ θά προσεύχωμαι διά τήν ἀνωμαλίαν.

– Μάλιστα.

– Μέ λυποῦν, παιδιά μου, μέ λυποῦν… σεῖς, αὐριανοί ἱερεῖς τοῦ Ὑψίστου! Πηγαίνετε, παρακαλῶ, καί εἴθε ὁ Κύριος νά ἀποστείλει ἔλεος καί φωτισμόν… εἴθε νά σᾶς συγχωρήση.

Ἀπόμειναν ἄναυδοι. Ἀπόμειναν νά τόν κοιτάζουν. Τά μάτια του μέσα στήν σοβαρότητα καί τήν συντριβή τους τόξευαν κάτι τό ἀνομολόγητο, κάτι τό μεγαλειῶδες.

«Θὰ κάμω ἐγὼ αὐτὴν τὴν ἐργασία»

Τὸ ἴδιο εἶχε συμβῆ μὲ κάποιους ἄλλους δύο φοιτητὲς ποὺ ἄφηναν ἀκαθάριστα τὰ ἀποχωρητήρια καὶ μάλωναν μεταξύ τους.

Πολλὲς φορὲς εἶχε σηκωθῆ ὁ ἴδιος ἀπὸ τὸ στρῶμα χαράματα καὶ βρῆκε ἀκαθάριστα τὰ ἀποχωρητήρια. Μὴ θέλοντας νὰ γεννηθῆ ζήτημα καὶ νὰ μείνουν φτωχοὶ βιοπαλαιστὲς στὸ δρόμο, ἀνασκουμπώθηκε, τὰ καθάρισε μὲ ὑπομονή, τὰ καθάρισε ἀθόρυβα, δίχως νὰ πῆ λέξη. Ἄλλωστε ὅποια ἀνεπιθύμητη δουλειὰ ἔκανε, εὐθὺς ἀμέσως κατόπιν τὸ ξεχνοῦσε.

– Πηγαίνετε, τοὺς εἶπε. Ντροπὴ νὰ ὑβρίζεσθε ὡσὰν τοῦ μόρτες. Ἐσύ, Μιχάλη, ἔχεις τὴν εὐθύνη διὰ τὸν καθαρισμόν, μὴ τὰ φορτώνης εἰς τὸν μικρότερον.

Ἀκολούθησε σιγή.

– Τέλος, συνέχισε, ἐφ’ ὅσον τεμπελιάζετε καὶ δὲν κάμετε τὸ καθῆκον σας, θὰ ἀναγκασθῶ νὰ τὸ ἀναλάβω κι αὐτό… τί νὰ γίνη.

– Πῶς; ψιθύρισε μὲ ταραχὴ ὁ καθαριστής. Θά… θὰ μᾶς διώξετε, πάτερ;

– Δὲν ἐπιτρέπει ἡ συνείδησίς μου νὰ ἐπιβάλω τοιαύτην τιμωρίαν. Ἠρέμησε, μὴ ἀνησυχῆς. Ἁπλούστατα, θὰ ἀναλάβω νὰ κάμω ἐγὼ τὴν ἐργασίαν αὐτήν.

– Τί λέτε, κύριε σχολάρχα, ψέλλισε ὁ μικρὸς καὶ χτύπησε μὲ τὶς παλάμες τὸ πλακουτσωτό του κεφάλι.

– Καμία ἐργασία δὲν μειώνει τὸν ἄνθρωπον. Σᾶς τὸ ἔχω κηρύξει δημοσία. Τοιαύτη μάλιστα φαινομενικῶς ἀηδὴς ἀπασχόλησις, τὸν ἀνυψοῖ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Πηγαίνετε καὶ συμφιλιωθῆτε. Ἐσὺ νεαρέ, ποὺ τύπτεις ἤδη τὴν κεφαλήν, ζήτησε πρῶτος συγγνώμην ἀπὸ τὸν μεγαλύτερόν σου.