ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2020

Τόν κοι­νώ­νη­σαν οἱ ἅ­γιοι Ἀ­νάρ­γυ­ροι

Δι­ή­γη­ση Στυ­λια­νοῦ…: «Στίς 27‒9‒2001 ἔ­πα­θα ἕ­να βα­ρύ ἐγ­κε­φα­λι­κό ἐ­πει­σό­διο (θρομ­βω­τι­κό) καί τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι καί πό­δι ἦ­ταν σέ πλή­ρη ἀ­κι­νη­σί­α. Ὁ λό­γος μου ἦ­ταν ἀρ­γός καί ὄ­χι στα­θε­ρός. Ἔ­μει­να στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο δέ­κα μέ­ρες καί ὕ­στε­ρα πῆ­γα στό σπί­τι. Κα­τά τό τέ­λος Δε­κεμ­βρί­ου τοῦ ἰ­δί­ου ἔ­τους ἄρ­χι­σα νά ση­κώ­νω­μαι καί νά κυ­κλο­φο­ρῶ μέ μπα­στού­νι. 

»Στίς 9‒1‒2002 καί ἐ­νῶ ἔ­κα­να ἀντι­πη­κτι­κή ἀ­γω­γή, πα­θαί­νω τό δεύ­τε­ρο ἐγ­κε­φα­λι­κό ἐ­πει­σό­διο καί ταυ­τό­χρο­να πνευ­μο­νι­κή ἐμ­βο­λή. Πά­λι τό ἀ­ρι­στε­ρό χέ­ρι καί πό­δι μέ­νουν χω­ρίς κί­νη­ση. Οἱ για­τροί λέ­νε ὅ­τι δέν ὑ­πάρ­χει σω­τη­ρί­α γι­ά μέ­να. Μ᾽ αὐ­τή τήν ἀ­γω­γή δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ὁ θρόμ­βος πού προ­κά­λε­σε τό ἐγ­κε­φα­λι­κό καί τήν πνευ­μο­νι­κή ἐμ­βο­λή. Βρί­σκο­μαι καί πά­λι στό ΑΧΕΠΑ στό κρεβ­βά­τι τοῦ πό­νου. 

»Στίς ἐν­νέ­α πρός δέ­κα Ἰ­α­νου­α­ρί­ου, στίς τρεῖς με­τά τά με­σά­νυ­χτα, ἐ­νῶ μέ εἶ­χε πά­ρει γι­ά λί­γο ὁ ὕ­πνος, ξύ­πνη­σα καί εἶ­δα ὅ­λο τόν θά­λα­μο φω­τι­σμέ­νο ἄ­πλε­τα μέ ἕ­να λευ­κό φῶς πού δέν μπο­ρῶ νά τό πε­ρι­γρά­ψω. Γύ­ρι­σα πρός τήν πόρ­τα καί ἀντί νά δῶ κά­ποι­α νο­ση­λεύ­τρια, βλέ­πω δυ­ό ἄν­δρες μέ γα­λά­ζια ἄμ­φια, μέ μορ­φή γα­λή­νια, τήν ὁ­ποί­α γα­λή­νη με­τά­δω­σαν καί σέ μέ­να πρίν ἀ­κό­μη τούς μι­λή­σω. Ὅ­ταν πλη­σί­α­σαν κοντά μου τούς ρώ­τη­σα ποι­οί εἶ­ναι καί μέ πρα­εῖ­α φω­νή μοῦ εἶ­παν: “Ὁ Κο­σμᾶς καί ὁ Δα­μια­νός εἴ­μα­στε, Στυ­λια­νέ, για­τροί εἴ­μα­στε”. 

»Ὁ ἕ­νας κρα­τοῦ­σε ἕ­να μι­κρό Ἅ­γιο Πο­τή­ριο μέ τήν λα­βί­δα. Ὁ ἄλ­λος ἕ­να δο­χεῖ­ο γυ­ά­λι­νο μέ ἕ­να Σταυ­ρό στήν μέ­ση καί τρί­α κλω­νά­ρια βα­σι­λι­κό. Πλη­σί­α­σαν, μέ ρά­ντι­σαν μέ τόν ἁ­για­σμό καί ἔ­πει­τα ρά­ντι­σαν καί τόν ἄλ­λο ἀ­σθε­νῆ τοῦ θα­λά­μου, τόν Ἀ­να­στά­σιο ἀ­πό ἕ­να χω­ριό τῆς Κο­ζά­νης. Στήν συ­νέ­χεια ἔρ­χονται νά μέ κοι­νω­νή­σουν. Τούς εἶ­πα ὅ­τι τήν προ­η­γού­με­νη μέ­ρα τό ἀ­πό­γευ­μα εἶ­χα φά­ει κρέ­ας καί μοῦ ἀ­πάντη­σαν: “Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι, ἐ­μεῖς τό γνω­ρί­ζου­με. Καί ἕ­να νά γνω­ρί­ζης. Αὐ­τόν πού ἐ­μεῖς φέ­ρα­με σέ σέ­να, Αὐ­τόν καί ἐ­σύ ἀ­πό ἐ­δῶ καί στό ἑ­ξῆς θά δί­νεις στούς ἀν­θρώ­πους”. 

»Μοῦ ἔ­δω­σαν τό μά­κτρο καί μέ κοι­νώ­νη­σαν. Τό ἴ­διο ἔ­κα­ναν καί στόν Ἀ­να­στά­ση. Ἀφοῦ μᾶς εὐ­λό­γη­σαν, ἔ­φυ­γαν καί τό φῶς ἔ­σβη­σε μό­νο του. Τό­τε τι­νά­χθη­κα πά­νω στό κρεβ­βά­τι καί ἔ­νι­ω­σα κά­τι πα­ρά­ξε­νο. Πρίν ἀ­κό­μα ἀρ­χί­σω νά σκέ­φτω­μαι καί νά συ­νει­δη­το­ποι­ῶ τί συ­νέ­βη, ἔ­νι­ω­θα τήν εὐ­λο­γί­α τους. Ἔβγα­λα ἀ­πό τό στό­μα μου τόν Ἅ­γιο Ἄρ­το καί τό χέ­ρι μου κοκ­κί­νι­σε. Τό­τε κα­τά­λα­βα πώς ἦ­ταν κά­τι τό ἀ­λη­θι­νό, κά­τι τό ὑ­παρ­κτό. Μέ δέ­ος τόν κα­τέ­λυ­σα. Δό­ξα­σα τόν Θε­ό καί πραγ­μα­τι­κά πε­ρί­με­να μέ ἀγά­πη μέ­σα μου τόν θά­να­το. 

»Ἀλ­λά συ­νέ­βη τό ἀντί­θε­το. Ἐ­νῶ ἤ­μουν μέ 80 τοῖς ἑ­κα­τό ἀ­να­πη­ρί­α καί σύμ­φω­να μέ τό νό­μο 2643 ἤ­μουν ἄ­το­μο μέ εἰ­δι­κές ἀ­νάγ­κες, ἀ­πό ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή ἄρ­χι­σαν ὅ­λα νά πη­γαί­νουν πρός τό κα­λύ­τε­ρο. Ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς ὑ­γεί­ας μου ἦ­ταν γρή­γο­ρη, θε­α­μα­τι­κή καί οἱ για­τροί ἀ­πο­ροῦ­σαν γι᾽ αὐ­τό.  

»Ὅ­ταν με­τά ἀ­πό λί­γους μῆ­νες βρέ­θη­κα μέ κά­ποι­ον Γέ­ροντα Ἁ­γι­ο­ρεί­τη καί τοῦ δι­η­γή­θη­κα ὅ­λα αὐ­τά, μοῦ εἶ­πε: “Στυ­λια­νέ, τί ἦ­ταν αὐ­τό πού σοῦ ἔφε­ραν οἱ Ἅ­γιοι ἐ­κεί­νη τή νύ­χτα; Ἦ­ταν ὁ Χρι­στός, τό Σῶ­μα καί τό Αἷ­μα Του, ἡ θεί­α Κοι­νω­νί­α. Ποι­ός εἶ­ναι αὐ­τός πού δί­νει στούς ἀν­θρώ­πους τήν θεί­α Κοι­νω­νί­α; Ὁ Ἱ­ε­ρέ­ας. Στυ­λια­νέ, παι­δί μου, ἦρ­θε ἡ ὥρα γι­ά τόν θά­να­το, ὄ­χι τόν πνευ­μα­τι­κό, ἀλ­λά τόν θά­να­το τοῦ πα­λαι­οῦ Στυ­λια­νοῦ, ἦρ­θε ἡ ὥ­ρα γι­ά νά γί­νης Ἱ­ε­ρέ­ας”. 

»Ἔ­τσι στίς 14‒12‒2003, χω­ρίς προ­η­γου­μέ­νως νά τό ἔ­χω σκε­φθῆ πο­τέ, χει­ρο­το­νή­θη­κα Δι­ά­κο­νος ἀπό τά εὐ­λο­γη­μέ­να χέ­ρια τοῦ ἀ­ει­μνή­στου Μη­τρο­πο­λί­του Σι­σα­νί­ου καί Σι­α­τί­στης Κυ­ροῦ Ἀντω­νί­ου, καί στίς 23‒5‒2004 πρε­σβύ­τε­ρος σέ ἡ­λι­κί­α 41 ἐ­τῶν».