Τοῦ Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αὐγουστίνου Καντιώτου
«Ὑπήντησεν αὐτῶ ἀνήρ τις ἐκ τῆς
πόλεως, ὅς εἴχε δαιμόνια ἐκ χρόνων
ἱκανῶν, καὶ ἱμάτιον οὐκ ἐνεδιδύσκετο»
(Λουκ. 8, 27)
ΑΠΕΝΑΝΤΙ, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ἀπέναντι ἀπὸ τὴ Γαλιλαία, πρὸς τὸ ἀνατολικὸ μέρος τῆς λίμνης Γεννησαρέτ, ὑπῆρχε στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ μία χώρα, ποὺ ὀνομάζεται χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Οἱ Γαδαρηνοὶ ἦταν ἄνθρωποι ποὺ εἶχαν ἀπομακρυνθεῖ ἀπὸ τὴ λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Θεός τους ἦταν τὸ συμφέρον, ὁ μαμωνᾶς. Κι ὅμως στὴ χώρα αὐτὴ ὁ Χριστὸς πῆγε νὰ κηρύξη τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σʼ ἕνα πλοῖο κʼ ἔφθασε στὴν παραλία, ὅπου ἄρχιζε ἡ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν. Ἐνῶ ὁ Χριστὸς βάδιζε γιὰ νὰ πάη στὴν πόλι τῶν Γαδαρηνῶν, ἐκεῖ κάπου σὲ κάποια καμπὴ τού δρόμου, συνέβη τὸ ἐξῆς.
* * *
Ἕνας ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ χώρα τῶν
Γαδαρηνῶν σὲ μιὰ ἔξαλλη κατάστασι στεκόταν. Ἦταν φοβερὸς στὴν ὄψι. Δὲν
τολμοῦσε νὰ περάση κανεὶς ἀπὸ τὸ δρόμο. Τρομοκρατοῦσε τὴν περιφέρεια.
Εἶχε τεράστια δύναμι˙ ὄχι δική του, ἀλλὰ ξένη. Ὁ σατανᾶς – ποιός ξέρει
γιὰ ποιὰ ἁμαρτία ποὺ εἶχε διαπράξει – εἶχε μπῆ στὴν καρδιᾶ τοῦ ἀνθρώπου
αὐτοῦ καὶ ἔκανε κατοχή. Ἦταν πιὰ σατανοκίνητος. Ὅ,τι τοῦ ἔλεγε ὁ
σατανᾶς, ἔκανε. Τέλειο ὄργανό του. Δὲν ἀγαποῦσε τὴν συναναστροφὴ μὲ
ἄλλους ἀνθρώπους. Δραπέτευε ἀπὸ τὴν οἰκογένειά του. Ἔφευγε μακριά. Τὴ
νύχτα κατοικοῦσε μέσʼ στὰ μνήματα. Ἔσχιζε τὰ ροῦχα του, ἔμενε τελείως
γυμνός, ὅπως τὸν γέννησε ἡ μάνα του, καὶ δὲν ντρεπόταν νὰ περπατάη ἔτσι.
Δὲν τὸν ἐνδιέφερε τί θὰ ἔλεγε ὁ κόσμος. Κι ὅταν οἱ ἄλλοι, συγγενεῖς καὶ
φίλοι, ντρέπονταν γιὰ τὴν ἐμφάνισί του καὶ προσπαθοῦσαν νὰ τὸν
σωφρονίζουν καὶ τὸν ἔδεναν μὲ δυνατὲς ἀλυσίδες, αὐτὸς ἐσπαζε τὶς
ἀλυσίδες, σὰν νὰ ἦταν κλωστές, καὶ γυμνὸς ἔτρεχε παντοῦ καὶ προκαλοῦσε
φόβο καὶ τρόμο. Ἀντικοινωνικὸ στοιχεῖο εἶχε καταντήσει ὁ δυστυχισμένος
αὐτὸς ἄνθρωπος κάτω ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ διαβόλου.
Καμμία δύναμιε δὲν μποροῦσε νὰ τὸν σωφρονίση. Καμμία δύναμις;
Ὄχι. Ὑπῆρχε καὶ ὑπάρχει μία δύναμις, ἀσυγκρίτως ἀνώτερη ἀπʼ ὅλες τὶς
δυνάμεις, δύναμις ποὺ μπορεῖ νὰ νικήση ὅλες τὶς λεγεώνες, ὅλα τὰ τάγματα
καὶ τὶς ταξιαρχίες τῶν δαιμόνων. Εἶνε ἡ δύναμις τοῦ Χριστοῦ. Ἄν καὶ
ἐξωτερικῶς ὡς ἄνθρωπος ὁ Χριστὸς φαινόταν ἀσθενής, ποὺ εἶχε ἀνάγκη ἀπὸ
φαγητὸ καὶ πιοτὸ καὶ ὕπνο, ἐν τούτοις ἔκλεινε μέσα του τὴν ἄπειρη δύναμι
τῆς Θεότητος. Ἦταν ἄνθρωπος καὶ Θεός. Ἦταν ὁ Θεάνθρωπος.
Ἄν καὶ ὁ σατανᾶς, πρὶν ὁ Χριστὸς σταυρωθῆ καὶ ἀναστηθῆ, δὲν
μποροῦσε νὰ ἀντιληφθῆ πλήρως τί ἀκριβῶς συνέβαινε μὲ τὸ Χριστό, ἐν
τούτοις ἀπὸ ὡρισμένες ἐκδηλώσεις τοῦ Χριστοῦ ἔπαιρνε μιὰ ἰδέα τῆς
δυνάμεώς του καὶ ἄρχισε νὰ φοβᾶται καὶ νὰ τρέμη, ὅτι ὁ Χριστὸς θὰ
διαλύση τὸ βασίλειό του. Ἀπόδειξις εἶνε ὅτι, ὅταν ὁ δαιμονιζόμενος αὐτὸς
τῶν Γαδαρηνῶν εἶδε τὸ Χριστό, ὁ διάβολος ποὺ ἦταν κρυμμένος μέσα του
ἄρχισε νʼ ἀνησυχεῖ ἕνας κακοποιὸς ὅταν βρεθῆ ἐμπρὸς στὴ πάνοπλη δύναμι
τῶν ἀρχῶν.
Φοβᾶται λοιπὸν καὶ τρέμει ὁ
σατανᾶς καὶ παρακαλεῖ τὸ Χριστό, νὰ μὴ διατάξη νὰ πᾶνε τὰ δαιμόνια, ποὺ
φώλιαζαν μέσα στὸν ἄνθρωπο, στὰ τρίσβαθα τοῦ ἅδου. Ἀλλὰ ὁ Χριστὸς
λυπήθηκε τὸν δαιμονιζόμενο καὶ διέταξε νὰ φύγουν τὰ δαιμόνια. Τὰ
δαιμόνοα ἔφυγαν καὶ ὁ δαιμονισμένος ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὴ σκλαβιά τους.
Ὁ ἄνθρωπος ἦταν πλέον ἐλεύθερος. Αἰσθάνθηκε σὲ ποιά ἐλεεινὴ
κατάστασι τὸν εἶχε ὁδηγήσει ὁ σατανᾶς. Αἰσθάνθηκε ντροπή, φόρεσε τὰ
ροῦχα του, καὶ ἔτσι «ἱματισμένος καὶ σωφρονῶν», ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο
(Λουκ. 8, 35), ἦρθε καὶ κάθησε κοντὰ στὸ Χριστό, σὰν ἀρνὶ κοντὰ στὸν
καλὸ τσοπάνο.
* * *
Πολλὰ ἦταν τὰ δαιμόνια, λεγεών,
ποὺ τυραννοῦσαν τὸν ταλαίπωρο ἄνθρωπο τῶν Γαδαρηνῶν. Ἀλλὰ ἕνα ἀπʼ αὐτὰ
ἄς προσέξουμε ὲδῶ ἰδιαιτέρως. Ποιό; Τὸ δαιμόνιο τοῦ γυμνισμοῦ.
Ὁ ἄνθρωπος, ἀγαπητοί μου, ὁ ἄνθρωπος, πρὶν ἁμαρτήση, ζοῦσε σὲ
μιὰ κατάστασι ἀθωότητος. Δὲν πονηρευόταν. Καί, ὅπως τὰ μικρὰ παιδιά,
ἀρσενικὰ καὶ θηλυκά, παίζουν μαζί, χωρὶς τὸ μυαλό τους νὰ πηγαίνη στὸ
πονηρό, ἔτσι καὶ οἱ πρωτόπλαστοι, Ἀδὰμ καὶ Εὔα, ἄν καὶ ἦταν γυμνοί, δὲν
πονηρεύονταν. Ζοῦσαν, εἴπαμε, σὲ μιὰ κατάστασι ἀθωότητος.
Ὅταν ὅμως οἱ πρωτόπλαστοι ἁμάρτησαν, τότε αἰσθάνθηκαν τὴ
γυμνότητά τους καὶ φρόντισαν νὰ καλύψουν τὰ γυμνά τους κορμιὰ μὲ τὰ
πλατειὰ φύλλα συκῆς, ἀργότερα δὲ οἱ ἀπόγονοί τους μὲ δέρματα ζώων˙ καὶ
ὕστερα, ὅταν ἐξελίχθηκε ὁ πολιτισμὸς καὶ ἄρχισαν νὰ γνέθουν μαλλιὰ καὶ
νὰ καλλιεργοῦν τὸ βαμβάκι καὶ νὰ κατασκευάζουν ἀργαλειούς, τότε
ντύνονταν μὲ μάλλινα καὶ βαμβακερὰ ἐνδύματα.
Τὸ αἴσθημα τῆς ντροπῆς εἶνε ἔμφυτο. Γιʼ αὐτὸ βλέπουμε, ὅτι καὶ
οἱ ἄγριοι ἀκόμα, ποὺ ζοῦν μέσα στὰ παρθένα δάση καὶ στὶς στέππες, δὲν
ἐμφανίζονται τελείως γυμνοί.
Μόνο ἕνας ἄνθρωπος στὰ παλιὰ χρόνια παρουσιάστηκε γυμνός. Καὶ
αὐτὸς ἦταν ὁ Νῶε. Ἀλλὰ ὄχι διότι τὸ ἤθελε. Ὅπως ἐξιστορεῖ ἡ Παλαιὰ
Διαθήκη, ὁ Νῶς φύτεψε ἀμπέλι καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἤπιε κρασί, χωρὶς νὰ
γνωρίζη ἀκόμη τὴν ἰδιότητα τοῦ κρασιοῦ, ὅτι ὅταν πιῆ πολὺ κανεὶς μεθάει
καὶ δὲν ξέρει τί κάνει. Ἤπιε λοιπὸν ὁ Νῶε τὸ γλυκὸ κρασί, ἤπιε παραπάνω
ἀπʼ ὅ,τι ἔπρεπε, μέθυσε, καὶ μεθυσμένος πέταξε ἀπὸ πάνω του τὰ ροῦχα του
καὶ ζαλισμένος ἔπεσε γυμνός. Τὸν εἶδε γυμνὸ ὁ γυιός του ὁ Χὰμ καὶ
γέλασε. Ἀλλὰ οἱ ἄλλοι δύο γυιοί του, ὁ Σὴμ καὶ ὁ Ἰάφεθ, ντράπηκαν, καὶ
κρατώντας ἕνα ροῦχο καὶ βαδίζοντας πρὸς τὰ πίσω, γιὰ νὰ μὴ βλέπουν τὸ
γυμνὸ κορμὶ τοῦ πατέρα τους, τὸν πλησίασαν καὶ τὸν σκέπασαν. Καὶ ὁ Νῶε,
ὅταν ξύπνησε καὶ πληροφορήθηκε τὰ γεγονότα, τὸν μὲν Χὰμ καταράστηκε, τὸν
δὲ Σὴμ καὶ τὸν Ἰάφεθ τοὺς εὐλόγησε.
Σήμερα οἱ ἄνθρωποι, στὸν διεφθαρμένο αἰῶνα μας, ἔχουν γίνει
Χαμῖτες. Σὰν μεθυσμένοι, ἤ μᾶλλον δαιμονισμένοι, γυναῖκες ἀλλὰ καὶ
ἄνδρες, ποὺ ἀκολουθοῦν τὴ σατανικὴ μόδα, περιέκοψαν τὴν ἐνδυμασία τους
καὶ περπατοῦν στοὺς δρόμους καὶ τὶς πλατείες καὶ ἐμφανίζονται καὶ μέσα
στὶς ἐκκλησίες ἀκόμη ἐπιδεικνύοντας τὶς γυμνές τους σάρκες.
Κανεὶς δὲν διαμαρτύρεται. Καὶ ἄν κανεὶς τολμήση νὰ διαμαρτυρηθῆ, θεωρεῖται ὀπισθοδρομικὸς καὶ καθυστερημένος.
Τελευταίως δὲ τὸ δαιμόνιο τοῦ γυμνισμοῦ θριαμβεύει σὲ μεγάλες
πόλεις τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀμερικῆς. Ἄντρες καὶ γυναῖκες πέταξαν καὶ τὸ
τελευταῖο φύλλο τῆς συκῆς καὶ ἐμφανίζονται γυμνοί, ὅπως ὁ δαιμονιζόμενος
τοῦ σημερινοῦ Εὐαγγελίου.
Ἔρχονται καὶ στὴν Ἑλλάδα ὡς τουρῖστες. Στρατοπεδεύουν σὲ
παραλίες, καὶ κανεὶς δὲν τολμάει νὰ τοὺς πειράξη, διότι διατελοῦν
-ἀκοῦστε καὶ φρίξτε – κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τοῦ κράτους! Ἕνας λαὸς
ὁλόκληρος κάτω στὴν Ἐρμιονίδα, μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν ἅγιο ἐπίσκοπό τῆς
περιοχῆς, ξεσηκώθηκε καὶ ζήτησε τὴν κατάργησι τοῦ στρατοπέδου τῶν
γυμνιστῶν. Ἀλλὰ ὁ τότε ἁρμόδιος ὑπουργὸς ἐξωργίστηκε γιὰ τὴ χριστιανικὴ
αὐτὴ ἀντίστασι, ὕβρισε χυδαῖα τοὺς χριστιανοὺς ποὺ διαμαρτύρονταν, καὶ
ἐπαίνεσε τοὺς γυμνιστὰς ὡς ἀνθρώπους τῆς προόδου!
* * *
Τὸ δαιμόνιο, βλέπετε, ποὺ ἔγδυσε τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο τῶν Γαδαρηνῶν, γδύνει καὶ σήμερα τοὺς ἀνθρώπους.
Αἰώνας τοῦ γυμνισμοῦ.
Φαίνεται, ἀγαπητοί μου χριστιανοί, ὅτι ἔφθασε ἡ ἐποχὴ νὰ
ἐκπληρωθῆ ἀρχαία προφητεία ποὺ ἔλεγε˙ «Ὅταν δῆτε γυναῖκες καὶ ἄντρες
γυμνοὺς στὸ δρόμο χωρὶς νὰ ντρέπωνται, αὐτὸ θὰ εἶνε σημάδι ὅτι φθάνει τὸ
τέλος τοῦ κόσμου».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Ἐπισκόπου Αὐγουστῖνου Ν. Καντιώτου (Μητροπολίτου πρώην Φλωρίνης) »Σταγόνες ἀπὸ τὸ ὕδωρ τὸ ζῶν», σελ. 283-289 (ἕκδοσις Γ΄, »Ἀδελφότης ΣΤΑΥΡΟΣ», Ἀθῆναι 1990).