ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Μᾶς λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος:
Τι μᾶς ἔλεγε ὁ Ἅγιος Παΐσιος; «Ὅποιος ἔχει λύπη, ὁ Χριστὸς τοῦ λείπει».
- Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Ὁ Ὅσιος Γέρων Πορφύριος, ἡ Ἀγαπῶσα Καρδία» ἀντιγράφουμε:«“Πάντοτε χαίρετε, ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε, ἐν παντὶ εὐχαριστεῖτε” (Θεσ. Α΄, Ε΄ 17), διὰ στόματος τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Νὰ προσεύχεσθε συνέχεια κόρες μου, πότε μὲ τὸ κομβοσχοίνι, πότε μὲ τὸ στόμα, πότε μὲ τὸ νοῦ. Νὰ ζητᾶτε τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιατὶ αὐτὸ θὰ μᾶς σώση. Δὲν εἶναι δύσκολο νὰ γίνη αὐτό. Ὅταν προσεύχεσθε, ἑνώνεσθε μὲ τὸν Θεό, γίνεσθε ἕνα πνεῦμα. Τότε τὸ Ἅγιον Πνεῦμα σᾶς γεμίζει ἀπὸ Χάρη καὶ δὲν θέλετε νὰ σκέπτεστε τὰ πράγματα τοῦ κόσμου· κι ὅλο ἐπιθυμεῖτε νὰ εἶστε κοντὰ μὲ τὸν Χριστὸ καὶ ὁ Χριστὸς μαζί σας.
Ἐπιθυμεῖς ἀδιάλειπτα νὰ ἐντρυφᾶς στὰ Οὐράνια κάλλη.
Τί νὰ σᾶς πῶ! Ἡ εὐσπλαγχνία τοῦ Θεοῦ ἀμείβει ἔστω καὶ τὸν μικρὸ καὶ ταπεινό, ἀλλὰ καρδιακὸ καὶ ἀπὸ ἀγάπη γιὰ τὸν Χριστὸ ἀγῶνα καὶ δίνει εὐκαιρίες νὰ προγεύεται ὁ ἀγωνιστὴς τὰ οὐράνια καὶ ἄφθαρτα ἀγαθά. Νὰ ζῆ τὸν Παράδεισο ἀπὸ ’δῶ.
Νὰ εἶσθε πάντα χαρούμενες, γιατί ὁ Χριστὸς εἶναι χαρά. Τὸ σκουντούφλιασμα -ἡ κατήφεια- εἶναι δαιμονικὴ κατάσταση. Ἀφαίρεση τῆς Χάρης. Χωρὶς τὴ Χάρη, χωρὶς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, ὁ ἄνθρωπος μένει μόνος του καὶ ζεῖ χωρὶς τὴν ἐλπίδα.
Πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸν Θεὸ γιὰ ὅλα, ὅσα μᾶς συμβαίνουν, εὐχάριστα καὶ δυσάρεστα, διάφοροι πειρασμοὶ καὶ δοκιμασίες.
Τὸ μυστικὸ εἶναι νὰ τὰ κάνουμε ὅλα Προσευχή! Νὰ τρέχουμε στὸν Χριστό, μὲ πίστη κι ἐλπίδα. Μὲ ἐμπιστοσύνη, πὼς ὁ Χριστὸς θὰ τὰ κατευθύνη ὅλα γιὰ τὸ συμφέρον μας.
Ἡ Προσευχὴ ποὺ γίνεται μὲ πίστη, ἑλκύει τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἀπομακρύνει τὴν θλίψη.
Δίνει δύναμη καὶ παρηγορία.
- Ὁ Ἅγ. Νικόλαος ὁ Βελιμίροβιτς στὸ βιβλίο Ἱεραποστολικὲς ἐπιστολές Α΄ γράφει σὲ κάποιον ἀπελπισμένο:
«Μοῦ γράφεις ὅτι ὅλη σου ἡ περιουσία πωλήθηκε σὲ τρίτους. Ὅταν βρέθηκες στὸ δρόμο χωρὶς τίποτα καὶ κανένα, κατευθύνθηκες πρὸς τὸ νεκροταφεῖο ἀποφασισμένος νὰ αὐτοκτονήσης. Δὲν εἶχες ἀμφιβολία οὔτε δεύτερη σκέψη ἐπ’ αὐτοῦ…
Ἐξουθενωμένος ἀπὸ τὴν ταλαιπωρία, ξάπλωσες πάνω στὸν τάφο τῶν γονιῶν σου καὶ ἀποκοιμήθηκες. Στὸν ὕπνο σου ἐμφανίστηκε ἡ μητέρα σου, ποὺ σὲ ἀπείλησε λέγοντάς σου ὅτι στὸ Βασίλειο τοῦ Θεοῦ ὑπάρχουν πολλοὶ ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἐπαιτοῦσαν στὴν γῆ, ἀλλὰ οὔτε ἕνας ἀπὸ ἐκείνους, ποὺ ἀφαίρεσαν μόνοι τους τὴ ζωή τους. Αὐτὸ τὸ ὄνειρο σ᾽ ἔσωσε ἀπὸ τὴν αὐτοκτονία.
Ὄντως ἡ ἀγαπημένη σου μητέρα σὲ ἔσωσε κατὰ τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Ἄρχισες νὰ ἐπαιτῆς καὶ ἀπὸ τὴν ἐπαιτεία νὰ ζῆς. Καὶ ρωτᾶς ἂν μ᾽ αὐτὸ καταπατᾶς τὸ νόμο τοῦ Θεοῦ;
Θάρρος, ἄνθρωπε!
Ὁ Θεὸς ἔδωσε ἐντολή: Οὐ κλέψεις!
Ἀλλὰ δὲν ἔδωσε ἐντολή: Μὴ ἐπαιτεῖς! Ἡ ἐπαιτεία χωρὶς πραγματικὴ ἀνάγκη εἶναι κλοπή, ἀλλὰ στὴ δικὴ σου περίπτωση δὲν εἶναι κλοπή.
Ὁ στρατηγὸς καὶ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανὸς στὰ γεράματα ἔμεινε χωρὶς περιουσία, χωρὶς φίλους καὶ τυφλός. Καθόταν τυφλὸς ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ τοῦ θρόνου καὶ ἐπαιτοῦσε γιὰ λίγο ψωμί.
Σὰν χριστιανὸς δὲν ἐπέτρεψε στὸν ἑαυτό του οὔτε κἄν νὰ σκεφτῆ τὴν αὐτοκτονία.
Γιατί, ὅπως ἡ ζωὴ εἶναι καλύτερη ἀπὸ τὸ θάνατο, ἔτσι καὶ εἶναι καλύτερα ζητιάνος παρὰ αὐτόχειρας.
Λὲς πὼς σὲ κυριεύει ντροπὴ καὶ πὼς ἡ θλίψη σου εἶναι βαθειά. Στέκεις τὰ βράδια ἔξω ἀπὸ τὸ καφενεῖο, ποὺ κάποτε ἦταν δικό σου καὶ ζητᾶς ἐλεημοσύνη ἀπὸ ὅσους μπαίνουν καὶ βγαίνουν. Θυμᾶσαι πὼς πρὶν λίγο καιρὸ ἤσουν τὸ ἀφεντικὸ τοῦ καφενείου καὶ πὼς τώρα δὲν τολμᾶς νὰ μπῆς οὔτε σὰν πελάτης. Καὶ κοκκινίζουν τὰ μάτια σου ἀπὸ τὸ κλάμα καὶ τὸν ὀδυρμό.
Ὦ, καλέ μου ἄνθρωπε, παρηγορήσου! Οἱ ἄγγελοι τοῦ Θεοῦ δὲν εἶναι μακριά σου. Γιατί κλαῖς γιὰ τὸ καφενεῖο; Δὲν ἔχεις ἀκούσει γιὰ ἕνα καφενεῖο στὴν ἄκρη τοῦ Βελιγραδίου, πού λέγεται “ὅποιου δὲν ἦταν, ὅποιου δὲν θὰ εἶναι”; Τί σημαίνει αὐτό. «Σήμερον ἐμοῦ, αὔριον ἑτέρου καὶ οὐδέποτε κανενός».
Πράγματι, ἦταν μεγάλος φιλόσοφος αὐτὸς ποὺ ἔγραψε αὐτὲς τὶς λέξεις. Ἀφοῦ αὐτὸ ἰσχύει γιὰ ὅλα τὰ καφενεῖα, ὅλα τὰ σπίτια, ὅλους τούς πύργους καὶ ὅλα τὰ παλάτια τοῦ κόσμου.