Δημήτρης Νατσιός, δάσκαλος-Κιλκίς
Την 1η Φεβρουαρίου 1941, δημοσιεύτηκε διάλογος συντάκτου του περιοδικού «ΖΩΗ» με τραυματίες πολέμου μες στο θάλαμο νοσοκομείου:
«Εκεί πάνω, κύριε, έχουμε γίνει άλλοι άνθρωποι. Να το ξέρετε. Να το λέτε παντού. Είμαστε τα παιδιά της Παναγίας. Η Μεγαλόχαρη είναι μάνα και προστάτιδά μας».
«Με βλέπετε, μας λέει ένας νεαρός τραυματίας πολεμιστής, από το αντικρινό κρεβάτι. Εγώ δεν ήμουν θρήσκος. Δεν πίστευα σε θαύματα. Η γριά μάνα μου θυμιάτιζε τα βραδάκια το εικόνισμα της Παναγίας κι εγώ μέσα μου την κορόιδευα. Αλλά τώρα, αν μου τα πει άλλος αυτά, θα τον θεωρήσω εχθρό μου.
Σας μιλάω ίσια. Αυτά που είδα εκεί πάνω στην Αλβανία, δεν είναι ένα θαύμα, είναι χίλια θαύματα. Κάθε ύψωμα που παίρνουμε, είναι ένα θαύμα. Κάθε μάχη, κάθε εξόρμηση δική μας, ένα θαύμα. Κάθε μέρα πολέμου που περνά, ένα μεγάλο θαύμα. Ο Θεός είναι μαζί μας…». (Μερόπη Σπυροπούλου, «Στην εποποιϊα του β1940-41. Με πίστη», εκδ. «Αρχονταρίκι»).
Ναι ήταν θαύμα το Σαράντα. Η Αγία Σκέπη της Θεοτόκου. «Ε! λέγανε οι ξένοι άνθρωποι που βλέπανε τα γινόμενα, τια θα κάμει τόσο μικρός λαός με τόσον μεγάλο αντίπαλο; Θα γονατίσει σε μια μέρα!». Έτσι λένε και σήμερα. Και το λένε και «δικοί μας», οι παραλυμένοι και μπουχτισμένοι από την καλοπέραση σύμβουλοι και παρασύμβουλοι της ηγεσίας. Το διαλαλούν και τα συφοριασμένα κανάλια της αφιλοπατρίας και της εκκλησιομαχίας.
Τότε ο λαός πίστευε πως θα τον βοηθήσει η προσβεβλημένη Παναγία. Η Μεγαλόχαρη, που ύπουλα και άνανδρα την ημέρα που οι ταπεινοί και οι καταφρονεμένοι την προσκυνούσαν στην Τήνο, στο κόσμημα του Αιγαίου, οι εχθροί την περιφρονούσαν.
«Καλά περιμένετε να δείτε. Περιμένετε ύστερα από έναν μήνα, τα Εισόδια της Θεοτόκου», έλεγαν οι μάνες των στρατιωτών. Την ημέρα εκείνη, στις 21 Νοεμβρίου του 1940, ο ελληνικός στρατός απελευθερώνει την Κορυτσά. Μάνες-Μπουμπουλίνες. έλεγε η αθάνατη καπετάνισσα του Αιγαίου:
«Έχασα τον σύζυγό μου. Ευλογητός ο Θεός!
Ο μεγαλύτερος γιος μου σκοτώθηκε με το όπλο στο χέρι. Ευλογητός ο Θεός!
Ο δεύτερος γιος μου, δεκατετραετής την ηλικία, μάχεται μαζί με τους Έλληνες και πιθανώς να βρει ένδοξο θάνατο. Ευλογητός ο Θεός!
Υπό την σκιά του Σταυρού θα χυθεί επίσης το αίμα μου. Ευλογητός ο Θεός! Αλλά θα νικήσουμε ή θα παύσουμε να ζούμε. Θα έχουμε όμως την παρηγοριά ότι δεν αφήσαμε πίσω μας δούλους Έλληνες».
Στην τότε εφημερίδα «Πρωϊα», δημοσιεύτηκε μια επιστολή, μάνας χήρας από τα Μέγαρα, που μόλις είχε λάβει τον πολεμικό σταυρό ανδρείας του σκοτωμένου γιού της. Έγραφε η νέα Μπουμπουλίνα:
«Ο Δημητρός μου, ο μοναχογιός μου, προστάτης των τριών κοριτσιών μου, έπεσε υπέρ Πίστεως και Πατρίδος. Χαλάλι της πατρίδος ο Δημητρός μου. Ας ήταν να πέθαινα κι εγώ πολεμώντας μαζί του. Ζήτω η Ελλάς».
Ζούμε στιγμές που λίγο διαφέρουν από την προ της 28ης του ’40 εποχή. Και πάλι δίπλα μας ένας άφρων δικτάτορας, ένα φιλοπόλεμο ουτιδανό σκουπίδι της ιστορίας, που είναι ικανό να βυθίσει στα σκοτάδια του, την ταραγμένη περιοχή μας. Περισσότερο από άλλη φορά απαιτείται ομοψυχία, να μας «πιάσει το… ελληνικό μας».
«Κάποτε μια μέρα συζητούσαν δύο απλοί άνθρωποι-δύο ψαράδες ήταν-για την πίεση που ασκούν οι μεγάλες δυνάμεις πάνω στην πολιτική ζωή του τόπου για τα συμφέροντα τους, ο ένας ξεστόμισε μια φράση που με ξάφνιασε. Είπε οργισμένος: -Αν μας πιάσει καμμιά μέρα το ελληνικό μας;». (Σ. Μυριβήλης, περ. «ΓΝΩΣΕΙΣ» 1959 τ. 14). Μακάρι να μας πιάσει το ελληνικό μας, γιατί έρχεται αυτό που έγραψε ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στον Κολοκοτρώνη, όταν στην αρχή της Εθνικής Επανάστασης ερίζουν οι καπεταναίοι για τα πρωτεία και η δολερή διχόνοια χαμογελούσε «καθενός» με το σκήπτρο της. «Σας στέλνω τον Δράμαλη (σήμερα τον Ερντογάν), με 30.000 ασκέρι για να μονοιάσετε»... Το 1940 μας έπιασε το ελληνικό μας. Τιμούμε σήμερα ήρωες. Και όπως μας κανοναρχεί η αγία μας Εκκλησία, να παραλλάξω λίγο την φράση, «τιμή ήρωος, μίμησις ήρωος». Να κλείσω με ένα κείμενο που μοσχοβολά Ελλάδα και ομόνοια. Μας έρχεται από τα μεγάλα χρόνια: