ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 25 Σεπτεμβρίου 2020

Στη Ζάρα, την Κυριακή θα κρεμάσουν πενήντα άτομα. Μπορείς να τους κατεβάσεις από την κρεμάλα;

 

Το ρωμαίικο ήθος και το θάρρος σώζει πενήντα ανθρώπους από την κρεμάλα!

Σεβάστεια Πόντου, 1917

Την ανέκδοτη αληθινή ιστορία που ακολουθεί τη διηγείται ο κ. Παπαδόπουλος Δημήτριος από το Λουτροχώρι Πέλλας. Την άκουσε από τη μητέρα του Βαρβάρα Παπαδοπούλου. Τα γεγονότα εξελίσσονται στα περίχωρα της Σεβάστειας του Πόντου το έτος 1917.

Σύμφωνα με τα λεγόμενα της μάνας μου, που είναι από τα περίχωρα της Σεβάστειας, ο θείος της εφεντήμ Αναστάς, και όλο το σόι του βέβαια, ήταν μάστοροι και είχαν το επίθετο Ουστάμπασης (μεγάλος μάστορας).

Κάποτε ο θείος της, εφεντήμ Αναστάς, ξεκίνησε για το σπίτι, αφού τελείωσε τη δουλειά του, και όπως πήγαινε, στη γωνιά του δρόμου βλέπει μία βαλίτσα. Την παίρνει και την ανοίγει και βλέπει μέσα ότι είχε χρυσό∙ λίρες και χρήματα τούρκικα. Σκέφτεται τότε ο θείος μου: Τα λεφτά αυτά δεν είναι δικά μου. Αν τα πάω στο σπίτι, πόσοι Χριστιανοί θα κρεμαστούν και πόσοι θα φάνε ξύλο… Έτσι, τα παρέδωσε στην αστυνομία.

Ο Τούρκος στρατηγός που είχε χάσει τα χρήματα, όταν είδε ότι από το κάρο έλειπε η βαλίτσα του, χάλασε τον κόσμο και ειδοποίησε την αστυνομία του τόπου. Και τότε η αστυνομία του είπε ότι βρέθηκε η βαλίτσα. Κάποιος ρωμαίος* Χριστοφορίδης Αναστάσιος τη βρήκε. Ο Τούρκος στρατηγός αμέσως τότε είπε:

–Φέρτε τον ρωμαίο εδώ, να τον δω.

Πήγε ο θείος μου κοντά του.

–Ρωμαίε, είσαι καλός άνθρωπος, του λέει, για να παραδώσεις τόσα λεφτά και το χρυσάφι. Τα μισά λεφτά λοιπόν είναι δικά μου, τα μισά δικά σου!

Τότε σκέφθηκε ο θείος μου: Εγώ αν πάρω τα λεφτά στο σπίτι, δεν θα προλάβω να πάω και θα με σκοτώσουν. Γι’ αυτό, απαντά:

–Εφεντήμ, τα λεφτά αυτά δεν είναι δικά μου, είναι δικά σου. Εγώ θέλω ένα καλό από σένα, μπορείς να μου το κάνεις;

–Τι καλό θέλεις; λέει ο Τούρκος στρατηγός.

–Θέλω… να σου πω τι θέλω. Στη Ζάρα, την Κυριακή θα κρεμάσουν πενήντα άτομα. Μπορείς να τους κατεβάσεις από την κρεμάλα;

–Αυτό ζητάς; Και τι είναι αυτό για μένα;

Αμέσως κάθεται και γράφει ένα χαρτί και λέει στο θείο μου: Εσύ κρεμάς, εσύ κατεβάζεις από την κρεμάλα. Ό,τι θα πεις εσύ γίνεται! Κατάλαβες;

Πράγματι, ο θείος μου πήρε το χαρτί και την άλλη μέρα έφυγε για τη Ζάρα. Όταν έφτασε, είχαν βάλει τις θηλιές στο λαιμό των Χριστιανών. Αυτός φώναξε, μόλις τους είδε. Γιατί την τελευταία στιγμή, λένε ότι πραγματοποιούν κάποιες επιθυμίες. Πρόλαβε λοιπόν ο θείος και φώναξε.

–Εσύ ποιος είσαι και τι θέλεις; τον ρώτησαν.

Τους έδειξε το χαρτί. Και μόλις το είδανε, ου… αμέσως τους κατέβασαν όλους από την κρεμάλα!

Τότε αυτοί οι πενήντα άνθρωποι ζήτησαν να μάθουν ποιος είναι αυτός που τους έσωσε. Και μάθανε ότι είναι ο εφεντήμ Αναστάσης Χριστοφορίδης. Από τα πενήντα άτομα, οι σαράντα εννέα ήταν μεγάλοι κι ήταν κι ένα δωδεκάχρονο κορίτσι μαζί τους. Αυτή την ιστορία μου την είχε διηγηθεί η μάνα μου, ακριβώς έτσι.

Με τον καιρό κάποτε η μάνα μου ήρθε στην Ελλάδα και παντρεύτηκε. Γεννήθηκα εγώ, μεγάλωσα λίγο κι έτυχε κάποτε να πάω στη Σκύδρα, να πουλήσω γουρουνάκια. Κοντά μου βρέθηκε και μία άλλη κυρία, που πουλούσε κι εκείνη γουρουνάκια. Πιάσαμε την κουβέντα.

–Παιδί μου, από πού είσαι; με ρωτά.

–Θεία, από το Λουτροχώρι είμαι.

–Πώς τον λένε τον πατέρα και τη μάνα σου;

–Τον πατέρα μου Ευστάθιο Παπαδόπουλο και τη μάνα μου Βαρβάρα Παπαδοπούλου.

–Η Βαρβάρα του Ουστάμπαση; Άνοιξε τα μάτια της η γυναίκα.

–Ναι, της λέω.

–Ουχ… Γουρπάν (πόσο σ’ αγαπώ) εσένα και το σόι σου!

Με αγκάλιαζε η γυναίκα και άρχισε να κλαίει και να φωνάζει.

–Τι έπαθες, θεία; ρωτώ.

–Ο Εφεντήμ Αναστάσιος ζει;

–Όχι, πέθανε. Και οι άλλοι μου θείοι πέθαναν.

–Σαράντα εννέα άτομα, πενήντα ήμασταν. Σαρανταεννέα ήταν οι μεγάλοι και εγώ δώδεκα χρονώ κοριτσάκι και θα κρεμούσαν κι εμένα. Και ο εφεντήμ Αναστάσης, αυτός μας κατέβασε από την κρεμάλα! Και έκλαιγε σαν μικρό παιδί…

Τότε κατάλαβα πως η μάνα μου είχε δίκιο. Αυτά που μου έλεγε ήταν όλα αλήθεια.

 Π. Σ., Βέροια

*ρωμαίος = Έλληνας

«Προς τή ΝΙΚΗ», Μάιος 2019