ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου 2020

Ὁ ἀ­δελ­φός ἐν­νό­η­σε ὅ­τι τό με­γά­λο φί­δι ἦ­ταν ὁ δι­ά­βο­λος με­τα­μορ­φω­μέ­νος, ὁ ἀρ­χέ­κα­κος ὄ­φις, ὁ πλα­νῶν καί πει­ρά­ζων τούς μο­να­χούς...


ξβ΄. Πό­λε­μος καί βο­ή­θεια Ἱ­ε­ρο­μο­νά­χου
Ιε­ρο­μό­να­χος νέ­ος πού ἀ­σκή­τευ­ε μό­νος του, κά­πο­τε πο­λε­μή­θη­κε ἰ­σχυ­ρῶς καί μή δυ­νά­με­νος νά ἀν­τέ­ξη τόν σαρ­κι­κό πό­λε­μο ἀ­πε­φά­σι­σε νά βγῆ στόν κό­σμο, νά ἀ­πο­βά­λη τό Σχῆ­μα καί νά ζή­ση ἱ­κα­νο­ποι­ών­τας τίς ἐ­πι­θυ­μί­ες του.
 Ἡ χρη­στό­τη­τα καί ἡ εὐ­σπλα­χνί­α ὅ­μως τοῦ Θε­οῦ προ­νό­η­σε τό ἑ­ξῆς γιά τήν σω­τη­ρί­α τοῦ ἀ­δελ­φοῦ: Ἐ­νῶ πε­ρί­με­νε κρυμ­μέ­νος στήν Δάφ­νη μέ­χρι τήν ὥ­ρα τῆς ἀ­να­χω­ρή­σε­ως γιά τόν κό­σμο, ξαφ­νι­κά τόν ἀναζητοῦσε ἕ­νας ἄ­γνω­στος Γέ­ρον­τας πού πρώ­τη φο­ρά τόν ἔ­βλε­πε. Ἦ­ταν πο­λύ ἡ­λι­κι­ω­μέ­νος, φο­ροῦ­σε πα­λαι­ά ρά­σα καί μο­νο­λο­γοῦ­σε: «Ὁ πα­πᾶς, ποῦ εἶ­ναι ὁ πα­πᾶς νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῶ. Ἀ­κοῦς, πα­πᾶ μου, εἶ­μαι ὀ­γδόν­τα χρό­νων καί πῶς μοῦ συ­νέ­βη ὁ πει­ρα­σμός σ᾿ αὐ­τή τήν ἡ­λι­κί­α; Ἔ­κα­να αὐ­τό καί αὐ­τό (ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση) καί τή νύ­χτα δέν μπο­ρῶ νά κοι­μη­θῶ. Ἀλ­λά, ὅ,τι καί ἄν συ­νέ­βη, δέν ἀπελ­πί­ζο­μαι. Πο­τέ δέν ἀ­πελ­πί­ζο­μαι».
Τοῦ φί­λη­σε τό χέ­ρι, τοῦ εἶ­πε τό ὄ­νο­μά του καί ἔ­φυ­γε. Ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος σά­στι­σε στήν ἀρ­χή, για­τί ὅσα τοῦ εἶ­πε ἦ­ταν αὐ­τά πού συ­νέ­βη­σαν στόν ἴ­διο καί κα­τά­λα­βε ὅ­τι ὁ Θε­ός τοῦ ἀ­πε­κά­λυ­ψε τά δι­κά του καί τόν ἔ­στει­λε γιά νά τόν δι­ορ­θώ­ση. Ὅ­ταν συ­νῆλ­θε ἀ­πό τήν ἔκ­πλη­ξη, ἔ­ψα­ξε νά βρῆ τό θε­ό­πεμ­πτο γε­ρον­τά­κι ἀλ­λά αὐ­τό εἶ­χε χα­θῆ. Ρώ­τη­σε ποι­ός εἶ­ναι ὁ τά­δε, ἀλ­λά κα­νείς δέν τόν γνώ­ρι­ζε.
Ὅ­ταν ὁ ἱ­ε­ρο­μό­να­χος ἐ­πέ­στρε­ψε στό Κελ­λί του μέ με­γά­λη καί ὑ­πε­ράν­θρω­πη προ­σπά­θεια, συ­νάν­τη­σε πρίν ἀ­πό τήν εἴ­σο­δο τοῦ Κελ­λιοῦ του πά­νω στό μο­νο­πά­τι ἕ­να τε­ρά­στιο φί­δι, σάν αὐ­τά πού ἔ­χουν στά τσίρ­κα, καί μά­λι­στα χει­μῶ­να και­ρό, ἀρ­χές Δε­κεμ­βρί­ου. Τέ­τοι­α φί­δια δέν ὑ­πάρ­χουν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί ὁ ἀ­δελ­φός ἐν­νό­η­σε ὅ­τι τό με­γά­λο φί­δι ἦ­ταν ὁ δι­ά­βο­λος με­τα­μορ­φω­μέ­νος, ὁ ἀρ­χέ­κα­κος ὄ­φις, ὁ πλα­νῶν καί πει­ρά­ζων τούς μο­να­χούς.

ξγ΄. Ὁ γε­ρωἸ­ω­σήφ δι­ώ­χνει τόν πει­ρα­σμό
Ενας ἱ­ε­ρο­μό­να­χος σέ κά­ποι­ο Μο­να­στή­ρι πού εἶ­χε τό δι­α­κό­νη­μα τοῦ κη­που­ροῦ καί ἔ­με­νε στό σπι­τά­κι τοῦ κή­που, ἄ­κου­γε κά­θε νύ­χτα νά χτυ­πᾶ τό κου­δο­ύ­νι τῆς πόρ­τας τοῦ κή­που καί ξυ­πνοῦ­σε. Στήν συ­νέ­χεια ἄ­κου­γε βή­μα­τα νά κα­τε­βαί­νουν τά σκα­λιά πρός τό ὑ­πό­γει­ο καί ἔ­νι­ω­θε κά­ποι­ον νά σκα­λί­ζη τά ἐρ­γα­λεῖ­α καί τά φυ­το­φάρ­μα­κα. Τόν ἄ­κου­γε, ἀλ­λά καί νο­ε­ρῶς τόν ἔ­βλε­πε σάν μία σκιά. Αὐ­τό συ­νέ­βαι­νε κά­θε νύ­χτα καί εἶ­χε με­γά­λη στε­νο­χώ­ρια. Ὕ­στε­ρα ἄρ­χι­ζε νά κου­νι­έ­ται τό σπί­τι σάν νά γι­νό­ταν σει­σμός. Ὅ­πως ἔ­μα­θε ὕ­στε­ρα, μό­νο ἐ­κεῖ συ­νέ­βαι­νε, ἐ­νῶ στό Μο­να­στή­ρι ὅ­λα ἦ­ταν ἥ­συ­χα. Ὁ Ἡ­γού­με­νος τοῦ εἶ­πε νά κά­νη Λει­τουρ­γί­ες καί Ἁ­για­σμούς, ἀλ­λά πά­λι συ­νε­χί­ζον­ταν τά ἴ­δια. Ἐ­κεῖ στό σπί­τι τοῦ κη­που­ροῦ προ­η­γου­μέ­νως ἔ­με­ναν ἐρ­γά­τες, ἔ­γι­ναν κά­ποι­α σκάν­δα­λα καί ὁ πει­ρα­σμός φαί­νε­ται εἶ­χε δι­και­ώ­μα­τα. Κα­τά θε­ί­α πρό­νοι­α συ­νέ­βη νά ἀ­πο­κτή­ση ἐ­κεῖ­νο τόν και­ρό Λει­ψα­νά­κι τοῦ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ τοῦ Σπη­λαι­ώ­του. Μέ εὐ­λά­βεια τό με­τέ­φε­ρε στόν κῆ­πο καί πα­ρα­κά­λε­σε: «Θέ­λω νά μοῦ τό ἀ­πο­δεί­ξης, γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ, ἄν ἔ­χης παρ­ρη­σί­α στόν Θε­ό, δι­ό­τι τό­σο και­ρό βα­σα­νί­ζο­μαι μέ τήν σκιά πού τήν βλέ­πω καί τήν ἀ­κού­ω, καί μέ τόν σει­σμό». Ἀ­πό τό πρῶ­το βρά­δυ ἔ­πα­ψαν ὅ­λα. Ἀ­πό τό­τε βε­βαι­ώ­θη­κε ὁ κη­που­ρός ὅ­τι ὁ γε­ρω–Ἰ­ω­σήφ ἔ­χει παρ­ρη­σί­α στόν Θε­ό.