ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Χρειάζονται οι τιμωρίες;

Άλλες από τις τιμωρίες, που βάζουν οι γονείς, και γενικότερα οι μεγαλύτεροι, στα παιδιά, προκαλούν φόβο, φόβο παθολογικό, άλλες προκαλούν ταπείνωση, αλλά με την κακή έννοια της λέξεως, ταπεινωτική δηλαδή κατάσταση στο παιδί, και το τρίτο είδος των τιμωριών έχει σχέση κυρίως με το ξύλο, με το να δέρνει κανείς το παιδί.

Θα μπορούσε κανείς να συμπεράνει ότι δεν πρέπει να τιμωρούμε τα παιδιά, εφόσον οι τιμωρίες, έτσι ή αλλιώς, κατά τον έναν ή τον άλλο τρόπο, κάνουν κακό στα παιδιά. Βγαίνει το συμπέρασμα κατ’ αρχήν ότι δεν πρέπει να τιμωρούνται τα παιδιά. Είναι σωστό αυτό; Δηλαδή, όλη η φροντίδα των γονέων πρέπει να έγκειται στο να προσέχουν να μην τιμωρήσουν τα παιδιά, να μην τα στενοχωρήσουν, να μην υποβληθούν τα παιδιά σε κάποιο ζόρισμα; Αυτό είναι το άλλο άκρο. Όπως είναι άκρο να τιμωρεί κανείς αλόγιστα τα παιδιά και μάλιστα να τα τιμωρεί, επειδή ο ίδιος θύμωσε, έτσι είναι άκρο να παραχαϊδεύει κανείς τα παιδιά και όλη του η φροντίδα να είναι μην τυχόν τα στενοχωρήσει, μην τυχόν τα κάνει να κλάψουν.
Χρειάζονται και οι τιμωρίες. Με μόνη τη διαφορά ότι πρέπει όλα αυτά να γίνονται κατά έναν τέτοιο τρόπο, που να μη βλάπτονται τα παιδιά, και να μη γίνεται ζημιά, στην προσπάθεια που κάνει κανείς να τα διορθώσει, αλλά να ωφελούνται. Βέβαια, εμείς, οι οποίοι βρισκόμαστε σ’ αυτόν τον κόσμο, είμαστε απόγονοι του Αδάμ, και τα παιδιά, που έρχονται στον κόσμο ως ξεχωριστές προσωπικότητες, επίσης κατάγονται από τον Αδάμ, είναι απόγονοι του Αδάμ.
Δεν είναι τα παιδιά tabula rasa, άγραφος χάρτης, όπως πίστευε η ψυχολογία, όταν ήταν στη νηπιακή της κατάσταση. Άλλοτε δηλαδή οι ψυχολόγοι πίστευαν ότι ένα παιδί που έρχεται στον κόσμο είναι ένας άγραφος πίνακας. Όπως ένας πίνακας είναι αδειανός, και μπορεί να γράψει κανείς ό,τι θέλει εκεί, έτσι πίστευαν ότι και τα παιδιά έρχονται στον κόσμο ολόλευκα, χωρίς να έχουν τίποτε το κακό, και απλώς θα γραφτεί στην ψυχή, αυτό το οποίο θα γράψουν οι μεγάλοι, είτε καλό είτε κακό. Δεν είναι έτσι. Είναι και το παιδί απόγονος του Αδάμ, και επομένως είναι κληρονόμος όλης αυτής της φθοράς, όλης της ασθενείας της αμαρτίας, που έχει μπει στον άνθρωπο.
* * *
Μέσα λοιπόν σ’ αυτή την αλήθεια, μέσα σ’ αυτή την πραγματικότητα, πρέπει να δούμε πρώτα εμάς τους ίδιους, αλλά και το παιδί που έρχεται στον κόσμο αυτό, και είμαστε υποχρεωμένοι να το αναθρέψουμε και να το διαπαιδαγωγήσουμε κατενώπιον Θεού, όπως θέλει ο Θεός. Μέσα σ’ αυτή την αλήθεια πρέπει να δούμε τα πράγματα και να ενεργήσουμε, όσο γίνεται σωστότερα.
Δεν μπορεί το παιδί να είναι ασύδοτο. Δεν μπορεί να κάνει ό,τι θέλει. Δεν μπορεί να ενεργεί έτσι ή αλλιώς, όπως του έλθει από μέσα του, διότι είναι και αυτό απόγονος του Αδάμ. Μπορεί να έχει και καλά πράγματα μέσα του –όχι μπορεί· οπωσδήποτε έχει– αλλά, από την άλλη πλευρά, έχει και άλλα τα οποία δεν είναι καθόλου καλά, και όταν αυτά αφεθούν ελεύθερα να εκδηλωθούν, να καλλιεργηθούν, να αναπτυχθούν και να φουντώσουν, το παιδί οδηγείται στην καταστροφή.
Όταν ένας γονέας, ένας κηδεμόνας γενικότερα, θέλει να αναθρέψει το παιδί του «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», όπως λέει ο απόστολος (Εφ. 6:4), τότε πρέπει να το διαπαιδαγωγήσει, να το αναθρέψει μέσα ακριβώς σ’ αυτή την αλήθεια: από το ένα μέρος, όλα εκείνα τα οποία βλέπει στο παιδί, τα οποία είναι μια κληρονομιά, που φέρει από τον πρώτο άνθρωπο, τον Αδάμ, στα χέρια του γονέα με τη χάρη του Θεού είναι μέσα με τα οποία μπορεί να οδηγήσει το παιδί στη σωτηρία, στην αναγέννηση, στην τελειότητα. Από το άλλο μέρος, οι τιμωρίες πρέπει να είναι τέτοιες, ώστε να μη φαίνονται ότι είναι τιμωρίες και να μην είναι κατ’ ουσίαν τιμωρίες, αλλά να είναι η φυσική συνέπεια των πράξεων του παιδιού: «Έκανες αυτό; Σε περιμένει εκείνο».
 Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου, “Γονείς και παιδιά”, τόμος Α’, Πανόραμα Θεσσαλονίκης, 2004, σελ. 157, 162.