ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Ἔ­λε­γαν οἱ Τοῦρ­κοι: «Αὐ­τός ὁ πα­πάζ ἐ­φέν­της καί ζών­τας ἅ­γιος ἦ­ταν καί με­τά τόν θά­να­τό του φα­νε­ρώ­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο...



Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
     Ο τι­μώ­με­νος ὡς Ἅ­γιος το­πι­κός ἀ­πό τούς Πο­ντί­ους, π. Ἰ­ω­άν­νης Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δης[1] γεν­νή­θη­κε στίς 10 Φε­βρου­α­ρί­ου 1836 στό χω­ριό Λω­ρί­α (Μού­ζε­να) τοῦ νο­μοῦ Τρα­πε­ζοῦ­ντος, ἀ­πό εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς τόν Τρι­αν­τά­φυλ­λο καί τήν Κυ­ρια­κή. Ἐ­πει­δή δέν ὑ­πῆρ­χε σχο­λεῖ­ο στήν πα­τρί­δα του ἔ­μα­θε ἀπό ἕναν ἐγγράμματο τά κοι­νά γράμ­μα­τα σέ ἕξι μῆ­νες, ὄντας πο­λύ εὐ­φυ­ής.
    Σέ ἡ­λι­κί­α δε­κα­τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν ἔ­μει­νε ὀρ­φα­νός ἀ­πό πα­τέ­ρα γι᾿ αὐ­τό ἀ­ναγ­κά­στη­κε πρός ἐ­ξεύ­ρε­ση ἐρ­γα­σί­ας νά ξε­νι­τευ­θῆ στά πα­ρά­λια τοῦ Πόν­του, ὅ­που ἐρ­γα­ζό­ταν τόν χει­μῶ­να σέ ἀρ­το­ποι­εῖ­ο καί τό κα­λο­καί­ρι σέ γε­ωρ­γι­κές ἐρ­γα­σί­ες. Ἐ­νυμ­φεύ­θη δέ­κα ἑ­πτά ἐ­τῶν κά­ποι­α σε­μνή καί εὐ­λα­βῆ νέ­α, ὀ­νό­μα­τι Ἑ­λέ­νη, μέ τήν ὁ­ποί­α ἀ­πέ­κτη­σε ἕ­ναν υἱ­ό καί θυ­γα­τέ­ρες.
    Κά­ποι­ο κα­λο­καί­ρι μέ τήν σύ­ζυ­γό του πή­γαι­ναν στό χω­ριό του μέ τά πό­δια. Στόν δρό­μο τούς συ­νάν­τη­σαν τρεῖς Ἄγ­γε­λοι μέ μορφή ἀν­θρώ­πων. Προ­πο­ρευ­ό­ταν ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Τόν κοί­τα­ξαν προ­σε­κτι­κά οἱ Ἄγ­γε­λοι ἀλ­λά δέν τοῦ μί­λη­σαν. Με­τά συ­νάν­τη­σαν τήν σύ­ζυ­γό του καί ὁ ἕ­νας τῆς λέ­γει: «Οἱ χω­ρια­νοί σας πε­ρι­μέ­νουν νά γίνη ἱ­ε­ρέ­ας ὁ Ἰ­ω­άν­νης. Αὐ­τό εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ». Ὁ δεύ­τε­ρος τῆς εἶ­πε: «Με­τά ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια θά ἀ­ξι­ω­θῆ­τε νά προ­σκυ­νή­σε­τε τούς Ἁ­γί­ους Τό­πους», καί ὁ τρί­τος: «Με­τά τήν κοί­μη­σή του θά συ­να­ριθ­μη­θῆ μέ τούς Ἁ­γί­ους».
Ἡ Ἑ­λέ­νη ἐ­ρώ­τη­σε μέ ἀ­πο­ρί­α: «Πῶς ἐ­σεῖς πού εἶ­στε ἄν­θρω­ποι γνω­ρί­ζε­τε τό μέλ­λον, τί θά γί­νει με­τά ἀ­πό τριά­ντα χρό­νια;». Ἀ­πήν­τη­σαν: «Ἐ­μεῖς δέν εἴ­μα­στε ἄν­θρω­ποι ἀλ­λά Ἄγ­γε­λοι τοῦ Θε­οῦ καί ἤρ­θα­με νά σᾶς προ­ει­δο­ποι­ή­σου­με νά μήν ἀρ­νη­θῆ ὁ Ἰ­ω­άν­νης τό μυ­στή­ριο τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης». Ἐ­κεί­νη μέ φό­βο καί συγ­κί­νη­ση ἀ­πάν­τη­σε: «Ἄς γί­νη τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ».
     Τό ἔ­τος 1870, σέ ἡ­λι­κί­α τριά­ντα τεσ­σά­ρων ἐ­τῶν ὁ Ἰ­ω­άν­νης προ­σκ­ληθείς στό μέ­γι­στον ἀξί­ω­μα τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης καί κά­νον­τας ὑ­πα­κο­ή στό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, κα­τά τήν Ἀγ­γε­λι­κή πρόρ­ρη­ση, χει­ρο­το­νή­θη­κε ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­πό τόν ἀ­εί­μνη­στο Μη­τρο­πο­λί­τη Χαλ­δί­ας Γερ­βά­σιον. Το­πο­θε­τή­θηκε ἐ­φη­μέ­ριος στό χω­ριό πού γεν­νή­θη­κε καί λει­τουρ­γοῦ­σε στίς Ἐκ­κλη­σί­ες τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος, τῆς Ὑ­πε­ρα­γί­ας Θε­ο­τό­κου καί στό Μο­να­στή­ρι τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου (Λερ­μού­χου καί Ζαν­τοῦ). Ἄν καί ὀ­λι­γο­γράμ­μα­τος, ἀ­πό τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του καί τήν εὐ­φυ­ΐ­αν του ἔ­μα­θε πο­λύ κα­λά τήν τά­ξη τῶν Ἀ­κο­λου­θι­ῶν καί τά τῆς Ἱ­ε­ρω­σύ­νης ἀ­πό τούς μο­να­χούς τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου Χου­του­ρᾶ.
Εἶ­χε χά­ρι­σμα στήν ὁ­μι­λί­α. Ὅ­ποι­ος μι­λοῦ­σε μα­ζί του ἔ­νι­ω­θε χα­ρά. Καί ὅ­ταν ἐ­κή­ρυτ­τε τόν λό­γο τοῦ Θε­οῦ, οἱ λό­γοι του με­τέ­δι­δαν γλυ­κύ­τη­τα καί χά­ρη. Παρ᾿ ὅ­τι δέν εἶ­χε σπου­δά­σει, ἦταν σπου­δαῖ­ος ἱ­ε­ρο­κή­ρυ­κας, γι᾿ αὐ­τό τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν «νέ­ο Χρυ­σό­στο­μο».
Ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης ἀ­φι­ε­ρώ­θη­κε με­τά τήν χει­ρο­το­νί­α του στό ποι­μαν­τι­κό ἔρ­γο καί προ­σπα­θοῦ­σε νά ἐρ­γά­ζε­ται τήν ἀ­ρε­τή καί νά τη­ρῆ μέ ἀ­κρί­βεια τίς ἐ­ντο­λές τοῦ Θε­οῦ, ἰ­δι­αί­τε­ρα δέ τήν ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Μο­λο­νό­τι ἦ­ταν μέ­τριος ἀ­πό ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ἔ­τρε­φε τούς πει­να­σμέ­νους, ἔν­τυ­νε τά φτω­χά καί ὀρ­φα­νά καί φι­λο­ξε­νοῦ­σε τούς ξέ­νους στό σπί­τι του. Τούς φτω­χούς τοῦ χω­ριοῦ τούς βο­η­θοῦ­σε νά πλη­ρώ­νουν τούς φό­ρους. Γιά τό κα­λό τοῦ χω­ριοῦ ἔ­κα­νε δρό­μους, γέ­φυ­ρες καί βρύ­σες.
    Τό 1877 λό­γῳ τοῦ ρωσ­σο­τουρ­κι­κοῦ πο­λέ­μου ἔ­πε­σε πεῖ­να. Ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης, ὁ κα­λός ποι­μήν, φρόν­τι­σε νά μήν λεί­ψουν τά βα­σι­κά εἴ­δη δι­α­τρο­φῆς. Ἔ­γρα­ψε ἐ­πι­στο­λές σέ γνω­στούς του πλου­σί­ους καί συγ­κέν­τρω­σε τά ἀ­πα­ραί­τη­τα τά ὁ­ποῖ­α δι­έ­νει­με στούς φτω­χούς καί ἔ­τσι σώ­θη­καν ἀ­πό τήν πεῖ­να. Ἡ ἀ­ρε­τή καί οἱ φι­λαν­θρω­πί­ες του ἔ­γι­ναν γνω­στές στήν πε­ρι­ο­χή τοῦ Πόν­του καί οἱ ἄν­θρω­ποι τόν ἀ­πο­κα­λοῦ­σαν «νέ­ον ἐ­λε­ή­μο­να».
Ὁ πατήρ εἶ­χε τό χά­ρι­σμα νά συμ­φι­λι­ώ­νη τούς ἀν­θρώ­πους πού εἶ­χαν ἔ­χθρα με­τα­ξύ τους. Ὡς εἰ­ρη­νο­ποι­ός ἔ­γι­νε τό εἰ­ρη­νο­δι­κεῖ­ον τῆς ἱ­ε­ρᾶς Μη­τρο­πό­λε­ως. Ὅ­ταν με­μο­νω­μέ­να ἄ­το­μα ἤ καί ὁ­λό­κλη­ρα χω­ριά πή­γαι­ναν στόν Μη­τρο­πο­λί­τη νά ἐκ­δι­κά­ση τίς δι­α­φο­ρές τους, αὐ­τός τούς πα­ρέ­πεμ­πε στόν π. Ἰ­ω­άν­νη λέ­γον­τας: «Πη­γαί­νε­τε σ᾿ ἐ­κεῖ­νον. Θά σᾶς συμ­βι­βά­σει ἐ­πει­δή εἶ­ναι σο­φός, ἔ­χει γλυ­κειά γλῶσ­σα καί θεί­α χά­ρι».
Καί ὄν­τως τούς εἰ­ρή­νευ­ε. Ἔρ­χο­νταν σάν ἐ­χθροί ζη­τώ­ντας ἐκ­δί­κη­ση καί ἔ­φευ­γαν σάν ἀ­δελ­φοί ἀ­γα­πη­μέ­νοι. Ἦ­ταν ἐ­χθρός καί πο­λέ­μιος τοῦ μί­σους, τῆς ἐκ­δι­κή­σε­ως καί τῶν σκαν­δά­λων, ἀλλά φί­λος καί δι­δά­σκα­λος τῆς ἀ­γά­πης καί τῆς εἰ­ρή­νης.
    Ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης εἶ­χε ἕ­να ἐγ­γο­νά­κι ἀ­πό τήν θυ­γα­τέ­ρα του ἡ ὁποί­α πέ­θα­νε καί τό ἄ­φη­σε ὀρ­φα­νό. Ὅ­ταν πή­γαι­νε στό σχο­λεῖ­ο, κά­ποι­α μέ­ρα ἔ­κα­νε μιά ἀ­τα­ξί­α καί ὁ δά­σκα­λος τό ἔ­δει­ρε μέ ρα­βδί καί μέ κλω­τσι­ές. Με­τά ἀ­πό λί­γες μέ­ρες τό ὀρ­φα­νό ἐγ­γο­νά­κι ­πέ­θα­νε. Ἄλ­λοι συγ­γε­νεῖς καί ὁ πα­τέ­ρας τοῦ παι­διοῦ ἤ­θε­λαν νά ἐκ­δι­κη­θοῦν τόν δά­σκα­λο καί νά τόν σκο­τώ­σουν. Ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης ἔ­κα­νε πολ­λή προ­σευ­χή. Στό δι­κα­στή­ριο ζή­τη­σε καί κα­τώρ­θω­σε νά εἰ­ρη­νεύ­ση τούς ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νους συγ­γε­νεῖς καί νά βγά­λη ἀ­πό τήν φυ­λα­κή τόν δά­σκα­λο. Ὡς παπ­ποῦς τοῦ πε­θα­μέ­νου ὀρ­φα­νοῦ πό­νε­σε, ἀλ­λά ὡς μα­θη­τής τοῦ Χρι­στοῦ, ὡς κή­ρυ­κας τῆς ἀ­γά­πης, συγ­χώ­ρη­σε καί ἀ­πο­φυ­λά­κι­σε τόν δά­σκα­λο.
   Τό ἔ­τος 1900 μα­ζί μέ τήν πρε­σβυ­τέ­ρα του ἀ­ξι­ώ­θη­καν νά προ­σκυ­νή­σουν στόν Πα­νά­γιο Τά­φο, στόν Γολ­γο­θᾶ καί στά πα­νά­για προ­σκυ­νή­μα­τα τῶν Ἁ­γί­ων Τό­πων. Ἔ­μει­ναν ἕ­ξι μῆ­νες καί ἐ­πέ­στρε­ψαν στό χω­ριό τους. Τό προ­σκύ­νη­μά τους ἔ­γι­νε τριά­ντα χρό­νια με­τά ἀ­πό τήν συ­νάν­τη­ση καί τήν πρόρ­ρη­ση τῶν Ἀγ­γέ­λων.
   Ἡ κα­λή πρε­σβυ­τέ­ρα Ἑ­λέ­νη ἐ­κοι­μή­θη στίς 26–7– 1902. Ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης, ἀ­φοῦ ἐ­πί τριά­ντα τρί­α ἔ­τη ἐ­ποί­μα­νε θε­α­ρέ­στως τό λο­γι­κό του ποί­μνιο, ἐ­κοι­μή­θη ἐν Κυ­ρί­ῳ στίς 13 Ἰ­ου­νί­ου 1903, ἡ­μέ­ρα Πα­ρα­σκευ­ή, καί ἐ­τά­φη στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Παν­τε­λε­ή­μο­νος. Ἔ­φυ­γε κα­τά­φορ­τος ἀ­πό κα­λά ἔρ­γα τά ὁ­ποῖ­α τόν ἀ­κο­λου­θοῦν, καί ἄ­φη­σε πα­ρα­μυ­θί­α, στή­ριγ­μα καί θη­σαυ­ρό πο­λύ­τι­μο στούς πι­στούς τό ἱ­ε­ρό του λεί­ψα­νο.
Με­τά τόν ἐν­τα­φια­σμό, μιά νύ­φη τοῦ π. Ἰ­ω­άν­νου εἶ­δε τό Ἅ­γιον Πνεῦ­μα ἐν εἴ­δει πε­ρι­στε­ρᾶς νά κα­τέρ­χε­ται στόν τά­φο του.
    Ὕστε­ρα ἀ­πό τρί­α ἔ­τη, ὁ π. Ἰ­ω­άν­νης πα­ρου­σι­ά­στη­κε σέ ὄνει­ρο σέ μιά γυ­ναῖ­κα ὀ­νό­μα­τι Πα­να­γί­λα καί τῆς εἶ­πε νά κά­νη μέ τόν ἀ­δελ­φό της τήν ἀ­να­κο­μι­δή τῶν λει­ψά­νων του, γε­γο­νός πού πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε στίς 7 Ὀ­κτω­βρί­ου 1906 ὡς ἑ­ξῆς: Ὅ­ταν πῆ­γαν στό κοι­μη­τή­ριο, εἶ­δαν τόν π. Ἰ­ω­άν­νη νά στέ­κε­ται ἐ­πά­νω ἀ­πό τόν τά­φο του μέ τήν ἱ­ε­ρα­τι­κή του στο­λή καί νά δι­α­βά­ζη τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Τό πρό­σω­πό του ἔ­λαμ­πε σάν ἥ­λιος καί τούς προ­έ­τρε­ψε νά σκά­ψουν. Εἶ­χαν μα­ζευ­τῆ πολ­λοί ἄν­θρω­ποι, ἔ­βλε­παν τήν Πα­να­γί­λα νά μι­λά­η ἀλ­λά δέν ἔ­βλε­παν μέ ποι­όν μι­λᾶ καί τήν θε­ώ­ρη­σαν γιά τρελ­λή.
Ὅταν βρῆ­καν τά λεί­ψα­να τοῦ π. Ἰ­ω­άν­νου, εἶ­δαν τά δυ­ό του χέ­ρια νά εἶ­ναι ἄ­φθο­ρα. Ἔκλα­ψαν ἀ­πό χα­ρά καί συγ­κί­νη­ση, τά προ­σκύ­νη­σαν καί πλη­ρο­φο­ρή­θη­καν γιά τήν ἁ­γι­ό­τη­τά του δο­ξά­ζο­ντας τόν Θε­ό.
     Τό γε­γο­νός ἔ­γι­νε γρή­γο­ρα γνω­στό στήν πε­ρι­ο­χή τῆς Χαλ­δί­ας. Κά­θε μέ­ρα κα­τέ­φθα­ναν πλή­θη ἀν­θρώ­πων, χω­ριά ὁ­λό­κλη­ρα μέ τούς ἱ­ε­ρεῖς, ἀ­κό­μη καί Τοῦρ­κοι ἀ­γά­δες, γιά νά προ­σκυ­νή­σουν τά ἅ­για λεί­ψα­να φέρ­νο­ντας λά­δια καί κε­ριά ὡς δῶ­ρα στόν Ἅ­γιο. Ἔ­λε­γαν οἱ Τοῦρ­κοι: «Αὐ­τός ὁ πα­πάζ ἐ­φέν­της καί ζών­τας ἅ­γιος ἦ­ταν καί με­τά τόν θά­να­τό του φα­νε­ρώ­θη­κε πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἄν τοῦ κτί­σε­τε Ἐκ­κλη­σί­α καί ἐ­μεῖς θά προ­σφέ­ρου­με».
    Ἔ­γι­ναν τό­τε καί θαύ­μα­τα. Πολ­λοί ἀ­σθε­νεῖς θε­ρα­πεύ­τη­καν. Κά­ποιος νέος εἴ­κο­σι ἐτῶν ἀπό τήν πό­λη Μι­χα­ή­λο­βα κον­τά στήν Τι­φλί­δα τοῦ Καυ­κά­σου, πού εἶ­χε τρελ­λα­θῆ, τόν εἶ­χαν δε­μέ­νον, γιά νά μήν προ­ξε­νή­ση κα­κό στόν ἑ­αυ­τό του ἤ σέ ἄλ­λους. Τόν πῆ­γαν σέ πολ­λούς για­τρούς, σέ μά­γους, σέ Ἐκ­κλη­σί­ες καί τέ­λος χω­ρίς νά θε­ρα­πευ­θῆ τόν ἔ­κλει­σαν σέ φρε­νο­κο­μεῖ­ο τῆς Τι­φλί­δος. Μιά νύ­χτα φαί­νε­ται στόν ὕ­πνο τῆς μη­τέ­ρας τοῦ τρελ­λοῦ παι­διοῦ ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης λέ­γο­ντάς της νά μήν κλαί­η για­τί τό παι­δί της θά γί­νει κα­λά. Νά τοῦ δώ­ση νά­ πι­ῆ νε­ρό στό ὁ­ποῖ­ο νά βά­λη μέ­σα ἀ­πό τό χῶ­μα τοῦ τά­φου του, καί νά κά­ψη ἕ­να κομ­μα­τά­κι ἀ­πό τό φε­λώ­νι νά τό θυ­μιά­ση. Ἔ­κα­νε ὅ­πως τῆς εἶ­πε ὁ ἅ­γιος καί τό παι­δί της ἔ­γι­νε κα­λά.
    Μιά Ἀρ­με­νι­κή οἰ­κο­γέ­νεια εἶ­χε μο­να­χο­παί­δι δώ­δε­κα ἐ­τῶν, ἄ­φω­νο ἐ­πί τέσ­σε­ρα ἔ­τη, ἐ­ξ αἰ­τί­ας φό­βου. Ὁ πα­τέ­ρας του ἦ­ταν κομ­μου­νι­στής καί τό παι­δί του τό πῆ­γε γιά ἐ­ξε­τά­σεις στό Πα­νε­πι­στή­μιο τῆς Τι­φλί­δος ἀλ­λά χω­ρίς ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ἡ μη­τέ­ρα του ἦ­ταν πι­στή χρι­στια­νή καί κρυ­φά ἀ­πό τόν ἄν­δρα της τό πή­γαι­νε σέ πολ­λές Ἐκ­κλη­σί­ες ἀλ­λά δέν θε­ρα­πεύ­θη­κε τό παι­δί. Ὅ­ταν ἔ­μα­θε τό πα­ρα­πά­νω θαῦ­μα, μέ πί­στη καί εὐ­λά­βεια ζή­τη­σε χῶ­μα ἀ­πό τόν τά­φο τοῦ Ἁ­γί­ου, τό δι­έ­λυ­σε σέ νε­ρό, πό­τι­σε μέ αὐ­τό τό ἄ­φω­νο παι­δί της καί ἀ­μέ­σως ἄρ­χι­σε νά μι­λᾶ. Μέ χα­ρά με­γά­λη ἡ μη­τέ­ρα τοῦ παι­διοῦ ἀ­νήγ­γει­λε τό θαῦ­μα στόν ἄ­θε­ο ἄν­δρα της καί κή­ρυ­ξε τήν χρι­στι­α­νι­κή της πί­στη. Τό­τε καί ὁ σύ­ζυ­γός της πί­στε­ψε καί με­τα­νοιω­μέ­νος εὐ­χα­ρί­στη­σε τόν Θε­ό.
     Οἱ ἀ­πό­γο­νοι τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου ἦρ­θαν πρό­σφυ­γες στήν Ἑλ­λά­δα καί ἔ­φε­ραν μα­ζί τους τό χέ­ρι καί τήν κά­ρα τοῦ Ἁ­γί­ου. Τά λεί­ψα­να τοῦ ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου συ­νε­χί­ζουν νά θαυ­μα­τουρ­γοῦν.
    Ἡ Ἀ­να­στα­σί­α, ἐγ­γο­νή τοῦ Ἁγί­ου, δι­η­γή­θη­κε: «Κα­τά τό 1930 ἀρ­ρώ­στη­σε κά­ποι­ος για­τρός γνω­στός μιᾶς φί­λης μου ἐ­δῶ στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Εἶ­χαν πα­ρα­λύ­σει τά χέ­ρια του καί οἱ γο­νεῖς του ἦ­ταν ἀ­πα­ρη­γό­ρη­τοι για­τί ἦ­ταν νέ­ος στήν ἡ­λι­κί­α, πε­ρί­που τριά­ντα πέν­τε ἐ­τῶν. Τόν πῆ­γαν σέ πολ­λούς για­τρούς καί σέ Ἐκ­κλη­σί­ες ἀλ­λά δέν βρῆ­κε θε­ρα­πεί­α. Ὅ­ταν ἀ­πό τήν φί­λη μου ἔ­μα­θε γιά τά λεί­ψα­να τοῦ παπ­ποῦ μου ἁ­γί­ου Ἰ­ω­άν­νου, ζή­τη­σε νά τά προ­σκυ­νή­ση. Τόν σταύ­ρω­σα μέ τήν ἁ­γί­α χεῖ­ρα καί τό­τε ὁ ἄρ­ρω­στος κί­νη­σε τά πα­ρά­λυ­τα χέ­ρια του, πῆ­ρε τά ἅ­για λεί­ψα­να καί τά ἔ­σφιγ­γε στό στῆ­θος του μέ με­γά­λη πί­στη, εὐ­χα­ρι­στών­τας τόν Θε­ό καί τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη γιά τήν θε­ρα­πεί­α».
    Ὁ ἅ­γιος Ἰ­ω­άν­νης Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δης εἶ­ναι ἀ­να­γνω­ρι­σμέ­νος Ἅ­γιος ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο καί κα­τα­χω­ρημέ­νος στά βι­βλί­α τῶν το­πι­κῶν ἁ­γι­ο­λο­γί­ων τοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Ἡ μνή­μη του τι­μᾶ­ται στίς 13 Ἰ­ου­νί­ου (κοί­μη­ση) καί στίς 7 Ὀ­κτω­βρί­ου (ἀ­να­κο­μι­δή). Ὑ­πάρ­χει ἀ­σμα­τι­κή ἀ­κο­λου­θί­α του ἀ­γνώ­στου ὑ­μνο­γρά­φου. Ὁ Μη­τρο­πο­λί­της πρώ­ην Ρο­δο­πό­λε­ως Λε­όν­τιος Χου­του­ρι­ώ­της (1844–1926) ἐρ­γά­σθη­κε γιά τήν κα­θι­έ­ρω­ση τῆς ἐ­τή­σιας μνή­μης του στήν Χαλ­δί­α.
[1]. Δυ­στυ­χῶς λί­γα εἶ­ναι τά στοι­χεῖ­α πού γνω­ρί­ζο­με γιά τόν ἅ­γιο Ἰ­ω­άν­νη Τρι­αν­τα­φυλ­λί­δη, τόν νέον ἐλε­ή­μο­να. Δι­α­σώ­θη­καν ἀ­πό τόν ἐγ­γο­νό του Σπυ­ρί­δω­να Τρι­α­ντα­φυλ­λί­δη σέ χει­ρό­γρα­φες ση­μει­ώ­σεις σέ γλῶσ­σα κα­θα­ρεύ­ου­σα. Ὁ Σπυ­ρί­δων εἶ­χε χρη­μα­τί­σει δά­σκα­λος στήν Τρα­πε­ζοῦν­τα καί ἐ­κοι­μή­θη τό 1942 στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη. Ὁ γυι­ός του Ἰ­ω­άν­νης τά ἔ­δω­σε στόν κ. Κλη­μεν­τί­δη Πα­να­γι­ώ­τη καί ἐ­κεῖ­νος μᾶς τά πα­ρα­χώ­ρη­σε. Τόν εὐ­χα­ρι­στοῦ­με.