ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020

Ἡ Πα­να­γί­α ἐ­πι­θυ­μεῖ νά μή στα­μα­τᾶ ἡ εὐ­λο­γί­α καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι της...

μθ΄. Σπή­λαι­ον εὐ­ω­δι­ά­ζον
Τό ἔ­τος 1985, Φε­βρουά­ριο καί Μάρ­τιο, κά­ποι­ος μο­να­χός δι­ῆλ­θε στήν πε­ρι­ο­χή τῶν Σταυ­ρο­νι­κη­τια­νῶν Κελ­λι­ῶν πρός τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο τό πε­ρισ­σό­τε­ρο μέ­ρος τῆς Σα­ρα­κο­στῆς. Αἰ­σθάν­θη­κε κά­πο­τε εὐ­ω­δί­α δυ­να­τή. Ἀ­να­ζη­τών­τας τήν προ­έ­λευ­ση, ὡδη­γή­θη­κε σ᾿ ἕ­να σπή­λαι­ο. Εἶ­ναι μία ὑ­γρή σπη­λιά πού μπρο­στά εἶ­χε φρα­χθῆ ἡ εἴ­σο­δος μέ τοῖχο. Ἐ­κεῖ πέ­ρα­σε ἑ­κου­σί­ως φυ­λα­κι­σμέ­νος γιά τήν ἀ­γά­πη τοῦ Χρι­στοῦ κά­ποι­ος μο­να­χός ἔγ­κλει­στος.

 Μπρο­στά σή­με­ρα ἔ­χει μι­κρό τει­χά­κι καί πιό πέ­ρα ἴ­χνη ἀ­πό κελ­λί. Ὑ­πάρ­χει γρα­πτή μαρ­τυ­ρί­α ὅ­τι ὁ Δι­καῖ­ος τῆς Ρου­μα­νι­κῆς Σκή­της τοῦ Προ­δρό­μου ἱ­ε­ρο­μό­να­χος Ἀν­τίπας, ἄν­θρω­πος ἐ­νά­ρε­τος, ἀ­φοῦ ἔ­φε­ρε τήν Σκή­τη στήν  πιό με­γά­λη ἀκ­μή πού γνώ­ρι­σε πο­τέ, πα­ραι­τή­θη­κε καί ἦρ­θε καί κλεί­σθη­κε μέ τόν μα­θη­τή του σέ μί­α σπη­λιά κον­τά στοῦ Σταυ­ρο­νι­κή­τα. Δέν εἶ­ναι γνω­στό, ἄν πρό­κει­ται γιά τό ἴ­διο πρό­σω­πο μέ αὐ­τό τοῦ ἐγ­κλεί­στου ἤ γιά δύ­ο δι­α­φο­ρε­τι­κά. Γε­γο­νός εἶ­ναι ὅ­τι αὐ­τός ὁ ἔγ­κλει­στος ἦ­ταν ἁ­γι­α­σμέ­νη ψυ­χή, ἁ­γί­α­σε καί εὐ­ω­δί­α­σε τήν σπη­λιά καί τήν πε­ρι­ο­χή.

ν΄. Κα­τα­κρί­σε­ως ἐ­πα­κό­λου­θα
Δι­η­γή­θηκε ὁ γε­ρω–Σάβ­βας ὁ Κα­ψα­λι­ώ­της ὅ­τι πα­λαι­ό­τε­ρα ὑ­πη­ρε­τοῦ­σε στήν Δάφ­νη ἕ­νας ἀστυ­νο­μι­κός πού εἶ­χε κα­τά νοῦν νά γί­νη μο­να­χός. Ὅ­ταν ὅ­μως ἔ­βλε­πε μο­να­χούς, τούς κα­τέ­κρι­νε λέ­γον­τας: «Τί κα­λό­γη­ροι εἶ­στε σεῖς; Ὅ­ταν θά γί­νω ἐ­γώ κα­λό­γη­ρος, θά δεῖ­τε πῶς εἶ­ναι ἡ κα­λο­γε­ρι­κή». Τοῦ­το ἐ­πα­να­λάμ­βα­νε συ­χνά κα­τα­κρί­νον­τας καί ἐ­ξου­θε­νώ­νον­τας τούς πα­τέ­ρες. Ἔ­γι­νε πράγ­μα­τι κα­λό­γη­ρος σ᾿ ἕ­να Κελ­λί στήν Κε­ρα­σιά. Ἀν­τί ὅ­μως νά δώ­ση τόν ἑ­αυ­τό του ὡς τύ­πο κα­λο­γε­ρι­κῆς, ὅ­πως ἤλ­πι­ζε, ἔ­γι­νε γιά τήν ὑ­πε­ρη­φά­νειά του καί τήν με­γά­λη ἰ­δέ­α πού εἶ­χε γιά τόν ἑ­αυ­τό του «πτῶ­μα ἐ­ξαί­σιον» καί πα­ρά­δειγ­μα σω­φρο­νι­σμοῦ γιά τούς ἄλ­λους. Δι­ό­τι ἔ­πα­θε ὁ νοῦς του καί γύ­ρι­ζε σάν σα­στι­σμέ­νος στούς δρό­μους. Κου­νοῦ­σε δῆ­θεν τό χέ­ρι του ὅ­τι σταυ­ρο­κο­πι­έ­ται καί τά χεί­λη του ὅ­τι προ­σεύ­χε­ται. Πε­ρι­πλα­νιόταν στούς δρό­μους, χω­ρίς νά ξέ­ρη ποῦ πη­γαί­νει. Ἦ­ταν θέ­α­μα ἐ­λε­ει­νό καί ἀ­ξι­ο­δά­κρυ­το. Δέν εἶ­ναι γνω­στό τό τέ­λος του. Ὁ Θε­ός νά τόν ἐ­λε­ή­ση, καί ἐ­μᾶς νά μᾶς φυ­λά­ξη ἀ­πό τήν ὑ­πε­ρη­φά­νεια καί τήν κα­τά­κρι­ση γιά νά μήν πά­θω­με τά ἴδια. Ἀ­μήν.

να΄. Ἡ πρό­νοι­α τῆς Πορ­τα­ΐ­τισ­σας
Στῶν Ἰ­βή­ρων κά­ποι­α χρο­νιά, ὅ­ταν ἀ­κό­μη ἦ­ταν ἰ­δι­όρ­ρυθ­μο (πρίν τό 1990), ἐ­πει­δή τε­λεί­ω­ναν οἱ ἐ­λι­ές τοῦ Μο­να­στη­ριοῦ, οἱ πα­τέ­ρες ἀ­πο­φά­σι­σαν νά μή δί­νουν στούς ἐρ­γά­τες ἐ­λι­ές.
Τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα ὅ­μως ἦρ­θε ἕ­να κα­ΐ­κι μέ 40 δο­χεῖ­α ἐ­λι­ές καί εἰ­δο­ποί­η­σαν νά ἔρ­θουν νά τίς πα­ρα­λά­βουν. Ἀ­φοῦ τίς ξε­φόρ­τω­σαν, θέ­λη­σαν νά κα­λέ­σουν στό Μο­να­στή­ρι καί νά εὐ­χα­ρι­στή­σουν αὐ­τόν τόν ἄν­θρω­πο. Ἀλλ᾿ ἐκεῖνος ἔ­φυ­γε ἀ­μέ­σως καί τε­λι­κά οὔ­τε ἔ­μα­θαν ποι­ός ἦ­ταν αὐ­τός πού τίς ἔ­φε­ρε.
Οἱ πα­τέ­ρες ὅ­μως πί­σω ἀ­πό ὅ­λα αὐ­τά δι­έ­κρι­ναν τήν πρό­νοι­α τῆς θαυ­μα­τουρ­γῆς Πορ­τα­ΐτισ­σας, πού σ᾿ ὅ­λο τό Ὄ­ρος, καί πιό πο­λύ σ᾿ αὐ­τό τό Μο­να­στή­ρι, εἶ­ναι τό­σο αἰ­σθη­τή μέ­χρι σή­με­ρα μέ τά συ­νε­χῆ θαύ­μα­τα τῆς εἰ­κό­νος καί τήν κίνηση τῆς καν­δή­λας. Καί βε­βαι­ώ­θη­καν γιά μί­α ἀ­κό­μη φο­ρά ὅ­τι ἡ Πα­να­γί­α ἐ­πι­θυ­μεῖ νά μή στα­μα­τᾶ ἡ εὐ­λο­γί­α καί ἡ ἐ­λε­η­μο­σύ­νη ἀ­πό τό Μο­να­στή­ρι της, καί ὅτι αὐ­τή ἔ­χει τόν τρό­πο νά οἰ­κο­νο­μῆ τά ἀ­πα­ρα­ί­τη­τα.