ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 28 Μαΐου 2020

«Νά δι­α­βά­ζης, παι­δί μου, Εὐ­αγ­γέ­λιο. Αὐ­τό εἶ­ναι τό κα­λό τό βι­βλί­ο»

Διάβαζε καί ἐφάρμοζε τό Εὐαγγέλιο -
Στό Με­σο­λόγ­γι ζοῦ­σε μί­α εὐ­λα­βέ­στα­τη γυ­ναῖ­κα, ὀ­νό­μα­τι Βα­σι­λι­κή (Κού­λα τήν φώ­να­ζαν), παντρε­μέ­νη μέ τόν Δη­μή­τριο Κα­λαντζῆ, ψα­ρᾶ στό ἐ­πάγ­γελ­μα. Ἦ­ταν καί οἱ δυ­ό πο­λύ πι­στοί καί πο­λύ ἁ­πλοῖ ἄν­θρω­ποι.
Ὅ­ταν ἡ Βα­σι­λι­κή ἦ­ταν νέ­α, τήν ἡ­μέ­ρα τῶν Θε­ο­φα­νεί­ων «εἶ­δε τούς οὐ­ρα­νούς ἀ­νε­ωγ­μέ­νους» καί τούς Ἀγ­γέ­λους τοῦ Θε­οῦ νά ψάλ­λουν. Γι᾽ αὐ­τό ἔ­λε­γε: «Αὐ­τή τήν ἡ­μέ­ρα μή φεύ­γης ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ἔ­στω καί ἂν καί­γε­ται τό σπί­τι σου, για­τί ἀ­νοί­γουν οἱ οὐ­ρα­νοί».

Τό σπί­τι πού κα­τοι­κοῦ­σαν ἦ­ταν ἰ­σό­γει­ο καί γιά πά­τω­μα εἶ­χε τσι­μέντο. Ὅ­ταν ἔ­βρε­χε γέ­μι­ζε νε­ρό πού ἔ­φθα­νε τά εἴ­κο­σι ἑ­κα­το­στά. Εἶ­χαν το­πο­θε­τή­σει πέ­τρες γιά νά πα­τᾶ­νε καί μέ ἕ­να “γκι­ού­μι” ἄ­δει­α­ζαν τό νε­ρό. Τόν χει­μῶ­να δέν ἔ­στρω­ναν κου­ρε­λοῦ­δες γιά νά ἔ­χουν λί­γη ζέ­στη, για­τί μού­σκευ­αν ἀ­πό τά νε­ρά. Ἀλ­λά μέ­σα σ᾽ αὐ­τό τό πα­γω­μέ­νο σπί­τι ἡ καρ­διά τους χτυ­ποῦ­σε πο­λύ ζε­στά γιά τόν Χρι­στό καί τά πρό­σω­πά τους ἦ­ταν πάντα χα­ρού­με­να καί εἰ­ρη­νι­κά. Ἡ θεί­α Χά­ρι τούς φύ­λα­γε καί δέν ἀρ­ρώ­σται­ναν.
Εἶ­χαν στό σπί­τι τους μί­α εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας θαυ­μα­τουρ­γή, μπρός στήν ὁ­ποί­α ἄ­να­βαν ἀ­κοί­μη­το καντή­λι καί ἐ­κεῖ ἔ­κα­ναν τίς προ­σευ­χές καί τίς με­τά­νοι­ές τους. Στήν Ἐκ­κλη­σί­α πή­γαι­ναν πάντα Κυ­ρια­κές καί ἑ­ορ­τές.
Ἡ Βα­σι­λι­κή εἶ­χε μί­α ἀ­δελ­φή, τήν Γε­ωρ­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α χή­ρε­ψε ἀ­πό τά 37 της χρό­νια μέ ἕ­ξι παι­διά. Οἱ ἀ­νάγ­κες τους ἦ­ταν πολ­λές καί αὐ­τή ἦ­ταν πο­λύ φτω­χή. Πή­γαι­νε τό­τε στόν γα­μπρό της Δη­μή­τρη, τόν ψα­ρᾶ πού ἦ­ταν πο­λύ ἐ­λε­ή­μων. Τόν ρω­τοῦ­σε ἂν ἔ­πια­σε ψά­ρια. Ὅ­ταν ἀ­παντοῦ­σε ὅ­τι ἔ­πια­σε, ἡ Γε­ωρ­γί­α ἔ­βα­ζε τό χέ­ρι της στήν τσέ­πη του καί ἔ­παιρ­νε ὅ­σα χρή­μα­τα εἶ­χε ἀ­νάγ­κη. Αὐ­τός χα­μο­γε­λοῦ­σε καί τῆς ἔ­λε­γε: «Ἣ­συ­χα–ἥ­συ­χα, Γε­ωρ­γί­α», τί­πο­τε ἄλ­λο καί τήν ἄ­φη­νε νά παίρ­νη ὅ­σα χρή­μα­τα ἤ­θε­λε.
Ὅ­ταν ἐ­κοι­μή­θη ὁ Δη­μή­τριος, ἡ σύ­ζυ­γός του Βα­σι­λι­κή ἄρ­χι­ζε νά μοι­ρά­ζη τά ὑ­πάρ­χοντά της. Κρά­τη­σε μό­νο τά ἀ­πο­λύ­τως ἀ­πα­ραί­τη­τα καί τά ὑ­πό­λοι­πα τά ἔ­δω­σε ἐ­λε­η­μο­σύ­νη. Ἄ­δεια­σε τό σπί­τι της. Γύ­ρι­ζε μέ τό Εὐ­αγ­γέ­λιο στήν μα­σχά­λη καί τό δι­ά­βα­ζε εὐ­καί­ρως–ἀ­καί­ρως μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια. Ἀ­πό τήν σύντα­ξή της κρα­τοῦ­σε ἕ­να μι­κρό μέ­ρος γιά τίς ἀ­νάγ­κες της καί τά ὑ­πό­λοι­πα τά μοί­ρα­ζε στούς φτω­χούς. Τήν ρω­τοῦ­σε ὁ γυι­ός της τί τά κά­νει τά χρή­μα­τα, καί αὐ­τή ἀ­παντοῦ­σε: «Τά ξό­δε­ψα, παι­δί μου».
Μί­α Κυ­ρια­κή πῆ­γε κα­τά τήν συ­νή­θειά της στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί κοι­νώ­νη­σε. Ὅ­ταν ἐ­πέ­στρε­ψε καί ἔ­φθα­σε ἔ­ξω ἀ­πό τό σπί­τι της κα­τά­λα­βε ὅ­τι ἔ­φθα­σε τό τέ­λος της. Ἐ­κεῖ μπρο­στά στήν πόρ­τα τοῦ σπι­τιοῦ γο­νά­τι­σε, ἔ­κα­νε τόν σταυ­ρό της καί φώ­να­ξε τή νύ­φη της πού ἔ­με­νε δί­πλα, λέ­γοντάς της ὅ­τι πε­θαί­νει. Καί ἔ­τσι γο­να­τι­στή καί σταυ­ρο­κο­πη­μέ­νη πα­ρέ­δω­σε τό πνεῦ­μα της στόν Κύ­ριο τόν ὁ­ποῖ­ον τό­σο ἀ­γά­πη­σε ἐκ νε­ό­τη­τός της καί ἐ­τή­ρη­σε πι­στά τίς ἐντο­λές Του. Ἐκοιμήθη πε­ρί­που τό ἔ­τος 1970.
Ὅ­ταν ἔ­γι­νε γνω­στή ἡ κοί­μη­σή της γέ­μι­σε τό σπί­τι της φτω­χούς ἀν­θρώ­πους. Ὁ ἕ­νας ἔ­λε­γε «ἐ­μέ­να μοῦ ἔ­δω­σε κου­βέρ­τα, Θε­ός σχω­ρέσ᾽ την», ὁ ἄλ­λος ἔ­λε­γε «μοῦ ἔ­δω­σε πιά­τα», ὁ ἄλ­λος «πο­τή­ρια», ὁ ἄλ­λος «χρή­μα­τα». Ἔ­τσι ἀ­πο­κα­λύ­φθη­κε με­τά τήν κοί­μη­σή της ποῦ πή­γαι­ναν τά πράγ­μα­τα καί τά χρή­μα­τά της.
Ὅ­σο ζοῦ­σε τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἡ ἀ­δελ­φή της Γε­ωρ­γί­α μέ τόν ἐγ­γο­νό της. Ἡ συμ­βου­λή της ἦ­ταν: «Νά δι­α­βά­ζης, παι­δί μου, Εὐ­αγ­γέ­λιο. Αὐ­τό εἶ­ναι τό κα­λό τό βι­βλί­ο».
Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τοῦ Δη­μη­τρί­ου καί τῆς Βα­σι­λι­κῆς Κα­λαντζῆ. Ἀ­μήν.