ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 1 Μαΐου 2020

Ὁ φόβος τῆς Κολάσεως

ΠΑΤΕΡΙΚΑΙ ΔΙΔΑΧΑΙ
Τρία εἶναι τὰ στάδια τῆς πνευματικῆς τελειώσεως. Στὸ πρῶτο στάδιο ἀνήκουν οἱ δοῦλοι, στὸ δεύτερο στάδιο ἀνήκουν οἱ μισθωτοὶ καὶ στὸ τρίτο στάδιο ἀνήκουν οἱ ἐλεύθεροι, οἱ υἱοὶ τοῦ Θεοῦ.
Τὰ δύο πρῶτα στάδια εἶναι σκαλοπάτια ποὺ ἀνεβαίνεις, γιὰ νὰ φθάσης στὸ τρίτο στάδιο τοῦ ἐλευθέρου, τοῦ τέκνου τοῦ Θεοῦ.

Ὁ φόβος ἀνήκει στὸ πρῶτο στάδιο τοῦ δούλου, ὁ ὁποῖος ἐκτελεῖ τὶς ἐντολές, γιὰ νὰ μὴ τιμωρηθῆ. Εἶναι ἀνασταλτικὸ στοιχεῖο τῆς ἁμαρτίας. Ἂν καὶ ὁ φόβος εἶναι συνέπεια τῆς πτώσεως, ὅμως εἶναι βοηθητικὸ στοιχεῖο στὸν πνευματικό μας ἀγῶνα. Στὴν πρὸς Ἑβραίους (β΄ 14-15) διαβάζουμε: «Ἐπεὶ οὖν τὰ παιδία κεκοινώνηκε σαρκὸς καὶ αἵματος, καὶ αὐτὸς παραπλησίως μετέσχε τῶν αὐτῶν, ἵνα διὰ τοῦ θανάτου καταργήσῃ τὸν τὸ κράτος ἔχοντα τοῦ θανάτου, τοῦτ’ ἔστιν τὸν διάβολον, καὶ ἀπαλλάξῃ τούτους, ὅσοι φόβῳ θανάτου διὰ παντὸς τοῦ ζῆν ἔνοχοι ἦσαν δουλείας». Μετάφραση: Ἐπειδὴ λοιπὸν τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ ἔχουν συμμετάσχει τῆς ἀσθενοῦς καὶ φθαρτῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, διὰ τοῦτο καὶ αὐτὸς παρομοίως μετέσχε τῆς αὐτῆς φύσεως καὶ ἀληθῶς ἐνηνθρώπησε, διὰ νὰ καταστήσῃ μὲ τὸν θάνατόν του ἀνίσχυρον ἐκεῖνον, ποὺ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ κράτος τοῦ θανάτου, δηλαδὴ τὸν διάβολον. Καὶ ἔτσι νὰ ἀπαλλάξῃ αὐτούς, ποὺ ἕνεκα τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν πρὸς τὸν θάνατον, εἰς ὁλόκληρον τὴν ζωήν των κατεκρατοῦντο ἀπὸ τὴν δουλείαν τῆς ἀνησυχίας καὶ τῆς ἀγωνίας, μήπως ἀποθάνουν καὶ στερηθοῦν μὲν τὴν παροῦσαν ζωήν, ὑποστοῦν δὲ καὶ τὰ δεινὰ τῆς μετὰ θάνατον καταδίκης.
Διότι «τὸ κέντρον (κεντρί) τοῦ θανάτου ἡ ἁμαρτία» (Α΄ Κορ. ιε΄, 50). Γι’ αὐτὸ «δεῖ γὰρ τὸ φθαρτὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀφθαρσίαν καὶ τὸ θνητὸν τοῦτο ἐνδύσασθαι ἀθανασίαν» (Α΄ Κορ. ιε΄ 53). Καὶ ὅταν γίνη αὐτὸ τότε «κατεπόθη ὁ θάνατος εἰς νῖκος».
Ὑπάρχει καὶ τὸ δεύτερο στάδιο τοῦ μισθωτοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκτελεῖ τὶς ἐντολές, γιὰ νὰ ἀμειφθῆ, ἐνῷ τὰ παιδιὰ τοῦ Θεοῦ (τὸ τέλειο στάδιο) τηροῦν τὶς ἐντολὲς μόνον ἀπὸ ἀγάπη πρὸς τὸν Πατέρα.
Τί σημαίνει κόλαση; Κόλαση σημαίνει τιμωρία.
«Τότε εἶπεν ὁ βασιλεὺς τοῖς διακόνοις· δήσαντες αὐτοῦ πόδας καὶ χεῖρας ἄρατε αὐτὸν καὶ ἐκβάλετε εἰς τὸ σκότος τὸ ἐξώτερον· ἐκεῖ ἔσται ὁ κλαυθμὸς καὶ ὁ βρυγμὸς τῶν ὀδόντων». Μετάφραση: Τότε εἶπε ὁ βασιλεὺς στοὺς ὑπηρέτες· Ἀφοῦ τοῦ δέσετε χέρια καὶ πόδια, πάρτε τον καὶ ρίψατέ τον ἔξω στὸ σκότος τὸ πιὸ βαθύ, ποὺ εἶναι μακρυὰ ἀπὸ τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἐκεῖ θὰ εἶναι ὁ κλαυθμὸς καὶ τὸ τρίξιμο τῶν δοντιῶν (Ματθ. κβ, 13).
Ὅπως δὲ λέγουν καὶ οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας «τὸ κολαστικότερον τῆς κολάσεως εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ Θεοῦ».
• Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος λέγει:
«Ἀκατάπαυστα νὰ ἀναπαριστάνης μέσα σου καὶ νὰ περιεργάζεσαι τὴν ἄβυσσο τοῦ σκοτεινοῦ πυρός, τοὺς ἄσπλαγχνους ὑπηρέτες, τὸν Κριτὴ ποὺ δὲν θὰ συμπαθῆ καὶ δὲν θὰ συγχωρῆ πλέον, τὸ ἀπέραντο χάος μὲ τὶς καταχθόνιες φλόγες, τὸ ὀδυνηρὸ κατέβασμα στὰ χάσματα καὶ στοὺς ὑπογείους καὶ φοβεροὺς τόπους. . . καὶ ὅλες τὶς παρόμοιες εἰκόνες. Ἔτσι ἀπὸ τὸν πολὺ τρόμο θὰ ἐξαφανισθῆ ἀπὸ μέσα μας ἡ λαγνεία καὶ θὰ ἑνωθῆ ἡ ψυχή μας μὲ τὴν ἄφθαρτη ἁγνεία. Δηλαδὴ θὰ δεχθῆ μέσα μας τὸ ἄφθαρτο πῦρ τῆς ἁγνείας, τὸ κατὰ πολὺ λαμπρότερο (ἀπὸ τὸ πῦρ τῶν κολάσεων καί) τοῦ πένθους».
Καὶ συνεχίζει:
«Ἡ κατάκλισίς σου στὸ κρεββάτι, ἂς σοῦ εἶναι προτύπωσις τῆς κατακλίσεώς σου στὸν τάφο, καὶ τότε θὰ κοιμηθῆς λιγώτερο. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀπόλαυσις τοῦ φαγητοῦ στὴν τράπεζα, ἂς σοῦ ὑπενθυμίζη τὸ θλιβερὸ ἐκεῖνο φαγητὸ ποὺ θὰ κάνουν τὰ σκουλήκια τὸ σῶμα σου, καὶ τότε λιγώτερο θὰ φάγης. Καὶ ὅταν πίνης νερό, νὰ μὴ λησμονῆς τὴν δίψα στὴν φλόγα τῆς κολάσεως, ὁπότε θὰ περιορίσης ὁπωσδήποτε τὴν φυσική σου ἐπιθυμία».
Ὁ φόβος λοιπὸν τῆς κολάσεως (ὄχι φοβία ἤ ἀπελπισία) μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἀποφύγουμε τὰ αἰώνια καὶ ἀβάστακτα βάσανα. Διότι ὅπως λέγει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης:
«Φόβος οὐκ ἐστὶν ἐν τῇ ἀγάπῃ, ἀλλ’ ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον, ὅτι ὁ φόβος κόλασιν ἔχει, ὁ δὲ φοβούμενος οὐ τετελείωται ἐν τῇ ἀγάπῃ». Μετάφραση κ. Π. Τρεμπέλα: Φόβος τοῦ Κριτοῦ ἐξ αἰτίας ἐνοχῆς, διὰ τὴν ὁποίαν θὰ μᾶς δικάσῃ, δὲν ὑπάρχει εἰς ἐκεῖνον ποὺ ἀγαπᾷ, ἀλλ’ ἡ ἀγάπη, ὅταν εἶναι τελεία, ἀπομακρύνει καὶ βγάζει ἔξω ἀπὸ τὴν ψυχὴν τὸν φόβον. Διότι ὁ φόβος προκαλεῖ βάσανον καὶ τιμωρίαν λόγῳ τῆς ποινῆς, τὴν ὁποίαν μετὰ τρόμου ὁ ἔνοχος περιμένει νὰ τοῦ ἐπιβάλλη ὁ Κριτὴς διὰ τὰς ἁμαρτίας του. Ἐκεῖνος δὲ ποὺ φοβεῖται ἐξ αἰτίας τῆς ἐνοχῆς του, δὲν ἔχει γίνει τέλειος εἰς τὴν ἀγάπην.
Τὴν τέλεια ἀγάπη ἐπιτυγχάνουν τὰ τέκνα τοῦ Θεοῦ, δηλαδή οἱ Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.