ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 31 Μαΐου 2020

«Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ. Βλέ­πεις; Ἐδῶ πα­ρα­στέ­κον­ται δύ­ο ἀγ­γε­λά­κια καί μοῦ λέ­νε: ”Ποῦ νά σέ πᾶ­με; Αὐ­τά εἶ­ναι ἀ­συγ­χώ­ρη­τα. Για­τί δέν τά ἐ­ξωμο­λο­γή­θη­κες;”»

 λθ’. Ἄγ­γε­λοι βοηθοῦν στήν ἐ­ξο­μο­λό­γη­ση
Πα­λαι­ό­τε­ρα ἕ­νας ἱ­ε­ρέ­ας ἀ­πό τή Νέα Σκή­τη ἔπαιρ­νε ἐ­φη­με­ρί­α στόν Ἅ­γιο Παῦ­λο, δι­ό­τι τό Μο­να­στή­ρι δέν εἶ­χε πα­πά­δες. Μα­ζί του ἐρ­χό­ταν καί ὁ πα­ρα­δελ­φός του πού ἦ­ταν καί κα­τά σάρ­κα ἀ­δελ­φός του. Ὁ ἐ­φη­μέ­ριος ἦ­ταν 70 ἐ­τῶν καί ὁ ἀδελ­φός του 90. Κάποια φο­ρά ὁ μο­να­χός δέν αἰ­σθα­νό­ταν κα­λά καί πα­ρε­κά­λε­σε τόν πα­πᾶ νά φω­νά­ξη ἀ­πό τή Νέα Σκή­τη τόν Πνευ­μα­τι­κό νά ἐ­ξο­μο­λο­γη­θῆ καί νά κοι­νω­νή­ση. Μέχρις ὅ­μως νά ᾿ρθῆ ὁ Πνευ­μα­τι­κός, ἔ­πε­σε ὁ μο­να­χός σέ κῶ­μα. Εἶ­πε ὁ Πνευ­μα­τι­κός νά βγοῦν οἱ ἄλ­λοι ἔ­ξω. Ἀ­κο­ύμ­πη­σε τήν θε­ί­α Κοι­νω­νί­α στό τρα­πέ­ζι, γο­νά­τι­σε καί ἔ­κα­νε δυ­να­τή προ­σευ­χή: «Πα­να­γί­α μου», εἶ­πε, «μία στιγ­μο­ύ­λα νά συ­νέλ­θη νά τόν κοι­νω­νή­σω καί με­τά ἄς φύ­γη».

Γιά μία στιγμή συ­νῆλ­θε τό γε­ρον­τά­κι καί λέ­ει στόν Πνευ­μα­τι­κό: «Σ᾿ εὐ­χα­ρι­στῶ πο­λύ. Βλέ­πεις; Ἐδῶ πα­ρα­στέ­κον­ται δύ­ο ἀγ­γε­λά­κια καί μοῦ λέ­νε: ”Ποῦ νά σέ πᾶ­με; Αὐ­τά εἶ­ναι ἀ­συγ­χώ­ρη­τα. Για­τί δέν τά ἐ­ξωμο­λο­γή­θη­κες;”».
Εἶ­χε ξε­χά­σει δύ­ο σο­βα­ρές ἁ­μαρ­τί­ες, τίς ὁ­ποῖ­ες τοῦ θύ­μι­σαν οἱ Ἄγ­γε­λοι. Δέν τίς ἔ­κρυ­ψε, ἀλ­λά δέν τίς θυ­μό­ταν. Τίς ἐ­ξω­μο­λο­γή­θη­κε, τοῦ δι­ά­βα­σε συγ­χω­ρη­τι­κή εὐ­χή ὁ Πνευ­μα­τι­κός καί τόν κοι­νώ­νη­σε. Εὐ­χα­ρί­στη­σε τόν Πνευ­μα­τι­κό καί ἐ­κοι­μή­θη χα­ρο­ύ­με­νος καί ἀ­νά­λα­φρος.

μ’. ”Τί χα­ρά ἔ­νι­ω­σα!”
Δι­ή­γη­ση Γέροντος: «Ἤ­μουν Δα­σο­νό­μος καί εἶ­χα και­ρό νά κοι­νω­νή­σω. Τότε κοι­νω­νο­ύ­σα­με κά­θε εἴ­κο­σι μέ­ρες. Πέρασε λοι­πόν και­ρός καί ἐ­πε­θύ­μη­σα νά κοι­νω­νή­σω. Ἑ­τοι­μά­στη­κα, νή­στε­ψα τρεῖς μέ­ρες καί κα­τέ­βη­κα μέ τά πό­δια στό Μο­να­στή­ρι βα­δί­ζον­τας δυό­μι­σι ὧ­ρες. Πῆ­γα νά πά­ρω εὐ­λο­γί­α ἀ­πό τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο. Ἐ­κεῖ­νος λί­γο θυ­μω­μέ­να μοῦ εἶ­πε, ”δέν ἔ­χει εὐ­λο­γί­α­”. Ἐ­γώ εἶ­πα· ”νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­” καί ἔ­φυ­γα. Μέσα μου ὅ­μως στε­νο­χω­ρή­θη­κα. Εἶ­πα: ”Τόσο κό­πο ἔ­κα­να νά ἔρ­θω, νή­στε­ψα, τό­σον και­ρό ἔχω νά κοι­νω­νή­σω, για­τί νά μή μέ ἀ­φή­νη;”. Ὄ­χι πώς κα­τη­γό­ρη­σα τόν Γέροντα. Μέσα μου εἶ­πα ὅ­τι αὐ­τός κα­λά κά­νει τήν δου­λειά του, ἀλ­λά ἀ­να­ρω­τι­ό­μουν σέ τί ἔ­φται­ξα, ὥ­στε νά ἐ­πι­τρέ­ψη ὁ κα­λός Θε­ός τέ­τοι­α δο­κι­μα­σί­α. Μέ στο­ί­χι­σε. Σκε­φτό­μουν ποῦ ἔφται­ξα, τί ἔ­κα­να. Δέν μπο­ροῦ­σα νά βρῶ, ἴ­σως κά­τι ἦ­ταν καί δέν τό ἔ­βλε­πα. Ἐ­κεῖ πού συλ­λο­γι­ό­μου­να αὐ­τά μέ πι­ά­νουν τά δά­κρυ­α καί ἔ­κλαψα λί­γο. Λέγω· ”δέν πει­ρά­ζει, γιά κα­λό μου θἆ­ναι­”.
»Ὅ­ταν προ­χώ­ρη­σε ἡ ἀ­κο­λου­θί­α καί φτά­σα­με στήν Λει­τουρ­γί­α, πρίν ἀπό τό ”Μετά φό­βου­”, ἔρ­χε­ται ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος καί μοῦ λέ­ει νά κοι­νω­νή­σω. Τοῦ εἶ­πα ὅ­τι δέν δι­ά­βα­σα τήν θε­ί­α Με­τά­λη­ψη. Μοῦ εἶ­πε νά κά­νω ὑ­πα­κοή, νά κοι­νω­νή­σω καί νά δι­α­βά­σω με­τά τήν θε­ί­α Με­τά­λη­ψη.
»”Νἆναι εὐ­λο­γη­μέ­νο­”, εἶ­πα, καί πῆ­γα κοι­νώ­νη­σα. Ἔ, τί χα­ρά ἔ­νι­ω­σα, τί χα­ρά! Λέω, ”βρέ πει­ρα­σμέ, δι­κό σου ἦ­ταν αὐ­τό γιά νά μέ βά­λης νά πῶ κά­τι γιά τόν Γέροντα νά ψυ­χραν­θῶ, οὔ­τε νά κοι­νω­νή­σω καί νά στε­νο­χω­ρέ­σω καί τόν Γέροντα”. Ἀλ­λά δάγ­κω­σα τήν γλῶσ­σα μου νά μήν πῶ τί­πο­τε. ”Ἐγώ φτα­ί­ω­”, εἶ­πα, ”δέν φτα­ί­ει ὁ Γέροντας”».

μα΄. Στόν ἔ­παι­νο ἀ­κο­λου­θεῖ πει­ρα­σμός
Κάποτε χι­ό­νι­σε πο­λύ. Στήν αὐ­λή ἑ­νός Μο­να­στη­ριοῦ τό χι­ό­νι εἶ­χε φτά­σει τό 1,5 μέ­τρο. Ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός δέν μπο­ροῦ­σε νά πά­η στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Πῆ­ρε τό­τε τό φτυ­ά­ρι καί ἄ­νοι­ξε δι­ά­δρο­μο. Ἔ­κα­νε πα­ρα­πά­νω ἀ­πό μία ὥ­ρα. Ὅ­ταν ὁ Ἡ­γο­ύ­με­νος τό εἶ­δε, χά­ρη­κε, τόν χτύ­πη­σε στόν ὦ­μο λέ­γον­τάς του ”μπράβο”. Σάν ἀ­πό προ­α­ί­σθη­ση ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός δέν ἀ­να­πα­ύ­τη­κε μέ τόν ἔ­παι­νο καί φο­βή­θη­κε μήν ἀ­κο­λου­θή­ση κα­νέ­νας πει­ρα­σμός· καί ὄν­τως συ­νέ­βη.
Τήν ἄλ­λη μέ­ρα πῆ­γε νά πῆ κά­τι στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο, ἀλ­λά ἐ­κεῖ­νος θυ­μω­μέ­νος τόν ἔ­δι­ω­ξε: «Φῦ­γε ἀ­πό δῶ γου­ρο­ύ­νι, γα­ϊ­δο­ύ­ρι» καί ἄλ­λα, καί ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός δέν ἔ­βγα­λε μι­λιά.
Στήν ἀ­κο­λου­θί­α κά­θον­ταν καί οἱ δύ­ο στόν ἴ­διο χο­ρό καί ἔ­βλε­πε τόν Γέροντα μέ σκυμ­μέ­νο κε­φά­λι. Ὁ Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι γιά τόν Γέροντα καί πί­στευ­ε μέ­σα του ὅ­τι αὐ­τό ἔ­γι­νε γιά νά τόν δο­κι­μά­ση. Πῆ­γε τό­τε καί εἶ­πε στόν Ἡ­γο­ύ­με­νο: «Εὐ­λό­γη­σον, Γέροντα, νά μέ συγ­χω­ρέ­σης, ἄν εἶ­σαι στε­νο­χω­ρη­μέ­νος ἀ­πό μέ­να νά σοῦ βά­λω ὅ­σες με­τά­νοι­ες θέ­λεις. Δέν ἔ­χω τί­πο­τα. Νά μέ συγ­χω­ρέ­σης, γιά νά αἰ­σθά­νωμαι πιό ἄ­νε­τα». Ὁ Γέροντας ἀ­πάν­τη­σε ὅ­τι δέν ἔ­χει τί­πο­τε, καί ἔ­τσι εἰ­ρή­νευ­σε ὁ ἀ­νε­ύ­θυ­νος καί τα­πει­νός μο­να­χός. Ἡ ἀ­γά­πη του τόν ἔ­κα­νε νά σκέ­φτε­ται πε­ρισ­σό­τε­ρο τόν Γέροντα, μήν τυ­χόν εἶ­ναι στε­νο­χω­ρη­μέ­νος, ἄν καί ὁ ἴ­διος δέν ἀν­τι­μί­λη­σε καί δέν κα­τέ­κρι­νε τόν Ἡ­γο­ύ­με­νο.