ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Τά τέλη τῶν δικαίων

Ο Πα­να­γι­ώ­της Βα­σι­λειά­δης γεν­νή­θη­κε στήν Τρα­πε­ζοῦντα τό 1880. Ἦ­ταν ἔμ­πο­ρος χαλ­κοῦ, ἀρ­κε­τά εὐ­κα­τά­στα­τος. Ἡ γυ­ναῖ­κα του Δέ­σποι­να ἦ­ταν ἀ­πό φτω­χή οἰ­κο­γέ­νεια ἀλ­λά πλού­σια σέ ψυ­χι­κές ἀ­ρε­τές. Ἀ­πέ­κτη­σαν ἑ­πτά παι­διά.
Ἦ­ταν ἀ­γα­πη­μέ­νο ἀν­δρό­γυ­νο καί ὅ­λες τίς ἀ­πο­φά­σεις τίς ἔ­παιρ­ναν ἀ­πό κοι­νοῦ. Συμ­φώ­νη­σαν ἀ­κό­μη νά προ­στε­θοῦν στήν οἰ­κο­γέ­νειά τους ἐ­κτός ἀ­πό τούς γο­νεῖς τους καί ἄλ­λοι κοντι­νοί συγ­γε­νεῖς μέ οἰ­κο­νο­μι­κά προ­βλή­μα­τα, χῆ­ρες, ὀρ­φα­νά κ.ἄ.
Κα­θώς εἶ­χε με­γά­λο σπί­τι[1] καί ἐ­πει­δή εἶ­χε σχέ­σεις μέ ἀν­θρώ­πους τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, φι­λο­ξε­νοῦ­σε Μη­τρο­πο­λί­τες καί ἱε­ρεῖς ἀ­πό δι­ά­φο­ρα μέ­ρη πού ἔρ­χονταν στήν Τρα­πε­ζοῦντα, φτω­χούς, ἀ­στέ­γους καί πε­ρα­στι­κούς. Ὁ Πα­να­γι­ώ­της, σάν τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­βρα­άμ, δέν ἔ­δι­ω­χνε κα­νέ­ναν ἀ­πό τό σπί­τι του. Ὅ­λους τούς ἀ­νέ­παυ­ε, τούς φι­λο­ξε­νοῦ­σε καί τούς χόρ­ται­νε μέ τά ὑ­λι­κά ἀ­γα­θά, ἰδι­αί­τε­ρα δέ μέ τήν ἀρ­χοντι­κή του ἀ­γά­πη.
Ἕ­να ἀ­πό τά πολ­λά δῶ­ρα πού τοῦ προ­σέ­φε­ραν οἱ φι­λο­ξε­νού­με­νοι σώ­ζε­ται μέ­χρι σή­με­ρα. Εἶ­ναι ἕνα προ­σευ­χη­τά­ρι μέ ψαλ­μούς τυ­πω­μέ­νο στήν Βε­νε­τί­α τό ἔ­τος 1780, στήν Τούρ­κι­κη γλῶσ­σα. Αὐ­τό καί τό Εὐ­αγ­γέ­λιο ἦ­ταν τά ἀ­γα­πη­μέ­να του βι­βλί­α, τά ὁ­ποῖ­α δι­ά­βα­ζε συ­χνά.
Σέ ὅ­λη του τήν ζω­ή στίς εὐ­κο­λί­ες καί στίς δυ­σκο­λί­ες του πάντα κα­τέ­φευ­γε στόν Θε­ό. Ἡ πί­στη του στόν Θε­ό ἦ­ταν δυ­να­τή καί ζωντα­νή. Πέντε φο­ρές κά­θε μέ­ρα προ­σευ­χό­ταν λέ­γοντας πάντα στήν ἀρ­χή τόν ν’ ψαλ­μό «Ἐ­λέ­η­σόν με, ὁ Θε­ός…».
Ὅ­ταν ἦ­ταν μό­νος του στό σπί­τι τοῦ ἄ­ρε­σε νά ψέλ­νη. Συμ­βού­λευ­ε τά παι­διά του νά εἶ­ναι τα­πει­νά καί νά μήν ξε­χνοῦν ὅ­τι «ὁ ὑ­ψῶν ἑ­αυ­τόν τα­πει­νω­θή­σε­ται, ὁ δέ τα­πει­νῶν ἑαυτόν ὑ­ψω­θή­σε­ται»[2].
Ἦ­ταν ἄν­θρω­πος εἰ­ρη­νι­κός καί ἤ­ρε­μος. Βο­η­θοῦ­σε πολ­λούς πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη καί ἰ­δι­αί­τε­ρα τίς χῆ­ρες πού εἶ­χαν μι­κρά παι­δά­κια ὀρ­φα­νά, για­τί εἶ­χε ἀ­δυ­να­μί­α στά μι­κρά παι­δά­κια.
Κά­πο­τε ἡ μι­κρή του κό­ρη τοῦ ζή­τη­σε νά τῆς ἀ­γο­ρά­ση πα­πού­τσια γιά τό Πά­σχα. Αὐ­τός τά ἀ­γό­ρα­σε ἀλ­λά εἶ­δε κά­ποι­ο κο­ρι­τσά­κι ὀρ­φα­νό ξυ­πό­λυ­το στήν ἴ­δια ἡ­λι­κί­α καί τά φό­ρε­σε σ᾽ αὐ­τό. Ὅ­ταν ἡ κό­ρη του δι­α­μαρ­τυ­ρή­θη­κε, αὐ­τός τῆς ἀ­πάντη­σε χω­ρίς δι­και­ο­λο­γί­ες: «Ἐ­σύ, παι­δί μου, ἔ­χεις πα­τέ­ρα. Μπο­ρεῖς νά τά ἔ­χης καί αὔ­ριο». Προ­στά­τευ­ε καί τούς ὑ­παλ­λή­λους του. Τούς βο­η­θοῦ­σε νά ἔ­χουν δι­κά τους σπί­τια. Ἀ­κό­μη εὐ­ερ­γε­τοῦ­σε πολ­λούς Τούρ­κους πού εἶ­χαν ἀ­νάγ­κη.
Τό ἔ­τος 1920 ἦρ­θαν στήν Ἑλ­λά­δα πάμ­φτω­χοι, για­τί τά ἄ­φη­σαν ὅ­λα. Γιά ἀσφάλεια, ἄ­φη­σε σ᾽ ἕ­να φί­λο του Τοῦρ­κο μί­α εἰ­κό­να θαυ­μα­τουρ­γή, κλη­ρο­νο­μιά ἀ­πό τούς γο­νεῖς του, πού χρο­νο­λο­γεῖ­ται ἀ­πό τό ἔ­τος 1520. Ὅ­μως ἀ­πό τήν ἡ­μέ­ρα πού τήν πῆ­ρε ὁ Τοῦρ­κος στό σπί­τι του κά­θε βρά­δυ ἔ­κα­νε ἕ­να χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό κρό­το, ὥ­στε νά μήν μπο­ροῦν νά κοι­μη­θοῦν. Ὁ­πό­τε ὁ Τοῦρκος εἰ­δο­ποί­η­σε τόν Πα­να­γι­ώ­τη καί μέ πολ­λή συγ­κί­νη­ση καί εὐ­λά­βεια τήν πῆ­ρε καί τήν ἔ­φε­ρε στήν Ἑλ­λά­δα μα­ζί του. Ἡ εἰ­κό­να πα­ρι­στά­νει τόν Χρι­στό στήν μέ­ση, δε­ξιά τήν Πα­να­γί­α καί ἀ­ρι­στε­ρά τόν Τί­μιο Πρό­δρο­μο[3].
Ἡ ζω­ή τους στήν Ἑλ­λά­δα ἦ­ταν πά­ρα πο­λύ δύ­σκο­λη. Ἔ­χα­σαν τά πάντα καί ὅ­μως αὐ­τός τούς ἔ­λε­γε: «Δο­ξά­στε τόν Θε­ό, δέν θά μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­ψη».
Καί πά­λι μέ­σα στήν στέ­ρη­ση ὁ πο­νό­ψυ­χος Πα­να­γι­ώ­της δέν ξε­χνοῦ­σε τούς φτω­χούς συγ­γε­νεῖς του. Μέ­χρι πού γέ­ρα­σε εἶ­χε τίς τσέ­πες του γε­μᾶ­τες μέ κα­ρα­μέλ­λες, κέρ­μα­τα καί ἄλ­λα πράγ­μα­τα πού πρό­σφε­ρε στά μι­κρά παι­δά­κια πού συ­ναντοῦ­σε νά παί­ζουν στό δρό­μο. Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ με­γά­λη του χα­ρά.
Τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια τῆς ζω­ῆς του τά ἔ­ζη­σε στό σπί­τι τῆς μι­κρό­τε­ρης κό­ρης του Σο­φί­ας. Ὑ­πέ­φε­ρε πο­λύ ἀ­πό βρογ­χι­κό ἆ­σθμα. Τό ἔ­τος 1955, τό Πά­σχα ἦ­ταν 17 Ἀ­πρι­λί­ου. Λί­γες μέ­ρες νω­ρί­τε­ρα ὁ Θε­ός τόν πλη­ρο­φό­ρη­σε νά ἑ­τοι­μα­στῆ γιά τήν ἄλ­λη ζω­ή. «Μέ εἰ­δο­ποί­η­σαν ὅ­τι φεύ­γω καί θέ­λω νά ἑ­τοι­μα­στῶ», εἶ­πε στά παι­διά του. Τήν ἡ­μέ­ρα τῶν Βα­ῒ­ων πῆ­γε μό­νος στήν Ἐκ­κλη­σί­α πού ἦ­ταν ἀρ­κε­τά μα­κρυά, καί ἂς ἦ­ταν τό­σο ἐ­ξαντλη­μέ­νος. Κοι­νώ­νη­σε γο­να­τι­στός. Ἦ­ταν πο­λύ ἤ­ρε­μος αὐ­τές τίς ἡ­μέ­ρες. Τήν Με­γά­λη Πα­ρα­σκευ­ή ὅ­μως τό με­ση­μέ­ρι ση­κώ­θη­κε ἀ­πό­το­μα ἀ­πό τό κρεβ­βά­τι του καί μο­νο­λο­γοῦ­σε ἔντο­να. Τόν ρώ­τη­σε ἡ κό­ρη του: «Θέ­λεις, πα­τέ­ρα, κά­τι;», «ὄ­χι παι­δί μου», τῆς εἶ­πε. «Νά, ἦρ­θαν νά μέ πά­ρουν καί ἐ­γώ πι­κρά­θη­κα. Μή χα­λᾶ­τε τό Πά­σχα τῶν παι­δι­ῶν μου», τούς εἶ­πα.
Τήν Δεύ­τε­ρη ἡ­μέ­ρα τοῦ Πά­σχα ἡ ὑ­γεί­α του ἐ­πι­δει­νώ­θη­κε ἀρ­κε­τά. Μα­ζεύ­τη­καν στό σπί­τι τά παι­διά του, οἱ νύ­φες του καί οἱ γα­μπροί του.
Τό ἀ­πό­γευ­μα πιά δύ­σκο­λα ἀ­νέ­πνε­ε. Γύ­ρι­σε τό κε­φά­λι του, τούς κοί­τα­ξε ὅ­λους καί στόν γα­μπρό τῆς με­γά­λης κό­ρης του, πού ἦ­ταν πο­λύ ἰ­δι­ό­τρο­πος, τοῦ εἶ­πε κου­νώντας θλιμ­μέ­να τό κε­φά­λι του: «Σάβ­βα, Σάβ­βα», καί ἀ­πό τά μά­τια του κύ­λη­σαν δά­κρυα. Ἔ­γει­ρε με­τά τό κε­φά­λι του καί τό ἀ­πό­γευ­μα στίς 7 ἡ ὥ­ρα κοι­μή­θη­κε εἰ­ρη­νι­κά. Ἔ­φυ­γε φτω­χός καί σε­μνός, ἀλ­λά γύ­ρω του ἦ­ταν ὅ­λα τά παι­διά του.
Στά σα­ράντα του ἦρ­θαν Τοῦρ­κοι ἀ­πό τήν Τρα­πε­ζοῦντα, τούς ὁ­ποί­ους εἶ­χε εὐ­ερ­γε­τή­σει ὅ­ταν ζοῦ­σε ἐ­κεῖ ὁ ἐ­λε­ή­μων Πα­να­γι­ώ­της.
Λί­γο πρίν ἀπό τούς ἕ­ξι μῆ­νες με­τά τόν θά­να­τό του πα­ρου­σι­ά­στη­κε στήν γυ­ναῖ­κα του στόν ὕ­πνο της. Τῆς εἶ­πε ὅ­τι θά τήν ἔ­παιρ­νε μα­ζί του γι᾽ αὐ­τό νά ἑ­τοι­μα­στῆ. Ἔ­τσι, χωρίς κα­μ­μιά ἀμ­φι­βο­λί­α ἡ γυ­ναῖ­κα του πῆ­γε στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί κοι­νώ­νη­σε μέ πολ­λή εὐ­λά­βεια.
Τήν πα­ρα­μο­νή πού ἑ­τοί­μα­ζαν τά κόλ­λυ­βα γιά τό μνη­μό­συ­νο τοῦ ἑ­ξα­μή­νου, τό με­ση­μέ­ρι, τήν ὥ­ρα πού ἔ­τρω­γαν, ἐ­κοι­μή­θη καί αὐ­τή ἀ­πό ἀ­να­κο­πή τῆς καρ­διᾶς της.
Ὅ­ταν στά τρί­α χρό­νια ἔ­κα­ναν τήν ἀ­να­κο­μι­δή, τά ὀ­στᾶ του ἦ­ταν κα­θα­ρά καί κί­τρι­να σάν λε­μό­νι.
Με­τά ἀ­πό χρό­νια πα­ρου­σι­ά­στη­κε στόν ὕ­πνο τῆς κό­ρης του Σο­φί­ας. Ὅ­ταν τόν ρώ­τη­σε: «Τί κά­νεις, πα­τέ­ρα; Πῶς περ­νᾶς;», αὐ­τός τῆς εἶ­πε: «Εἶ­μαι πο­λύ κα­λά. Εἴ­μα­στε μα­ζί μέ τήν μη­τέ­ρα σου. Ἐ­δῶ εἶ­ναι πο­λύ ὡ­ραῖ­α. Οὔ­τε πει­νᾶς, οὔ­τε δι­ψᾶς, οὔ­τε κρυ­ώ­νεις, μή στε­να­χω­ρι­έ­στε γιά μᾶς».
Αἰ­ω­νί­α του ἡ μνή­μη. Ἀ­μήν.
[1]. Μέ­χρι πρό τι­νων ἐ­τῶν στό σπί­τι του, πού σώ­ζε­ται μέχρι σή­με­ρα, στε­γα­ζό­ταν κά­ποι­α κρα­τι­κή ὑ­πη­ρε­σί­α τῆς­ Τρα­πε­ζοῦ­ντος.
[2]. Λουκ. ι­η’, 14.
[3]. Ἡ εἰ­κό­να καὶ τό προ­σευ­χη­τά­ρι φυ­λάσ­σονται σή­με­ρα στό σπί­τι τῆς κό­ρης του Σοφίας πού γη­ρο­κό­μη­σε τούς γο­νεῖς της.