ΥΠΑΡΧΟΥΝ, ἀγαπητοί μου,
ἄπιστοι καὶ ἄθεοι, ποὺ ἀνοίγουν τὰ στόματά τους καὶ χλευάζουν τὰ ὅσια
καὶ ἱερά, καὶ προσπαθοῦν νὰ ξερριζώσουν ἀπ’ τὶς καρδιὲς τῶν ἀνθρώπων τὴν
πίστι στὸ Θεό. Μερικοὶ ἀπὸ αὐτοὺς λένε μὲ τρόπο δόλιο· Καλὰ εἶν’ αὐτὰ
ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο καὶ κηρύττει ἡ ᾿Εκκλησία, ἀλλὰ ποιός τὰ κάνει;… Ὁ
λόγος αὐτὸς σπέρνει ἀπιστία.
«Ποιός τὰ κάνει;…»· θέλουν δηλαδὴ νὰ ποῦν,
ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο πάλιωσε πλέον. Ἀλλὰ ὁ ἥλιος μπορεῖ νὰ παλιώσῃ, τὸ
Εὐαγγέλιο δὲν παλιώνει. Αὐτοὶ δὲν πιστεύουν, γι᾿ αὐτὸ θέλουν ἕνα
καινούργιο «εὐαγγέλιο», ἀντιευαγγέλιο, «εὐαγγέλιο» τοῦ ἀντιχρίστου. Τί
ἔχουμε ν’ ἀπαντήσουμε σ᾿ αὐτούς; Ὅτι, καὶ ἕνας ἀκόμη μέσ᾿ στὰ
δισεκατομμύρια ἂν παρουσιαστῇ νὰ ἐφαρμόζῃ τὸ Εὐαγγέλιο, ἀρκεῖ αὐτὸς ν’
ἀποδείξῃ, ὅτι ἡ ἐφαρμογὴ τοῦ Εὐαγγελίου εἶνε δυνατή. Ἐφ’ ὅσον ἕνας τὸ
ἐφήρμοσε, μποροῦν νὰ τὸ ἐφαρμόσουν καὶ οἱ ἄλλοι· διότι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι
εἶνε τοῦ αὐτοῦ φυράματος.
᾿Αλλ’ ἐρωτῶ· ἕνας μόνο
ἐφήρμοσε τὸ Εὐαγγέλιο; Ὄχι ἕνας ἀλλὰ πολλοί. Πόσοι; Τὸ φωνάζει ἡ
σημερινὴ ἑορτὴ τῶν ἁγίων Πάντων. Σήμερα δὲν ἑορτάζει ἕνας ἅγιος, δὲν
ἑορτάζουν δύο ἅγιοι ἢ δέκα ἢ ἑκατὸ ἢ τριακόσοι ἢ πεντακόσοι ἢ χίλιοι
ἅγιοι. Ἐὰν μπορῆτε νὰ μετρήσετε τὰ ἄστρα τοῦ οὐρανοῦ, τότε θὰ μπορέσετε
νὰ μετρήσετε καὶ τοὺς ἁγίους ποὺ ἑορτάζουμε σήμερα, γνωστοὺς καὶ
ἀγνώστους. Οἱ ἅγιοι εἶνε ἀπ᾿ ὅλο τὸν κόσμο. Εἶνε ἄντρες ἀλλὰ καὶ
γυναῖκες καὶ παιδιά. Εἶνε γέροι ἀλλὰ καὶ νήπια. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ
ἐπαγγέλματα· βοσκοί, γεωργοί, ἐργάται, διδάσκαλοι, καθηγηταί, φιλόσοφοι,
ποιηταί, ῥήτορες, βασιλεῖς, στρατηγοί. Εἶνε ἀπ’ ὅλα τὰ μέρη τῆς γῆς·
Ἕλληνες, Βούλγαροι, Σέρβοι, ῾Ρουμᾶνοι, ῾Ρῶσοι, παντοῦ ὅπου ὑπάρχει
᾿Ορθοδοξία. Ἅγιοι ἑκατομμύρια. Καὶ ὅλοι αὐτοὶ τί μᾶς φωνάζουν;
Διαψεύδουν τοὺς ἀπίστους καὶ λένε· Ἐμεῖς δὲ ζήσαμε στὸ φεγγάρι οὔτε στὰ
ἄστρα, ἐδῶ κάτω στὴ γῆ ζήσαμε· ἐφ’ ὅσον λοιπὸν ἐμεῖς ἐφαρμόσαμε τὸ
Εὐαγγέλιο, μπορεῖτε κ᾽ ἐσεῖς νὰ τὸ ἐφαρμόσετε. Μᾶς φωνάζουν μὲ σάλπιγγες
οὐράνιες νὰ τοὺς μιμηθοῦμε, νὰ ζήσουμε κ’ ἐμεῖς ὅπως ἐκεῖνοι. Πῶς
ἔζησαν οἱ ἅγιοι, τὸ λέει τὸ εὐαγγέλιο σήμερα. Ἕνα ἀπὸ τὰ γνωρίσματα τῶν
ἁγίων εἶνε – ποιό; Τὸ εἶπε ὁ Χριστός· Ὅποιος μὲ ὁμολογήσῃ, θὰ τὸν
ὁμολογήσω κ’ ἐγὼ μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα (βλ. Ματθ. 10,32). Καθῆκον
μας δηλαδὴ εἶνε ἡ ὁμολογία.
Τί θὰ πῇ ὁμολογία; Αὐτὸ ποὺ
πιστεύεις νὰ μὴν τὸ κρύβῃς, ἀλλὰ νὰ τὸ λὲς μὲ τὸ στόμα σου. Σωστὸ εἶν’
αὐτό. Ὅπως ἕνας νέος ποὺ ἀγαπάει μιὰ νέα δὲν κρύβει τὸν ἔρωτά του, ἀλλ’
ὅπου νὰ σταθῇ μὲ ὅλα τὰ μέσα (μὲ νεύματα, μὲ λουλούδια, μὲ γράμματα, μὲ
ποιήματα, μὲ τραγούδια, μὲ κάθε τρόπο) ἐκφράζει τὸν ἔρωτά του, φανερώνει
τὴν ἀγάπη του, ἔτσι κ’ ἐσύ. Ἂν εἶσαι Χριστιανός, ἂν αἰσθάνεσαι ἀγάπη
γιὰ τὸ Χριστό, νὰ τὸν ὁμολογῇς παντοῦ, νὰ τὸν κηρύττῃς θερμά. Αὐτὸ
ἔκαναν οἱ ἅγιοι Πάντες· ὡμολόγησαν τὸ Χριστό.
Ποῦ τὸν ὡμολόγησαν; Ὄχι μόνο
στὰ χρόνια τὰ ἥσυχα, ἀλλὰ καὶ στὰ χρόνια τὰ δύσκολα, στὰ φοβερὰ χρόνια
τῶν διωγμῶν. Τότε ἕνα ἔγκλημα ὑπῆρχε· τὸ νὰ λέῃ κανεὶς ὅτι εἶνε
Χριστιανός. Τὸ νὰ ὁμολογήσῃ ὅτι εἶνε Χριστιανὸς ἀποτελοῦσε αἰτία
συλλήψεώς του. Τὸν ἔπιαναν, τὸν ὡδηγοῦσαν στὸ δικαστήριο καὶ τοῦ ἔκαναν
τὴν ἐρώτησι· Εἶσαι Χριστιανός; Τὸ νὰ πῇς σήμερα, Εἶμαι Χριστιανός, δὲν
κοστίζει τίποτα· τότε τὸ νὰ πῇς, Ναὶ εἶμαι Χριστιανός, κόστιζε τὸ κεφάλι
σου! Εἶσαι Χριστιανός; ρωτοῦσαν τότε, δυὸ λέξεις. Καὶ ἄλλοι μὲν
ἀρνοῦντο, ἄλλοι δὲ ὡμολογοῦσαν καὶ ἔλεγαν «Εἶμαι Χριστιανός». Καὶ
ἐφυλακίζοντο, ἐστεροῦντο τὰ δικαιώματά τους, ἀπελύοντο ἀπὸ τὶς θέσεις
τους, ὑπεβάλλοντο σὲ φοβερὰ μαρτύρια, γιὰ τὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ ὁ ἀπόστολος
σήμερα (βλ. ῾Εβρ. 11,33–12,2), καὶ τέλος τοὺς κατεδίκαζαν σὲ θάνατο καὶ
τοὺς ἐκτελοῦσαν. Κ’ ἐκεῖνοι μέχρι τὴν τελευταία στιγμὴ ὡμολογοῦσαν τὸ
Χριστό, δὲν τὸν ἀρνοῦντο.
Θέλετε ἕνα παράδειγμα; Θὰ
μποροῦσα νὰ διηγηθῶ πολλά, ἀλλὰ δὲν ἔχετε ὄρεξι. Ἐνῷ τὸ βράδυ στὴν
τηλεόρασι ἀκοῦτε ἐπὶ ὧρες τὶς ψευτιὲς τοῦ κόσμου, στὴν ἐκκλησία
στενοχωριέστε, δὲ βλέπετε τὴν ὥρα πότε νὰ πῇ ὁ ἱερεὺς τὸ «Δι᾿ εὐχῶν».
Τέτοια εἶνε ἡ γενεά μας. Λοιπὸν μόνο ἕνα μαρτύριο θὰ σᾶς διηγηθῶ.
Ἦταν μιὰ γυναίκα 25 ἐτῶν,
πλούσια, μορφωμένη καὶ ὡραία. Ἦταν παντρεμένη· εἶχε ἄντρα σπουδαῖο, μὲ
τὸν ὁποῖο εἶχε ἀποκτήσει ἕνα χαριτωμένο ἀγοράκι. Τὴν ἔπιασαν, τὴν
ὡδήγησαν μπροστὰ στὸ δικαστήριο.
―Εἶσαι Χριστιανή;
―Εἶμαι Χριστιανή.
―Ἐσύ, μιὰ τόσο σπουδαία γυναίκα, νὰ εἶσαι Χριστιανή;
―Εἶμαι, δὲν τὸ ἀρνοῦμαι. Τὴν
φυλάκισαν καὶ τὴν κατεδίκασαν εἰς θάνατον. Καὶ ἐνῷ ἦταν ἕτοιμοι τὴν ἄλλη
μέρα νὰ τὴν ἐκτελέσουν, πῆγε τὸ βράδυ ὁ πατέρας της καὶ ὁ ἄντρας της. Ὁ
πατέρας πέφτει στὰ πόδια τῆς κόρης·
―Παιδί μου, τί εἶν’ αὐτὸ ποὺ κάνεις; γιατί νὰ μᾶς στερήσῃς τὴν παρουσία σου; Ἀρνήσου, πὲς ὅτι δὲν εἶσαι Χριστιανή.
―Ὄχι, πατέρα.
―Μὰ δὲ μᾶς ἀγαπᾶς;
―Σᾶς ἀγαπῶ, ἀλλὰ παραπάνω ἀγαπῶ τὸ Χριστό.
Ἔρχεται καὶ ὁ ἄντρας της, ποὺ τὴν ἀγαποῦσε, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια τῆς λέει·
―Πῶς τὸ κάνεις αὐτό; δὲν ἀγαπᾷς τὸ παιδί σου; δὲν ἀγαπᾷς ἐμένα;
Τί ἀπαντάει ἐκείνη ἡ εὐλογημένη; Λόγια ποὺ δὲν ὑπάρχει ζυγαριὰ νὰ τὰ ζυγίσῃ καὶ καμμιά γυναίκα δὲν τὰ λέει σήμερα·
―Κ’ ἐσένα ἀγαπῶ, καὶ τὸ παιδὶ ἀγαπῶ· ἀλλὰ χίλιες φορὲς περισσότερο ἀγαπῶ τὸ Χριστό!…
Γυναῖκες, ἂν κάνετε εἴδωλα τοὺς ἄντρες καὶ τὰ παιδιά σας, θὰ κολαστῆτε.
Ζοῦμε βέβαια τώρα σὲ ἐποχὴ
φιλελευθέρου δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, κανείς δὲ μᾶς διώκει. Ἀλλὰ «ῥόδα
εἶνε καὶ γυρίζει», ἀλλάζει ὁ κόσμος. Δὲν ἀποκλείεται νὰ βρεθοῦμε κ’
ἐμεῖς σὲ δοκιμασία. Φαντασθῆτε λ.χ. ν’ ἀπαγορευθῇ ὁ ἐκκλησιασμός, ὅπως
ἔγινε ἀλλοῦ. Σᾶς ἐρωτῶ· ἐὰν βγῇ ἕνα τέτοιο διάταγμα καὶ λέῃ ὅτι «Ὅποιος
πάῃ στὴν ἐκκλησία, θὰ ἐκτελῆται», ποιός θὰ τὸ ἀψηφήσῃ; Οὔτε ὁ παπᾶς δὲ
θὰ πάῃ! Γιατὶ δὲν εἴμαστε θερμοὶ Χριστιανοί, δὲν ἔχουμε μέσα μας τὴ
φωτιὰ τοῦ ἁγίου Πνεύματος ὥστε νὰ προτιμήσουμε τὴ θυσία. Εἴμεθα ὕλη καὶ
μόνο ὕλη, κοιλιὰ καὶ ἔντερα καὶ ἔρωτες αἰσχροί, τίποτα περισσότερο. Σᾶς
ὁμιλῶ μὲ σκληρὰ λόγια. Ἀλλὰ πρέπει ἀπὸ τώρα νὰ προετοιμάσουμε τὸν ἑαυτό
μας γιὰ τὴν ὁμολογία τῆς πίστεως. Κ’ ἐπειδὴ εἶνε δύσκολο νὰ φθάσουμε
ἀπ’ εὐθείας στὴ μεγάλη ὁμολογία καὶ στὸ μαρτύριο, ἂς ἀρχίσουμε μὲ μικρὲς
ὁμολογίες. Ποιές εἶνε οἱ μικρὲς ὁμολογίες; Λόγου χάριν· σηκώνεσαι τὸ
πρωί; κάνε τὸ σταυρό σου· μιὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή, μικρὰ ὁμολογία.
Πηγαίνεις στὸ χωράφι; κάνε τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή.
᾿Επιστρέφεις, κάθεσαι στὸ τραπέζι, ἔχεις ὅλα τ’ ἀγαθὰ ἐκεῖ; κάνε τὸ
σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. ᾿Ακοῦς τὴν καμπάνα νὰ χτυπάῃ; κάνε
τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε κι αὐτή. Περνᾷς ἀπὸ ἐκκλησία; κάνε
τὸ σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία εἶνε αὐτή. Μπαίνεις στὸ αὐτοκίνητο; κάνε
τὸ σταυρό σου. Ποιός κάνει σήμερα τὸ σταυρό του ξεκινώντας; Κανείς. Κ’
ὕστερα κλαῖμε ὅταν σκοτώνωνται ἄνθρωποι. Στὴν Ἑλλάδα ἔχουμε τροχαῖα
δυστυχήματα ὅσα σὲ καμμιά ἄλλη χώρα· γιατὶ μπαίνουν στὰ αὐτοκίνητα ὄχι
μόνο χωρὶς σταυρὸ ἀλλὰ καὶ μὲ βλαστήμιες. Πρὶν πιάσῃς τὸ τιμόνι κάνε τὸ
σταυρό σου· μικρὰ ὁμολογία τῆς πίστεως εἶνε. Πᾷς στὸ καφενεῖο, ἀκοῦς τὸν
ἄλλο νὰ ὑβρίζῃ τὸ Χριστό, τὸ Θεό, τὴν Παναγία; ἔχεις γλῶσσα; νὰ
ὑπερασπισθῇς! Ἂν ὕβριζε τὸν πατέρα ἢ τὴ μάνα σου, τί θὰ ἔκανες; ἔτσι θὰ
σιωποῦσες; Ἂν πιστεύῃς, δεῖξε τὴν πίστι σου.
Ἂς ὁμολογοῦμε, ἀγαπητοί μου,
τὸ Χριστὸ παντοῦ καὶ πάντοτε. Γι’ αὐτὸ μᾶς ἔδωσε ὁ Θεὸς τὴ γλῶσσα. Τὰ
ζῷα δὲ μιλᾶνε· ὁ ἄνθρωπος μόνο ἔχει αὐτὸ τὸ προνόμιο. Καὶ λέμε τόσα
λόγια. Ἂν μετρήσῃς, μέσα σὲ μιὰ μέρα ἄλλος λέει 100 λέξεις, ἄλλος λέει
500, ἄλλος 600, ἄλλος 1.000· γιὰ ἔρωτες, γιὰ γυναῖκες, γιὰ συνοικέσια,
γιὰ διαζύγια, γιὰ φαγητά, γιὰ ροῦχα, γιὰ λεφτά, γιὰ σπίτια, γιὰ κόμματα,
γιὰ ὅ,τι φανταστῇς. Ἀπ’ τὸ πρωὶ μέχρι τὸ βράδυ πριόνι τὸ στόμα· ἀλλ’
οὔτε μιὰ λέξι γιὰ τὸ Χριστό! Τίποτα. Ἂν τὸν ἀγαπᾷς τὸ Χριστό, ποῦ εἶνε ἡ
ἀγάπη σου; Ὅ,τι ἀγαπάει κανείς, τὸ λέει, δὲ ντρέπεται, δὲ δειλιάζει.
Δυστυχῶς ὅμως δὲν εἴμαστε μόνο
δειλοί. Ἀντὶ ν’ ἀκούγεται ὁμολογία, ἀκούγεται βλασφημία. Θεέ μου, πῶς
μᾶς ἀνέχεσαι! Ἕνα σκύλο ἔχεις, τοῦ πετᾷς ἕνα κόκκαλο, καὶ κουνάει τὴν
οὐρά του, σὰ νὰ λέῃ· Εὐχαριστῶ, ἀφεντικό. Κ᾽ ἐμεῖς, ποὺ δεχόμαστε τόσα
δῶρα, ποιό εἶνε τὸ εὐχαριστῶ; Εἴμαστε ἀγνώμονες, ἀχάριστοι.