ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 3 Μαρτίου 2020

π. Συμεών Κραγιόπουλος: «Λίγα λόγια για την αγάπη»

 (ομιλία εις την Κυριακή της Απόκρεω και τα Ψυχοσάββατα)
Λίγα λόγια για την αγάπη
Βρισκόμαστε στη δεύτερη εβδομάδα του Τριωδίου και όπως ίσως θα ξέρετε, η εβδομάδα εκκλησιαστικως αρχίζει από τη Δευτέρα. Οι ημέρες αυτής της εβδομάδος χαρακτηρίζονται ως Δευτέρα της Απόκρεω, Τρίτη της Απόκρεω· σήμερα είμαστε στην Τετάρτη και σε λίγο θα μπουμε στην Πέμπτη και την Κυριακή είναι η Κυριακή της Απόκρεω. Πριν από την Κυριακή είναι το Ψυχοσάββατο.
Μια αναφορά στα Ψυχοσάββατα
Με την ευκαιρία αυτή, καίτοι και άλλη φορά το έχω πει, να ξέρουμε ότι κανονικά δύο είναι τα Ψυχοσάββατα. Το ένα είναι αυτό που μας έρχεται, πριν από την Κυριακή της Απόκρεω και το άλλο είναι πριν από την Πεντηκοστη. Το Σάββατο πριν από την Πεντηκοστή λέγεται κι εκείνο Ψυχοσάββατο. Τα δύο επόμενα Σάββατα είναι κι εκείνα κατά κάποιο τρόπο Ψυχοσάββατα. Δηλαδή το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Τυρινής και επίσης το Σάββατο του αγίου Θεοδώρου θεωρούνται και αυτά Ψυχοσάββατα, αλλά όμως κανονικά δύο είναι τα Ψυχοσάββατα. Γενικότερα όμως τα Σάββατα όλων τών εβδομάδων όλου του έτους είναι αφιερωμενα στους κεκοιμημενους.
Η Εκκλησία δεν έβαλε τυχαία αυτό το Σάββατο να είναι Ψυχοσάββατο, ούτε επίσης έβαλε τυχαία το Σάββατο πριν από την Πεντηκοστή να είναι και εκείνο Ψυχοσάββατο. Όπως θα θυμάστε, την Πεντηκοστη οι ευχές που αναγινώσκονται στον εσπερινό της γονυκλισίας -ακολουθία της γονυκλισίας- αρκετές φορές αναφέρονται στους κεκοιμημένους κατά έναν πολύ ειδικό τρόπο και έτσι η εορτή της Πεντηκοστής είναι αφιερωμένη στους κεκοιμημενους. Γι’ αυτό και το Σάββατο που προηγείται της Πεντηκοστής καθιερώθηκε να είναι Ψυχοσάββατο, όπως καθιερώθηκε και το ερχόμενο Σάββατο. Και γιατί; Διότι η Κυριακή αυτή που μας έρχεται είναι βέβαια Κυριακή της Απόκρεω, αλλά είναι και Κυριακή της Κρίσεως.
Ταπείνωση, μετάνοια, αγάπη…
Την πρώτη Κυριακή του Τριωδίου μας παρουσίασε η Εκκλησία την παραβολή του τελώνου και Φαρισαίου -και από την παραβολή πήρε και η Κυριακή το όνομα- για να μας θυμίσει η Εκκλησία, όπως είπαμε και τις άλλες φορές, ότι πρέπει να ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Να συναισθανθεί ο άνθρωπος ότι απέτυχε, να συναισθανθεί ο άνθρωπος ότι τα έκανε θάλασσα, να συναισθανθεί ότι έπεσε έξω, ότι πολύ αμάρτησε που έκανε του κεφαλιού του, να ταπεινωθεί και εν συνεχεία να μετανοήσει.
Όπως είπαμε, εάν δεν ταπεινωθεί ο άνθρωπος, δεν μπορεί να μετανοήσει· ψευτομετάνοια θα είναι η μετάνοιά του. Ο τελώνης πήρε την πιο ταπεινή στάση και γι’ αυτό προσεύχεται μετανοημένος και δικαιώνεται από τον Θεό. Ο άσωτος και αυτός ήλθε «εις εαυτόν»· ταπεινώθηκε, μετενόησε και επέστρεψε στον πατέρα.
Πρώτα λοιπόν είναι η ταπείνωση, μετά η μετάνοια και μετά βέβαια παρεμβάλλονται πολλές αρετές, τις οποίες αρετές τις βρίσκουμε μέσα στην ταπείνωση και μέσα στη μετάνοια, αλλά είναι και η καθεμιά αρετή χωριστά και καταλήγουμε στην τελική αρετή που είναι η αγάπη. Και η ταπείνωση και η μετάνοια πρέπει να οδηγήσουν τον άνθρωπο στην αγάπη. Ταπεινώνεται κανείς και μετανοεί και επιστρέφει στον Θεό. Ο Θεός τον δέχεται με αγάπη και νιώθει αυτήν την αγάπη. Αλλιώς, δεν μετενόησε ο άνθρωπος. Τι μετάνοια είναι αυτή, άμα δεν νιώσεις ότι σ’ αγαπάει ο Θεός; Άμα δεν νιώσεις ότι βυθίζεται μέσα στην ύπαρξή σου η αγάπη του Θεού και σε λιώνει αυτή η αγάπη του Θεού, τι ταπείνωση και τι μετάνοια έχεις;
Γι’ αυτό μας είπε στην παραβολή του ασώτου ότι ο πατέρας περίμενε με πολλή αγάπη και δέχθηκε τον υιό του με πολλή αγάπη και του έδειξε όλη την αγάπη που μπορούσε να δείξει ως πατέρας χωρίς κανέναν συγκρατημό, χωρίς καμιά επιφύλαξη. Όλη την αγάπη -όση αγάπη μπορεί να έχει ένας Θεός- δίνει ο Θεός στον άνθρωπο ως Θεός που είναι. Όλη την αγάπη τη δίνει δίνοντας τον Υιό του.
Αυτή η αγάπη λιώνει τον άνθρωπο· τον λιώνει κυριολεκτικά. Δεν μπορεί ύστερα να μείνει μέσα του τίποτε: καμιά έπαρση, καμιά υπερηφάνεια, καμιά κενοδοξία, καμιά φιλαυτία, καμιά εγωπάθεια, κανένας φθόνος και ζήλος, καμιά αμέλεια, αδιαφορία και τεμπελιά· ούτε μπορεί να μείνει στην ψυχή παγωνιά έναντι του συνανθρώπου. Γίνεται και ο άνθρωπος αγάπη.
Όπως δηλαδή το σίδερο μέσα στη φωτιά λίγο λίγο, λίγο λίγο, λίγο λίγο κοκκινίζει και γίνεται φωτιά και αυτό, έτσι και η ψυχή που επέστρεψε με ταπείνωση, με μετάνοια κοντά στον Θεό και νιώθει αυτήν την αγάπη του Θεού γίνεται και η ίδια αγάπη. Γιατί είπαμε: ούτε μετενόησε ούτε ταπεινώθηκε, αν δεν νιώσει την αγάπη του Θεού. Η αγάπη του Θεού εκδηλώνεται, αλλά η αγάπη αυτή του Θεού που εκδηλώνεται, φθάνει στην ταπεινή ψυχή, στη μετανοημενη ψυχή, η οποία νιώθει την αγάπη, και σιγά σιγά λοιπόν και η ίδια η ψυχή γίνεται αγάπη.
Και γι’ αυτό τελικά θα κριθεί ο καθένας την ημέρα εκείνη της Κρίσεως με βάση την αγάπη. Και νομίζω, το καταλαβαίνουμε τώρα. Αν δεν προηγηθούν τα άλλα, δεν μπορεί να φθάσει κανείς στην αγάπη· είναι ψευτοαγάπη αυτή που τάχα δείχνει. Προηγούνται τα άλλα και φθάνει στην αγάπη και με βάση αυτήν την αγάπη θα κριθούμε κατά τη Δευτέρα Παρουσία.
Να προσέξουμε ένα μεγάλο μυστήριο
Η Εκκλησία λοιπόν παίρνει αυτήν την τρίτη παραβολή -την παραβολή της Κρίσεως- και τη βάζει σ’ αυτήν την τρίτη Κυριακή του Τριωδίου, που είναι Κυριακή της Απόκρεω, αλλά είναι όμως και Κυριακή της Κρίσεως. Δηλαδή η Εκκλησία, βάζοντας αυτή την παραβολή που είπε ο Κύριος, μας θυμίζει ότι έρχεται ώρα που θα κριθούμε. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να το πάρει έτσι αψήφιστα: «και τι μ’ ενδιαφέρει να ταπεινωθώ; και τι μ’ ενδιαφέρει να μετανοήσω; και τι μ’ ενδιαφέρει να γίνω χριστιανός;» Εντάξει, αλλά όμως έρχεται ώρα που θα κριθούμε οι πάντες. Θα έλθει αυτή η ώρα, θέλουμε δεν θέλουμε.
Και θα παρακαλούσα να προσέξουμε ένα μυστήριο μεγάλο. Κανείς δεν ήλθε στον κόσμο θέλοντας. Κάνουμε πολύ λόγο για την ελευθερία μας και δεν ξέρουμε τι μας γίνεται. Ήλθαμε στον κόσμο όλοι, χωρίς να θέλουμε. Και κανείς δεν σώζεται, επειδή θέλει. Δηλαδή μόνος του ήλθε ο Θεός να μας σώσει. Αν ο Θεός περίμενε να το ζητήσουν οι άνθρωποι… Ήλθε μόνος του ο Χριστός και έγινε άνθρωπος άθελά μας. Έγινε άνθρωπος, χωρίς να μας ρωτήσει, χωρίς να του το πούμε, χωρίς να του το ζητήσουμε. Ήλθε και έγινε άνθρωπος, για να μας σώσει. Τελικά όμως σώζεται εκείνος που θα θελήσει να δεχθεί τη σωτηρία από τον Χριστό. Επίσης: θα κριθούμε, χωρίς να το θέλουμε εμείς· ούτε θα μας ρωτήσουν. Δεν μας ρώτησαν, όταν ήλθαμε στον κόσμο. Δεν μας ρώτησε ο Χριστός, όταν ήλθε και έγινε άνθρωπος, για να μας σώσει. Επίσης δεν θα μας ρωτήσει αν θέλουμε να μας κρίνει ή δεν θέλουμε να μας κρίνει. Δεν είναι θέμα δικό μας. Είναι θέμα δικό του.
Ας μη λοιπόν σηκώνουμε τόσο πολύ το κεφάλι. Ας μην επαιρόμεθα τόσο πολύ και τονίζουμε τόσο πολύ την ελευθερία. Τι ελευθερία μπορείς να έχεις, ταλαίπωρε άνθρωπε; Όσο φεύγεις από τον Θεό, τόσο γίνεσαι πρωτίστως δούλος του εαυτού σου, δούλος όλων των αρνητικών στοιχείων που έχεις μέσα σου. Γίνεσαι δούλος, σκλάβος κυριολεκτικά. Βρείτε έναν άνθρωπο που να είναι ελεύθερος, ενώ ζει μακράν του Θεού. Μπορεί να λέει ότι είναι ελεύθερος και μπορεί να λέει ότι κάνει ό,τι θέλει. Δεν κάνει ποτέ ό,τι θέλει, αλλά κάνει τι λέει η μόδα, τι κάνουν οι άλλοι, τι υπαγορεύουν τα κατώτερα ένστικτά του, τι υπαγορεύουν οι διάφορες επιθυμίες του κλπ.
Όποιος είναι τίμιος, θα πει ότι άλλο θέλω με τον νου μου την ώρα που σκέπτομαι ως λογικός άνθρωπος και άλλο κάνω. Έ, τότε τι λες ότι είσαι ελεύθερος και κάνεις ό,τι θέλεις; Σκλάβος είναι ο άνθρωπος, δούλος είναι ο άνθρωπος, και μόνο ο Θεός τον ελευθερώνει. Και τον ελευθερώνει, όταν θα πάρει ως δεδομένο ότι από τον Θεό έρχονται όλα και στον Θεό τελειώνουν όλα, και τελικά θα κάνει ο Θεός αυτό που θέλει, και εμείς οφείλουμε ως πλάσματά του να υποταχθούμε στο θέλημα του Θεού, να συντονιστούμε με το θέλημα του Θεού.
Είπαμε: ήρθαμε, χωρίς να το θέλουμε, και χωρίς να μας ρωτησει κανένας. Ήλθε ο Κύριος και μας σώζει, χωρίς να μας ρωτησει. Και θα έλθει ημέρα που θα δώσουμε λόγο στον Θεό, θα κριθούμε, χωρίς να μας ρωτησει, αν το θέλουμε αυτό ή δεν το θέλουμε. Κάτι ανάλογο συμβαίνει στα δικαστηρια. Άμα σε καλέσουν εκεί, δεν σε ρωτούν αν θέλεις να πας. Εφόσον πρέπει να πας, εφόσον είσαι κατηγορούμενος, θα πας· κι αν δεν το θέλεις, θα πας βιαίως. Και να κρυφτείς ακόμη, πάλι θα δικασθείς. Πάντοτε θα βαραίνει η κατηγορία και η καταδίκη πάνω σου, και όπου σε βρουν, θα σε συλλάβουν.
Η αγάπη του Χριστού μας κάνει να θυμηθούμε τους κεκοιμημένους
Θα κριθούμε με βάση την αγάπη. Δηλαδή όχι απλώς κάναμε μια αρχή, όχι απλώς προχωρήσαμε, όχι απλώς επιστρέψαμε στον Πατέρα, αλλά νιώσαμε την αγάπη του Πατέρα, δεχθήκαμε την αγάπη του Πατέρα, ζήσαμε αυτην την αγάπη του Πατέρα, και γέμισε η ψυχή μας από ευγνωμοσύνη προς τον Πατέρα, που μας έδειξε αυτήν την αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι έγινε και η δική μας η ψυχή αγάπη, γίναμε κι εμείς αγάπη και εκδηλώνουμε αγάπη. Γι’ αυτό ο Κύριος την ημέρα εκείνη θα πει: «Επείνασα και εδώκατέ μοι φαγείν, εδίψησα, και εποτίσατέ με» κλπ. ή «πείνασα και δεν μου δώσατε να φάω, δίψασα και δεν μου δώσατε να πιω, ήμουν γυμνός και δεν με ντύσατε» κλπ.
Αλλά, όπως το ξέρουμε όλοι, τονίζει ο Κύριος «εφ’ όσον εποιήσατε ενί τούτων των αδελφών μου των ελαχίστων, εμοί εποιήσατε». Η αγάπη έρχεται από τον Θεό. Είναι ανίκανος ο άνθρωπος ν’ αγαπήσει μόνος του, εάν δεν του δώσει ο Θεός αγάπη. «Αγαπώμεν αυτόν ότι αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς». Τον αγαπούμε τον Θεό, διότι πρώτος αυτός μας αγάπησε. Έρχεται η αγάπη από τον Θεό και επιστρέφει αυτη η αγάπη στον Θεό. Επιστρέφει όμως όχι μόνο απευθείας στον Θεό, αλλά και δια μέσου των ανθρώπων, των συνανθρώπων, δια μεσου του πλησίον. Επομένως, η Κυριακή αυτη είναι αφιερωμένη στην Κρίση, στην Δευτέρα Παρουσία, και η Κρίση θα γίνει με βάση την αγάπη στην οποία έχει φθάσει, πρέπει να έχει φθάσει ο κάθε χριστιανός, στην αγάπη η οποία γίνεται για τον Χριστό. Αγαπάς τον άλλο, σαν να είναι ο ίδιος ο Χριστός· αγαπάς τον άλλο, γιατί σου το είπε ο Χριστός· αγαπάς τον άλλο, γιατί βλέπεις στο πρόσωπό του τον Χριστό.
Επειδή λοιπόν όλα είναι αγάπη αυτήν την ημέρα, ενώ είναι Κρίση -κριτηριο μέγα· κρίνονται οι άνθρωποι και άλλοι πάνε από δώ, κι άλλοι πάνε από κει, όμως κρίνονται με βάση την αγάπη- γι’ αυτό η Εκκλησία όρισε το Σάββατο πριν από την Κυριακή της Κρίσεως να είναι Ψυχοσάββατο. Διότι τι θα πει Ψυχοσάββατο; Ενθυμούμεθα τους κεκοιμημένους: τους συγγενείς, τους γνωστούς, τους φίλους, τους συμπατριώτες· τους βαπτισθέντας βέβαια στο όνομα της Αγίας Τριάδος. Ενθυμούμεθα αυτούς οι οποίοι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι και έφυγαν απ’ αυτόν τον κόσμο ως χριστιανοί ορθόδοξοι. Η αγάπη αυτή, που υποτίθεται ότι την έχουμε μέσα μας και βάσει της οποίας θα μας κρίνει ο Θεός, είναι εκείνη η οποία μας κάνει να θυμηθούμε τους κεκοιμημένους και να προσευχηθούμε γι’ αυτούς.
Δεν θα ήταν υπερβολή, αδελφοί μου, να λέγαμε ότι αυτήν την ημέρα, το Ψυχοσάββατο, όλοι οι χριστιανοί χωρίς καμιά εξαίρεση πρέπει να πάμε στην εκκλησία. Είναι βέβαια εργάσιμη ημέρα. Απ’ αυτής της απόψεως θα ταίριαζε Παρασκευή βράδυ να γίνει αγρυπνία, ώστε όλοι όσοι θέλουν -είπαμε όλοι πρέπει να θέλουν όλοι οι χριστιανοί χωρίς καμία εξαίρεση- να πάμε να λειτουργηθούμε, να προσευχηθούμε, να παρακαλέσουμε τον Θεό, αλλά και να εκδηλώσουμε την αγάπη μας προς τους κεκοιμημένους και να προσευχηθούμε ειδικά γι’ αυτούς.
Ποιος δεν έχει έναν κεκοιμημένον; Ποιανού δεν πέθανε ο πατέρας ή το παιδί ή ο παππούς ή η γιαγια ή κάποιος άλλος συγγενής, κάποιος άλλος γνωστός; Ποιος δεν έχει έναν άνθρωπο που έχει φύγει απ’ αυτό τον κόσμο; Επομένως, στο Ψυχοσάββατο και σ’ όλη αυτήν την επικοινωνία με τους κεκοιμημένους πρώτα πρώτα αυτό που κυριαρχεί είναι η αγάπη. Η αγάπη που πηγαίνει από άνθρωπο σε άνθρωπο, που συγκοινωνεί μεταξύ όλων των ανθρώπων, όπως τα συγκοινωνούντα δοχεία: ρίχνεις στο ένα νερό και αυτό που θα ρίξεις, το λίγο ή το πολύ, πηγαίνει σ’ όλα τα συγκοινωνούντα δοχεία. Έτσι η αγάπη μας, την οποία επιστρέφουμε στον Χριστό που μας την έδωσε -τον αγαπούμε τον Χριστό, αλλά τον αγαπούμε μέσα στον πλησίον- αυτήν την ήμερα που είναι ημέρα της Κρίσεως ή την παραμονή, αν θέλετε, της ημέρας της Κρίσεως, το Ψυχοσάββατο, η αγάπη αυτή -δεν γίνεται διαφορετικά- μας κάνει να θυμηθούμε τους κεκοιμημένους και να προσευχηθούμε γι’ αυτούς.
Το βαθύτερο νόημα της μνημονεύσεως ονομάτων στην προσκομιδή
Γι’ αυτό όλοι μας με όλη την καρδιά να κάνουμε ό,τι χρειάζεται. Και τα κόλλυβα είναι καλά και τα πρόσφορα είναι καλά, αλλά εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι να δοθούν τα ονόματα στη Θεία Λειτουργία. Όχι απλώς στο Τρισάγιο που θα κάνει ο ιερέας. Το Τρισάγιο γίνεται και πρέπει να γίνει. Να δοθούν τα ονόματα και στην προσκομιδή να τον μνημονεύσει τον καθένα χωριστά ο ιερέας και να βγει μερίδα για τον καθένα. Και μετά τον καθαγιασμό κατά τη συστολή οι μερίδες, που θα λέγαμε ότι είναι οι ψυχές των κεκοιμημένων που μνημονεύθηκαν, θα μπουν μέσα στο άγιο Ποτηριο, μέσα στο αίμα του Κυρίου.
Αναφέραμε κι άλλη φορά αυτό που αναγράφεται στην Αποκάλυψη: Όταν είδε ο ευαγγελιστής Ιωάννης στον ουρανό πλήθος ανθρώπων ντυμένους λευκές στολές, τον ρώτησε ένας από τους πρεσβυτέρους: «Ποιοι είναι αυτοί;» Ο ευαγγελιστής του απάντησε «σύ γνωρίζεις». και του λέει ο πρεσβύτερος ότι αυτοί είναι εκείνοι οι όποιοι έρχονται «εκ της θλίψεως της μεγάλης, και έπλυναν τας στολάς αυτών και ελεύκαναν αυτάς εν τω αίματι του αρνίου». Το αίμα του αρνίου είναι αυτό το οποίο είναι στο άγιο Ποτήριο σε κάθε Θεία Λειτουργία. Γι’ αυτό -καλό είναι να το αναφέρουμε εδώ- στην προσκομιδή από όλα τα πρόσφορα παίρνουμε ένα μικρό ψιχουλάκι και το βάζουμε στο δισκάριο. Τα ψιχουλάκια είναι οι ψυχές αυτών που προσφέρουν τα πρόσφορα και αυτών για τους οποίους τα προσφέρουν.
Τι θα πει πρόσφορο; Προσφέρει. Δεν προσφέρει κανείς απλώς αυτό το ψωμάκι. Προσφέρει μ’ αυτό και τον εαυτό του. Έτσι οι ψυχές όλων, και των ζώντων και των κεκοιμημένων, είναι εκεί επάνω στο άγιο Δισκάριο. Μετά όλες οι ψυχές αυτές πέφτουν μέσα στο άγιο Ποτήριο, μέσα στο αίμα του Χριστού. Και δεν μπορεί· για να το κάνει αυτό η Εκκλησία, για να τα λέει έτσι η Αποκάλυψη, σημαίνει ότι πολύ ωφελούνται οι ψυχές. Με βάση αυτά που λέει η Αποκάλυψη, με βάση την πράξη της Εκκλησίας, με βάση όλη αυτήν την παράδοση που έχουμε από τότε μέχρι σήμερα, αυτό πιστεύουμε.
Πόσο ωφελούνται; Δεν το ξέρουμε εμείς· ο Θεός το ξέρει. Πάντως πολύ ωφελούνται οι ψυχές εκείνων των οποίων τα ονόματα μνημονεύονται στη Θεία Λειτουργία και των οποίων η μερίδα πέφτει μέσα στο άγιο Ποτήριο, μέσα στο αίμα του Χριστού. Το οποίο αίμα του «Ιησού Χριστού… καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας», όπως λέει αλλού ο ευαγγελιστής Ιωάννης. Γι’ αυτό λοιπόν, αδελφοί μου, το Σάββατο αυτό είναι αφιερωμένο στους κεκοιμημένους και λέγεται Ψυχοσάββατο, και η επόμενη ημέρα είναι η Κυριακή της Κρίσεως.
Μην πάρουμε επιπόλαια το θέμα της νηστείας
Λέγεται Κυριακή της Απόκρεω, διότι σταματάει το κρέας. Μεχρι την Κυριακή το βράδυ καταλύεται το κρέας· μετά όχι κρέας. Μην το παίρνουμε έτσι επιπόλαια: «Ε, δεν πειράζει, δεν βαρυέσαι» ή «δεν μπορώ». Κακομάθαμε ως χριστιανοί· πολύ κακομάθαμε. Αυτά τα «δεν μπορώ» δεν στέκουν. Είναι ελάχιστες εκείνες οι περιπτώσεις που όντως κανείς όχι μόνο μπορεί να μη νηστεύσει, αλλά δεν πρέπει να νηστεύσει και επιβάλλεται να φάει. Είναι ελάχιστες αυτές οι περιπτώσεις. Οι άλλοι, οι πολλοί, πρέπει να μάθουν και να το πάρουν απόφαση από την Κυριακή το βράδυ να σταματήσουν το κρέας. Όλες τις ημέρες την ερχόμενη εβδομάδα επιτρέπεται να φάει κανείς όλα τ’ άλλα εκτός από κρέας μέχρι και την άλλη Κυριακή, Κυριακή της Τυρινής. Από κει και πέρα πλέον έχουμε αυστηρά νηστεία.
Όλο το θέμα είναι να το πιστεύσει κανείς, όλο το θέμα είναι να το δεχθεί η καρδιά του, όλο το θέμα είναι να κάνει τον Σταυρό του και να πάρει την απόφαση να το κάνει, και μετά θα απορεί κι αυτός με το κουράγιο που θα έχει η ψυχή του. Θα απορεί κι αυτός πως μπορεί και κάνει πράγματα που ποτέ δεν διανοήθηκε. Έχουμε τέτοια παραδείγματα· άνθρωποι δηλαδή που ποτέ δεν είχαν διανοηθεί να νηστεύσουν, που νόμιζαν ότι δεν μπορούν, που κάποτε κάτι πήγαν τάχα να κάνουν και τους έπιασε κεφαλόπονος, τους έπιασε δεν ξέρω τι, και όταν πίστευσαν ότι και αυτοί μπορούν να νηστεύσουν, ότι θέλει ο Θεός κι απ’ αυτούς τη νηστεία, ότι η Εκκλησία κι απ’ αυτούς θέλει τη νηστεία, είδαν στην πράξη ότι όχι μόνο μπορούν να νηστεύσουν, αλλά και πολύ καλό γίνεται στην ψυχή του ανθρώπου με τη νηστεία, καθώς και με όλα τα άλλα. Και μάλιστα μην τυχόν τους πεις να μη νηστεύσουν, μην τυχόν πάθουν τίποτε εκείνες τις ημέρες, είναι άρρωστοι, και δεν θα μπορέσουν να νηστεύσουν.
Αυτό που λείπει και μέσα στην οικογένεια: η αγάπη για τον ίδιο τον άνθρωπο
Κυριακή λοιπόν της Κρίσεως είναι η ερχόμενη Κυριακή, αλλά θα λέγαμε και Κυριακή της αγάπης. Οι χριστιανοί κρίνονται με βάση την αγάπη. Να πούμε, αδελφοί μου, δυο λόγια γι’ αυτό το θέμα.
Πολύς λόγος γίνεται για την αγάπη· πολύς λόγος. Όχι μόνο μεταξύ των μεμονωμένων ανθρώπων όταν συζητούν, αλλά και σε μεγάλες ομάδες και σε πλήθη ανθρώπων και από κοινωνικής απόψεως και από πολιτικής απόψεως γίνεται λόγος για την αγάπη, για το ενδιαφέρον για τους άλλους κλπ. Αλλά, όπως θα έχετε προσέξει, άλλο είναι να φροντίζεις για τον άλλο -έστω να του δώσεις να φάει, έστω να του δώσεις να πιει, έστω να τον βοηθήσεις να έχει περισσότερα μέσα για τη ζωή του, να τον βοηθήσεις να πάει καλύτερα, να ευημερεί- και άλλο είναι ν’ αγαπήσεις τον άνθρωπο.
Να σας αναφέρω μικροπαραδείγματα: Πόσες φορές μία σύζυγος, πχ., ενώ ο σύζυγος της φέρνει όλα τα καλά, διαισθάνεται ότι δεν την αγαπά! το διαισθάνεται. Όλα τα καλά της τα φέρνει. Και μάλιστα λαμβάνει τα μέτρα, ας πουμε, να μη φανεί ότι δεν την αγαπά, και όμως εκείνη το διαισθάνεται. Και τρόφιμα της φέρνει και ενδύματα όσα θέλει, και χρήματα της δίδει και τούτο κι εκείνο, πάνε και εκδρομες, πάνε και σε κέντρα… Όμως διαισθάνεται βαθύτερα ότι δεν την αγαπά. Είναι αυτό κάτι που δεν λέγεται, δεν εκφράζεται, αλλά το ζει κανείς.
Όπως επίσης μπορεί να συμβαίνει και το αντίθετο: σκοτώνεται μια γυναίκα, μια σύζυγος στο σπίτι, για να κάνει καλό φαγητό, για να έχει καθαρό το σπίτι κλπ., όμως ο σύζυγος διαισθάνεται ότι κάτι δεν πάει καλά. Διαισθάνεται ότι δεν είναι αφοσιωμένη η σύζυγός του· η καρδιά της δεν είναι δοσμένη σ’ αυτόν. Κάτι συμβαίνει. Δεν μπορεί να το πει, δεν μπορεί να το εκφράσει, αλλά όμως έτσι το ζει.
Όπως επίσης πόσοι γονείς, ενώ μπορεί να είναι καλά τα παιδιά τους, να είναι καλά στα μαθήματά τους -παίρνουμε δηλαδή τις πιο καλές περιπτώσεις- ακόμη μπορεί να γυρίζουν στο σπίτι κλπ., όμως διαισθάνονται, η μάνα, ο πατέρας, ότι το παιδί έχει ξεφύγει· από μέσα του, η καρδιά του, ας πούμε, κάπου αλλού είναι. Δεν το νιώθουν το παιδί όπως το ένιωθαν κάποτε, δεν νιώθουν την κόρη τους, τον γιο τους, όπως τους ένιωθαν.
Όπως οι μητέρες έχουν παράπονο από τα παιδιά, καμιά φορά και αυτά τα ίδια τα παιδιά με τη σειρά τους μπορεί να έχουν παράπονο. Πόσοι γονείς σκοτώνονται κυριολεκτικά! Ν’ ακούσετε αυτά τα παιδιά να το λένε, να το γράφουν, ότι οι γονείς σκοτώνονται γι’ αυτά, για να έχουν τα βιβλία τους, να έχουν την καλή τροφή, να έχουν το καλό δωμάτιο, να έχουν τη θέρμανσή τους, και ότι είναι συνεχώς πάνω απ’ το κεφάλι: «Πως πήγες στα μαθήματα; Πας καλά στα μαθήματα; να σε βοηθήσουμε;» κλπ. Και όμως το παιδί δεν αισθάνεται ότι το αγαπάει η μάνα του· είτε είναι η κόρη είτε είναι ο γιος. Και όσο κι αν το παιδί σ’ αυτήν την περίπτωση υπερβάλλει, που υπερβάλλει -πρέπει να τα δούμε δίκαια τα πράγματα-πάλι έχει κάποιο δίκιο στο βάθος.
Μια μάνα μπορεί ν’ αγαπά το παιδί πιο πολύ με την έννοια να την βγάλει ασπροπρόσωπη, να μπορεί να καμαρώνει ότι έχει ένα παιδί το οποίο πηγαίνει καλά στα μαθήματα, είχε πολλές επιτυχίες, πρόκοψε, έκανε καρριέρα ή δεν ξέρω τι άλλο. Όμως δεν αγάπησε το παιδί έτσι όπως είναι το παιδί: με τα χάλια του, με τις αδυναμίες του, με το λίγο μυαλό ίσως που έχει, με τις λίγες ικανότητες που έχει, με το ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, ας πούμε, όπως το γειτονόπουλο. Θα φθάσει στον βαθμό δώδεκα, θα φθάσει στο δεκατρία. Δεν ένιωσε, ας πούμε, να το αγαπάει η μητέρα του έτσι όπως είναι, και από κει και πέρα να δει τι θα γίνει. Το αγαπάει με την προοπτική να γίνει το παιδί αυτό ό,τι είναι και το γειτονόπουλο, ό,τι είναι και το ξαδερφάκι, ό,τι είναι και το πιο πέρα κλπ.
Εκείνο το οποίο λείπει είναι η αγάπη γι’ αυτόν τον ίδιο τον άνθρωπο. Όχι αγάπη για τον άνθρωπο που έχει αυτήν ή εκείνη την ανάγκη, αλλά αγάπη για το πρόσωπο, για την ύπαρξή του βαθιά, για εκείνο το κάτι που έχει μέσα του ο καθένας.
Έχουμε πει και άλλη φορά ότι σ’ ένα ανδρόγυνο εάν ανακαλύψει ο ένας στον άλλο αυτό το βαθύτερο που έχει και δεν μείνουν απλώς στα εξωτερικά, στην εμφάνιση ή στα σπίτια που διαθέτουν κλπ., και αγαπήσει ο ένας τον άλλο, αλλά αγαπήσει το πρόσωπο του, την ύπαρξή του, αυτό το βαθύτερο που έχει, τότε έχουμε αληθινή αγάπη. Εάν δεν γίνει αυτό, είναι ψευτοαγάπη αυτή που έχουν και δεν θα πάει πολύ καιρό και θ’ αρχίσει να κλονίζεται ο γάμος.
Η αληθινή αγάπη στο μυστήριο της υπακοής και του γάμου
Θα μου επιτρέψετε όμως να πω κάτι ακόμη εδώ από τη δική μας, ας πούμε, πείρα. Θα έτυχε ν’ ακούσετε αυτό που πολλές φορές σε ομιλίες το έχω πει, αλλά και κατ’ ιδίαν σε αρκετούς: Έρχεται ένας να εξομολογηθεί. Όχι απλώς ήλθε για πρώτη φορά ή για δεύτερη ή είναι ένας άγνωστος. Ένας ο οποίος, ας πούμε, έγινε γνωστός και έχει μια διάθεση όχι απλώς να εξομολογηθεί, αλλά να προκόψει πνευματικά. Έχουμε τονίσει επανειλημμενως ότι, όταν εκείνος που πάει να εξομολογηθεί θα αισθάνεται, θα νιώθει ότι ο Θεός τον στέλνει σ’ αυτόν τον άνθρωπο και θα σκεφθεί ότι «αφού ο Θεός με στέλνει εδώ -εάν το αισθάνεται έτσι- δεν μπορεί, παρά ο Θεός θα τον φωτίσει, για να μου πει εκείνα που είναι χρειαζούμενα, για να βοηθηθώ και να προχωρήσω», και όταν ο πνευματικός από τη δική του πλευρά θα αισθάνεται ότι ο Θεός έφερε κοντά του τον άνθρωπο αυτόν και επομένως ο Θεός θα τον βοηθήσει, για να βοηθήσει αυτόν τον άνθρωπο, τότε η πνευματική εργασία που θα γίνει, θα έχει άλλον χαρακτήρα από τον συνηθισμένο.
Όταν λοιπόν, επαναλαμβάνω, έτσι σκεπτόμαστε, ένας πνευματικός και ένας υποτακτικός, ένας εξομολογούμενος, τότε αρχίζει να γίνεται αλλιως η πνευματική εργασία. Δεν έχει ο πνευματικός μπροστά του απλώς έναν χριστιανό· δεν έχει μπροστά του απλώς έναν εξομολογούμενο· όχι. Ο πνευματικός όχι απλώς το πιστεύει ή θεωρητικά το παίρνει έτσι, αλλά στην πραγματικότητα στο πρόσωπο του εξομολογουμένου βλέπει πλέον τον ίδιο τον Χριστό, γιατί Εκείνος τον έφερε εδώ. Από την άλλη πλευρά πάλι και ο εξομολογούμενος στο πρόσωπο του πνευματικού βλέπει τον ίδιο τον Χριστό. Έτσι αρχίζει να λειτουργεί αυτή η αγάπη, η ειδική αγάπη, η αγάπη που πάει κατευθείαν στην ύπαρξη. Αρχίζει να λειτουργεί η αληθινή αγάπη, που όχι μόνο κρατάει αιώνια, αλλά ανοίγουν οι ψυχές και αρχίζει να γίνεται η πνευματική οικοδομή.
Εάν τελικά -ας το φέρουμε λίγο πιο πέρα – ο σύζυγος όχι απλώς διάλεξε μια τέλος πάντων γυναίκα, τη σύζυγό του, επειδή του φάνηκε καλή κλπ., αλλά, προπαντός αφού έγινε το μυστήριο του γάμου, όποια κι αν είναι νιώθει ότι «ο Θεός μου έφερε αυτήν την γυναίκα, ο Θεός μου έδωσε αυτήν την γυναίκα», τότε αυτό σημαίνει ότι, αφού τέλειωσε το μυστήριο του γάμου και σηκώνονται και φεύγουν, την παίρνει πλέον τρόπον τινά από το χέρι του Θεού. Ή, αν θέλετε καλύτερα, ο Θεός ο ίδιος του τη δίνει στο χέρι. Άλλο τώρα τι, ας πούμε, προσπάθειες έκανε εκείνος, ωσότου τη βρει και πως την είδε και τη διάλεξε κλπ. Όλα εκείνα καλά. Αλλά τελικά, καθώς έγινε το μυστήριο, ο Θεός του τη δίνει στο χέρι, την παίρνει από το δικό Του χέρι. Το ίδιο και η σύζυγος. Και αν αυτό το σκέπτονται σε όλη τους τη ζωή, τότε είναι που θα βρουν αυτό το βαθύτερο και θ’ αγαπηθούν. Διότι η αγάπη που έχουν ως εκείνη την ώρα δεν είναι η αγάπη η αληθινή που πρέπει να έχουν. Από κει και πέρα θ’ αρχίσει η αγάπη η αληθινή μέχρι το τέλος. Και γι’ αυτό δεν θα χρειάζονται τόσο πολύ άλλα πράγματα, που καμιά φορά τάχα τα χρειάζονται, για να διατηρηθεί η αγάπη. Αυτό που έχει σημασία είναι να βρουν αυτήν τη μυστική αγάπη και πραγματικά ο ένας να μπει στην ψυχή του άλλου και να βρει το πρόσωπό του βαθύτερα, την ύπαρξή του και να την αγαπήσει. Γιατί έχουμε πει -και είναι αληθινό- ότι ο καθένας έχει ένα κάτι που δεν το έχει ο άλλος και αυτό το κάτι είναι το πολύτιμο. Είναι η ψυχή μας βέβαια αυτό το πολύτιμο, αλλά και το ότι είναι κατά έναν ειδικό τρόπο φτιαγμένη η ψυχή του καθενός.
Αγάπη στον συνάνθρωπο μέσα από τον Χριστό
Η αγάπη περνάει μέσα από τον Χριστό. Η αγάπη γίνεται για τον Χριστό. Γι’ αυτό ο Κύριος λέει «εφόσον κάνατε όλα αυτά που σας λέω σ’ έναν απ’ αυτούς, είναι σαν να τα κάνατε σ’ εμένα». Τον συνάνθρωπο δεν μπορείς να τον βρεις· ενόσω διαθέτει ορισμένες ικανότητες, ορισμένα χαρίσματα, τον υποφέρεις. Τι θα γίνει, όταν φύγουν αυτά από τη μέση, καθώς ο άλλος γηράσκει, γίνεται γεροντάκι και έχει ένα σωρό καμώματα; Δεν μπορείς να τον ανεχθείς, δεν μπορείς να τον υπομείνεις, αν δεν δεις το πρόσωπό του, αν δεν δεις, όπως κι αν έχει το πράγμα, ότι μέσα εκεί κατοικεί ο Χριστός. Αυτός είναι ο φυλακισμένος που λέει ο Χριστός: «στη φυλακή ήμουν και με υπηρετήσατε». Διότι ο Χριστός δεν λέει ότι πήγατε στους φτωχούς κλπ., αλλά «ήμουν εγώ πεινασμένος και με χορτάσατε, ήμουν εγώ διψασμένος και με ξεδιψάσατε». Και όταν τον ρωτούν «πότε έγινε αυτό;», απαντά· «εφόσον το κάνατε σ’ αυτούς, το κάνατε σ’ εμένα». Μέσα στον άνθρωπο λοιπόν είναι ο Χριστός, διότι έγινε κατ’ εικόνα Θεού, αλλά και διότι είναι βαπτισμένος, άσχετα τι έχει εξωτερικά. Και εκεί μέσα είναι φυλακισμένος ο Χριστός, εκεί μέσα πεινάει ο Χριστός, εκεί μέσα διψάει ο Χριστός, εκεί μέσα είναι γυμνός ο Χριστός, εκεί μέσα είναι φυλακή ο Χριστός.
Οφείλουμε να τ’ αφήσουμε όλα, να τα παραμερίσουμε όλα και ν’ αγαπήσουμε αυτήν τη γιαγιά, αυτόν τον παππού, ν’ αγαπήσουμε αυτό το παράξενο παιδί, αυτό το ζαβολιάρικο παιδί, ν’ αγαπήσουμε αυτήν τη μάνα που νομίζουμε τούτο κι εκείνο, αυτόν τον πατέρα που οι νέοι, π.χ., του βρίσκουν ένα σωρό κουσούρια και δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν. Να τους αγαπήσουμε. Δεν μπορούμε να τους αγαπήσουμε, αν δεν δούμε βαθιά μέσα στον καθένα τον Χριστό. Βλέποντας τον Χριστό, ζητώντας τον Χριστό εκεί μέσα, ανακαλύπτουμε και τον ίδιο τον άνθρωπο. Διότι ο άνθρωπος δεν είναι απλώς ένα κουτάκι μέσα στο οποίο κρύβεται ο Χριστός. Όχι. Είναι κατ’ εικόνα Θεού πλασμένος ο άνθρωπος. Κι αυτός ο άνθρωπος είναι μπολιασμένος με τον Χριστό και είναι, ας πούμε, μέσα του ο Χριστός· αλλά γίνεται και ο ίδιος ο άνθρωπος Χριστός. Οπότε ζητώντας και αναζητώντας εκεί τον Χριστό, βρίσκεις και τον άνθρωπο και τον αγαπάς.
Και έτσι, αδελφοί μου, ζούμε με αγάπη, ζούμε εν αγάπη, είμαστε προς όλους ανοικτοί και θα βλέπουμε που υπάρχει η ανάγκη, ποιος είναι φυλακισμένος, ποιος είναι διψασμένος, ποιος είναι πεινασμένος -κυρίως με την πνευματική έννοια- και προς όλους γινόμαστε αγάπη, προς όλους φερόμαστε με αγάπη, όλους τους δεχόμαστε με αγάπη, όλους τους εξυπηρετούμε με αγάπη. Ζούμε με αγάπη σ’ αυτόν τον κόσμο και φεύγουμε από δω με αγάπη. Και αμέσως μετά τον θάνατό μας που θα κριθούμε -η πρώτη κρίση η μερική- αλλά και κατά τη Δευτέρα Παρουσία που θα γίνει η τελική κρίση, ο Κύριος θα δει την αγάπη.
Να παρακαλέσουμε τον Κύριο να μας βοηθήσει, να μας δώσει πλούσια την αγάπη, για να γίνουμε κι εμείς αγάπη, να εκδηλωθούμε με αγάπη, να δει ότι κάνουμε πράξεις αγάπης και να μας βάλει στα δεξιά του, στη βασιλεία του, και να μας φυλάξει από την αριστερή πλευρά που είναι η αιώνια καταδίκη.
Οι δύο ληστές - π. Συμεών Κραγιόπουλος (†) Λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιό του: «Εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων· Ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς. Αποκριθείς δε ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων· Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; Και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν. Και έλεγε τω Ιησού· Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. Και είπεν αυτώ ο Ιησούς· Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23:29-43). Οι δύο αυτοί ληστές που συσταυρώθηκαν με τον Χριστό, τυχαία καταρχήν, βρέθηκαν να είναι ο ένας από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά του Κυρίου. Τυχαία βρέθηκαν να συσταυρωθούν με τον Κύριο. Αυτός ο ληστής που είπε τα μη καλά λόγια, αν είχε σταυρωθεί όπως σταυρώνονταν τότε και άλλοι –διότι δεν σταυρώθηκε μόνον ο Χριστός και οι δύο αυτοί ληστές· κατά καιρούς σταυρώνονταν και άλλοι, ληστές, εγκληματίες, καταδικασμένοι κλπ.– αν λοιπόν είχε σταυρωθεί με άλλους και δεν είχε καμιά σχέση με την σταύρωση του Χριστού, δεν θα τα έλεγε αυτά τα λόγια, θα έλεγε ό,τι άλλο έλεγαν οι άλλοι. Οπωσδήποτε μέσα στον πόνο τους θα έβριζαν, θα βλασφημούσαν, θα κακολογούσαν. Αλλά δεν θα έλεγε αυτό που είπε, ότι «αν είσαι συ ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς». Να, όμως, που βρέθηκε να είναι συγκατάδικος με τον Χριστό και συμπάσχων με τον Χριστό. Και δεν αισθάνεται καθόλου την μεγάλη τιμή που του γίνεται. Εξακολουθεί να είναι αυτός που είναι, ο συνηθισμένος άνθρωπος, ο οποίος απλώς βρέθηκε να είναι με τον Χριστό. Και αντί να δει τα πράγματα όπως τα βλέπει ο άλλος ληστής και να αισθανθεί και να μιλήσει ανάλογα και να γίνει πράγματι κοινωνός του Πάθους του Χριστού και πράγματι κοινωνός του θαύματος του Χριστού, λέει αυτά που λέει. Είχε βέβαια ο ληστής μια κάποια ελπίδα ότι μπορεί να κάνει κάτι ο Χριστός, αλλά μπορεί όμως και λίγο να τον περιγελούσε. Κάτι μπορεί να είχε πάρει το αυτί του, πριν βρεθεί εκεί στη σταύρωση. Διότι όταν τον διάλεξαν και αυτόν να σταυρωθεί, θα ενδιαφέρθηκε να μάθει ποιος είναι αυτός με τον οποίο τον παίρνουν και αυτόν σαν κομπάρσος εκεί, να παίξει έναν ρόλο. Και θα άκουσε, αλλά φαίνεται πως τα θεώρησε όλα αυτά που άκουσε, που έμαθε, πολύ μωρά, πολύ ανόητα· ένα τίποτε. Δεν άνοιξε η καρδιά του, δεν ταπεινώθηκε η καρδιά του, να δει την δύναμη του Σταυρού. Και τώρα που είναι εκεί πάνω στον σταυρό, μολονότι πονάει, πονάει, δεν είναι αστεία πάνω στο σταυρό –λίγο να φαντασθούμε ο καθένας τον εαυτό μας εκεί– παρά ταύτα η σκληρή καρδιά του δεν απαλύνεται, ο τράχηλός του δεν κάμπτεται και εξακολουθεί ακριβώς να είναι ο ίδιος, διότι είναι μεταξύ αυτών οι οποίοι θα χαθούν. Όχι γιατί τον προορίζει κάποιος, αλλά γιατί αυτός παίρνει αυτή τη στάση και εκτοξεύει αυτά τα λόγια στον Χριστό. Λέει το κείμενο: «Αποκριθείς ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων». «Δεν φοβάσαι τον Θεό, που είσαι και συ καταδικασμένος στην ίδια καταδίκη που είναι εκείνος;» Όχι με την έννοια απλώς που είσαι καταδικασμένος αλλά, όπως είπαμε, με την έννοια αυτή, που αξιώνεσαι και συ να ‘σαι πάνω στον σταυρό, να πάσχεις επάνω στον σταυρό μαζί μ’ αυτόν τον δίκαιο, μαζί μ’ αυτόν τον άγιο! Εδώ έχουμε μια ομολογία που αυτή την ώρα κανένας άλλος δεν την κάνει. Και μόνον ο ληστής φωτίζεται από τον Θεό και γι’ αυτό μπαίνει πρώτος στον παράδεισο, φωτίζεται και κάνει αυτή την ομολογία, διότι ομολογεί τον Χριστό Θεό. «Αξιώνεσαι λοιπόν και συγκαταδικάζεσαι και συμπάσχεις με τον αθώο, με τον δίκαιο, με τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος τίποτε άτοπο δεν έκανε», όπως λέει στη συνέχεια. «Και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν». Αυτό είναι όλο. Ποιος άνθρωπος θα μπορέσει να το πει αυτό στη ζωή του, αλλά σε κάθε περίσταση! Και ούτε μια φορά, ούτε μια στιγμή να μη νομίζει ότι πάσχει αδίκως! Και μάλιστα όταν βλέπει να υπάρχει μέσα του η τάση, η διάθεση να παραπονεθεί λίγο στον Θεό, ότι τάχα ο Θεός επιτρέπει να πάσχει άδικα η και ότι ο Θεός τον ταλαιπωρεί και τον βασανίζει άδικα! Ο ληστής αυτός, θα έλεγε κανείς, απλώς παίρνει αφορμή από την σταύρωσή του, από το κάρφωμα αυτό, από τους πόνους αυτούς και φαίνεται να τα ξεπερνάει όλα αυτά. Και έχει το κουράγιο να ξεπεράσει τον άλλο πολλαπλάσιο σταυρό, να ξεπεράσει δηλαδή τον εαυτό του, να ξεπεράσει όλα αυτά που χυμούν από μέσα του, να βλασφημήσει και αυτός όπως κάνει ο άλλος. Και όμως. Κατά τον πιο άγιο τρόπο σκέπτεται, κατά τον πιο άγιο τρόπο ομολογεί, κατά τον πιο άγιο τρόπο εκφράζεται και συμπεριφέρεται απέναντι στον Χριστό. «Δεν φοβάσαι εσύ τον Θεό, ότι είμεθα στο ίδιο κρίμα; Και εμείς δικαίως. Άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν. Ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν». Φωτίσθηκε από τον Θεό ασφαλώς, γι’ αυτό και ένα τροπάριο λέει ότι ανεδείχθη σε θεολόγο ο ληστής επάνω εκεί στον σταυρό. Είναι ο μεγαλύτερος θεολόγος, είναι ο πρώτος θεολόγος, θα λέγαμε. Την πιο κρίσιμη ώρα, την πιο δύσκολη, την πιο σκοτεινή ώρα, που δεν υπάρχει κανείς γύρω από τον Χριστό, που δεν βλέπει κανείς τον Χριστό, που δεν λέει κανείς τίποτε για τον Χριστό, αυτός εκεί με τους πόνους φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει την αλήθεια. Φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού. Φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει ότι αυτός είναι αναμάρτητος. «Ουδέν άτοπον έπραξεν». Και γι’ αυτό λοιπόν στρέφεται προς τον Χριστό και λέει αυτά τα περίφημα λόγια: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Τίποτε άλλο δεν κοιτάζει, τίποτε άλλο δεν θέλει. Ούτε καμιά αυτοδικαίωση υπάρχει, ούτε ίχνος υπερηφανείας υπάρχει, ούτε ίχνος κενοδοξίας ή αντιδράσεως ή παραπόνου, τίποτε. Νεκρός ο ληστής, νεκρός! Όχι απλώς επειδή θα πεθάνει πάνω στο σταυρό, όπως θα πεθάνει και ο άλλος, όχι. Όλοι θα πεθάνουμε. Αλλά είναι νεκρός ως προς τον άνθρωπο εκείνον ο οποίος αντιτίθεται στη σωτηρία που φέρνει ο Χριστός και θα πάει με τους χαμένους. Είναι νεκρός ως προς εκείνον και γι’ αυτό ψελλίζει αυτά τα λόγια: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Και χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ο Χριστός δεν άφησε ούτε δευτερόλεπτο να περάσει, θα λέγαμε, και ανταποκρίθηκε καί του λέει: «Αμήν λέγω σοι», με βεβαιότητα σου λέω, «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω», σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο. Όπως και έγινε, και ξέρουμε ότι υπάρχουν εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας που δείχνουν πολλά άλλα και δείχνουν και τον ληστή να μπαίνει πρώτος στον παράδεισο, και κοντά σ’ εκείνον έπειτα και πολλοί άλλοι. Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου «Σταυροαναστάσιμα», Β’ έκδοση, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2003, σελ. 175 (αποσπάσματα). Πηγή ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

Mine coins - make money: http://bit.ly/money_crypto
Οι δύο ληστές - π. Συμεών Κραγιόπουλος (†) Λέει ο Ευαγγελιστής Λουκάς στο Ευαγγέλιό του: «Εις δε των κρεμασθέντων κακούργων εβλασφήμει αυτόν λέγων· Ει συ ει ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς. Αποκριθείς δε ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων· Ουδέ φοβή συ τον Θεόν, ότι εν τω αυτώ κρίματι ει; Και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν· ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν. Και έλεγε τω Ιησού· Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου. Και είπεν αυτώ ο Ιησούς· Αμήν λέγω σοι, σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω» (Λουκ. 23:29-43). Οι δύο αυτοί ληστές που συσταυρώθηκαν με τον Χριστό, τυχαία καταρχήν, βρέθηκαν να είναι ο ένας από τα δεξιά και ο άλλος από τα αριστερά του Κυρίου. Τυχαία βρέθηκαν να συσταυρωθούν με τον Κύριο. Αυτός ο ληστής που είπε τα μη καλά λόγια, αν είχε σταυρωθεί όπως σταυρώνονταν τότε και άλλοι –διότι δεν σταυρώθηκε μόνον ο Χριστός και οι δύο αυτοί ληστές· κατά καιρούς σταυρώνονταν και άλλοι, ληστές, εγκληματίες, καταδικασμένοι κλπ.– αν λοιπόν είχε σταυρωθεί με άλλους και δεν είχε καμιά σχέση με την σταύρωση του Χριστού, δεν θα τα έλεγε αυτά τα λόγια, θα έλεγε ό,τι άλλο έλεγαν οι άλλοι. Οπωσδήποτε μέσα στον πόνο τους θα έβριζαν, θα βλασφημούσαν, θα κακολογούσαν. Αλλά δεν θα έλεγε αυτό που είπε, ότι «αν είσαι συ ο Χριστός, σώσον σεαυτόν και ημάς». Να, όμως, που βρέθηκε να είναι συγκατάδικος με τον Χριστό και συμπάσχων με τον Χριστό. Και δεν αισθάνεται καθόλου την μεγάλη τιμή που του γίνεται. Εξακολουθεί να είναι αυτός που είναι, ο συνηθισμένος άνθρωπος, ο οποίος απλώς βρέθηκε να είναι με τον Χριστό. Και αντί να δει τα πράγματα όπως τα βλέπει ο άλλος ληστής και να αισθανθεί και να μιλήσει ανάλογα και να γίνει πράγματι κοινωνός του Πάθους του Χριστού και πράγματι κοινωνός του θαύματος του Χριστού, λέει αυτά που λέει. Είχε βέβαια ο ληστής μια κάποια ελπίδα ότι μπορεί να κάνει κάτι ο Χριστός, αλλά μπορεί όμως και λίγο να τον περιγελούσε. Κάτι μπορεί να είχε πάρει το αυτί του, πριν βρεθεί εκεί στη σταύρωση. Διότι όταν τον διάλεξαν και αυτόν να σταυρωθεί, θα ενδιαφέρθηκε να μάθει ποιος είναι αυτός με τον οποίο τον παίρνουν και αυτόν σαν κομπάρσος εκεί, να παίξει έναν ρόλο. Και θα άκουσε, αλλά φαίνεται πως τα θεώρησε όλα αυτά που άκουσε, που έμαθε, πολύ μωρά, πολύ ανόητα· ένα τίποτε. Δεν άνοιξε η καρδιά του, δεν ταπεινώθηκε η καρδιά του, να δει την δύναμη του Σταυρού. Και τώρα που είναι εκεί πάνω στον σταυρό, μολονότι πονάει, πονάει, δεν είναι αστεία πάνω στο σταυρό –λίγο να φαντασθούμε ο καθένας τον εαυτό μας εκεί– παρά ταύτα η σκληρή καρδιά του δεν απαλύνεται, ο τράχηλός του δεν κάμπτεται και εξακολουθεί ακριβώς να είναι ο ίδιος, διότι είναι μεταξύ αυτών οι οποίοι θα χαθούν. Όχι γιατί τον προορίζει κάποιος, αλλά γιατί αυτός παίρνει αυτή τη στάση και εκτοξεύει αυτά τα λόγια στον Χριστό. Λέει το κείμενο: «Αποκριθείς ο έτερος επετίμα αυτώ λέγων». «Δεν φοβάσαι τον Θεό, που είσαι και συ καταδικασμένος στην ίδια καταδίκη που είναι εκείνος;» Όχι με την έννοια απλώς που είσαι καταδικασμένος αλλά, όπως είπαμε, με την έννοια αυτή, που αξιώνεσαι και συ να ‘σαι πάνω στον σταυρό, να πάσχεις επάνω στον σταυρό μαζί μ’ αυτόν τον δίκαιο, μαζί μ’ αυτόν τον άγιο! Εδώ έχουμε μια ομολογία που αυτή την ώρα κανένας άλλος δεν την κάνει. Και μόνον ο ληστής φωτίζεται από τον Θεό και γι’ αυτό μπαίνει πρώτος στον παράδεισο, φωτίζεται και κάνει αυτή την ομολογία, διότι ομολογεί τον Χριστό Θεό. «Αξιώνεσαι λοιπόν και συγκαταδικάζεσαι και συμπάσχεις με τον αθώο, με τον δίκαιο, με τον ίδιο τον Θεό, ο οποίος τίποτε άτοπο δεν έκανε», όπως λέει στη συνέχεια. «Και ημείς μεν δικαίως· άξια γαρ ων επράξαμεν απολαμβάνομεν». Αυτό είναι όλο. Ποιος άνθρωπος θα μπορέσει να το πει αυτό στη ζωή του, αλλά σε κάθε περίσταση! Και ούτε μια φορά, ούτε μια στιγμή να μη νομίζει ότι πάσχει αδίκως! Και μάλιστα όταν βλέπει να υπάρχει μέσα του η τάση, η διάθεση να παραπονεθεί λίγο στον Θεό, ότι τάχα ο Θεός επιτρέπει να πάσχει άδικα η και ότι ο Θεός τον ταλαιπωρεί και τον βασανίζει άδικα! Ο ληστής αυτός, θα έλεγε κανείς, απλώς παίρνει αφορμή από την σταύρωσή του, από το κάρφωμα αυτό, από τους πόνους αυτούς και φαίνεται να τα ξεπερνάει όλα αυτά. Και έχει το κουράγιο να ξεπεράσει τον άλλο πολλαπλάσιο σταυρό, να ξεπεράσει δηλαδή τον εαυτό του, να ξεπεράσει όλα αυτά που χυμούν από μέσα του, να βλασφημήσει και αυτός όπως κάνει ο άλλος. Και όμως. Κατά τον πιο άγιο τρόπο σκέπτεται, κατά τον πιο άγιο τρόπο ομολογεί, κατά τον πιο άγιο τρόπο εκφράζεται και συμπεριφέρεται απέναντι στον Χριστό. «Δεν φοβάσαι εσύ τον Θεό, ότι είμεθα στο ίδιο κρίμα; Και εμείς δικαίως. Άξια ων επράξαμεν απολαμβάνομεν. Ούτος δε ουδέν άτοπον έπραξεν». Φωτίσθηκε από τον Θεό ασφαλώς, γι’ αυτό και ένα τροπάριο λέει ότι ανεδείχθη σε θεολόγο ο ληστής επάνω εκεί στον σταυρό. Είναι ο μεγαλύτερος θεολόγος, είναι ο πρώτος θεολόγος, θα λέγαμε. Την πιο κρίσιμη ώρα, την πιο δύσκολη, την πιο σκοτεινή ώρα, που δεν υπάρχει κανείς γύρω από τον Χριστό, που δεν βλέπει κανείς τον Χριστό, που δεν λέει κανείς τίποτε για τον Χριστό, αυτός εκεί με τους πόνους φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει την αλήθεια. Φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει ότι ο Χριστός είναι Υιός του Θεού. Φωτίζεται από τον Θεό και βλέπει ότι αυτός είναι αναμάρτητος. «Ουδέν άτοπον έπραξεν». Και γι’ αυτό λοιπόν στρέφεται προς τον Χριστό και λέει αυτά τα περίφημα λόγια: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Τίποτε άλλο δεν κοιτάζει, τίποτε άλλο δεν θέλει. Ούτε καμιά αυτοδικαίωση υπάρχει, ούτε ίχνος υπερηφανείας υπάρχει, ούτε ίχνος κενοδοξίας ή αντιδράσεως ή παραπόνου, τίποτε. Νεκρός ο ληστής, νεκρός! Όχι απλώς επειδή θα πεθάνει πάνω στο σταυρό, όπως θα πεθάνει και ο άλλος, όχι. Όλοι θα πεθάνουμε. Αλλά είναι νεκρός ως προς τον άνθρωπο εκείνον ο οποίος αντιτίθεται στη σωτηρία που φέρνει ο Χριστός και θα πάει με τους χαμένους. Είναι νεκρός ως προς εκείνον και γι’ αυτό ψελλίζει αυτά τα λόγια: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τη βασιλεία σου». Και χωρίς την παραμικρή καθυστέρηση, ο Χριστός δεν άφησε ούτε δευτερόλεπτο να περάσει, θα λέγαμε, και ανταποκρίθηκε καί του λέει: «Αμήν λέγω σοι», με βεβαιότητα σου λέω, «σήμερον μετ’ εμού έση εν τω παραδείσω», σήμερα θα είσαι μαζί μου στον παράδεισο. Όπως και έγινε, και ξέρουμε ότι υπάρχουν εικόνες της Δευτέρας Παρουσίας που δείχνουν πολλά άλλα και δείχνουν και τον ληστή να μπαίνει πρώτος στον παράδεισο, και κοντά σ’ εκείνον έπειτα και πολλοί άλλοι. Από το βιβλίο: π. Συμεών Κραγιοπούλου «Σταυροαναστάσιμα», Β’ έκδοση, Πανόραμα Θεσσαλονίκης 2003, σελ. 175 (αποσπάσματα). Πηγή ΕΘΝΕΓΕΡΣΙΣ

Mine coins - make money: http://bit.ly/money_crypto