Μια ανοιξιάτικη μέρα του 1931 ο ταπεινός υποτακτικός Βασίλειος Ιλίε
(1902-31) της ρουμανικής μονής Συχάστρια προσευχόταν μπροστά στην
εκκλησία.
Είδε τότε μια φοβερή οπτασία. Από το φόβο του άρχισε να φωνάζη με δυνατή φωνή:
-Υπεραγία Θεοτόκε, ελέησον με!
-Προσκυνάτε, πατέρες, προσκυνάτε. Να, ήρθε η Δέσποινα μας! Η Μητέρα του
Κυρίου με τον Σωτήρα στην αγκαλιά της είναι μπροστά μας! Να την,
στέκεται από πάνω μας.
-Αδελφέ Βασίλειε, τι φωνάζεις έτσι; τον ρώτησαν οι πατέρες.
-Πατέρες, όταν προσευχόμουν μπροστά στην εκκλησία, ξαφνικά παρουσιάσθηκε
ένα πλήθος από φοβερούς δαίμονες με φλογερά ραβδιά στα χέρια, που
άρχισαν να με βασανίζουν άγρια και να φωνάζουν: « Μάταια προσεύχεσαι,
γιατί δεν θα σωθής! Εσύ είσαι δικός μας. Είσαι αμαρτωλός». Τότε άρχισα
να επικαλούμαι την Υπεραγία Θεοτόκο.
Εκείνη τη στιγμή κατέβηκε από τον ουρανό ένα λευκό σύννεφο, γεμάτο από
φως, και στάθηκε πάνω από την εκκλησία. Μέσα στο σύννεφο είδα τη
Θεομήτορα με τον Ιησού στην αγκαλιά της, που μου έλεγε: «Μη φοβάσαι,
γιατί μετά από τρεις ημέρες έρχεσαι κοντά μας». Κατόπιν μας ευλόγησε
όλους ο Χριστός και επέστρεψε με τη Μητέρα του στον ουρανό. Πατέρες,
μεγάλη δύναμι και παρρησία έχει η Θεομήτωρ ενώπιον του Κυρίου και
γρήγορα ακούει τις προσευχές μας.
-Αδελφέ Βασίλειε, είπε ο ηγούμενος, μη σε εξαπατά ο εχθρός! Απόστρεψε
τον νου σου απ’ αυτά και πρόσεχε πολύ, γιατί πολλές είναι οι παγίδες
του!
Μετά είπε στους άλλους μοναχούς:
-Αν μετά από τρεις ημέρες ο αδελφός Βασίλειος αναχωρήση από μας, τότε
πράγματι του το φανέρωσε η Υπεραγία Θεοτόκος. Εάν όχι, τότε πλανήθηκε
από τον διάβολο.
Μετά από τρεις ακριβώς ημέρες, την ίδια ώρα, ο αδελφός Βασίλειος Ιλίε εκοιμήθη εν Κυρίω με την προσευχή στα χείλη.
(Ρουμανικό Γεροντικό)