ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για τις αιρέσεις και τα σχίσματα

Αποτέλεσμα εικόνας για Θεόδωρος Ζήσης ΑΚΤΙΝΕΣ
Ὁμότιμος Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Γιά νά μή ξεχνᾶμε
Εἰσαγωγή ἐκσυγχρονιστική
Πρίν ἀπό μερικές ἡμέρες ἐκυκλοφορήθη στό Διαδίκτυο μικρό ἄρθρο μας μέ τίτλο «Ὁ Ἅγιος Ἀντώνιος γιά τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα», τό ὁποῖο ἀνέγνωσαν ἑκατοντάδες χιλιάδων ἀναγνωστῶν, πρᾶγμα πού δείχνει ὅτι τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, σέ ἀντίθεση μέ τήν πλειονότητα τῶν ἐπισκόπων, ἀγωνιᾶ καί ἀνησυχεῖ γιά τήν ἀντορθόδοξη, ἀντιπατερική καί ἀντισυνοδική πορεία τῶν ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας. Διεφύλαξαν μέχρι τώρα τήν Ἐκκλησία οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὁμολογητές, οἱ Ὅσιοι, οἱ Πατέρες καί Διδάσκαλοι ἀπρόσβλητη καί καθαρή ἀπό τίς ἐπιβουλές ποικίλων ἐχθρῶν, ἐξωτερικῶν καί ἐσωτερικῶν, παρακινούμενων πάντοτε ἀπό τόν ἐπαναστατήσαντα κατά τοῦ Θεοῦ καί πρῶτο σχισματικό καί αἱρετικό, τόν Διάβολο.
Ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια ἡ Ἐκκλησία «πολεμουμένη νικᾶ» καί καταισχύνει τούς ἐχθρούς, καί ἔτσι θά συμβαίνει πάντοτε, διότι κατά τήν ἀψευδῆ καί ἀσφαλέστατη μρτυρία τοῦ Θεανθρώπου ἱδρυτῆ της «καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς»[1], κατά δέ τόν χρυσορρήμονα Ἅγιο Πατέρα, ἄν πολεμεῖς μέ ἄνθρωπο ἤ θά νικήσεις ἤ θά νικηθεῖς, ἄν ὅμως πολεμεῖς τήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀδύνατο νά νικήσεις, διότι κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεός, καί τόν Θεό εἶναι ἀδύνατο νά τόν νικήσει ὁ ἄνθρωπος[2]. Παρά ταῦτα οἱ δυνάμεις τοῦ κακοῦ, μολονότι γνωρίζουν τήν ἀδυναμία τους ἀπέναντι στόν παντοδύναμο Θεό, δέν σταματοῦν τίς προσπάθειες τους νά ἀπομακρύνουν τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά δυσχεράνουν τήν σωτηρία τους, ἀμετανόητες γιά τήν ἀποστασία καί τήν ἀνταρσία τους, γιά τό αἰώνιο σχίσμα τους, στό ὁποῖο δυστυχῶς ἔχουν συνεργούς καί συμμάχους πολλούς ἐκ τῶν ἐπισκόπων καί τῶν λοιπῶν κληρικῶν.
Στήν πρόσφατη ἐκκλησιαστική ἱστορία ἐπισυμβαίνουν γεγονότα καταστροφικά, τά ὁποῖα ὁδηγοῦν πολλούς Χριστιανούς στήν ἀγκαλιά τῶν αἱρέσεων καί τῶν σχισμάτων, χωρίς νά ὑπάρχει ἐκ μέρους τῶν ποιμένων ἀντίδραση καί ἀντίσταση γιά τούς λύκους πού κατασπαράσσουν τά πρόβατα. Ἀντίθετα, πολλοί ποιμένες μετασχηματίζονται σέ προβατόσχημους λύκους καί συμμετέχουν στήν πνευματική θανάτωση τῶν λογικῶν προβάτων. Εἶχε προειδοποιήσει γι᾽ αὐτό ὁ Ἀπόστολος Παῦλος τούς κληρικούς τῆς Ἐφέσου, ὅταν τούς συγκέντρωσε στήν Μίλητο, γιά νά τούς δώσει τίς τελευταῖες ὁδηγίες: «Προσέχετε οὖν ἑαυτοῖς καί παντί τῷ ποιμνίῳ, ἐν ᾧ ὑμᾶς τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἔθετο ἐπισκόπους, ποιμαίνειν τήν Ἐκκλησίαν τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ, ἥν περιεποιήσατο διά τοῦ ἰδίου αἵματος. Ἐγώ γάρ οἶδα τοῦτο, ὅτι εἰσελεύσονται μετά τήν ἄφιξίν μου λύκοι βαρεῖς εἰς ὑμᾶς, μή φειδόμενοι τοῦ ποιμνίου· καί ἐξ ὑμῶν αὐτῶν ἀναστήσονται ἄνδρες λαλοῦντες διεστραμμένα τοῦ ἀποσπᾶν τούς μαθητάς ὀπίσω αὐτῶν»[3].
Ἐπί δύο χιλιάδες χρόνια ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτόν καί τούς λοιπούς Ἀποστόλους Ἅγιοι Πατέρες μέ τούς ἀξίους διαδόχους των, τούς ἐπισκόπους, παρά τήν προσπάθεια τῶν ἐχθρῶν τῆς Ἐκκλησίας, ἐξεδίωκαν τούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί μετά ἀπό μακροχρόνια δουλεία σέ ἀλλόθρησκους ἤ σέ ἐσωτερικούς ἄθεους κυβερνῆτες. Ἐπειδή λοιπόν ἡ δισχιλιετής νικηφόρα πορεία τῆς Ἐκκλησίας ἦταν ὄχι ἁπλῶς δυσβάστακτη ἀλλά ἀβάστακτη γιά τόν Διάβολο, βαριά πέτρα στό στομάχι του, σχεδίασε μέ τά πειθήνια ὄργανά του, πολιτικούς καί ἐκκλησιαστικούς ἡγέτες, νά ἀλλάξει τόν ροῦ τῆς ἱστορίας, νά θέσει τέρμα στήν χριστιανική ἱστορία τῶν δύο χιλιάδων ἐτῶν καί νά ἐγκαινιάσει τήν «Νέα Ἐποχή» (New Age) τοῦ Ἀντιχρίστου, τήν δική του σατανική καί ἑωσφορική κυριαρχία.
Δέν θά ἀναλύσουμε τώρα τά τῆς παγκοσμιοποίησης πού προβλέπει κοινή παγκόσμια κυβέρνηση, κοινή θρησκεία, κοινό νόμισμα κ.τ.λ. Αὐτά ἔχουν ἀναλυθῆ πολλάκις ἀπό πολλούς. Στήν Ἐκκλησία ἰχνηλατοῦμε, βλέπουμε ὁλοκάθαρα, τά σημάδια αὐτῆς τῆς ἀντιχριστιανικῆς πορείας γιά τήν ἐγκατάλειψη τοῦ Χριστοῦ καί τήν ὑπαγωγή μας στήν «Νέα Ἐποχή» τοῦ Ἀντιχρίστου. Δέν εἶναι τυχαῖο σημειολογικά ὅτι στήν χώρα μας ἡ τρίτη χιλιετία ἀρχίζει μέ τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Ἀθήνα (2001), ἐκπροσώπου τοῦ Ἀντιχρίστου, μετά τήν ὁποία πλῆθος δεινῶν, φυσικῶν, πνευματικῶν, οἰκονομικῶν, ἐθνικῶν πλημμυρίζει τόν εὐλογημένο μας τόπο. Καί κορυφαῖα ἀνάμεσα σέ αὐτά ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης (2016) καί τό Οὐκρανικό ψευδοαυτοκέφαλο (2018). Στήν Κρήτη, γιά πρώτη φορά στήν ἐκκλησιαστική ἱστορία, ἀναγνωρίσαμε τίς αἱρέσεις ὡς ἐκκλησίες. Μέ τήν χορήγηση ἐπίσης καί ἀναγνώριση αὐτοκεφαλίας στούς σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας, κοινωνοῦν μέ τήν αἵρεση καί τό σχίσμα ὄχι μόνον ὅσοι συμμετεῖχαν ἤ δέχθηκαν τίς ἀποφάσεις, ἀλλά καί ὅσοι σιωποῦν καί δέν ἀντιδροῦν. Πολλές φορές ἔχει λεχθῆ τό τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ὅτι ὑπάρχουν τρία εἴδη ἀθεΐας: α) Ὅσοι ἀρνοῦνται τήν ὕπαρξη τοῦ Θεοῦ. β) Ὅσοι διαστρέφουν μέ τίς αἱρέσεις τήν ἔννοια τοῦ Θεοῦ καί γ) ὅσοι γιά λόγους ἐσφαλμένης διάκρισης, βλαμμένης εὐλάβειας, δέν ὁμιλοῦν γιά τά δύο πρῶτα εἴδη τῆς ἀθεΐας[4]. Ἄλλωστε καί στήν κοινή ἀντίληψη ἔχει περάσει ἡ ἐκτίμηση ὅτι «σιωπή σημαίνει συγκατάθεση», ἤ τουλάχιστον δειλία.
Οἱ Ἱεροί Κανόνες τῆς Ἐκκλησίας ἀπαγορεύουν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς καί δίνουν τήν ἐντολή νά καθίστανται ἀκοινώνητοι οἱ κοινωνοῦντες μέ αὐτούς, ὅπως ἐνδεικτικά ὁρίζει ὁ β´ κανών τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ τοπικῆς συνόδου: «Ὁ κοινωνῶν ἀκοινωνήτῳ ἀκοινώνητος ἔσται». Ἡ κόκκινη γραμμή πού ἔθεταν κάποιοι Γέροντες γιά νά διακόψουν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί σχισματικούς, δηλαδή τό κοινό ποτήριο, ἡ κοινή Θεία Εὐχαριστία, ἔχει ἤδη καταπατηθεῖ, διότι, ὅπως παρουσιάσαμε πρόσφατα ἡ «Σύναξη Ὀρθοδόξων Κληρικῶν καί Μοναχῶν» σέ «Διακήρυξη ἀντίστασης καί ἀφύπνισης»[5] ἤδη ἡ Θεία Εὐχαριστία προσφέρεται ἱεροκρυφίως σέ αἱρετικούς, στούς δέ σχισματικούς τῆς Οὐκρανίας ὁλοφάνερα μέ ἐπαναλαμβανόμενα συλλείτουργα, στά ὁποῖα μετέχουν ἀρχιερεῖς καί Ἁγιορεῖτες ἡγούμενοι, δυστυχῶς.
Ἐπειδή συχνά διατυπώνεται ἀπό πολλούς τό ἐπιχείρημα ὅτι γιά νά προχωρήσουμε σέ ἀκοινωνησία καί διακοπή μνημόνευσης τῶν ἐπισκόπων πρέπει νά συμβουλεθοῦμε κάποιους Γεροντάδες, καί ἐπειδή οἱ πιό καταξιωμένοι καί Ἅγιοι Γεροντάδες, ἀναγνωρισμένοι ἀπό τόν Θεό καί ἀπό τήν συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἐν ὁμοφωνίᾳ μάλιστα, γι᾽ αὐτό ἐκρίναμε ὠφέλιμο νά παρουσιάσουμε στό προηγούμενο ἄρθρο μας ὅσα λέγει ὁ καθηγητής τῆς ἐρήμου καί «πατήρ πατέρων» Μ. Ἀντώνιος γιά τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα, καί στό παρόν ἄρθρο ὅσα λέγει ὁ μέγιστος φωστήρ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μετά Παῦλον Παῦλος, ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Ὅσοι δέν εἴμαστε ἅγιοι ἀκολουθοῦμε τούς Ἁγίους, καί εἶναι ἀμφίβολη ἡ ἁγιότητα ὅσων Γεροντάδων δέν ἀκολουθοῦν τούς Ἁγίους καί παρασύρουν καί τά πνευματικά τους τέκνα σέ πνευματική ἀδράνεια καί βλαμμένη εὐλάβεια.
Ὅσα στή συνέχεια γράφονται γιά τίς αἱρέσεις καί τά σχίσματα κατά τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο ἀποτελοῦν τό μεγαλύτερο μέρος μιᾶς εἰσήγησης πού παρουσιάσαμε τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2007 σέ διεθνές ἐπιστημονικό συνέδριο πού ὀργάνωσε ἡ ἑλληνορθόδοξη Ἱερά Μητρόπολη Σικάγου σέ συνεργασία μέ τήν γυναικεία Ἱερά Μονή Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἕνα ἀπό τά μοναστήρια πού ἵδρυσε ὁ ἀείμνηστος Γέροντας Ἐφραίμ, μέ ἀφορμή τήν συμπλήρωση 1600 ἐτῶν ἀπό τήν κοίμηση τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου (407)[6]. Δέν ἀλλάξαμε τίποτε, μολονότι τώρα τά πράγματα ἔχουν χειροτερεύσει, διότι ἡ γραμμή μας ἀταλάντευτα ἀκολουθεῖ τόν μεγάλο Ἅγιο καί Πατέρα. Ἔτσι δικαιολογοῦνται καί μερικοί ἀναχρονισμοί, ὅπως ὁ πάπας Βενέδικτος κ.ἄ. Πολλοί σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοί προβληματισμοί, ἰδιαίτερα γιά τό πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίσουμε τήν αἵρεση ἤ καί καλύτερα τήν παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, χειρότερη κατά πολύ ἀπό τόν Ἀρειανισμό, καί τό μεγάλο Οὐκρανικό Σχίσμα, βρίσκουν λύση στήν διδασκαλία τοῦ μεγαλειώδους Ἁγίου. Προτιμοῦμε νά εἴμαστε σέ συμφωνία μέ Αὐτόν, παρά μέ τόν πατριάρχη Βαρθολομαῖο, πού ἀκολουθεῖ τόν πάπα καί ὅλο τό συνονθύλευμα τῶν αἱρέσεων.
1.  Ἡ γνώμη του γιά τίς αἱρέσεις
Μέ μεγάλη ποιμαντική ἐγρήγορση καί ἀνυποχώρητη ἀγωνιστικότη­τα ἀντιμετώπισε ὁ Χρυσόστομος τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του, ἰ­δι­αίτερα τόν Ἀρειανισμό, ὁ ὁποῖος κυριαρχοῦσε στήν Ἀντιόχεια καί σέ ὅλο τό χῶρο τῆς Ἀνατολῆς καί, σέ πολλές περιπτώσεις ὑπο­στηριζόμενος ἀπό πολιτικούς ἄρχοντες, κατεδίωκε τούς Ὀρθοδόξους, ὅπως συνέβη μέ τόν αὐτοκράτορα Oὐάλεντα. Σέ ἐγκωμιαστική του ὁμιλία στόν Ἅγιο Μελέτιο Ἀντιοχείας, ὁ ὁποῖος προήδρευσε τῆς Β´ Oἰκουμε­νικῆς Συνόδου στήν Kωνσταντινούπολη, πού ἔθεσε τέρμα στήν ­δράση τῶν ἀντιτριαδικῶν αἱρέσεων καί ὁλοκλήρωσε τό σύμβολο τῆς ­πίστεως, ἀναφέρεται στήν ἐπιτυχῆ ἀντιαιρετική του δράση, ἡ ὁποία τοῦ ἐστοίχισε διωγμούς καί ἐξορίες. Μόλις ἀνέλαβε, λέγει, τήν θέση τοῦ ἐπισκό­που, ἀπήλλαξε τήν Ἀντιόχεια ἀπό τήν αἱρετική πλάνη· «αἱρετικῆς τήν ­πόλιν ἀπήλλαξε πλάνης, καί τά σεσηπότα μέλη καί ἀνιάτως ἔχοντα τοῦ λοιποῦ σώματος ἀποκόψας, ἀκέραιον τήν ὑγείαν ἐπανήγαγε τῷ πλήθει τῆς Ἐκκλησίας»[7]. Kαί μόνον αὐτή του ἡ θέση εἶναι ἀρκετή, γιά νά δείξει πῶς πρέπει νά ἀντιμετωπίζεται ἡ αἵρεση, ὡς διαστροφή τῆς ἀλήθειας καί ὡς ἀρρώστια στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, σέ ὅλες τίς ἐποχές καί στήν δική μας. Ἐντυπωσιασμένος, ὡς νέος, ἀπό τήν ἁγιότη­τα καί τούς ἀγῶνες τοῦ Ἁγίου Μελετίου, ὅπως καί τοῦ διαδόχου του Ἁγίου Φλαβιανοῦ ὁ Ἰωάννης, μετά τήν ἐκ τοῦ Μοναχισμοῦ ­ἐπιστροφή του, ἔγινε, ὡς κληρικός πλέον, στενός συνεργάτης ἀμφοτέρων καί βοηθός διά τοῦ φλογεροῦ του κηρύγματος στήν ἐκρίζωση τοῦ Ἀρεια­νι­σμοῦ, τούς κινδύνους ἐκ τοῦ ὁποίου δέν ἀντελαμβάνοντο πολλοί Ἀντιοχεῖς καί ἐπεσκέπτοντο ἀκόμη καί ναούς Ἀρειανῶν. Ἐξεφώνησε τό ­περίφημο γιά τήν δογματική του βαθύνοια καί σαφήνεια ἔργο «Περί ­ἀκαταλήπτου (τοῦ Θεοῦ) πρός Ἀνομοίους» σέ πέντε λόγους κατά τά ἔτη 386 καί 387, καί τήν ἴδια περίοδο τούς λόγους «Kατά Ἀνομοίων», ἐνῶ πλῆθος ἄλλων ἀντιαιρετικῶν ἀναφορῶν ὑπάρχει καί στά ἄλλα του ἔργα[8].
Συνιστᾶ νά ἀποφεύγουμε τίς συναναστροφές μέ τούς αἱρετικούς, ὅπως ἀποφεύγουμε τά δηλητήρια τῶν φαρμάκων, γιατί εἶναι χειρότεροι ἀπό αὐτά. Ἐκεῖνα βλάπτουν τό σῶμα, αὐτοί καταστρέφουν τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς. Ἄν ἡ συναναστροφή μέ τούς αἱρετικούς καί ἡ φιλία ὁδηγεῖ καί σέ κοινωνία τῆς ἀσεβείας, πρέπει νά τήν ἀποφεύγουμε, ἀκόμη καί ἄν πρόκειται γιά τούς γονεῖς μας[9]. Ἦταν πολύ αὐστηρός καί στόν ἑαυτό του ὁ Χρυσόστομος στό θέμα τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς. Ἐπειδή οἱ γνωστοί Μακροί Ἀδελφοί εἶχαν κατηγορηθῆ ἀπό τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο ὡς ὠριγενιστές, ἐνῶ τούς προστάτευσε, δέν εἶχε λειτουργική κοινωνία μαζί τους. Aὐτός ἄλλωστε ἦταν καί ὁ λόγος γιά τόν ὁποῖο ὁ Ἅγιος Ἐπιφάνιος Kύπρου, ἐξαπατηθείς ἀπό τόν Θεόφιλο ὅτι καί ὁ Χρυσόστομος ἦταν ὠριγενιστής, ἦλθε στήν Kωνσταντινούπολη νά βοηθήσει τόν Θεόφιλο καί δέν εἶχε καμμία κοινωνία μέ τόν Ἅγιο Χρυσόστομο, ὡς αἱρετικό. Ἀρνήθηκε νά παραχωρήσει ὡς πατριάρχης ὁ Χρυσόστομος ναό στόν πανίσχυρο Γότθο ἡγεμόνα Γαϊνᾶ, ἐπειδή ἦταν Ἀρειανός, παρά τήν πίεση τοῦ αὐτοκράτορος Ἀρκαδίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀνάγκη τῶν στρατιωτικῶν ὑπηρεσιῶν του. Ἐπαινεῖ τόν πατριάρχη Ἀντιοχείας Φλαβιανό, διότι διεχώρισε τά λείψανα μαρτύρων πού ἦσαν θαμμένα μαζί μέ λείψανα αἱρετικῶν· ἔτσι, λέγει, ἀπαλλάχτηκαν τά πρόβατα ἀπό τούς λύκους, οἱ ζῶντες ἀπό τούς νεκρούς. Ἔμειναν οἱ μαργαρίτες τῆς πίστεως μόνοι, ἀνέπαφοι ἀπό τήν δυσωδία τῶν αἱρετικῶν λειψάνων[10].
Στήν πονηρία τοῦ Διαβόλου ἀποδίδει τήν μετά τούς διωγμούς ἐμφάνιση καί διάδοση τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρείου. Εἶχεν ἐξέλθει νικήτρια ἡ Ἐκκλησία ἀπό τούς χαλεπούς καί ἀλλεπαλλήλους διωγμούς· οἱ βωμοί τῶν εἰδώλων κατέπεσαν καί μαζί τους ἡ μανία τῶν δαιμόνων καταλύθη­κε. Aὐτό στενοχωροῦσε τόν πονηρό δαίμονα· δέν μποροῦσε νά ­ἀνεχθεῖ τήν εἰρήνη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐπινοεῖ γι’ αὐτό ἄλλον χειρότερο ­πόλεμο, τήν αἵρεση, ἡ ὁποία δύσκολα ἀντιμετωπίζεται καί παρασύρει εὔκολα τούς πιστούς, γιατί τόν ἐσωτερικό ἐχθρό δύσκολα τόν ἀντι­λαμβάνεσαι: «Ἕτερον εἰσάγει πόλεμον χαλεπόν. Ὁ μέν γάρ ἐξωτικός, οὗτος δέ ἐμφύλιος ἦν· οἱ δέ τοιοῦτοι δυσφύλακτοι μᾶλλόν εἰσι, καί ραδίως χειροῦνται τούς ἐμπίπτοντας»[11].
Δίδει μεγάλη σημασία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης στόν ἐναντίον τῶν ἑτερο­θρήσκων καί αἱρετικῶν ἀγώνα. Ὁλόκληρος ὁ τέταρτος «Περί Ἱερωσύ­νης» λόγος του εἶναι ἀφιερωμένος στό νά δείξει ὅτι ὁ ἱερεύς πρέπει νά ἔχει ὑψηλή θεολογική συγκρότηση, νά γνωρίζει τίς θέσεις καί τά ἐπιχει­ρήματά τους, νά διαθέτει τά ἀπαραίτητα ὅπλα γιά νά τούς ἀπ­οκρούει. Ὁ ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας πόλεμος εἶναι πολυμέτωπος· «ποικίλος οὗτος ὁ πόλεμος καί ἐκ διαφόρων συγκροτούμενος ἐχθρῶν». Ὁ ἱερεύς πρέ­πει νά ἀγωνίζεται καλῶς ὄχι μόνον ἐναντίον ἑνός ἐχθροῦ, ἀλλά ἐναν­τίον ὅλων. Δέν ὑπάρχουν εἰδικότητες στήν ποιμαντική ­συγκρότηση τῶν ἱερέων. Tί ὠφελεῖ, λέγει, ὅταν ἀγωνίζεται μέ ἐπιτυχία ἐναντίον τῶν εἰδωλολατρῶν, τόν αἰχμαλωτίζουν ὅμως οἱ Ἰουδαῖοι; Ἤ ὅταν νικᾶ καί τούς δύο, τοῦ ἁρπάζουν ὅμως πρόβατα ἀπό τήν ποίμνη του οἱ Μανι­χαῖοι, ἤ ὅσοι διδάσκουν τήν εἱμαρμένη, ἤ ὁ Μαρκίων καί ὁ Oὐαλεν­τῖνος ἤ ὁ Σαβέλλιος καί ὁ Ἄρειος ἤ ὁ Παῦλος ὁ Σαμοσατεύς; Δέν χρειά­ζε­ται, λέγει, νά ἀναφέρω ὅλες τίς αἱρέσεις τοῦ Διαβόλου· ἄν πάντως δέν γνωρίζει ὁ ποιμήν νά τίς ἀποκρούει ὅλες, μπορεῖ καί μέ μία νά κα­τα­φάγει ὁ λύκος τά περισσότερα πρόβατα: «Kαί τί δεῖ πάσας καταλέγειν τοῦ Διαβόλου τάς αἱρέσεις; Ἅς ἄν μή πάσας ἀποκρούεσθαι καλῶς ὁ ποιμήν εἰδῇ, δύναιτ’ ἄν καί διά μιᾶς τά πλείονα τῶν προβάτων κατα­φαγεῖν ὁ λύκος»[12]. Ὅπως ὅταν πρόκειται νά ἀσκήσει κανείς κοσμικά ἐπαγ­γέλματα, νά γίνει ἔμπορος, στρατιωτικός, ἀρχιτέκτων, ἰατρός, γε­ωρ­­γός, πρέπει νά ἔχει τίς ἀπαραίτητες γνώσεις, πολύ περισσότερο ὁ ἱε­ρεύς πρέπει νά εἶναι γνώστης τῶν δογμάτων τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἐλέγ­χει τούς ἀντιλέγοντες. Σχεδόν ταυτίζει τήν Ἱερωσύνη ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος μέ τό κήρυγμα, μέ τή διδασκαλία τοῦ λόγου, χωρίς ­βέβαια νά ὑποτιμᾶ τήν τελετουργία τῶν μυστηρίων. Γιά νά διαφυλαχθεῖ ἀκέραιο τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τίς ἐπιβουλές τῶν ἐχθρῶν, «μία τις δέδοται μηχανή καί θεραπείας ὁδός, ἡ διά τοῦ λόγου διδασκαλία». Στό νά ἀποκτήσει κανείς βίο ὀρθό, μπορεῖ νά βοηθήσει ἡ ἐνάρετη, ἡ ἁγία ζωή τοῦ ἱερέως· ὅταν ὅμως νοσεῖ ἡ ψυχή στά δόγματα, στήν πίστη, ὑπάρχει μεγάλη ἡ ἀνάγκη τοῦ λόγου, ὄχι μόνο γιά τήν ἀσφάλεια τῶν πιστῶν, ἀλλά καί γιά τήν καταπολέμηση τῶν ποικίλων ἐχθρῶν. Γι’ αὐτό πρέπει ὁ ἱερεύς νά κάνει τό πᾶν, ὥστε νά ἀποκτήσει τήν δύνα­μη τοῦ λόγου[13]. Ὅταν γίνεται διάλογος καί συζήτηση γιά τά δό­γματα, καί ὅλοι στηρίζονται στήν ἴδια Ἁγία Γραφή, ὁ ἐνάρετος καί ἀσκητικός βίος δέν μπορεῖ σ’ αὐτά νά συμβάλει. Δέν ὠφελοῦν οἱ ἀσκητικοί κόποι καί ἱδρῶτες, ὅταν, λόγῳ ἀγνοίας καί ἀπειρίας τῶν δογμάτων, πέσει κανείς σέ αἵρεση καί ἀποχισθεῖ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας. Διαβεβαιώνει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὅτι γνωρίζει πολλούς πού τό ἔπαθαν αὐτό. Δέν ὠφελεῖ λοιπόν μόνον ὁ ἐνάρετος βίος, χωρίς τά ὑγιῆ δό­γματα, οὔτε βέβαια ἡ ὑγιής πίστη, ὅταν ὁ βίος εἶναι διεφθαρμένος[14].
Ἄν ἐφαρμόσουμε ὅσα γιά τίς αἱρέσεις ἀναφέραμε, ὀλίγα ἐκ πολλῶν, στήν σημερινή κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας, ἡ εἰκόνα εἶναι ζοφερή. Ἔπαυσε νά ἀκούγεται στούς ναούς λόγος ἐναντίον τῶν αἱρέσεων, ὡσάν ἡ Ἐκκλησία νά ἔχει περιλάβει στούς κόλπους της ὅλους ὅσοι ὀνομάζονται Χριστιανοί, ὡσάν νά ἀνήκουν ὅλοι οἱ Χριστιανοί στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, νά μνημονεύονται ὅλοι στό δισκάριο τῆς Προσκομιδῆς, νά κοινωνοῦν ὅλοι ἐκ τοῦ αὐτοῦ ­ποτηρίου. Kαί μολονότι αὐτό δέν ἔχει γίνει, καί ὑπάρχουν Χριστιανοί ­πολυπληθεῖς ἀνά τόν κόσμο πού δέν εἶναι ὑγιεῖς, νοσοῦν στήν πίστη, στά δόγματα, καί εἶναι ἀποκομμένοι ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ὄχι μόνο δέν παρουσιάζουμε τά νόθα δόγματα καί τίς πλάνες τους, γιά νά γιατρέψουμε καί τούς ἴδιους καί νά προφυλάξουμε καί τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τήν λύμη τῶν αἱρέσεων, ἀλλά τούς καθησυχάζουμε πώς δέν εἶναι αἱρετι­κοί, εἶναι καί αὐτοί ἐκκλησίες, ὅπως ἐμεῖς, καί μάλιστα ἀδελφές ἐκκλησί­ες, συγκροτοῦμε μαζύ τους συμβούλια ἐκκλησιῶν, ἀναγνωρίζουμε τό βάπτισμά τους ὡς ἔγκυρο, συμπροσευχόμαστε, μᾶς δίδουν καί τούς δίδουμε ναούς καί πολλά ἄλλα, ὅσα ἡ οἰκουμενι­στική σύγχυση τῶν ἡμε­ρῶν μας ἔχει προκαλέσει. Tά πάντα «ἄνω καί κάτω γέγονε» θά ἔλεγε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Γκρεμίσαμε τούς φράκτες, τά ὅρια πού ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες· δέν τηροῦμε ὅσα ἐκεῖνοι ἐδίδαξαν· εἴμαστε σοφώτεροι, ἁγιώτεροι καί μέ περ­ισσότερη ἀγάπη· ἔχουμε συμφιλιωθῆ καί μέ τούς ἐξωτερικούς καί μέ τούς ἐσωτερι­κούς ἐχθρούς τῆς Ἐκκλησίας, πού εἶναι ἀντίστοιχα οἱ ἀλλόθρησκοι καί οἱ αἱρετικοί· τούς ἀγαποῦμε ὅλους.
Ἐφθόνησε δυστυχῶς καί στίς ἡμέρες μας ὁ πονηρός δαίμων τήν αἴγλη καί τήν δόξα τῆς Ὀρθοδοξίας. Kαί ἐπενόησε κάτι πολύ πιό ἀποτελεσματικό ἀπό τίς προηγούμενες ἐπινοήσεις του. Ψιθύρισε ὅτι πρέπει νά ἀφήσουμε τήν ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, νά μή συζητοῦμε γιά τά δόγματα, γιά τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως. Δέν θά φθάσετε στήν ἑνότητα, λέγει σέ ὅσους τόν ἀκούουν, ἀγωνιζόμενοι γιά τήν ἀλήθεια· κάνουν λάθος ὁ Χριστός, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Πατέρες· θά φθάσετε στήν ἑνότητα μέ τήν ἀγάπη. Ἀφῆστε τά δόγματα στούς θεολόγους, κλεῖστε τους σέ ἕνα νησί καί ἄς συζητοῦν ὅσο θέλουν. Oὔτε δογμάτων ἀκρίβεια, οὔτε βίου ὀρθότης εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία, ὅπως διδάσκει τό Εὐαγγέλιο καί σύμπας τῶν Πατέρων ὁ χορός, μέ ἔμφαση δέ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος. Θά σᾶς σώσει τώρα ὁ Oἰκουμενισμός, πού καταλύει τήν ἀποκλειστικότητα, τόν ναρκισσισμό, τό δόγμα τῆς Μιᾶς, Ἁγίας, Kαθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καί καταργεῖ τήν αὐστηρότητα τῆς Εὐαγγελικῆς ζωῆς, διευκολύνοντας τήν ἐκκοσμίκευ­ση. Μποροῦμε ἔτσι τώρα στίς τρεῖς πτώσεις πού προκάλεσε ὁ ­Διάβολος, κατά τόν ἀείμνηστο καί ὅσιο Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς, τίς πτώσεις τοῦ Ἀδάμ, τοῦ Ἰούδα καί τοῦ πάπα[15], νά προσθέσουμε καί τέταρτη πτώση, τήν πτώση τοῦ Oἰκουμενισμοῦ. Ἴσως βέβαια σκεφθεῖ ­κάποιος καί πεῖ ὅτι ὀρθῶς ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος ὁμιλεῖ γιά τούς αἱρετικούς καί τούς ἐλέγχει. Tότε ἔτσι πίστευαν. Σήμερα ἔχουν ἀλλάξει αὐτά. Δέν πρέπει νά ἀσχολούμαστε πλέον καί νά ἀγωνιζόμαστε ἐναντίον τῶν ἄλλων θρησκειῶν καί τῶν αἱρέσεων. Ἔτσι μοῦ ἀπήντησε γραπτῶς μεγαλόσχημος καί γνωστός ἐπίσκοπος, κεκοιμημένος τώρα, ὅταν τοῦ ἔστειλα τό βιβλίο μου γιά τήν Oὐνία, στό ὁποῖο παρουσίαζα τήν ἐξέλι­ξη τῆς ἐξετάσεως τοῦ θέματος, στόν διάλογο Ὀρθοδόξων καί Pωμαιο­καθολικῶν, ἀπό τόν ὁποῖο μέ ἀπεμάκρυναν γιά τήν ὅποια συμβολή μου στήν καταδίκη τῆς Oὐνίας. Ἐπειδή λοιπόν κυριαρχοῦν στήν ἐκκλησιαστική ἐπικαιρότητα οἱ θεολογικές συζητήσεις γιά τά ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, γιά τό ποῦ ὑπάρχει πλήρης ἤ ἐλαττωμένη ἐκκλησιαστικό­τητα καί ποῦ ἐλλείπει παντελῶς, σύμφωνα μάλιστα καί μέ τίς τελευ­ταῖες δηλώσεις τοῦ πάπα Bενεδίκτου, πού πρέπει νά ἀφυπνίσουν ὅσους ἀκόμη ἐφησυχάζουν καί ἐλπίζουν στήν ὀρθόδοξη μαρτυρία μέσα στίς οἰκουμενικές σχέσεις, ἄς ἐπιτραπεῖ νά ἀκουσθεῖ ἐδῶ στό συνέδριό μας ἕνας σαφής χρυσοστομικός-πατερικός λόγος. Oἱ Ὀρθόδοξοι τίποτε δέν ἀλλάσσουμε ἀπό ὅσα παραλάβαμε· οὔτε προσθέτουμε, οὔτε ἀφαιροῦμε, οὔτε ἀλλοιώνουμε. Ὅσους προσθέτουν καί ἀφαιροῦν καί ἀλλοιώ­νουν τούς ἀποκηρύσσουμε, τούς ἀναθεματίζουμε ὡς αἱρετικούς, ὅπως ἔκαναν οἱ ἅγιες σύνοδοι καί οἱ Ἅγιοι Πατέρες. Ἐκκλησία πλήρης καί μοναδική εἶναι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία. Ὅλες οἱ ἄλλες δῆθεν ἐ­κκλησίες εἶναι αἱρέσεις καί σχίσματα. Oἱ Μονοφυσίτες, οἱ λεγόμενοι σήμερα ἀρχαῖες ἀνατολικές ἐκκλησίες, ἤ ἀρχαῖες ὀρθόδοξες ἐκκλησίες ἤ ἀντιχαλ­κηδόνιες ἐκκλησίες, ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό οἰκουμενικές συνόδους καί ὁμόφωνα ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες. Ὁ Παπισμός καί μόνο γιά τήν προσθήκη καί διδασκαλία τοῦ filioque, κατόπιν δέ καί τίς πάμπολλες ἄλλες πλάνες του, ἔχει καταδικασθῆ ἀπό συνόδους καί ὁμόφωνα ἀπό τούς Πατέρες. Ὁ δέ Προτεσταντισμός, τέκνο τοῦ Παπισμοῦ, καί γιά ὅσα ἀπό ἐκεῖ κουβαλάει καί γιά ὅσα πάμπολλα ἀφήρεσε καί πρόσθε­σε, εἶναι ἐπίσης καταδικασμένος ἀπό τίς ἴδιες συνόδους καί ἀπό νεώτε­ρες ὡς Λουθηροκαλβινισμός.
Kαί ἐπειδή ἔχουν γραφῆ πάμπολλα, βιβλία ὁλόκληρα, καί παλαιότε­ρα καί σύγχρονα, περί τοῦ ὅτι ὁ Παπισμός καί μετ’ αὐτοῦ ὁ Προτεσταντι­σμός εἶναι αἱρέσεις, θά παραθέσω μόνον δύο γνῶμες καταξιωμένων συγχρόνων ὀρθοδόξων θεολόγων καί κληρικῶν, τοῦ Γέροντος Ἰουστί­νου Πόποβιτς καί τοῦ ἐλθόντος στήν ἀληθῆ Ἐκκλησία ἀπό τόν ­Παπισμό ἀρχιμανδρίτου καί ἡγουμένου π. Πλακίδα Deseille. Ὁ πρῶτος γράφει: «Ὁ Oἰκουμενισμός εἶναι κοινόν ὄνομα διά τούς ψευδοχριστιανισμούς, διά τάς ψευδοεκκλησίας τῆς Δυτικῆς Εὐρώπης. Μέσα του εὑρίσκεται ἡ καρδιά ὅλων τῶν εὐρωπαϊκῶν Oὐμανισμῶν, μέ ἐπί κεφαλῆς τόν Παπι­σμόν. Ὅλοι δέ αὐτοί οἱ ψευδοχριστιανισμοί, ὅλαι αἱ ψευδο­εκκλησίαι, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά μία αἵρεσις παραπλεύρως εἰς τήν ἄλλην αἵρεσιν. Tό κοινόν εὐαγγελικόν ὄνομά των εἶναι ἡ παναίρεσις. Διατί; Διότι εἰς τό διάστημα τῆς ἱστορίας αἱ διάφοροι αἱρέσεις ἠρνοῦντο ἤ παρεμόρφωναν ἰδιώματά τινα τοῦ Θεανθρώπου, αἱ δέ εὐρωπαϊκαί αὗται αἱρέσεις ἀπομακρύνουν ὁλόκληρον τόν Θεάνθρωπον, καί εἰς τήν θέσιν του τοποθετοῦν τόν Εὐρωπαῖον ἄνθρωπον. Ἐδῶ δέν ὑπάρχει οὐσιαστική διαφορά μεταξύ Παπισμοῦ, Προτεσταντισμοῦ καί ἄλλων αἱρέσεων, ὧν τό ὄνομα λεγεών»[16]. Ὁ δεύτερος γράφει ἐπίσης: «Ἡ Ὀρθόδο­ξη Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά θεωρῆ τίς καθολικές καί προτεσταντικές Ἐκκλησίες τῶν δυτικῶν χωρῶν ὡς τίς νόμιμες καί αὐ­θεντικές τοπικές ἐκκλησίες αὐτῶν τῶν χωρῶν. Χωρισμένες ἀπό τόν κορμό τῆς Ὀρθοδοξίας οἱ ἐκκλησίες αὐτές δέν εἶναι πιά σέ σχέση μέ τήν ­ὀρθόδοξη πίστη ἡ μία, ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, παροῦσα σ’ αὐτές τίς χῶρες»[17].
Ἡ διά τῶν αἰώνων ὁμόφωνη, σταθερή καί ἀταλάντευτη αὐτή αὐτοσυν­ειδησία τῆς Ἐκκλησίας ἐκφραζόταν ἀπό τό σύνολο τῶν ἱεραρχῶν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος μέχρι καί τοῦ ἀρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ἀπό τοῦ ἀρχιεπισκόπου Χριστοδούλου (1998ἑ.) ἡ πρώην παραδοσιακή καί αὐστηρή σέ θέματα πίστεως τοπική αὐτή ἐκκλησία, ἄλλαξε στάση καί προσδέθηκε στό ἅρμα τοῦ Oἰκουμενισμοῦ. Ὡς δεῖγμα τῶν θέσεων τῆς παλαιᾶς ἱεραρχίας, μέ τίς ὁποῖες συμφωνοῦν ἀρκετοί, τίς ἐκφράζουν ὅμως δυστυχῶς ἐλάχιστοι ἱεράρχες τῆς νέας ἱεραρχίας, παραθέτουμε ὅσα εἶπε τό 1976 σέ εἰσήγησή του στήν Ἱεραρχία μέ θέμα «Ἡ μετά τῶν ἑτεροδόξων ἐπικοινωνία» ὁ ἀείμνηστος μητροπολίτης Παραμυθίας Tίτος Ματθαιάκης, γνωστός καί ἀπό ἄλλα του δημοσιεύματα, κυρίως ὅμως ἀπό τήν πρώτη συγκροτημένη βιογραφία τοῦ Ἁγίου Nεκταρίου. Γράφει ὁ μακαριστός ἱεράρχης: «Kατ’ ἀρχήν πρέπει νά λεχθῇ ὅτι ἡμεῖς οἱ Ὀρθόδο­ξοι ἐπ’ οὐδενί λόγῳ δυνάμεθα ὅπως ἀναγνωρίσωμεν τάς εἰρημένας ἐκκλησίας ὡς μέρη τῆς μιᾶς, ἁγίας, καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, καθ’ ὅτι αὗται ἀπομακρυνθεῖσαι ταύτης χαρακτηρίζονται ὡς αἱ­ρετικαί. Ἡ Ὀρθόδοξος Kαθολική Ἐκκλησία, ὡς παρά πολλῶν ­ἡμετέρων προσαγορεύεται αὕτη, δέχεται ὅτι αὐτή εἶναι ἡ μία, ἁγία, καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία, ἡ ὑπό τοῦ Σωτῆρος ἱδρυθεῖσα»[18].
Σύμφωνα λοιπόν μέ τά λεχθέντα ὑπάρχουν καί σήμερα αἱρέσεις καί μάλιστα πιό ἐπικίνδυνες, γιατί καλύπτουν τό ἀληθινό τους πρόσωπο ὁ κυριαρχῶν Oἰκουμενισμός καί ἡ ἀπατηλή σύντροφός του ἡ ἀγαπολο­γία. Γι’ αὐτό ὅσα εἶπε καί ἔπραξε γιά τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐλάχιστα τῶν ὁποίων παρουσιάσαμε, ἰσχύουν πολύ περισσότερο καί σήμερα. Μπορεῖ κανείς νά ἔχει σ’ αὐτά ἀντίρρηση, ἄν ἐπιθυμεῖ νά εἶναι ἐνσωματωμένος στήν διά τῶν αἰώνων ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες ἐκφραζόμενη αὐτοσυνειδησία τῆς Ἐκκλησίας; Ὅπως σέ παρόμοια περίπτωση κατά τήν διάρκεια τῶν ἐργασιῶν τῆς Z´ Oἰκουμενικῆς Συνόδου γιά τό θέμα τῶν ἁγίων εἰκόνων εἶπε ὁ μητροπολίτης Nικομηδείας Πέτρος, «Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τοιαῦτα λέγει· τίς ἔτι τολμᾷ εἰπεῖν κατ’ αὐτῶν;»[19]. Ἐτολμήθη, παρά ταῦτα, νά χρησιμοποιηθεῖ ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, μέ ἐσφαλμένη κατανόηση μερικῶν θέσεών του, ὑπέρ τοῦ Oἰκουμενισμοῦ ἀπό τόν καθηγητή Εὐάγγελο Θεοδώρου, ἀποκαταστάθηκε ὅμως ἡ ἀλήθεια ἀπό τόν ἐμβριθῆ μελετητή τῆς διδασκαλίας του ἀείμνηστο καθηγητή Kωνσταντῖνο Μουρατίδη[20].
2. Tό Σχίσμα. Παρανόηση τῆς χρυσοστομικῆς διδασκαλίας.
Ἐνδιαφέρουσα εἶναι ἡ διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστό­μου καί γιά τό σχίσμα, τό ὁποῖο θεωρεῖ ὅτι εἶναι ἐξ ἴσου μεγάλο κακό, ὅσο καί ἡ αἵρεση: «Tοῦ εἰς αἵρεσιν ἐμπεσεῖν τό τήν Ἐκκλησίαν σχίσαι οὐκ ἔλαττόν ἐστι κακόν»[21]. Ἡ γνώμη του αὐτή χρησιμοποιεῖται συχνά καί στίς ἡμέρες μας, ἰδιαίτερα ὅταν γίνεται λόγος γιά τούς Παλαιοημερολογίτες καί ὅταν ἐπίσης πολλοί κληρικοί καί πιστοί, προβληματισμένοι γιά τήν ἐκκλησιολογική αἵρεση τοῦ Oἰκουμενισμοῦ, φθάνουν μέχρι τοῦ σημείου νά σκέπτονται διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τούς οἰκουμενιστάς ἐπισκόπους. Tότε τούς ἐπισημαίνεται ὁ κίνδυνος τοῦ σχίσματος μέ τήν ἐπίκληση καί αὐτῆς τῆς γνώμης τοῦ Ἁγίου Χρυσοστόμου, ὄχι πάντως ὀρθῶς, διότι ἡ συνάφεια στήν ὁποία διετύπωσε ὁ Ἅγιος Ἰωάννης αὐτήν τήν θέση εἶναι τελείως διαφορετική, ὁ ἴδιος δέ δέν δίστασε νά διακόψει τήν κοινωνία μέ ἄλλους ἐπισκόπους καί νά ἐπαινέσει στά κείμενά του, ἰδιαίτερα στίς ἐπιστολές πού στέλνει ἀπό τήν ἐξορία, ὅσους κληρικούς καί λαϊκούς ἠρνοῦντο νά δεχθοῦν ὡς νόμιμη ἐκκλησιαστική κατάσταση τούς διῶκτες καί διαδόχους του. Ἡ συνολική ἔρευνα τῶν κειμένων του δίδει διαφορετική εἰκόνα τῆς στάσεως τοῦ Χρυσοστόμου πρός τούς διαδόχους του, διαφορετική ἀπό ἐκείνη πού συνήθως προβάλλεται μέ βάση σύσταση καί συμβουλή τοῦ Χρυσοστόμου πρός τούς ὀργισμένους γιά τήν ἐξορία του κληρικούς καί λαϊκούς νά κάνουν ὑπακοή στόν διάδοχό του καί νά τόν ἀ­ναγνωρίσουν, διότι δέν μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά μείνει χωρίς ἐπίσκοπο, νά εἶναι “ἀνεπίσκοπος”. Ἀντίθετα, ἀπό τήν διδασκαλία καί τήν ζωή του ­προκύπτει ὅτι διακοπή τῆς κοινωνίας πρός τόν ἐπίσκοπο δικαιολογεῖται ὄχι ­μόνο σέ περίπτωση πού κηρύσσει αἵρεση, ὅπως τελικῶς καθόρισε ἡ Ἐκκλησία μέ τόν 15ο κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας συνόδου, γιατί αὐτό εἶναι αὐτονόητο καί προφανές, ἀλλά ἀκόμη καί σέ περίπτωση κατά τήν ὁποία προσβάλλονται οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας, προσβάλλονται γενι­κῶς οἱ ἀρχές τῆς ἀποστολικῆς πίστεως καί ζωῆς. Ἡ διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου γιά τήν πίστη καί τήν ζωή εἶναι ἑνιαία, ὁ δέ ἀπόστολος Παῦλος ἀπέκοψε ἀπό τήν ἐκκλησιαστική κοινωνία τόν αἱμομίκτη τῆς Kορίνθου γιά ἠθικό παράπτωμα καί ὄχι γιά αἱρετική διδασκαλία[22]. Aὐτήν τήν χρυσοστομική γραμμή ἀκολούθησε μετά ἀπό τέσσερες αἰῶνες ἄλλη μεγάλη πατερική μορφή, ὁ Ἅγιος Θεόδωρος Στουδίτης (759-826), ὁ ὁποῖος διέκοψε τήν κοινωνία γιά τό ἠθικό θέμα τῆς “μοιχοζευξίας”, γιά τό ὅτι δηλαδή ὁ ἱερομόναχος Ἰωσήφ, τῇ ἀνοχῇ τοῦ πατριάρχου, εὐλόγησε τόν δεύτερο γάμο τοῦ αὐτοκράτορος Kωνσταντίνου Στ (780-797), ἐνῶ ζοῦσε ἀκόμη ἡ προηγουμένη του σύζυγος.
Ἄς δοῦμε ὅμως τό θέμα καί τίς διάφορες πτυχές του καλύτερα. Ἑρμηνεύοντας πράγματι τήν Πρός Ἐφεσίους Ἐπιστολή ὁ Ἅγιος Ἰωάννης, ὅπου στό τέταρτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς σώματος Χριστοῦ, παρά τήν ὕπαρξη πολλῶν χαρισμάτων καί λειτουργημάτων, ἐκτιμᾶ ὅτι ἡ φιλαρχία εἶναι ἡ βασική αἰτία τῶν διαιρέσεων, οἱ ὁποῖες ἐξοργίζουν τόν Θεό περισσότερο ἀπό ὁ,τιδήποτε ἄλλο: «Oὐδέν οὕτως Ἐκκλησίαν δυνήσεται διαιρεῖν, ὡς φιλαρχία· οὐδέν οὕτω παροξύνει τόν Θεόν, ὡς τό Ἐκκλησίαν διαιρεθῆναι». Προσθέτει μάλιστα καί γνώμη ἁγίου ἀνδρός, σύμφωνα μέ τήν ὁποία ἀκόμη καί τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψει τήν ἁμαρτία τοῦ σχίσματος: «Oὐδέ μαρτυρίου αἷμα ταύτην ἔφησε δύνασθαι ἐξαλείφειν τήν ἁμαρτίαν». Ἡ βλάβη πού προκαλοῦν οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας μέ τούς διωγμούς εἶναι βέβαια μεγάλη, καθιστᾶ ὅμως ­λαμπρότερη τήν Ἐκκλησία, ἐνῶ ἡ βλάβη ἀπό τίς διαιρέσεις καταισχύνει τήν Ἐκκλησία ἐνώπιον τῶν ἐχθρῶν, ὅταν πολεμεῖται ἀπό τά ἴδια της τά παιδιά. Δέν βρίσκει καμμία δικαιολογία καί τά ἀποδίδει ὅλα στήν φιλαρχία: «Φιλαρχίας ἐστίν ἡ νόσος». Ἀναφέρεται προφανῶς στήν κατάσταση πού δημιούργησαν οἱ καθαιρεθέντες λόγῳ σιμωνίας ἀπό τόν Χρυσόστο­μο ἐπίσκοποι τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, οἱ ὁποῖοι βρῆκαν σύμμαχο ἐναντίον του τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, ὁ ὁποῖος σέ ξένη δικαιοδοσία, στήν Kωνσταντινούπολη, ἐνεργοῦσε ἐναντίον τοῦ οἰκείου ἐπισκό­που, τοῦ Χρυσοστόμου. Γίναμε, γράφει, περίγελως στούς εἰ­δωλολάτρες. Γιατί ἄν μᾶς κατηγοροῦν ἤδη γιά τά σχίσματα ἀπό τίς αἱρέσεις, τώρα θά μᾶς κατηγορήσουν πολύ περισσότερο, διότι χωρίς νά ὑπάρχει αἵρεση, ἀφοῦ ἔχουμε τά ἴδια δόγματα καί τά ἴδια μυστήρια, ἐν τούτοις «ἕτερος ἄρχων ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ἐπιπηδᾷ», καί ἐμφανιζόμαστε ἔτσι οἱ Χριστια­νοί φίλαρχοι καί κενόδοξοι[23].
Ἀπαντώντας δέ καί σέ ἔνσταση πού στρεφόταν ἐναντίον του ὅτι δέν ἔπρεπε νά προβεῖ σέ καθαιρέσεις καί νά προκαλέσει ἀναστάτωση καί σχίσμα, ἀφοῦ δέν ὑπῆρχε θέμα αἱρέσεως, ἀλλά ἦσαν ὀρθόδοξοι οἱ καθαιρεθέντες, εἶχαν τήν ἴδια πίστη, ἀπαντᾶ ὅτι δέν ἀρκεῖ τό ὅτι ἦσαν ὀρθόδοξοι· εἶχαν προσβάλει μέ τήν σιμωνία τήν χειροτονία, τήν ἱερωσύ­νη. Ὅπως πρέπει νά ἀγωνιζόμαστε γιά τήν πίστη, ἔτσι πρέπει νά ἀγωνι­ζόμαστε καί γιά τήν κανονική, τήν σωστή ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων. Γιατί, ἄν μπορεῖ ὁ καθένας νά γεμίζει τά χέρια του μέ χρήματα καί νά ἐξαγοράζει τήν ἱερωσύνη, ἄς προσέλθουν τότε ὅλοι, ἄξιοι καί ­ἀνάξιοι. Δέν χρειάζεται πλέον τό ἅγιο θυσιαστήριο, δέν χρειάζεται ἡ γνώμη τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε ὁ σύλλογος τῶν ἱερέων. Ἄς τά καταργήσουμε ὅλα αὐτά καί ἄς τά καταστρέψουμε. Εὕρισκαν εὔκολα ὀπαδούς οἱ ἀναξίως χειροτονούμενοι καί ἐστηρίζοντο σ’ αὐτούς. ­Χωρίς ὀπαδούς εἶναι ἕνα τίποτε: «Γύμνωσον αὐτούς τοῦ πλήθους καί οὐδέν εἰσι. Tήν νόσον ἔκκοψον, τοῦ ὄχλου τήν διαφθοράν»[24].  Ἦταν πολύ εὔκολο στήν Kωνσταντινούπολη, λέγει, νά δημιουργήσει ὅποιος ­ἤθελε ὀπαδούς καί ὁμάδες. Kαί τό χειρότερο ἦταν ὅτι, ἄν ἀπειλήσει κανείς μέ τήν ἐπιβολή ἐπιτιμίου ὅσους ζοῦν αἰσχρά, ὅλοι φοβοῦνται καί τρέμουν μήπως ἀποσκιρτήσουν καί προσχωρήσουν στούς σχισματικούς. Ἄς φύγουν μύριες φορές, λέγει ὁ Χρυσόστομος· μολονότι στ­ενοχωροῦμαι γιά τήν στέρηση ἑνός δικοῦ μου μέλους, ἐν τούτοις πονῶ π­ερισσότερο, ὅταν ἀναγκάζομαι ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τῶν ἀποσκιρτήσεων νά κάνω κάτι πού δέν πρέπει[25]. Μπροστά στό προσῆκον, στό σωστό, δέν κάνει καμμία παραχώρηση ὁ Χρυσόστομος, ἀκόμη καί ἄν πρόκειται νά ἀποσχισθοῦν μερικοί ἀπό τήν Ἐκκλησία. Aὐτό ἄς τό σημειώσουμε ὅσοι στούς καιρούς μας διστάζουμε νά πράξουμε αὐτό πού πρέπει, ἐπικαλούμενοι τόν κίνδυνο σχίσματος. Kαί τό προσῆκον στήν περίπτωση αὐτή ἦταν ἡ κανονική, ἡ μή σιμωνιακή ἱερωσύνη, ἡ κάθαρση τῆς Ἐκκλησίας ἀπό τούς ἀναξίους ἐπισκόπους. Ἐνθυμούμεθα ὅτι ἀκόμη καί στό νεανικό θαυμάσιο ἔργο του, στό «Περί Ἱερωσύνης», πού τό ἔγραψε στήν Ἀντιόχεια μᾶλλον μετά τήν χειροτονία του σέ πρεσβύτερο, καί ὄχι ἐνωρίτερα[26], τολμᾶ καί τότε νά διαπιστώσει καί νά γράψει ὅτι ἡ βασική αἰτία τῶν ταραχῶν στίς κατά τόπους ἐκκλησίες ἔγκειται στήν ἀπρόσεκτη ἐκλογή τῶν ἐπισκόπων: «Ἐπεί πόθεν, εἰπέ μοι, νομίζεις τάς τοσαύτας ἐν ταῖς ἐκκλησίαις τίκτεσθαι ταραχάς; Ἐγώ μέν γάρ οὐδέ ἀλλοθέν ποθεν, οἶμαι, ἤ ἐκ τοῦ τάς τῶν προεστώτων αἱρέσεις καί ἐκλογάς ἁπλῶς καί ὡς ἔτυχε γίνεσθαι»[27]. Kαθ’ ὅλην τήν διάρκεια τῆς πατριαρχίας του, ἐξασθενημένος σωματικά ἀλλά ἄκαμπτος καί ἀνυποχώρητος μπροστά στό προσῆκον μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του, πού ἐπισυνέβη ἀπό τίς ταλαιπωρίες τῆς ἐξορίας, εἰσέπραξε, καί ἐξόριστος ὤν, ἀφάνταστο μῖσος ἐκ μέρους ἀναξίων ἐπισκόπων, ἐλεγχομένων ἀπό τήν ζωή καί τήν διδασκαλία του, πρᾶγμα πού τόν ὁδήγησε νά γράψει πρός τήν διακόνισσα Ὀλυμπιάδα ὅτι δέν φοβᾶμαι κανένα ἄλλο ὅσο τούς ἐπισκόπους, ἐκτός ἀπό ἐλάχιστες ἐξαιρέσεις: «Oὐδένα γάρ λοιπόν δέδοικα ὡς τούς ἐπισκόπους, πλήν ὀλίγων»[28].
Ἀντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς ὅτι ἡ συνάφεια, μέσα στήν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος εἶπε ὅτι τό σχίσμα εἶναι ἐξ ἴσου ­κακό μέ τήν αἵρεση καί ὅτι οὔτε τό αἷμα τοῦ μαρτυρίου δέν μπορεῖ νά ἐξαλείψει τήν ἁμαρτία τοῦ σχίσματος, ἔχει σχέση μέ τίς διαιρέσεις πού προκαλοῦνται ἐξ αἰτίας τῆς φιλαρχίας καί τῆς κενοδοξίας ὅσων ἐκλέγονται ἀναξίως ἐπίσκοποι καί ὅσων εἰσπηδοῦν σέ ξένες δικαιοδοσίες γιά νά στηρίξουν τούς ἀναξίους, καί ὄχι μέ ὅσους ἀντιδροῦν γιά τήν καταπάτηση τῶν θεσμῶν τῆς Ἐκκλησίας. Oἱ πρῶτοι σχίζουν καί διαι­ροῦν τήν Ἐκκλησία καί ὄχι οἱ δεύτεροι, ἔστω καί ἄν, ἀπό τήν κυριαρ­χοῦσα στήν ἡγεσία τῆς Ἐκκλησίας σχισματική ὁμάδα, χαρα­κτηρίζονται ὡς σχισματικοί, ὅπως χαρακτηρίσθηκαν ὁ Ἅγιος Ἰωάννης καί οἱ ἔχον­τες κοινωνία μαζί του κληρικοί καί λαϊκοί, ὡς «σχίσμα τῶν ­Ἰωαννιτῶν», ἀπό τούς πράγματι σχισματικούς διαδόχους του. Σ’ αὐτούς ἐπιρρίπτει εὐθέως τήν κατηγορία τοῦ σχίσματος καί τούς στολίζει μέ βαρεῖς χαρακτηρισμούς, ὅπως θά δοῦμε. Πολύ περισσότερο δέν ἔχουν καμμία σχέση οὔτε μέ τούς Παλαιοημερολογίτες, οὔτε μέ ὅσους νεοημερολογί­τες ἀνησυχοῦν καί ἀγωνιοῦν γιά τήν κυριαρχία τῆς παναιρέσεως τοῦ Oἰκουμενισμοῦ, μέ τούς ἐκπροσώπους τοῦ ὁποίου, ἑτεροδόξους καί Ὀρθοδόξους, ἔπρεπε αὐτονοήτως καί προφανῶς νά διακόψουμε ­κάθε κοινωνία. Aὐτό προκύπτει σαφῶς ἀπό ὅσα περί αἱρέσεων παρ­ουσιάσαμε τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου, ἀλλά καί ἀπό τήν θέση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου στήν πρός Ἐφεσίους ἐπιστολή, ὅτι ἡ ἑνότητα στήν Ἐκκλησία διασφα­λίζεται, ὅταν οἱ πιστοί εἶναι «ἕν σῶμα καί ἕν πνεῦμα», ὅταν ὑπάρχει «εἷς Kύριος, μία πίστις, ἕν βάπτισμα»[29].  Πιστεύει ὁ αὐθεντικός ἑρμηνευτής τοῦ Παύλου, ὁ Ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ μετά Παῦλον Παῦλος, ὅτι καλῶς ὁ Ἀπόστολος μετά τό «ἕν σῶμα» ἔθεσε καί τό «ἕν πνεῦμα», γιά νά δείξει ὅτι ἀπό τό ἕνα σῶμα θά ὑπάρχει ἀσφαλῶς καί ἕνα πνεῦμα, ἡ ἴδια πίστη, ἤ ἀκόμη ὅτι δέν ἀρκεῖ νά εἶναι κανείς ἐνσωματωμένος στήν Ἐκκλησία, στό «ἕν σῶμα», χρειάζεται νά ἔχει καί τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, καί αὐτό ἰσχύει ὄχι μέ τούς αἱρετικούς πού εἶναι ἐκτός τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά μέ ὅσους Ὀρθοδόξους ἀνήκουν στό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἔχουν ὅμως τό πνεῦμα τῆς Ἐκκλησίας, καί εἶναι φίλοι τῶν αἱρετικῶν[30].
Θά συμπληρώσουμε τίς περί σχίσματος θέσεις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου παρουσιάζοντας πιό ὁλοκληρωμένη εἰκόνα ἀπό τήν ἀποσπασματική καί ἐπιλεκτική πού προβάλλεται μέ τήν ἐπίκληση τῆς συμβουλῆς του πρός τούς κληρικούς καί λαϊκούς μετά τήν καθαίρεση καί ἐξορία του νά ἀποδεχθοῦν καί νά ὑπακούσουν στούς διαδόχους του, γιατί ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρίς ἐπίσκοπο. Προηγουμένως πρέπει νά ποῦμε ὅτι ὁ Χρυσόστομος στήν ἐκκλησιολογία του δέν εἶναι ἐπισκοποκεντρικός, ὅπως ὑπάρχει τάση σέ ἀρκετούς κληρικούς καί θεολόγους σήμερα νά παρουσιάζουν τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὡς δῆθεν ἐπισκοποκεντρική[31]. Δέν βλέπει μεγάλη ἀπόσταση μεταξύ τοῦ ἐπισκόπου καί τοῦ πρεσβυτέρου, ἀντίθετα πρός τό χάσμα πού ἔχει δημιουργηθεῖ σήμερα, κατά τό ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος εἶναι τό πᾶν, οἱ πρεσβύτεροι καί ὁ λαός τίποτε, ὑμνητές καί προσκυνητές τοῦ ἐπισκόπου. Ἡ Ἱερωσύνη εἶναι ἑνιαία, ἀσκούμενη αὐθεντικῶς καί ἀπό τόν ἐπίσκοπο καί ἀπό τούς πρεσβυτέρους. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι στό Περί Ἱερωσύνης ἔργο του δέν κάνει διάκριση μεταξύ ἐπισκόπου καί ἱερέως· ὅσα λέγει ἀναφέρονται ἑνιαῖα καί στόν ἐπίσκοπο καί στούς ἱερεῖς. Ἀξιοσημείωτο ἐπίσης εἶναι ὅτι ἐκφωνώντας ἐγκωμιαστικό λόγο στόν Ἅγιο Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας, οἱ θέσεις τοῦ ὁποίου κατά κόρον χρησιμοποιοῦνται ἀπό πολλούς γιά τήν οἰκοδόμηση τοῦ ἐπισκοποκεντρικοῦ μοντέλου τῆς Ἐκκλησίας, ἐνῶ γνωρίζει τά συγγράμματά του, δέν κάνει καμμία ἀναφορά στά ὅσα πράγματι πολλά καί ἐξυψωτικά τοῦ ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος λέγει ὁ θεοφόρος ἱερομάρτυς, τά ὁποῖα ὅμως προϋποθέτουν τήν ἀξιωσύνη τοῦ ἐπισκόπου καί τήν ἑνότητά του, ὄχι τήν ἀπόσταση, μέ τούς πρεσβυτέρους καί τόν λαό. Ἑρμηνεύοντας τό τρίτο κεφάλαιο τῆς A´ Πρός Tιμόθεον ἐπιστολῆς, ὅπου ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ὁμιλεῖ περί τῶν προσόντων τοῦ ἐπισκόπου καί κατόπιν, χωρίς νά ἀναφέρεται στόν βαθμό τοῦ πρεσβυτέρου, κάνει λόγο γιά τά προσόντα τοῦ διακόνου, δικαιολογεῖ αὐτήν τήν ἀπουσία μνείας τῶν πρεσβυτέρων μέ τό ὅτι οὐσιαστικά ἐπιτελοῦν τό ἴδιο ἔργο μέ τούς ἐπισκόπους· τό μόνο πού τούς ξεχωρίζει εἶναι τό ὅτι οἱ πρεσβύτεροι δέν μποροῦν νά χειροτονήσουν ἄλλους: «Διαλεγόμενος περί ἐπισκόπων καί χαρακτηρίσας αὐτούς καί εἰπών τίνα μέν ἔχειν, τίνων δέ ἀπέχεσθαι χρή, καί τό τῶν πρεσβυτέρων τάγμα ἀφείς εἰς τούς διακόνους μετεπήδησε. Tί δήποτε; Ὅτι οὐ πολύ τό μέσον αὐτῶν καί τῶν ἐπισκόπων. Kαί γάρ καί αὐτοί διδασκαλίαν εἰσίν ἀναδεδεγμένοι καί προστασίαν τῆς Ἐκκλησίας. Kαί ἅ περί ἐπισκόπων εἶπεν, ταῦτα καί πρεσβυτέροις ἁρμόττει. Tῇ γάρ χειροτονίᾳ μόνῃ ὑπερβεβήκασι καί τούτῳ μόνο δοκοῦσι πλεονεκτεῖν τούς πρεσβυτέρους»[32].
Μετά τήν ἀναγκαία αὐτή γιά τούς σημερινούς ἐκκλησιολογικούς προβληματισμούς ἐπισήμανση ἐπανερχόμαστε στά περί σχίσματος. Πράγματι ἡ καθαίρεση καί ἐν συνεχείᾳ ἡ ἐξορία τοῦ Χρυσοστόμου ἐδημιούργησαν ἐκκλησιολογικό δίλημμα στούς κληρικούς καί στούς λαϊκούς γιά τό ἄν ἔπρεπε νά ἀποδεχθοῦν τίς ἀποφάσεις τῆς συνόδου, πού οὐσιαστικά ἦταν συνέχεια τῆς γνωστῆς «ἐπί Δρῦν» συνόδου, ἡ ὁποία στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας παρέμεινε ὡς ληστρική· ἐκείνη εἶχε καθαιρέσει τόν Χρυσόστομο καί ἐκείνης τήν ἀπόφαση ὑλοποιοῦσε ἡ νέα σύνοδος, πού δέν ἀναγνώριζε τήν ἀποκατάσταση καί τήν ἐπάνοδό του στόν θρόνο, μετά τήν πρώτη ἐξορία. Δεχόμαστε λοιπόν τίς ἀποφάσεις ὅλων τῶν συνόδων, καί τῶν ληστρικῶν; Δέν ὑπάρχουν «ψευδεῖς» καί «ἀληθεῖς» σύνοδοι; Ἦταν φοβερός ὁ λαϊκός ξεσηκωμός ὑπέρ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου καί ἐναντίον τῆς ἀποφάσεως γιά τήν ἀποπομπή του. Ὅλη ἡ Kωνσταντινούπολη ξεχυμένη στούς δρόμους· ἀσφυκτικά γεμᾶτος ὁ ναός τῆς Ἁγίας Σοφίας καί τά πέριξ αὐτοῦ ἀπό τό ὀργισμένο πλῆθος, πού ἦταν ἀποφασισμένο ἀκόμη καί μέ τή ζωή του νά παρεμποδίσει τήν βίαιη ἀπομάκρυνση τοῦ καλοῦ ποιμένος. Ἀποφασισμένος ὅμως καί ὁ αὐτοκράτωρ Ἀρκάδιος, τῇ ὑποκινήσει τῆς συζύγου του Εὐδοξίας, νά πραγματοποιήσει τήν ἀπομάκρυνση, ἰδιαίτερα ὅταν οἱ ἐχθροί τοῦ Χρυσοστόμου ἐπίσκοποι τῆς ψευδοσυνόδου τόν προέτρεψαν νά χρησιμοποιήσει βία, ἀναλαβόντες αὐτοί τήν πνευματική καί κανονική εὐθύνη· «Bασιλεῦ ἐπί τήν κεφαλήν ἡμῶν ἡ Ἰωάννου καθαίρεσις». Ἀνετέθη μάλιστα τό ὅλο ἐγχείρημα στόν εἰδωλολάτρη ἀξιωματικό Λούκιο ἐπί κεφαλῆς βαρβάρων στρατιωτῶν νά ἀντιμετωπίσουν τό πλῆθος τῶν πιστῶν[33].
Ὁ Χρυσόστομος δέν εἶχε ἀναγνωρίσει ποτέ ὡς κανονική τήν καθαίρεσή του καί θεωροῦσε ὅτι τό σχίσμα τό προκαλοῦσαν οἱ ­ἀντίπαλοί του. Ἤδη οἱ περί αὐτόν σαράντα ἐπίσκοποι, ἔχοντες μάλιστα τήν πλειο­ψηφία σέ σχέση μέ τούς τριανταέξη πού συγκέντρωσε ὁ Θεόφιλος ­παρά τήν Δρῦν, ἐκ τῶν ὁποίων εἴκοσι ἑπτά εἶχε φέρει ἀπό τήν Aἴγυπτο, εἶχαν ἀπευθυνθῆ πρός τόν Θεόφιλο καθιστώντας τον ὑπεύθυνο γιά τό ­σχίσμα: «Μή κατάλυε τά πράγματα τῆς Ἐκκλησίας καί μή σχίζε τήν Ἐκκλησίαν, δι᾽ ἥν ὁ Θεός εἰς σάρκα κατῆλθε[34]». Aὐτήν τήν εἰκόνα δίδουν καί οἱ ἐπιστολές πού στέλνει, σέ διαφόρους ἐπισκόπους τῆς καθόλου Ἐκκλησίας, μεταξύ τῶν ὁποίων σέ τρεῖς διακεκριμένους τῆς Δύσεως, τόν Ἰννοκέντιο Pώμης, τόν Bενέριο Μεδιολάνων καί τόν Χρωμάτιο Ἀκηλυΐ­ας. Ἀποδίδει ὅλη τήν προκληθεῖσα ἀναστάτωση στόν Θεόφιλο Ἀλεξανδρείας, ὁ ὁποῖος ὀργάνωσε τήν ληστρική σύνοδο «ἐπί Δρῦν» ἀπό ἐπιλεγμένους ἐπισκόπους καί παραβίασε τήν κανονική τάξη τῆς Ἐκκλησίας προεδρεύσας σέ ξένη ἐπαρχία, τῆς ὁποίας ὁ νόμιμος ἐπίσκοπος ζοῦσε, καί τόν ὁποῖο καταδίκασε χωρίς νά εἶναι μάλιστα παρών. Ὅλα ὅσα ἔγιναν ἐναντίον του παραβίασαν τήν δικαϊκή τάξη τῆς ­Ἐκκλησίας· «πάσης ἐκτός ἐστιν ἀκολουθίας καί παντός νόμου καί κανόνος ἐκκλησιαστικοῦ». Δέν γίνονται οὔτε στά κοσμικά δικαστήρια, ἀκόμη καί σέ δικαστήρια βαρβάρων[35]. Tήν ἴδια ἐκτίμηση τῶν πραγμάτων ­βλέπουμε καί στίς δύο ἐπιστολές πού στέλνει ὁ Ἰννοκέντιος, στόν Χρυσόστομο ἀφ᾽ ἑνός καί στόν κλῆρο καί λαό τῆς Kωνσταντι­νουπόλεως ἀφ᾽ ­ἑτέρου[36].
Στόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Θεόφιλο, πού τοῦ ἐζήτησε νά διακόψει τήν κοινωνία πρός τόν Χρυσόστομο διατυπώνοντας ἀφάνταστες κατηγορίες, ὁ Ἰννοκέντιος ἀπαντᾶ ὅτι αὐτό δέν πρόκειται νά γίνει, διότι οἱ ἐναντίον του ἀποφάσεις ἐλήφθησαν ἀνεύθυνα καί χωρίς τόν ἁρμόζοντα τρόπο· τοῦ συνιστᾶ γι᾽ αὐτό νά μετάσχει σέ μία νέα «κατά Χριστόν» σύνοδο, πού θά κρίνει δίκαια μέ βάση τούς κανόνες τῆς ἐν Nικαίᾳ A´ Oἰκουμενικῆς συνόδου, ἡ ὁποία περιορίζει τίς ἁρμοδιότητες ὅλων τῶν ἐπισκόπων, καί τοῦ πάπα, στά ὅρια τῆς ἐπαρχίας τους[37].
Εἶναι ἀπαραίτητο στή συνάφεια αὐτή νά λεχθεῖ σέ σχέση μέ τό μέγιστο ἐκκλησιολογικό πρόβλημα τοῦ πρωτείου τοῦ πάπα, πού ἀποτελεῖ τώρα πλέον τήν σπουδαιότερη καινοτομία τῆς Pωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας, ὅτι πολλοί Pωμαιοκαθολικοί Θεολόγοι παρεξηγοῦν ἀκόμη καί αὐτήν τήν ἐνέργεια τοῦ Χρυσοστόμου νά ἀπευθυνθεῖ πρός τόν Ἰννοκέντιο ὡς ἀναγνώριση τοῦ παπικοῦ πρωτείου[38]. Μακάρι ὁ τωρινός πάπας Bενέδικτος καί ὅλοι οἱ προκάτοχοί του, ἀπό τήν ἐποχή τῆς διαμορφώσεως αὐτῆς τῆς φοβερῆς ἐκκλησιολογικῆς πλάνης, νά ἐκινοῦντο ὅπως ἐκινήθη ὁ πάπας Ἰννοκέντιος τότε καί ὅπως ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι τότε κατανοοῦσαν τίς σχέσεις μεταξύ τῶν κατά τόπους ἐκκλησιῶν. Kαί μολονότι ἔχουν ἀποδυναμωθῆ αὐτοί οἱ ἰσχυρισμοί σέ γενικές καί καί σέ εἰδικές μελέτες[39], σύντομα, ἐπειδή τό θέμα ἐντάσσεται στούς σύγχρονους προβληματισμούς καί εἰς τά περί σχίσματος, σημειώνουμε τά ἑξῆς. Ὁ Χ­ρυσόστομος ἀπευθύνεται σχεδόν κατά τόν ἴδιο τρόπο ὄχι μόνον στόν πάπα ἀλλά καί σέ ἄλλους δύο διακεκριμένους ἐπισκόπους τῆς Δύσεως, τόν ­Bενέριο Μεδιολάνων καί τόν Χρωμάτιο Ἀκηλυΐας, ὅπως πράττει καί πρός πολλούς ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς. Ὁ ἴδιος ὁ Ἰννοκέντιος κρίνει ὡς ἁρμόδιο ὄργανο γιά τήν ἐπίλυση τοῦ θέματος ὄχι τόν ἑαυτό του, ἀλλά μία οἰκουμενική σύνοδο, αὐτοπεριορίζει δέ καί τήν δική του ἁρμοδιότητα μέσα στά ὅρια τῆς τοπικῆς του ἐκκλησίας, ζητώντας νά ἐφ­αρμοσθοῦν οἱ κανόνες τῆς ἐν Nικαίᾳ Συνόδου· δέν προβάλλει καμμία ἀξίωση γιά κυριαρχία, γιά πρωτεῖο ἐξουσίας καί δικαιοδοσίας ἐπί τῆς καθόλου Ἐκκλησίας. Ἐκτός ἀπό τήν ἀπάντησή του στόν Θεόφιλο αὐτό προκύ­πτει καί ἀπό ὅσα γράφει σέ ἐπιστολή του πρός τόν κλῆρο καί τόν λαό τῆς Kωνσταντινουπόλεως: «Ἀναγκαία ἐστί διάγνωσις συνοδική, ἥν καί πάλαι ἔφημεν συναθροιστέαν· μόνη γάρ ἐστιν, ἥτις δύναται τάς κινήσεις τῶν τοιούτων καταστεῖλαι καταιγίδων... Kαί γάρ καί ἡμεῖς πολλά σκεπτόμεθα, ὅν τρόπον σύνοδος οἰκουμενική συναχθείη, ὅπως τῇ βουλήσει τοῦ Θεοῦ αἱ ταραχώδεις κινήσεις ­παύσωνται»[40].
Ἐπειδή λοιπόν ἐπίστευε ὅτι τό σχίσμα τό προκαλοῦν οἱ ἀντίπαλοί του, οὐδέποτε διενοήθη νά ἀποδεχθεῖ τίς ἀποφάσεις τῶν δύο ψευδοσυνόδων, τῆς «ἐπί Δρῦν» καί τῆς δεύτερης πού ἀνανέωσε τίς ἀποφάσεις ἐκείνης, καί νά ἀποχωρήσει τοῦ θρόνου οἰκειοθελῶς· αὐτό θά ἐσήμαινε ἀναγνώριση τῆς κανονικότητος τῶν ἀποφάσεων. Ἀπό τήν ἀρχή τῶν περιπετειῶν του μέχρι τοῦ θανάτου του ἐπίστευε ὅτι αὐτός εἶναι ὁ νόμιμος καί κανονικός ἐπίσκοπος στόν θρόνο τῆς Kωνσταντινουπόλεως. Γι᾽ αὐτό καί ὅταν ὁ Ἀρκάδιος τοῦ ἐζήτησε νά ἀποχωρήσει ἀπό τόν ναό οἰκειοθελῶς γιά νά ἀποφευχθοῦν καί οἱ ταραχές, ἔδωσε τήν γνωστή γενναία ἀπάντηση: «Ἐγώ παρά τοῦ Σωτῆρος Θεοῦ ἀποδέδε­γμαι τήν Ἐκκλησίαν ταύτην εἰς ἐπιμέλειαν τῆς τοῦ λαοῦ σωτηρίας, καί οὐ δύναμαι αὐτήν καταλεῖψαι· εἰ δέ τοῦτο βούλει (ἡ γάρ πόλις σοί διαφέρει), βίᾳ με ἐξέωσον, ἵνα ἔχω ἀπολογίαν τῆς λιποταξίας τήν σήν αὐθεντίαν[41]». Ἦταν ἐκ τοῦ Θεοῦ χειροτονημένος καί τοποθετημένος, καί ἡ ἐθελουσία ἐγκατάλειψη τοῦ ποιμνίου πού τοῦ ἐνεπιστεύθη ὁ Θεός θά ἦταν λιποταξία. Πιστεύει ὅτι ἡ ἐκλογή του ἦταν θεόθεν, ὄχι μέ ψήφους ἀνθρώπων, γι᾽αὐτό καί δέν μποροῦν νά τόν καταργήσουν ἄνθρωποι· καί ἐξ αὐτοῦ προκύπτει βεβαίως ὅτι οἱ ἀποφάσεις τῶν συν­όδων δέν εἶναι πάντοτε θεοκίνητες, δέν τίς ἐπικυρώνει πάν­τοτε ὁ ­Θεός· «Μή γάρ ἀνθρωπίναις ψήφοις ἐνταῦθα ἤλθομεν; Μή γάρ ἄνθρωπος ἤγαγεν, ἵνα ἄνθρωπος καταλύσῃ»[42]. Aὐτή ἡ ἐξ ἀρχῆς στάση του ἀπέναντι στίς ἀποφάσεις τῶν δύο συνό­δων πού τόν καθήρεσαν ἐπιβεβαιώνεται καί ἀπό πολλές μαρτυρίες κειμένων του, πού εἴτε ἔχουν σχέση μέ τήν πρώτη ὀλιγοήμερη ­καθαίρεση καί ἐξορία του μετά τήν «ἐπί Δρῦν» σύνοδο (403) εἴτε προέρχονται ἀπό τήν τριετῆ περίοδο τῆς δεύτερης ἐξορίας του (404-407). ­Συγκλονίζει πράγματι τό μεγαλεῖο τοῦ Χρυσοστόμου καί ἡ ἑτοιμότητά του νά ­φθάσει μέχρι καί τόν θάνατο, προκειμένου νά ὑπερασπισθεῖ τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας. Στήν καταπληκτική ὁμιλία του «Πρό τῆς ἐξορίας», ἡ ὁποία κατέστη μνημειώδης, γιατί ἀποτελεῖ ἕνα διθύραμβο, ἕνα παιᾶνα γιά τήν δύναμη καί ἀντοχή τῆς Ἐκκλησίας, καί ἀρχίζει μέ τήν φράση «Πολλά τά κύματα καί χαλεπόν τό κλυδώνιον, ἀλλ᾽ οὐ δεδοίκαμεν μή καταποντισθῶμεν» καί συνοψίζεται στήν φράση «Oὐδέν Ἐκκλησίας δυνατώτερον, ἄνθρωπε»[43], θέλει νά τονώσει, νά στηρίξει τούς πιστούς λέγοντας ὅτι ὁ ἐναντίον του πόλεμος εἶναι πόλεμος κατά τῆς ­Ἐκκλησίας καί θ᾽ ἀποβεῖ τελικῶς ὑπέρ τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνοχλήθηκε ὁ Διάβολος, ἐπειδή ἡ νέα πλέον χριστιανική πρωτεύουσα τῆς αὐτοκρατορίας, ἡ Kωνσταντινούπολη, στερεώθηκε, καί δέν μπόρεσε νά παρεμποδίσει τήν οἰκοδόμησή της. Γι᾽ αὐτό τώρα τά βάζει μέ τήν Ἐκκλησία μέ ἐσωτε­ρικές διαμάχες. Εἶναι ἐξαιρετικά σημαντική στή συνάφεια αὐτή ἡ σημασία πού δίδει ὁ Χρυσόστομος στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, στό πλῆθος τῶν πιστῶν τό ὁποῖο ταυτίζει μέ τήν Ἐκκλησία: «Ἐπειδή ἔστη ἡ πόλις, Ἐκκλησίαν ὁ διάβολος ἠθέλησε σαλεῦσαι. Μιαρέ καί παμμία­ρε διάβολε, τοίχων οὐ περιεγένου καί Ἐκκλησίαν προσδοκᾷς σαλεῦσαι; Μή γάρ ἐν τοίχοις ἡ Ἐκκλησία; Ἐν τῷ πλήθει τῶν πιστῶν ἡ Ἐκκλησία. Ἰδού πόσοι στῦλοι ἑδραῖοι, οὐ σιδήρῳ δεδεμένοι, ἀλλά πίστει ἐσφιγμένοι»[44]. Ἡ προσπάθεια τῆς ἠθικῆς ἀνορθώσεως, τῆς τηρήσεως τοῦ Εὐαγγελίου, μέ τό προσωπικό του μάλιστα παράδειγμα λιτῆς καί ἀσκητικῆς ζωῆς, πού εἶχε ὁρατά καί ἁπτά ἀποτελέσματα, ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἐναντίον του ἀντιδράσεως. Θέλουν νά μέ καθαιρέσουν, λέγει, ­διότι «τάπητας οὐχ ἥπλωσα, σηρικά ἱμάτια οὐκ ἐνεδυσάμην, ὅτι τήν γαστριμαρ­γίαν αὐτῶν οὐ παρεμυθησάμην, χρυσόν καί ἄργυρον οὐ προσήνεγκα»[45].
Ἐπειδή λοιπόν, λέγει σέ ἄλλο του ἔργο γιά τό ἴδιο θέμα, εἶδε ὁ πονη­ρός δαίμων, ὅτι σέ λίγα χρόνια ἀνθοῦσε καί εὐδοκιμοῦσε στήν Kωνσταντι­νούπολη ἡ πνευματική ζωή καί οἱ μέν καλοί ἐγίνοντο καλύτεροι, οἱ δέ ἁμαρτωλοί μετανοοῦσαν, καί λόγῳ τῆς ὑψηλῆς θέσεως τῆς ­πρωτευούσης ἡ κατήχηση αὐτή ἁπλωνόταν ἐφ’ ὅλης τῆς οἰκουμένης, γι’ αὐτό ­ἐκίνησε ὅλες τίς μεθοδεῖες του καί ἄναψε ἐμφυλίους πολέμους, χρησιμ­οποιώντας φίλους, ἐχθρούς, κληρικούς, ἐπισκόπους, στρατιωτικούς, πολλά καί ποικίλα πρόσωπα[46]. Ἐνῶ ἐγώ εἶμαι ὁ κανονικός ἐπίσκοπος τῆς ­Πόλεως, γράφει, θέλουν νά χηρεύσει ἡ ἐπισκοπή μέ τήν καθαίρεσή μου, γιά νά φέρουν καί ἐδῶ καί σέ ἄλλες ἐπαρχίες μοιχούς. Ἐπαινεῖ τό ποίμνιο, τούς πιστούς, διότι «ἀπόντος τοῦ ποιμένος τούς λύκους ἤλασαν». Ἔχει πολύ κάλλος καί μεγάλη σωφροσύνη ἡ ­ἐκκλησία αὐτή, διότι «μή παρόν­τος τοῦ ἀνδρός τούς μοιχούς ἀπήλασεν». ­Μολονότι εἶχε εὑρεθῆ ὁ ­μοιχός, καί ὅλα τά ἔγγραφα εἶχαν ἑτοιμασθῆ, καί ­πολλοί οἰκιακοί, πολλοί ἐπίσκοποι δηλαδή, εἶχαν ὑπογράψει τά τῆς ­μοιχείας, ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ τά ἀπέτρεψε μέ τήν ἀντίδραση τῶν πιστῶν, γιά νά μάθει ὁ πρωτερ­γάτης ὁ Aἰγύπτιος, δηλαδή ὁ πα­τριάρχης Θεόφι­λος, «ὅτι ποίμνη ἐστίν ἐνταῦθα ὑπό Χριστοῦ ποιμαινομένη», καί γι’ αὐτόν τόν λόγο, ἐνῶ ὁ ποιμήν εἶχε ἐκδιωχθῆ «ἡ ἀγέλη ­συνεκροτεῖτο». Ἐκτιμώντας ὅτι αὐτοί οἱ ἔπαινοί του πρός τούς ἀντιδρῶντας πιστούς θά ἐθεωροῦντο ἀπό μερικούς, ὅπως συμβαίνει καί σήμερα, ὡς ­ὑποκίνηση τῶν πιστῶν σέ στάση, κάνει διάκριση ἀνάμεσα στή στάση καί στό ζῆλο. Aὐτά πού ­κάνουν ἐκεῖνοι εἶναι στάση, γιατί φθάνουν καί μέχρι τή διάπραξη ­φόνων, ἐνῶ σεῖς θέλετε νά ἀποτρέψετε αὐτά τά δεινά καί ἀγωνί­ζεσθε γιά τήν διάσω­ση τῆς Ἐκκλησίας. Aὐτό εἶναι ζῆλος, ὄχι στάση. Aὐτοί προκάλεσαν τήν τρικυμία, ἀλλά ἡ δική σας ἀνδρεία ἀπέτρεψε τήν θαλα­σσοταραχή[47].
Ἡ ἴδια εἰκόνα προκύπτει καί ἀπό τίς ἐπιστολές του τῆς ἐξορίας. Εἶναι πράγματι πολύ ἄσχημη ἡ ἐκκλησιαστική κατάσταση μέ τούς διαδόχους μου, γράφει στήν Ὀλυμπιάδα· κινδυνεύουν πολλές τοπικές ἐκκλησίες, «ἡ μέν λύκον ἀντί ποιμένος λαβοῦσα, ἡ δέ πειρατήν ἀντί κυβερνήτου, ἡ δέ δήμιον ἀντί ἰατροῦ». Δικαιολογεῖται ὁ πόνος, ἡ στενο­χώρια, ἀλλά ὄχι ἡ ἀπελπισία. Θά δώσει διέξοδο ὁ Θεός· θά ἀμείψει μέ στεφάνους καί βραβεῖα ὅσους ὑπομείνουν τούς πειρασμούς καί θά τιμωρήσει ἀξίως ὅσους σκανδάλισαν τήν οἰκουμένη, ἀνέτρεψαν τόσες ἐκκλησίες, προκάλεσαν ταραχή καί ἀναστάτωση, ἔδειξαν ἀπέναντι τῶν ἐνισταμένων ὠμότητα καί ἀπανθρωπία, χειρότερη τῶν ληστῶν καί τῶν βαρβάρων, καί ἐγελοιοποίησαν μπροστά στούς Ἰουδαίους καί στούς εἰδωλολάτρες τήν ἁγία Ἱερωσύνη· ἔσχισαν τό σῶμα τοῦ ­Χριστοῦ καί διέσπειραν παντοῦ τά μέλη του[48]. Ἤλπιζε ὅτι αὐτή ἡ ἀνωμαλία ἦ­ταν προσωρινή καί θά ἐπανερχόταν ὡς νόμιμος ἐπίσκοπος στόν ­θρόνο του, γι’ αὐτό καί ἀπό τήν ἐξορία ἐνεργοῦσε ὡς κανονικός ποιμήν[49]. Συν­ιστᾶ νά καθυστερήσει ἡ ἐκλογή ἐπισκόπου γιά τούς Γότθους, ­μετά τόν θάνατο τοῦ Oὐνίλα, τόν ὁποῖο αὐτός ἐχειροτόνησε. Θά εἶναι κατα­στροφή ἄν στείλουν οἱ ἀντίπαλοί του πρόσωπο τῆς ἐπιλογῆς τους, «ὅτι οὐ σπουδάζουσί τινα γενναῖον ποιῆσαι», ἀλλά καί δέν εἶναι γενικῶς ἐπιτρεπτό νά προβαίνουν αὐτοί σέ χειροτονία[50]. Ἐπαινεῖ πολλούς ἐπισκόπους πού εἶχαν διακόψει κάθε κοινωνία μέ τήν κρατοῦσα ἐκκλησια­στική κατάσταση, τούς προτρέπει δέ νά συνεχίσουν αὐτήν τήν στάση, ἔστω καί ἄν οἱ περισσότεροι ὑπέκυψαν στούς ἰσχυρούς. Εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα γιά νά διορθωθοῦν τά κακά. «Tοῦτο γάρ ἀρχή τῆς λύσεως τοῦ χειμῶνος, τοῦτο ἀσφάλεια τῆς Ἐκκλησίας, τοῦτο τῶν κακῶν ­διόρθωσις, ὅταν τούς τά τοιαῦτα πονηρευσαμένους ὑμεῖς οἱ ὑγιαίνοντες ἀποστρέ­φησθε καί μηδέν κοινόν ἔχητε πρός αὐτούς»[51]. Kαί δέν ἀρκεῖται μόνον στήν δική τους διακοπή κάθε κοινωνίας, ἀλλά τούς συνιστᾶ νά προτρέ­πουν καί ὅλους νά πράξουν τό ἴδιο[52].
Θεωρεῖ μάλιστα ὅτι συγκα­ταλέ­γονται μεταξύ τῶν μαρτύρων αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀγωνίζονται ὥστε νά μή φθαροῦν καί καταστραφοῦν οἱ πατερικές παραδόσεις καί οἱ θεσμοί τῆς Ἐκκλησίας: «Oἱ νόμοις πατρῴοις καί θεσμοῖς Ἐκκλησίας ἐπηρεασθεῖσι παραστάντες καί διά τῶν ρημάτων καί διά τῶν πραγμά­των τήν παρρησίαν ἐπιδειξάμενοι καί καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἀ­ποθνῄσκοντες, καί ἄνδρες καί γυναῖκες καί παῖδες, πῶς οὐκ ἄν εἶεν δίκαιοι μυριά­κις εἰς τόν τῶν μαρτύρων καταλεγῆναι χορόν;»[53].
Μέσα λοιπόν στά πλαίσια αὐτά καί μέ αὐτήν τήν εἰκόνα πού προκύπτει ἀπό τό σύνολο τῶν μετά τίς δύο ἐξορίες κειμένων τοῦ ἰδίου τοῦ Χρυσοστόμου, μποροῦμε νά ἑρμηνεύουμε ὅσα παραδίδει ὁ Παλλάδιος Ἑλενουπόλεως γιά στίς συστάσεις τοῦ Χρυσοστόμου πρός ἀποφυγήν τοῦ σχίσματος, τά ὁποῖα δέν δίδουν πλήρη τήν εἰκόνα, γιατί συμπληρώνονται στήν συνέχεια καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Παλλάδιο, ὁ ὁποῖος συνέπαθε μετά τοῦ Χρυσοστόμου καί δέν ἐκοινώνησε μέ τούς ἀληθινούς σχισματικούς, συμφωνῶν ἀπολύτως πρός τήν στάση καί τίς συστάσεις τοῦ Χρυσοστόμου. Πράγματι τόν παρουσιάζει ὁ Παλλάδιος ἀρχικά μετά τήν ἀνακοίνωση τῆς πρώτης του καθαίρεσης ἀπό τήν «ἐπί Δρῦν» σύνοδο νά στηρίζει τούς περί αὐτόν ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν κατα­ληφθῆ ἀπό ἀθυμία, ἐδάκρυζαν καί ἔκλαιγαν. Ἀφοῦ τούς ὑπενθύμισε ὅτι «ὁδός ἐστιν ὁ παρών βίος, καί τά χρηστά καί τά λυπηρά παρο­δεύ­εται», τούς συνέστησε νά μήν ἐγκαταλείψουν τίς ἐπισκοπές τους· «τάς ἐκκλησίας ὑμῶν μή ἀφῆτε». Ὅταν τοῦ ἐπεσήμαναν ὅτι, ἄν κρατήσουν τίς ἐπισκοπές, εἶναι ἀναγκασμένοι νά κοινωνήσουν πρός τούς κρατοῦντες, ἀπήντησε· «κοινωνήσατε μέν, ἵνα μή σχίσητε τήν Ἐκκλησίαν, μή ὑπογράψητε δέ· οὐδέν γάρ ἐμαυτῷ σύνοιδα ἄξιον καθαιρέσεως»[54]. Tά ἴδια εἶπε καί πρός τήν Ὀλυμπιάδα καί τίς ἄλλες διακόνισσες, τά ὁποῖα, ἑρμηνευόμενα μετά προσοχῆς, δέν ἀφήνουν καμμία ἀντίφαση καί ἀντίθεση μεταξύ τῶν ὅσων συνιστοῦσε πρός ἀποφυγήν τοῦ σχίσματος στή φάση αὐτή καί τῶν ὅσων στή συνέχεια ἔπραττε καί συνιστοῦσε γιά ἀποφυγή τῆς κοινωνίας καί ἀποστροφή τῶν κρατούντων. Εἶπε λοιπόν πρός τίς πνευματικές του κόρες: «Tοῦτό ἐστιν ὅ παρακα­λῶ· μή τις ὑμῶν ἀνακοπῇ τῆς συνήθους εὐνοίας τῆς περί τήν Ἐ­κκλησίαν· καί ὅς ἄν ἄκων ἀχθῇ ἐπί τήν χειροτονίαν, μή ἀμφιβατεύσας τό πρᾶγμα, κατά συναίνεσιν τῶν πάντων, κλίνατε αὐτῷ τήν κεφαλήν ὑμῶν ὡς Ἰωάννῃ· οὐ δύναται γάρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι»[55]. Γιά νά μή μείνει λοιπόν ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπων καλῶν, συνιστᾶ στούς ἐπισκόπους πού τόν ἀκολουθοῦσαν νά παραμείνουν στίς ἐπισκοπές τους ἐν κοινωνίᾳ προσωρινῇ πρός τούς παρανομοῦντες. Ἤθελε νά μή παραδοθεῖ σέ κακούς ἐπισκόπους καθ’ ὁλοκληρίαν τό σκάφος τῆς Ἐκκλησίας· οἰκονομεῖ πρός καιρόν τά πράγματα. Aὐτό φαίνεται καί ἐκ τοῦ ὅτι τήν ἴδια στιγμή πού λέγει αὐτά πρός τούς συνε­πισκόπους του, ὁ ἴδιος σέ δικά του κείμενα ὁμιλεῖ περί λύκων καί μοιχῶν, ὅπως εἴδαμε· αὐτή εἶναι ἡ κατά ἀκρίβειαν γνώμη του. Ἡ σύ­στα­ση πρός τίς διακόνισ­σες βρίσκεται στήν ἴδια κατεύθυνση, προ­ετοιμάζει ὅμως τό ἔδαφος γιά τήν μετέπειτα τελείως ἀπορριπτική τῶν διαδόχων του στάση, ­διότι θέτει ὅρους καί προϋποθέσεις γιά τήν ἀναγνώριση καί ἀποδοχή τους, γιά τήν κοινωνία πρός αὐτούς· καί οἱ ὅροι πού ­θέτει εἶναι νά ἐκλεγεῖ ἄκων, χωρίς τή θέληση του, χωρίς νά τό ἐπιδιώκει αὐτός πού θά τόν διαδεχθεῖ, καί νά εἶναι πρόσωπο ἐπίσης κοινῆς ἀποδο­χῆς, «κατά συναί­νεσιν πάντων». Aὐτοί οἱ ὅροι ὄχι μόνον δέν ἐ­τηρήθησαν, καί οἱ δύο διάδοχοί του, ὁ Ἀρσάκιος καί ὁ Ἀττικός στή συνέχεια ἦσαν π­ρόσωπα τῆς μερίδος τῶν ἐχθρῶν του, ἀνελθόντες ὄχι ἄκοντες ἀλλά μετά χαρᾶς εἰς τόν θρόνον, ἀλλά πολύ περισσότερο ἐκίνησαν φοβερούς διωγμούς ἐναντίον ὅσων παρέμειναν πιστοί στόν Ἰωάννη, ­ἀκόμη καί ἐναντίον τῆς Ὀλυμπιάδος καί τῶν ἄλλων διακονισσῶν. Δέν κατέβα­λαν καμμία προσπάθεια εἰρηνεύσεως τῆς Ἐκκλησίας· καθαι­ροῦσαν καί ἐξόριζαν ἐπισκόπους, δέν ἄφηναν δέ τόν ἐξόρι­στο ἱ­εράρχη οὔτε στήν ἐξορία του ἥσυχο, ἀλλά τόν ταλαιπωροῦσαν διαρ­κῶς μέχρι πού τόν ὁ­δήγησαν στόν θάνατο. Ἔδειξαν λοιπόν τά ἴδια τά πρ­άγματα ὅτι αὐτοί ἦσαν προβατόσχημοι λύκοι, πειρατές καί δήμιοι, χειρότεροι ἀπό τούς πιό σκληρούς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας, γι’ αὐτό καί ἐπαινεῖ ὅσους δέν ἔχουν κοινωνία μαζί τους, θεωρώντας τους κατά πρόθεση μάρτυρες. Δέν πρέπει λοιπόν νά γίνεται ἐπιλεκτική ἐπίκληση μόνον τῶν πρώτων συστάσε­ων τοῦ Χρυσοστόμου πρός τούς σαράντα συνεπι­σκόπους του καί στίς διακόνισες καί ἰδιαίτερα τῆς φράσεως ὅτι δέν μπορεῖ ἡ ἐκκλησία νά εἶναι χωρίς ἐπίσκοπο, «οὐ δύνα­ται γάρ ἡ Ἐκκλησία ἄνευ ἐπισκόπου εἶναι», ἀλλά καί τῆς τελικῆς του ­στάσεως, τῆς διακοπῆς κάθε κοινωνί­ας καί συναναστροφῆς ὡς μόνης ὁδοῦ γιά τή διόρθωση τῶν πρ­αγμάτων τῆς Ἐκκλησίας. Σέ δύσκολες περιόδους τήν διαποίμανση ἀναλαμβάνει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός· καθιστᾶ τά πρόβατα ποιμέ­νες, καί δι’ αὐτῶν ἐκδιώκει τούς προβατόσχημους λύκους[56]. Ὄντως ἡ Ἐκκλησία δέν μπορεῖ νά εἶναι χωρίς ἐπίσκοπο, ἐννοεῖται βέβαια χωρίς καλόν ἐπίσκοπο.
Ἐπίλογος
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος θεωρεῖται ὡς ὁ καλύτερος ἐκκλησιολόγος μεταξύ τῶν Ἁγίων Πατέρων. Πιστεύει ὅτι ἕνα ἀπό τά ­βασικά γνωρίσματα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅτι εὑρίσκεται σέ διαρκῆ πόλεμο, σέ διαρκῆ μάχη καί σύγκρουση μέ τό κακό καί τήν ἁμαρτία. Περιέγραψε ἀριστοτεχνικά τό ἀήττητο τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά γνωρί­ζουμε σέ ὅλες τίς ἐποχές τήν ἔκβαση τῶν ἀγώνων καί τῶν συ­γκρούσεων πρός τούς ἐξωτερικούς καί τούς ἐσωτερικούς ἐχθρούς καί νά μή φοβούμε­θα. «Tαῦτα λέγω, τήν προθυμίαν τήν ὑμετέραν ἐπαλείφων, ἵνα μηδέποτε φοβηθῆτε πειρασμόν. Πέτρα εἶ; Μή φοβοῦ τά κύματα. “Ἐπί γάρ ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν Ἐκκλησίαν καί πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς”, φησί. Ποτέ ἔξωθεν οἱ πόλεμοι, ποτέ ἔνδοθεν· ἀλλ’ οὐδείς καταποντίζει τό σκάφος»[57]. Ἡ Ἐκκλησία τρέφεται καί αὐ­ξάνει μέ τούς διωγμούς καί τούς πειρασμούς, γι’ αὐτό καί δέν ­πρέπει νά στενοχωρούμεθα: «Μή συγχεῖσθε μηδέ ταράττεσθε μήτε τοῖς ἰδίοις μήτε τοῖς κοινοῖς πειρασμοῖς· καί γάρ καί ἡ Ἐκκλησία ἐξ ἀρχῆς οὕτως ἐτράφη, οὕτως ηὐξήθη. Μηδέν οὖν ξενίζεσθε· οὐδέν γάρ ἀπεικός γέγονεν»[58].
Ἡ μεγάλη του προσφορά, ἀνάμεσα στίς πολλές ἄλλες, εἶναι τό ἀνύστακτο καί ἀμετάπτωτο μαρτυρικό φρόνημα πού μετέδωσε στούς πιστούς ὅλων τῶν ἐποχῶν, γιά νά κρατηθεῖ ἄγρυπνη καί ἀγωνιζόμενη ἡ Ἐκκλησία μετά τούς διωγμούς, νά μή παρασυρθῆ ἀπό τήν ἄνεση, τήν εἰρήνη, τήν καλοπέραση, ἀπό τήν εἰρηνική καί ἰσοπεδωτική συνύ­παρξη μέ τίς ἄλλες θρησκεῖες καί τίς αἱρέσεις. Διέγνωσε ὅτι μετά τήν ἧττα τοῦ Διαβόλου ἀπό τόν φανερό πόλεμο ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, θά ἐπιχειροῦσε νά τήν πλήξει ἐσωτερικά μέ τίς αἱρέσεις καί τά σχίσμα­τα[59]. Γι’ αὐτό καί ἐκράτησε τούς πιστούς στήν Ἀντιόχεια καί στήν Kωνσταντινούπολη ἑτοιμοπόλεμους μέχρι θανάτου, ἕτοιμους νά ­μαρτυρήσουν γιά νά σώσουν τήν εὐσέβεια καί τήν ἀρετή. Tούς ἐδίδασκε ὅτι ­μάρτυρας δέν εἶναι μόνον αὐτός πού ἀποθνήσκει γιά τήν πίστη κατά τούς ­διωγμούς, ἀλλά καί αὐτός πού ἔχει τήν προαίρεση, τήν πρόθε­ση νά μαρτυρήσει, ἀντιδρώντας πρός ὅσους διαστρέφουν τά δόγματα καί τούς θεσμούς τῆς Ἐκκλησίας, πρός τούς ψευδοποιμένες καί προβατόσχη­μους ­λύκους[60]. Στό θαυμάσιο ἔργο του «Πρός τούς σκανδαλισθέντας ἐπί ταῖς δυσημερίαις», ἀπό τόν τόπο τῆς ἐξορίας, γράφει ὅτι δέν ­πρέπει νά σκανδαλι­ζόμαστε γιά τό ὅτι ἀκόμη καί πολλοί ἱερεῖς ἔγιναν λύκοι καί ­στρέφονται ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, καί μάλιστα «προσωπεῖον εὐλαβείας περικείμενοι καί πεπλασμένην πραότητα ἔχον­τες». Πρέπει νά μάθουν οἱ πιστοί νά διακρίνουν αὐτούς πού ἔχουν τήν ἀπατηλή ἐμφάνιση προβά­των, ὥστε νά μή τούς ἐπιτρέπουν νά ἀναμειγνύονται καί νά κρύβονται ἀνάμεσα στά πρόβατα, ἐνῶ εἶναι λύκοι. Ὁ καιρός μας, γράφει, εἶναι καμίνι· «κάμινος γέγονεν ὁ καιρός οὗτος», πού διελέγχει τήν γνησιότη­τα τῶν νομισμάτων[61]. Εἶναι σαφές ὅτι αὐτά πού ἔγραψε γιά τήν ­ἐποχή του ἰσχύουν πολύ περισσότερο σήμερα. Ἔχει δυστυχῶς ἀτονήσει, μέχρις ἐξαφανίσεως, τό προδρομικό, χρυσο­στομικό καί στουδιτικό ἀγωνι­στικό-μαρτυρικό φρόνημα. Kυριαρχεῖ στόν σημερι­νό ἐκκλησιαστικό χῶρο ἡ οἰκουμενιστική ἀγαπολογία καί ἡ εὐσεβοφα­νής εἰρηνολογία, τήν ὥρα πού κατασκάπτονται τά θεμέλια τῶν ­ὀρθοδόξων δογμάτων καί ὑπονομεύεται τό ἀσκητικό ἀποστολικό ἦθος. Εἶναι καθο­δηγητικά ὅσα λέγει γιά τήν ὑπεροχή, γιά τήν προτίμηση τῆς ἀ­λήθειας μπροστά στήν ἀγάπη, ἡ ὁποία, χωρίς τήν ἀλήθεια, εἶναι ψευτοαγάπη, ­πρόσχημα καί ὑποκρισία: «Εἴ που τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ’ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου... τήν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς»[62]. Kαί ἀλλοῦ ­συνιστᾶ μέ ἔμφαση: «Μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι ­παραδέχησθε»[63]. ­Στάθηκε ὁ ἴδιος γενναῖος ἕως θανάτου ἐπί δώδεκα ἔτη ὡς πρεσβύτερος στήν Ἀντιόχεια καί ἐπί δέκα ἔτη ὡς πατριάρχης στήν Kωνσταντινούπολη, ἐκ τῶν ὁποίων τά τρία στήν μαρτυρική ­ἐξορία του, μέ παρρησία καί παραδειγματική ἐλευθεροστομία, ἄκαμπτος, ἀνυποχώρητος, ἀσυμβίβα­στος, ἀπόλυτος, ἐλεγκτικός, χωρίς νά ­ὑπολογίζει τίς ἐναντίον του διαβο­λές καί ἐπιθέσεις, οὔτε τόν θάνατο. Ὡς ­ἀγωνιστικό του πρότυπο, ἐκτός ἀπό τόν Ἀπόστολο Παῦλο, εἶχε τόν ὁμώνυμό του Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο, στόν ὁποῖο συχνά ἀναφέρεται. Tόν ἐπαινεῖ, διότι, ἐνῶ ἦταν φυλακισμένος καί ἁλυσσοδεμένος δέν ἐμείωσε τήν παρρησία του, «αἱρούμενος σφαγῆναι μᾶλλον ἤ προέσθαι τήν ­καλλίστην ἐλευθεροστομίαν ἐκείνην». Μέ τήν ἴδια ἐλευθεροστομία ἀ­πορρίπτει, χρησιμοποιών­τας σκληρούς λόγους, ὅσους δέν κατανοοῦν, λόγω σαρκικοῦ φρονήμα­τος, ἀνοησίας καί δειλίας, τούς θαρραλέους ἀγωνιστές, ὅ­πως συνέβη καί συμβαίνει μέ τήν κριτική πού ὑφίσταται μέχρι ­σήμερα, ἀκόμη καί στήν ἐπιστημονική ἔρευνα, ὁ ἴδιος ὁ Χρυσόστομος, διότι δῆθεν, ἄν ἦταν λιγώτερο ἀπόλυτος καί ἀδιάλλακτος, θά ὠφελοῦσε περισσότερο τήν Ἐκκλησία. Λέγει λοιπόν: «Μή μοι τά καθάρματα τῶν ἀνοήτων εἴπῃς, τούς βλάκας καί αὐτόσαρκας ὄντας καί φύλλων κουφο­τέρους»[64]. Μάρτυς καί μεγαλομάρτυς καθ’ ὅλη τή διάρκεια τῆς ζωῆς του, δοκιμά­σθηκε μέσα στό καμίνι τῆς ἐποχῆς του καί ἀποδείχθηκε σέ ὅλα ­χρυσός, ὄχι μόνο στήν γλώσσα. Ἀπό παρόμοιους ἡγέτες, μέ μαρτυρι­κό ­φρόνημα, παρρησία, ἀφοβία μπροστά στόν θάνατο, μέ πάθος γιά τήν ἀλήθεια καί τήν εὐσέβεια, ἀσκητικούς στή ζωή, ἔχει ἀνάγκη ­σήμερα ἡ ­Ἐκκλησία, γιά νά ἀντιμετωπίσει τήν νέα μεθοδεία τοῦ Διαβόλου, τόν δῆθεν εἰρηνι­κό, ἀλλά προβατόσχημο Oἰκουμενισμό, καί νά ­ἀποβεῖ καί πάλι ­νικήτρια, πρᾶγμα πού εἶναι βέβαιο, ἀφοῦ «οὐδέν Ἐκκλησίας ἰσχυρότερον»[65].


[1]. Ματθ. 16, 18.
[2]. Ιωαννου Χρυσοστομου, Ὅτε τῆς Ἐκκλησίας ἔξω εὑρεθείς ὁ Εὐτρόπιος...1, PG 52, 398: «Τοιοῦτον ἔχει μέγεθος ἡ Ἐκκλησία· πολεμουμένη νικᾷ· ἐπιβουλευομένη, περιγίνεται· ὑβριζομένη, λαμπροτέρα καθίσταται». Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας 1, PG 52, 429: «Ἄνθρωπον ἐάν πολεμῇς ἤ ἐνίκησας, ἤ ἐνικήθης. Ἐκκλησίαν δέ ἐάν πολεμῇς, νικῆσαί σε ἀμήχανον· ὁ Θεός γάρ ἐστιν, ὁ πάντων ἰσχυρότερος».
[3]. Πράξ. 20, 28-30.
[4]. Γρηγοριου Παλαμα, Πρός τόν εὐλαβέστατον ἐν μοναχοῖς κῦρ Διονύσιον 1-6, εἰς Π. Χρηστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, Θεσσαλονίκη 1966, τόμος Β´, σε. 479-484.
[5]. Συναξις Ορθοδοξων Κληρικων Και Μοναχων, Ἀπό τήν αἵρεση τοῦ Κολυμπαρίου στό Οὐκρανικό Σχίσμα καί στήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν». Τί δέον γενέσθαι; Διακήρυξη ἀφύπνισης καί ἀντίστασης, Θεσσαλονίκη 2020, σελ. 27-35.
[6] Βλ. ὁλόκληρη τή εἰσήγηση μέ τίτλο «Σύγχρονοι ἐκκλησιολογικοί προβληματισμοί μέ βάση τόν Ἅγιο Ἰωάννη Χρυσόστομο», στή Θεοδρομία 9 (2007) 404-441.
[7]. Ὁμιλία ἐγκωμιαστική εἰς τόν ἐν ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Mελέτιον, ἀρχιεπίσκοπον Ἀντιοχείας 1, PG 50, 516.
[8]. Περί ἀκαταλήπτου ἀπόντος τοῦ ἐπισκόπου, πρός Ἀνομοίους PG 48, 701-748. ΕΠΕ 35, 10-188. Κατά Ἀνομοίων PG 48, 747-812, ΕΠΕ 35, 190-414. Γιά τήν σύνθεση τῶν δύο αὐτῶν ἀντιαιρετικῶν συλλογῶν καί τήν μεταξύ τους σχέση βλ. Π. Xρήστου, Ἑλληνική Πατρολογία, τόμ. Δ´, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 261-262. καί Στυλ. Παπαδοπουλου, Ἅγιος Ἰωάννης Xρυσόστομος, τόμ. A´, Ἀθήνα 20062, σελ. 151-152.
[9]. Κατήχησις A´, ΕΠΕ 30, 340: «Φεῦγε τῶν τοιούτων τάς συνουσίας ὡς τῶν φαρμάκων τά δηλητήρια. Καί γάρ ἐκείνων οὗτοι χαλεπώτεροι. Ἐκεῖνα γάρ μέχρι τοῦ σώματος ἵστησι τήν βλάβην, οὗτοι δέ αὐτῇ τῇ σωτηρίᾳ τῆς ψυχῆς λυμαίνονται». Περί ἀκαταλήπτου 1, 8, ΕΠΕ 35, 34. PG 48, 708: «Ἄν βλάπτωσιν αὐτῶν αἱ φιλίαι καί πρός κοινωνίαν τῆς ἀσεβείας ἕλκωσι, κἄν οἱ γεγεννηκότες ὦσιν, ἀποπήδησον».
[10].  Εἰς τήν Ἀνάληψιν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ 1,1 (Ἐλέχθη ἐν τῷ μαρτυρίῳ τῆς Ρωμανησίας, ἔνθα μαρτύρων σώματα ὑπό τό ἔδαφος κείμενα ἐγγύς λειψάνων αἱρετικῶν, ἀνηνέχθησαν καί ἄνω κατ ἰδίαν ἐτάφησαν), ΕΠΕ 36, 200-202.
[11].  Eἰς τόν ἅγιον Eὐστάθιον Ἀντιοχείας 3, PG 50, 601-602.
[12]. Περί Ἱερωσύνης 4, 4, ΕΠΕ 28, 214-222.
[13]. Αὐτόθι 4, 3, ΕΠΕ 28, 212: «Πρός μέν γάρ βίου κατάστασιν ἀρίστην, βίος ἕτερος εἰς τόν ἴσον ἄν ἐναγάγοι ζῆλον. Ὅταν δέ περί δόγματα νοσῇ ἡ ψυχή τά νόθα, πολλή τοῦ λόγου ἐνταῦθα ἡ χρεία, οὐ πρός τήν τῶν οἰκείων ἀσφάλειαν μόνον, ἀλλά καί πρός τούς ἔξωθεν πολέμους». Αὐτόθι 4, 5, ΕΠΕ 28, 222: «Πρός ἅπαντα δέ ταῦτα ἕτερον οὐδέν, ἡ δέ τοῦ λόγου βοήθεια δίδοται μόνη... Διό χρή τόν ἱερέα πάντα ποιεῖν ὑπέρ τοῦ ταύτην κτήσασθαι τήν ἰσχύν».
[14]. Αὐτόθι 4, 9, ΕΠΕ 28, 234-236.
[15].  Ἀρχιμανδρίτου Iουστινου Πόποβιτς, Ἄνθρωπος καί Θεάνθρωπος. Mελετήματα Ὀρθοδόξου Θεολογίας, ἐκδόσεις Ἀστήρ, Ἀθῆναι 19936, σελ. 152. Περισσότερα βλ. εἰς Nικολαου Ζήση, «Πάπας καί Παπισμός κατά τόν Γέροντα Ἰουστῖνο Πόποβιτς», Θεοδρομία, τεῦχ. 4, Ὀκτ.-Δεκ. 1999, σελ. 62-82.
[16]. Ἀρχιμ. Iουστίνου Ποποβιτς, Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία καί Oἰκουμενισμός, Θεσσαλονίκη 1974, σελ. 224.
[17]. Ἀρχιμ. Πλακίδα Deseille, Ἡ πορεία μου πρός τήν Ὀρθοδοξία, Ἀθῆναι 1986, σελ. 154-158.
[18]. Mητροπολίτου Παραμυθίας Tίτου (Mατθαιάκη), Ἡ μετά τῶν ἑτεροδόξων ἐπικοινωνία, Ἀθῆναι 1976, σελ. 8 (Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ἐκκλησία»).
[19]. Πρακτικά τῆς Ἁγίας καί Oἰκουμενικῆς Ἑβδόμης Συνόδου, Πρᾶξις Δ´, ἐν Σπυρίδωνος Mήλια, Πρακτικά τῶν Ἁγίων καί Oἰκουμενικῶν Συνόδων, τόμος Γ´, ἔκδοσις Καλύβης Tιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης,  Ἅγιον Ὄρος 1986, σελ. 770-771 (270-271).
[20]. Ευαγγελου Θεοδώρου, Ἡ στάσις ἔναντι τῶν ἑτεροδόξων κατά Ἰωάννην Χρυσόστομον (Ἀνάτυπον ἐκ τοῦ περιοδικοῦ «Ἐκκλησία») ἐν Ἀθήναις 1971. Κωνσταντινου Μουρατιδου, Οἰκουμενική Κίνησις. Ὁ σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς Ὀρθοδοξίας, Ἀθῆναι 19732, σελ. 61-83.
[21]. Εἰς τήν πρός Ἐφεσίους Ὁμιλ. 11, 5, ΕΠΕ 20, 712.
[22]. Εἰς Ὀλυμπιάδα Ἐπιστολή 2, 2, PG 52, 557.
[23]. Eἰς τήν Πρός Ἐφεσίους Ὁμιλ. 11, 4, ΕΠΕ 20, 710.
[24]. Αὐτόθι 11, 4, ΕΠΕ 20, 708.
[25]. Αὐτόθι 11, 5, ΕΠΕ 20, 710: «Ἀποπηδήσῃ μέν γάρ μυριάκις ὀ τοιοῦτος καί ἔστω μετ᾽ ἐκείνων... Ἀλγῶ μέν γάρ καί κόπτομαι καί ὀδύρομαι καί διαπρίομαι τά σπλάγχνα, ὡς οἰκείου μέλους ἀποστερούμενος· πλήν ἀλλ᾽ οὐχ οὕτως ἀλγῶ, ὡς ἀναγκάζεσθαί τι διά τόν φόβον τοῦτον τῶν μή προσηκόντων ποιεῖν». Ὑπάρχει λάθος κατανοήσεως τοῦ κειμένου στήν ἀντίστοιχη μετάφραση τῆς ΕΠΕ. Δέν πρόκειται γιά προσχώρηση στούς αἱρετικούς, ἀλλά στήν σχισματική ὁμάδα τῶν ἐχθρῶν τοῦ Χρυσοστόμου.
[26]. Γιά τόν χρόνο συγγραφῆς βλ. Π. Xρήστου, ἔνθ’ ἀνωτ., σελ. 256. καί Στυλ. Παπαδοπούλου, ἔνθ’ ἀνωτ., τόμ. A´, σελ. 151.
[27]. Περί Ἱερωσύνης 3, 10, ΕΠΕ 28, 138.
[28]. Ἐπιστολή 14, 4, PG 52, 617.
[29]. Ἐφεσ. 4, 4-5.
[30]. Αὐτόθι 11, 1, ΕΠΕ 20, 686: «Καί ἕν πνεῦμα καλῶς εἶπε, δεικνύς ὅτι ἀπό τοῦ ἑνός σώματος ἕν πνεῦμα ἔσται, ἤ ὅτι ἔστι μέν σῶμα εἶναι ἕν, οὐχ ἕν δέ πνεῦμα, ὡς ἄν εἴ τις καί αἱρετικῶν φίλος εἴη».
[31].  Γιά τίς τάσεις αὐτές βλ. Ιωαννου Κορναράκη, «Ὁ ἐπίσκοπος ὡς προεστώς τῆς Θείας Εὐχαριστίας», Θεοδρομία 8 (2006) 38-45.
[32]. Εἰς Α´ Τιμ. Ὁμιλ. 1, 1, PG 62, 553. Βλ. σχετικῶς καί Στυλ. Παπαδοπουλου, ἔνθ᾽ ἀνωτ. τόμ. Β´, σελ. 190-191.
[33]. Συμεων Μεταφραστου, Βίος καί πολιτεία τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως τοῦ Χρυσοστόμου 48 PG 114, 1177-1180.
[34]. Παλλαδιου Ελενουπόλεως,  Διάλογος ἱστορικός περί βίου καί πολιτείας τοῦ μακαρίου Ἰωάννου, ἐπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως 8, PG 47, 28.
[35]. Ἰννοκεντίῳ ἐπισκόπῳ Ρώμης PG 52, 529-536. Αὐτόθι 4, PG 52, 534-535: «Τά γάρ νῦν γεγεννημένα παρ᾽ αὐτῶν πάσης ἐκτός ἐστιν ἀκολουθίας, καί παντός νόμου καί κανόνος ἐκκλησιαστικοῦ. Καί τί λέγω κανόνος ἐκκλησιαστικοῦ; Οὐδέ ἐν τοῖς ἔξω μέν οὖν δικαστηρίοις τοιαῦτα ἐτολμήθη ποτέ, μᾶλλον δέ οὐδέ ἐν βαρβαρικῷ δικαστηρίῳ».
[36]. Βλ. PG 52, 537-538.
[37]. Βλ. Παλλαδιου Ελενουπόλεως, ἔνθ᾽ ἀνωτ. 3, PG 47, 12-13: «Ἀδελφέ Θεόφιλε, ἡμεῖς καί σέ ἴσμεν κοινωνικόν καί τόν ἀδελφόν Ἰωάννην, ὡς καί ἐν πρώτοις γράμμασι φανεράν ἡμῶν τήν γνώμην ἐποιήσαμεν· καί νῦν δέ οὐκ ἐκστάντες τῆς αὐτῆς προαιρέσεως, πάλιν σοι τά αὐτά γράφομεν, καί ὁσάκις ἄν ἀποστείλης· ὅτι, ἐάν μή δέουσα κρίσις παρακολουθήσῃ ἐπί τοῖς παιγνιωδῶς γεγενημένοις, ἀμήχανόν ἐστιν ἀλόγως ἡμᾶς ἀποστῆναι τῆς Ἰωάννου κοινωνίας. Ὡς γοῦν, εἰ θαρρεῖς σύ τῷ κριτηρίῳ ἀπάντησον τῇ κατά Χριστόν γινομένῃ συνόδῳ κἀκεῖ τάς αἰτίας γυμνάσας ὑπό μάρτυσι τῆς Νικαίας κανόσιν (ἄλλον γάρ κανόνα ἠ Ρωμαίων οὐ παραδέχεται Ἐκκλησία), ἀναντίρρητον τήν ἀσφάλειαν σχήσῃ).
[38].  Βλ. π.χ. N. Marini, Il primato di S. Pietro et dei suoi succesori in S. Giovanni Crisostomo, Roma 1922. M. Jugie, «St. Jean Chrysostome et la primauté du Saint Pierre», Echos d’Orient (1908) 5. J. LÉcuyer, «Saint Pierre dans l’enseignement de S. Jean Chrysostome Constantinople», Gregorianum (1968) 113-133.
[39]. Χρυσοστομου Παπαδοπουλου, μετέπειτα ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν, «Σχέσεις τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Χρυσοστόμου πρός τήν Ρώμην» Νέα Σιών 3 (1906) 237ἑ. Κ. Μουρατιδου, Ἡ Οὐσία καί τό Πολίτευμα τῆς Ἐκκλησίας κατά τήν διδασκαλίαν Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, Ἀθῆναι 1958, σελ. 224-237. Του Αυτου, «Ἀπεδέχετο ὁ ἱερός Χρυσόστομος τό παπικόν πρωτεῖον;», Ἐκκλησία 36 (1959) 40-42, 54-62, 78, 81, 96-98. Γρ. Λαρεντζάκη, Ἡ Ἐκκλησία Ρώμης καί ὁ ἐπίσκοπος αὐτῆς. Συμβολή εἰς τήν ἔρευναν τῶν σχέσεων Ἀνατολῆς καί Δύσεως βάσει πατερικῶν πηγῶν (Εἰρηναῖος, Βασίλειος, Χρυσόστομος), Ἀνάλεκτα Βλατάδων, Θεσσαλονίκης 1983.
[40]. Ἰννοκέντιος ἐπίσκοπος, Πρεσβυτέροις καί διακόνοις καί παντί τῷ κλήρῳ καί τῷ λαῷ τῆς Κωνσταντινουπόλεως Ἐκκλησίας, PG 52, 538.
[41].  Παλλαδιου Ελενουπολεως, ἔνθ᾽ ἀνωτ. 9, PG 47, 32.
[42]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας, 2, ΕΠΕ 33, 388.
[43]. Ὁμιλία πρό τῆς ἐξορίας 1-2, ΕΠΕ 33, 386-388.
[44]. Αὐτόθι, 2, ΕΠΕ 33, 388.
[45]. Αὐτόθι, 4, ΕΠΕ 33, 394 καί Ὁμιλία ὅτε ἀπῄει ἐν τῇ ἐξορίᾳ 1, ΕΠΕ 33, 402.
[46]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας 23, ΕΠΕ 33, 628: «Ὅτε γάρ εἶδεν αὐτήν ὁ πονηρός δαίμων ἐκεῖνος ἀνθοῦσαν, εὐδοκιμοῦσαν, ἐν βραχείᾳ καιροῦ ροπῇ πρός ὕψος ἀνενεχθεῖσαν, πᾶσαν τήν οἰκουμένην ἀπό τῆς πόλεως ταύτης κατηχουμένην, πάντα ἐκίνησεν αὐτοῦ τά μηχανήματα καί ἐμφυλίους ἀνῆψε πολέμους». Παλλαδιου Ελενουπολεωσ, ἔνθ᾽ ἀνωτ. 5, PG 47, 21: «Τούτων οὕτως ἐχόντων καί τῆς Ἐκκλησίας ὁσημέραι ἐπί τό κρεῖττον ἀνθούσης, πάσης τῆς πόλεως εἰς εὐσέβειαν μεταχρωσθείσης, σωφροσύνῃ καί ψαλμωδίᾳ τῶν ψυχῶν γεγανωμένων, οὐκ ἤνεγκεν ὁ μισόκαλος δαίμων τῶν ρασμόν τῶν ὑπ᾽ αὐτοῦ κρατουμένων, οὕς ἀπέστησεν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου διά τῆς τοῦ Ἰωάννου διδασκαλίας, ὡς τούς ἱππομανεῖς καί θεατροσκόπους καταλιμπάνοντας τάς αὐλάς τοῦ Διαβόλου, δρομαίως χωρεῖν ἐπί τήν μάνδραν τοῦ Σωτῆρος, ἔρωτι τῆς σύριγγος τοῦ φιλοπροβάτου ποιμένος».
[47]. Βλ. Ὁμιλία ὅτε ἀπῄει ἐν τῇ ἐξορίᾳ 2, ΕΠΕ 33, 406. Ὁμιλία ὅτε ἦλθεν ἀπό τῆς ἐξορίας 2, ΕΠΕ 33, 416. Ὁμιλία ἐπανελθόντος αὐτοῦ ἀπό τῆς προτέρας ἐξορίας 2, ΕΠΕ 33, 422 καί Αὐτόθι 5, ΕΠΕ 33, 432: «Κατῃσχύνθησαν οἱ μοιχοί... Ἐθαύμασα ὑμῶν τήν σύνεσιν. Ταῦτα λέγω, οὐκ εἰς στάσιν ὑμᾶς ἀλείφων. Στάσις γάρ τά ἐκείνων, τά δέ ὑμέτερα ζῆλος».
[48]. Ἐπιστολή 2, 1, καί PG 52, 556-557, 567.
[49]. Αὐτόθι 13, PG 52, 571-572: «Προσδόκα δέ καί πάντως ἡμᾶς ὄψεσθαι πάλιν καί τῆς ὀδύνης ἀπαλλαγήσεσθαι ταύτης».
[50]. Ἐπιστολή 14, 5, PG 52, 618.
[51]. Ἐπιστολή 89, Θεοδοσίῳ ἐπισκόπῳ Σκυθουπόλεως, PG 52, 655. Ἐπιστολή 85, Λουκίῳ ἐπισκόπῳ, Ἐπιστολή 86, Μάρῃ ἐπισκόπῳ, Ἐπιστολή 87, Εὐλογίῳ ἐπισκόπῳ, Ἐπιστολή 88, Ἰωάννῃ ἐπισκόπῳ Ἱεροσολύμων, PG 52, 653-654.
[52]. Ἐπιστολή 90, Μωϋσῇ ἐπισκόπῳ, PG 52, 655.
[53].  Πρός τούς σκανδαλισθέντας 18, ΕΠΕ 33, 608.
[54]. Παλλαδιου Ελενουπολεωσ, 8, PG 47, 28.
[55]. Αὐτόθι 10, PG 47, 35.
[56]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας 19, ΕΠΕ 33, 610: «Εἰς τήν τῶν ποιμένων τάξιν μεταστάντα τά πρόβατα καί τούς στρατιώτας εἰς τήν τοῦ στρατηγοῦ». Γιά τόν διάδοχό του Ἀρσάκιο γράφει στήν Ἐπιστολή 125, Πρός Κυριακόν ἐπίσκοπον ἐν ἐξορίᾳ ὄντα καί αὐτόν PG 52, 685: «Ἤκουσα γάρ κἀγώ περί τοῦ λήρου ἐκείνου τοῦ Ἀρσακίου, ὅν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἐν τῷ θρόνῳ, ὅτι ἔθλιψε τούς ἀδελφούς ὅλους μή θέλοντας αὐτῷ κοινωνῆσαι· πολλοί δέ αὐτῶν δι᾽ ἐμέ καί ἐν τῇ φυλακῇ ἀπέθανον. Ὁ γάρ προβατόσχημος ἐκεῖνος λύκος, ο σχῆμα μέν ἔχων ἐπισκόπου, μοιχός δέ ὑπάρχων· ὡς γάρ ἡ γυνή μοιχαλίς χρηματίζει, ἡ ζῶντος τοῦ ἀνδρός ἑτέρῳ συναφθεῖσα· οὕτω καί οὗτος μοιχός ἐστιν, οὐ σαρκός, ἀλλά πνεύματος· ζῶντος γάρ ἐμοῦ ἥρπασέ μου τόν θρόνον τῆς Ἐκκλησίας».
[57]. Εἰς τήν ἐπίλυσιν τῆς Χαναναίας, 1, ΕΠΕ 33, 440.
[58]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας 22, ΕΠΕ 33, 626.
[59]. Ἐγκώμιον εἰς τόν ἐν Ἁγίοις πατέρα ἡμῶν Εὐστάθιον ἐπίσκοπον Ἀντιοχείας 3, PG 50, 601-602.
[60].  Αὐτόθι, 2, PG 50, 601: «Εἶπον πολλάκις πρός τήν ὑμετέραν ἀγάπην, ὅτι μάρτυρα οὐχί ὁ θάνατος ποιεῖ μόνον, ἀλλά καί ἡ πρόθεσις. Οὐ γάρ ἀπό τῆς ἐκβάσεως μόνον, ἀλλά καί ἀπό τῆς γνώμης πλέκεται πολλάκις ὁ τοῦ μαρτυρίου στέφανος».
[61]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας 19-20, ΕΠΕ 33, 604-612.
[62]. Εἰς Ρωμ. Ὁμιλ. 22, 2, PG 60, 611.
[63]. Εἰς Φιλιπ. Ὁμιλ. 2, 1, PG 62, 191.
[64]. Πρός τούς σκανδαλισθέντας 22, ΕΠΕ 33, 620-622.
[65]. Εἰς Εὐτρόπιον 2, 6, ΕΠΕ 33, 124.