ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2020

Ἅγιος Παίσιος: "Οἱ κεκοιμημένοι ἕνα πράγμα θὰ ἤθελαν ἀπὸ τὸν Χριστό, νὰ ζήσουν πέντε λεπτά, γιὰ νὰ μετανοήσουν"

-Γέροντα, οἱ ὑπόδικοι νεκροὶ μποροῦν νὰ προσεύχονται; 
-Ἔρχονται σὲ συναίσθηση καὶ ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ δὲν μποροῦν νὰ βοηθήσουν τὸν ἑαυτό τους. Ὅσοι βρίσκονται στὸν Ἅδη μόνον ἕνα πράγμα θὰ ἤθελαν ἀπὸ τὸν Χριστό: νὰ ζήσουν πέντε λεπτά, γιὰ νὰ μετανοήσουν. Ἐμεῖς ποὺ ζοῦμε, ἔχουμε περιθώρια μετανοίας, ἐνῶ οἱ καημένοι οἱ κεκοιμημένοι δὲν μποροῦν πιὰ μόνοι τους νὰ καλυτερεύσουν τὴν θέση τους, ἀλλὰ περιμένουν ἀπὸ μᾶς βοήθεια. Γι' αὐτὸ ἔχουμε χρέος νὰ τοὺς βοηθοῦμε μὲ τὴν προσευχή μας. 

Μοῦ λέει ὁ λογισμὸς ὅτι μόνον τὸ δέκα τοῖς ἑκατὸ ἀπὸ τοὺς ὑπόδικους νεκροὺς βρίσκονται σὲ δαιμονικὴ κατάσταση καί, ἐκεῖ ποὺ εἶναι, βρίζουν τὸν Θεό, ὅπως οἱ δαίμονες. Δὲν ζητοῦν βοήθεια, ἀλλὰ καὶ δὲν δέχονται βοήθεια. Γιατί, τί νὰ τοὺς κάνη ὁ Θεός; 

Σὰν ἕνα παιδὶ ποὺ ἀπομακρύνεται ἀπὸ τὸν πατέρα του, σπαταλάει ὅλη τὴν περιουσία του καὶ ἀπὸ πάνω βρίζει τὸν πατέρα του. Ε, τί νὰ τὸ κάνη αὐτὸ ὁ πατέρας του; 
Οἱ ἄλλοι ὅμως ὑπόδικοι, ποὺ ἔχουν λίγο φιλότιμο, αἰσθάνονται τὴν ἐνοχή τους, μετανοοῦν καὶ ὑποφέρουν γιὰ τὶς ἁμαρτίες τους. Ζητοῦν νὰ βοηθηθοῦν καὶ βοηθιοῦνται θετικὰ μὲ τὶς προσευχὲς τῶν πιστῶν. 
Τοὺς δίνει δηλαδὴ ὁ Θεὸς μία εὐκαιρία, τώρα ποὺ εἶναι ὑπόδικοι, νὰ βοηθηθοῦν μέχρι νὰ γίνη ἡ Δευτέρα Παρουσία. 
Καὶ ὅπως σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, ἂν κάποιος εἶναι φίλος μὲ τὸν βασιλιά, μπορεῖ νὰ μεσολαβήση καὶ νὰ βοηθήση ἕναν ὑπόδικο, ἔτσι καὶ ἂν εἶναι κανεὶς «φίλος» μὲ τὸν Θεό, μπορεῖ νὰ μεσολαβήση στὸν Θεὸ μὲ τὴν προσευχή του καὶ νὰ μεταφέρη τοὺς ὑπόδικους νεκροὺς ἀπὸ τὴν μία «φυλακὴ» σὲ ἄλλη καλύτερη, ἀπὸ τὸ ἕνα «κρατητήριο» σὲ ἕνα ἄλλο καλύτερο. 
Ἡ ἀκόμη μπορεῖ νὰ τοὺς μεταφέρη καὶ σὲ «δωμάτιο» ἡ σὲ «διαμέρισμα». 
Ὅπως ἀνακουφίζουμε τοὺς φυλακισμένους μὲ ἀναψυκτικὰ κ.λπ. ποῦ τοὺς πηγαίνουμε, ἔτσι καὶ τοὺς νεκρούς τους ἀνακουφίζουμε μὲ τὶς προσευχὲς καὶ τὶς ἐλεημοσύνες ποὺ κάνουμε γιὰ τὴν ψυχή τους. 
Οἱ προσευχὲς τῶν ζώντων γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ τὰ μνημόσυνα εἶναι ἡ τελευταία εὐκαιρία ποὺ δίνει ὁ Θεὸς στοὺς κεκοιμημένους νὰ βοηθηθοῦν, μέχρι νὰ γίνη ἡ τελικὴ Κρίση. 
Μετὰ τὴν δίκη δὲν θὰ ὑπάρχη πλέον δυνατότητα νὰ βοηθηθοῦν. 
Ὁ Θεὸς θέλει νὰ βοηθήση τοὺς κεκοιμημένους, γιατί πονάει γιὰ τὴν σωτηρία τους, ἀλλὰ δὲν τὸ κάνει, γιατί ἔχει ἀρχοντιά. Δὲν θέλει νὰ δώση δικαίωμα στὸν διάβολο νὰ πῆ: 
«Πῶς τὸν σώζεις αὐτόν, ἐνῶ δὲν κοπίασε;». 
Ὅταν ὅμως ἐμεῖς προσευχώμαστε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, Τοῦ δίνουμε τὸ δικαίωμα νὰ ἐπεμβαίνη. 
Περισσότερο μάλιστα συγκινεῖται ὁ Θεός, ὅταν κάνουμε προσευχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους παρὰ γιὰ τοὺς ζῶντες. 
Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ Ἐκκλησία μᾶς ἔχει τὰ κόλλυβα, τὰ μνημόσυνα. 
Τὰ μνημόσυνα εἶναι ὁ καλύτερος δικηγόρος γιὰ τὶς ψυχὲς τῶν κεκοιμημένων. 
Ἔχουν τὴν δυνατότητα καὶ ἀπὸ τὴν κόλαση νὰ βγάλουν τὴν ψυχή. 
Κι ἐσεῖς σὲ κάθε Θεία Λειτουργία νὰ διαβάζετε κόλλυβο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους. 
Ἔχει νόημα τὸ σιτάρι. 
«Σπεῖ- ρεται ἐν φθορά, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσία», λέει ἡ Γραφή. 
Στὸν κόσμο μερικοὶ βαριοῦνται νὰ βράσουν λίγο σιτάρι καὶ πηγαίνουν στὴν ἐκκλησία σταφίδες, κουραμπιέδες, κουλουράκια, γιὰ νὰ τὰ διαβάσουν οἱ ἱερεῖς. 
Καὶ βλέπεις, ἐκεῖ στὸ Ἅγιον Ὅρος κάτι γεροντάκια τὰ καημένα σὲ κάθε Θεῖα Λειτουργία κάνουν κόλλυβο καὶ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους καὶ γιὰ τὸν Ἅγιο ποὺ γιορτάζει, γιὰ νὰ ἔχουν τὴν εὐλογία του. 
– Γέροντα, αὐτοὶ ποῦ ἔχουν πεθάνει πρόσφατα ἔχουν μεγαλύτερη ἀνάγκη ἀπὸ προσευχή; 
– Ἔμ, ὅταν μπαίνη κάποιος στὴν φυλακή, στὴν ἀρχὴ δὲν δυσκολεύεται πιὸ πολύ; 
Νὰ κάνουμε προσευχη για τους κεκοιμημένους ποὺ δὲν εὐαρέστησαν στὸν Θεό, γιὰ νὰ κάνη κάτι καὶ γι’ αὐτοὺς ὁ Θεός. 
Ἰδίως, ὅταν ξέρουμε ὅτι κάποιος ἦταν σκληρὸς -θέλω νὰ πῶ, ὅτι φαινόταν σκληρός, γιατί μπορεῖ νὰ νομίζουμε ὅτι ἦταν σκληρός, ἀλλὰ στὴν πραγματικότητα νὰ μὴν ἦταν- καὶ εἶχε καὶ ἁμαρτωλὴ ζωή, τότε νὰ κάνουμε πολλὴ προσευχή, Θεῖες Λειτουργίες, Σαρανταλείτουργα γιὰ τὴν ψυχή του καὶ νὰ δίνουμε ἐλεημοσύνη σὲ φτωχοὺς γιὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του, γιὰ νὰ εὐχηθοῦν οἱ φτωχοὶ «ν’ ἁγιάσουν τὰ κόκκαλά του», ὥστε νὰ καμφθῆ ὁ Θεὸς καὶ νὰ τὸν ἐλεήση. 
Ἔτσι, ὅ,τι δὲν ἔκανε ἐκεῖνος, τὸ κάνουμε ἐμεῖς γι’ αὐτόν. Ἐνῶ ἕνας ἄνθρωπος ποὺ εἶχε καλωσύνη, ἀκόμη καὶ ἂν ἡ ζωή του δὲν ἦταν καλή, ἐπειδὴ εἶχε καλὴ διάθεση, μὲ λίγη προσευχὴ πολὺ βοηθιέται. 
Ἔχω ὑπ’ ὄψιν μου γεγονότα ποὺ μαρτυροῦν πόσο οἱ κεκοιμημένοι βοηθιοῦνται μὲ τὴν προσευχὴ πνευματικῶν ἀνθρώπων. 
Κάποιος ἦρθε στὸ Καλύβι καὶ μοῦ εἶπε μὲ κλάματα: «Γέροντα, δὲν ἔκανα προσευχὴ γιὰ κάποιον γνωστό μου κεκοιμημένο καὶ μοῦ παρουσιάσθηκε στὸν ὕπνο μου. 
«Εἴκοσι μέρες, μοῦ εἶπε, ἔχεις νὰ μὲ βοηθήσης μὲ ξέχασες καὶ ὑποφέρω». 
Πράγματι, μοῦ λέει, ἐδῶ καὶ εἴκοσι μέρες εἶχα ξεχασθῆ μὲ διάφορες μέριμνες καὶ οὔτε γιὰ τὸν ἑαυτό μου δὲν προσευχόμουν». 

– Ὅταν, Γέροντα, πεθάνη κάποιος καὶ μᾶς ζητήσουν νὰ προσευχηθοῦμε γι’ αὐτόν, εἶναι καλὸ νὰ κάνουμε κάθε μέρα ἕνα κομποσχοίνι μέχρι τὰ σαράντα; 
– Ἅμα κάνης κομποσχοίνι γι’ αὐτόν, βάλε καὶ ἄλλους κεκοιμημένους. 
Γιατί νὰ πάη μία ἁμαξοστοιχία στὸν προορισμό της μὲ ἕναν μόνον ἐπιβάτη, ἐνῶ χωράει καὶ ἄλλους; 
Πόσοι κεκοιμημένοι ἔχουν ἄναγκη οἱ καημένοι καὶ ζητοῦν βοήθεια καὶ δὲν ἔχουν κανέναν νὰ προσευχηθῆ γι’ αὐτούς! Μερικοὶ κάθε τόσο κάνουν μνημόσυνο μόνο γιὰ κάποιον δικό τους. 
Μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο δὲν βοηθιέται οὔτε ὁ δικός τους, γιατί ἡ προσευχή τους δὲν εἶναι τόσο εὐάρεστη στὸν Θεό. Ἀφοῦ τόσα μνημόσυνα ἔκαναν γι’ αὐτόν, ἂς κάνουν συγχρόνως καὶ γιὰ τοὺς ξένους. 
Γέροντα, μὲ ἀπασχολεῖ μερικὲς φορὲς ἡ σωτηρία τοῦ πατέρα μου, γιατί δὲν εἶχε καμμιὰ σχέση μὲ τὴν Ἐκκλησία. 
– Δὲν ξέρεις τὴν κρίση τοῦ Θεοῦ τὴν τελευταία στιγμή. Πότε σὲ ἀπασχολεῖ; Κάθε Σάββατο; 
– Δὲν ἔχω παρακολουθήσει, ἀλλὰ γιατί τὸ Σάββατο; 
– Γιατί αὐτὴν τὴν ἡμέρα τὴν δικαιοῦνται οἱ κεκοιμημένοι. 
– Γέροντα, οἱ νεκροὶ ποῦ δὲν ἔχουν ἀνθρώπους νὰ προσεύχωνται γι’ αὐτοὺς βοηθιοῦνται ἀπὸ τὶς προσευχὲς ἐκείνων ποῦ προσεύχονται γενικὰ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους; 
– Καὶ βέβαια βοηθιοῦνται. Ἐγώ, ὅταν προσεύχομαι γιὰ ὅλους τους κεκοιμημένους, βλέπω στὸν ὕπνο μου τοὺς γονεῖς μου, γιατί ἀναπαύονται ἀπὸ τὴν προσευχὴ ποὺ κάνω. 
Κάθε φορᾶ ποὺ ἔχω Θεία Λειτουργία, κάνω καὶ γενικὸ μνημόσυνο γιὰ ὅλους τους κεκοιμημένους καὶ εὔχομαι γιὰ τοὺς βασιλεῖς, γιὰ τοὺς ἀρχιερεῖς κ.λπ. καὶ στὸ τέλος λέω «καὶ ὑπὲρ ὧν τὰ ὀνόματα οὐκ ἐμνημονεύθησαν». 
Ἂν καμμιὰ φορᾶ δὲν κάνω εὐχὴ γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, παρουσιάζονται γνωστοὶ κεκοιμημένοι μπροστά μου. 
Ἕναν συγγενῆ μου, ποὺ εἶχε σκοτωθῆ στὸν πόλεμο, τὸν εἶδα ὁλόκληρο μπροστά μου μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία, τὴν ὥρα τοῦ μνημοσύνου, γιατί αὐτὸν δὲν τὸν εἶχα ὁλόκληρο γραμμένο μὲ τὰ ὀνόματα τῶν κεκοιμημένων, ἐπειδὴ μνημονευόταν στὴν Προσκομιδὴ μὲ τοὺς ἠρωικῶς πεσόντες. 
Κι ἐσεῖς στὴν Ἁγία Πρόθεση νὰ μὴ δίνετε νὰ μνημονευθοῦν μόνον ὀνόματα ἀσθενῶν, ἀλλὰ καὶ ὀνόματα κεκοιμημένων, γιατί μεγαλύτερη ἀνάγκη ἔχουν οἱ κεκοιμημένοι. 
Τὸ καλύτερο μνημόσυνο γιὰ τοὺς κεκοιμημένους 
Τὸ καλύτερο ἀπὸ ὅλα τὰ μνημόσυνα ποὺ μποροῦμε νὰ κάνουμε γιὰ τοὺς κεκοιμημένους εἶναι ἡ προσεκτικὴ ζωή μας, ὁ ἀγώνας ποὺ θὰ κάνουμε, γιὰ νὰ κόψουμε τὰ ἐλαττώματά μας καὶ νὰ λαμπικάρουμε τὴν ψυχή μας. 
Γιατί ἡ δική μας ἐλευθερία ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα καὶ ἀπὸ τὰ ψυχικὰ πάθη, ἕκτος ἀπὸ τὴν δική μας ἀνακούφιση, ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα καὶ τὴν ἀνακούφιση τῶν κεκοιμημένων προπάππων ὅλης της γενιᾶς μας. 
Οἱ κεκοιμημένοι νιώθουν χαρά, ὅταν ἕνας ἀπόγονός τους εἶναι κοντὰ στὸν Θεό. 
Ἂν ἐμεῖς δὲν εἴμαστε σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, τότε ὑποφέρουν οἱ κεκοιμημένοι γονεῖς μας, ὁ πάππους μας, ὁ προπάππος μας, ὅλες οἱ γενεές. 
«Δὲς τί ἀπογόνους κάναμε!», λένε καὶ στενοχωριοῦνται. 
Ἂν ὅμως εἴμαστε σὲ καλὴ πνευματικὴ κατάσταση, εὐφραίνονται, γιατί καὶ αὐτοὶ ἔγιναν συνεργοὶ νὰ γεννηθοῦμε καὶ ὁ Θεὸς κατὰ κάποιον τρόπο ὑποχρεώνεται νὰ τοὺς βοηθήση. 
Αὐτὸ δηλαδὴ ποὺ θὰ δώση χαρὰ στοὺς κεκοιμημένους εἶναι νὰ ἀγωνισθοῦμε νὰ εὐαρεστήσουμε στὸν Θεὸ μὲ τὴν ζωή μας, ὥστε νὰ τοὺς συναντήσουμε στὸν Παράδεισο καὶ νὰ ζήσουμε ὅλοι μαζὶ στὴν αἰώνια ζωή. 
Ἑπομένως, ἀξίζει τὸν κόπο νὰ χτυπήσουμε τὸν παλαιό μας ἄνθρωπο, γιὰ νὰ γίνη καινὸς καὶ νὰ μὴ βλάπτη πιὰ οὔτε τὸν ἑαυτό του οὔτε ἄλλους ἀνθρώπους, ἀλλὰ νὰ βοηθάη καὶ τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς ἄλλους, εἴτε ζῶντες εἶναι εἴτε κεκοιμημένοι.