Kάποτε ὁ παπα-Νικόλας ὁ Πλανᾶς, (Άγιος Νικόλαος Πλανάς) θυμιάτιζε τὴν ὥρα τῆς ἐνάτης ᾠδῆς, ὅταν ἔψαλλαν οἱ ἱεροψάλτες «τήν Τιμιωτέραν τῶν Χερουβεὶμ...» και πέρασε μπροστὰ ἀπὸ μία κυρία, ποὺ στεκόταν στὰ πλαϊνὰ στασίδια, καὶ δὲν τὴν θυμιάτισε.
Δὲν τὴν θυμιάτισε καθόλου, πέρασε ἀπλῶς δίπλα της. Ὕστερα ἀπὸ δύο στασίδια ἦταν ἕνα ἄδειο. Στάθηκε ἐκεῖ, τὸ θυμιάτισε πέντε-ἕξι φορὲς καὶ ἔφυγε. Ὅταν τελείωσε ἡ Θεία Λειτουργία, πῆγε αὐτὴ ἡ κυρία καὶ τοῦ εἶπε:
- Παπα-Νικόλα, στὴν ἐνάτη δὲν μὲ θυμιάτισες καὶ πῆγες καὶ θύμιαζες τὸ ἄδειο στασίδι...
-Ἔμ, κυρα Γεωργία, τῆς εἶπε, δὲν ἤσουν ἐκεῖ! Τὸ ἄδειο ὅμως στασίδι εἶναι τὸ στασίδι τῆς κυρα Μαρίας, ποὺ εἶναι ἄρρωστη. Ἐκείνη ἦταν ἄρρωστη στὸ σπίτι, ἀλλὰ μὲ τὴν καρδιὰ καὶ τὸν νοῦ της ἦταν ἐδῶ. Ἐσὺ ἤσουν μὲ τὸ σῶμα ἐδῶ, ἀλλὰ μὲ τὸν νοῦ ἤσουν στὰ γίδια!...