ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Ταπείνωσις, ἡ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν

Μπελογκόριε

Στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ ὁ Ἀπ. Παῦλος μᾶς συμβουλεύει «μετὰ πάσης ταπεινοφροσύνης καὶ πραότητος, μετὰ μακροθυμίας, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν ἀγάπῃ» (Ἐφ. Δ, 2). Μετάφραση: Σᾶς παρακαλῶ νὰ ζῆτε μὲ κάθε ταπεινοφροσύνη καὶ πραότητα, μὲ μεγαλόψυχην ὑπομονήν, ἀνεχόμενοι διὰ τῆς ἀγάπης ὁ ἕνας τοῦ ἄλλου τὰ ἐλαττώματα.

Μεγάλη ἡ ἀρετὴ τῆς ταπεινοφροσύνης, ὅπως καὶ κάθε ἀρετή. «Καρδίαν συντετριμμένην καὶ τεταπεινωμένην ὁ Θεὸς οὐκ ἐξουδενώσει» (50 ψαλ. 19).
Ὁ θεῖος Χρυσόστομος μᾶς συμβουλεύει:
Ἡ ταπεινοφροσύνη μᾶς μεταβάλλει ἀπὸ ἁμαρτωλοὺς σ’ ἐνάρετους. [Ἀπ’ τὴν Γ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»].
Ἄς καλλιεργήσουμε μέσα στὶς ψυχές μας μὲ πολλὴ ἐπιμέλεια τὴ μητέρα ὅλων τῶν ἀγαθῶν, τὴν ταπεινοφροσύνη. [Ἀπ’ τὴν Γ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»].
Ὁποιαδήποτε ἀρετὴ καὶ ἄν ἔχης, ἀκόμη κι ἄν νηστεύης καὶ προσεύχεσαι καὶ δίνης ἐλεημοσύνη κι εἶσαι εὐσεβής, ὅλα ἐξανεμίζονται καὶ χάνονται ἄν δὲν σὲ διακρίνη ἡ ταπεινοφροσύνη. Αὐτὸ ἀκριβῶς συνέβη καὶ στὴν περίπτωση τοῦ Φαρισαίου (Λουκᾶ κεφ. 18). [Ἀπ’ τὴν ΙΕ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»].
  • Στὸ Γεροντικὸ βλέπουμε ὡραῖα παραδείγματα γιὰ τὴν ταπεινοφροσύνη ἄξια πρὸς μίμηση.
– ΓΙΑΤΙ πολεμᾶ μὲ τόση μανία τοὺς Μοναχοὺς ὁ διάβολος; ρώτησαν οἱ Ἀδελφοὶ ἕνα πνευματικὸ Γέροντα. Πῶς ἔχει τόση τόλμη;
– Ἄν ἤξεραν οἱ Μοναχοὶ νὰ προβάλουν ἀμέσως τὰ ἀμυντικά τους ὅπλα, τὴν ταπείνωσι, τὴν ἀκτημοσύνη καὶ τὴν ὑπομονή, δὲ θὰ τολμοῦσε ποτὲ ὁ διάβολος νὰ τοὺς πλησιάση, ἀποκρίθηκε ὁ Γέροντας.
* * *
ΞΕΚΙΝΗΣΑΝ κάποτε ἀπὸ πολὺ μακριὰ τρεῖς Ἐρημίτες νὰ βροῦν τὸν Ὅσιο Σισώη καὶ νὰ συνομιλήσουν μαζί του. Καθένας εἶχε κάποια ἀπορία νὰ τοῦ λύση:
– Πῶς θὰ ξεφύγω, Ἀββᾶ, τὸν πύρινο ποταμό; ρώτησε ὁ πρῶτος.
Ὁ Γέροντας τὸν ἄκουσε, ἀλλὰ δὲν τοῦ ἔδωσε ἀπόκρισι.
– Πῶς θὰ γλιτώσω τάχα ἀπὸ τὸ βρυγμὸ τῶν ὀδόντων καὶ τὸν ἀκοίμητο σκώληκα; ἔκανε ὁ δεύτερος.
Οὔτε σ’ αὐτὸν ἀπάντησε ὁ Ἀββᾶς Σισώης.
– Τί νὰ κάνω, Ἀββᾶ ποὺ ἡ ἐνθύμησις τοῦ ἐξωτέρου σκότους δὲν μ’ ἀφήνει στιγμὴ ἥσυχο; Εἶπε ὁ τρίτος.
– Ἐγὼ ἀδελφοί μου, εἶπε τότε ὁ Ὅσιος τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν συλλογίζομαι. Ἐλπίζω μόνο πὼς ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου μου, θὰ μὲ σώση.
Στενοχωρημένοι οἱ Ἐρημίτες, ποὺ ἔμειναν ἄλυτες οἱ ἀπορίες τους, σηκώθηκαν νὰ φύγουν. Τότε ὁ ἅγιος Γέροντας τοὺς εἶπε:
– Εἶσθε πραγματικὰ εὐτυχισμένοι ἀδελφοί, καὶ ὁμολογουμένως σᾶς ζηλεύω, γιατί μὲ τὶς σκέψεις ποὺ κάνετε εἶναι ἀδύνατο νὰ παρασυρθῆτε στὴν ἁμαρτία. Ἀλλοίμονο ἀπὸ μένα τὸ σκληρόκαρδο, ποὺ οὔτε βάζω στὸ νοῦ μου πὼς ὑπάρχει κόλασις γιὰ τοὺς ἀνθρώπους καὶ ἀμέριμνος ἁμαρτάνω κάθε στιγμή.
Θαυμάζοντας τὴν ταπεινοφροσύνη τοῦ Ὁσίου οἱ Ἐρημίτες, τοῦ ἔβαλαν μετάνοια κι ἔλεγαν μεταξύ τους:
– Ὅ,τι ἀκούσαμε γι’ αὐτόν, τὰ εἴδαμε καὶ στὴν πραγματικότητα.
* * *
ΟΤΑΝ ἤμουν νεώτερος, διηγεῖτο στοὺς ἀδελφοὺς ὁ Ἀββᾶς Μακάριος, ἔπεσα κάποτε σὲ ἀκηδία. Βγῆκα λοιπὸν ἀπὸ τὴν καλύβα μου καὶ περιπλανώμουν ἄσκοπα στὴν ἔρημο, γιὰ νὰ διασκεδάσω τὴ θλῖψι μου. Ἐπιθυμοῦσα νὰ βρῶ κάποιον ἄνθρωπο νὰ μοῦ εἰπῆ δυὸ λόγια ὠφέλιμα. Ξαφνικὰ εἶδα μπροστά μου ἕνα μικρὸ τσοπανόπουλο, ποὺ ἔβοσκε πιὸ κάτω τὶς ἀγελάδες του. Μοῦ ἦλθε τότε στὸ λογισμὸ νὰ τὸ ρωτήσω:
– Τί νὰ κάνω, παιδί μου, ποὺ πεινῶ;
– Καὶ δὲ τρῶς; Μοῦ ἀποκρίθηκε, σηκώνοντας μ’ ἀδιαφορία τοὺς ὤμους του.
– Ἔφαγα, γυιέ μου, μὰ ξαναπείνασα.
– Φάγε πάλι, μοῦ εἶπε.
– Ἔφαγα καὶ ξανάφαγα ὁ δόλιος, μὰ πάλι πεινῶ.
– Μὰ βόϊδι εἶσαι, Ἀββᾶ, ποὺ θὲς διαρκῶς νὰ μασουλίζης, μοῦ εἶπε, ξεσπώντας σ’ ἕνα περιπαιχτικὸ γέλιο.
– Καλὰ σοῦ λέει τὸ παιδί, εἶπα στὸ λογισμό μου, καὶ γύρισα διδαγμένος στὸ κελλί μου.
* * *
ΕΝΑΣ σοφὸς Γέροντας, στὸν ὁποῖον πήγαιναν πολλοὶ γιὰ συμβουλές, συνήθιζε νὰ λέγη:
– Πόσο καλλίτερα θὰ ἦταν γιὰ μένα νὰ διδάσκωμαι παρὰ νὰ κάνω τὸ δάσκαλο στοὺς ἄλλους.