-Ἀδελφὲ Κωνσταντίνε, ἄκουσε τί μοῦ εἶπε ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος ἀπὸ τὸ
Μοναστήρι Νέαμτς. Κάποτε ἕνας Ἅγιος εἶδε πὼς μετέφεραν ἕναν νεκρὸ στὸν τάφο, ἀλλὰ μπροστὰ καὶ πίσω του τὸν συνόδευαν δύο ὡραιότατοι ἄγγελοι. Τότε ἐκεῖνος ὁ Ἅγιος τοὺς ρώτησε:
-Ποιοί εἶσθε ἐσεῖς; Καὶ οἱ Ἄγγελοι τοῦ ἀπάντησαν:
-Ἐγὼ ὀνομάζομαι Τετάρτη κι ἐγὼ Παρασκευή!
Ἤρθαμε ἐδῶ μὲ τὴν ἐντολὴ τοῦ Κυρίου νὰ βοηθήσουμε αὐτὴ τὴν ψυχή, ἡ ὁποία σ’ ὅλη τὴ ζωή της νήστευε Τετάρτη καὶ Παρασκευὴ πρὸς τιμὴ τῶν Παθῶν τοῦ Χριστοῦ μας.
Ὅταν μοῦ εἶπε αὐτὴ τὴν ἱστορία ὁ πατὴρ Ἀθανάσιος, ἔπαυσα κι ἐγὼ νὰ τρώγω αὐτὲς τὶς ἡμέρες γιὰ νὰ βοηθήσουν κι ἐμένα ἡ Ἁγία Τετάρτη καὶ ἡ Ἁγία Παρασκευὴ στὴν ὥρα τοῦ θανάτου μου…
Ἀπὸ τὸ βιβλίο:«Γεροντικό Ρουμάνων Πατέρων»,
Ἐκδόσεις: Ὀρθόδοξος Κυψέλη.