ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

Τό Ἦθος τῆς Ἐξομολογήσεως

Ἀρχιμ. Ζαχαρία Ζαχάρου
Ὁ Θεός ἔκτισε καταρχᾶς τόν ἄνθρωπο, στεφανώνοντάς τον μέ δόξα καί τιμή. Χάρισε σέ αὐτόν τήν ἄρρητη θεωρία τοῦ Προσώπου Του, ὥστε νά γνωρίζει τόν Δημιουργό Του, νά Τόν μιμεῖται καί νά αὐξάνει σέ ἀγάπη καί εὐγνωμοσύνη πρός Αὐτόν. Καί ἐνῶ ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὕα ἤσαν γυμνοί, ἔφεραν ἄφθαρτη πνευματική περιβολή “καί οὐκ ἠσχύνοντο” (Γέν. 2,25).
Μέ τήν πτώση ὅμως στό ἁμάρτημα τῆς ἀχαριστίας καί τῆς παρακοῆς, ἄν καί ὁ ἄνθρωπος δέν ἕρπει στή γῆ ὅπως ὁ ὄφις, ὠστόσο ἐφθάρη ὁ νοῦς του καί ἔγινε ἀνίκανος νά κατοπτεύει τα “μή βλεπόμενα” καί τά “αἰώνια” (Β’ Κορ. 4,18). Ντροπιάσθηκε τό κατ’ εἰκόνα πλάσμα, γιατί βυθίσθηκε στήν ἄβυσσο τῶν “βλεπομένων” καί τῶν “πρόσκαιρων” (Β’ Κορ. 4,18) καί ἔγινε τό μεγαλύτερο τραῦμα τῆς ὁρατῆς κτίσεως. Τότε οἱ πρωτόπλαστοι “ἔγνωσαν ὅτι γυμνοί ἤσαν, καί ἔρραψαν φύλλα συκῆς καί ἐποίησαν ἑαυτοῖς περιζώματα” (Γέν. 3,7). Δηλαδή, φόρεσαν χιτώνα αἰσχύνης καί “ἐκρύβησαν… ἀπό προσώπου Κυρίου τοῦ Θεού” (Γέν. 3,8). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ ἄνθρωπος πλανήθηκε καί ἔχασε τήν ὁδό τοῦ Θεοῦ.
Τελικά, γιά νά μή ματαιωθεῖ ἡ προαιώνια πρόθεση τοῦ Θεοῦ γιά τό λογικό ποίημα τῶν χειρῶν Του, ὁ Κύριος, ἀπό ἄφατη εὐσπλαγχνία καί ἀνεξιχνίαστη σοφία, ἐπινόησε τρόπο σωτηρίας. Ἦλθε ταπεινά ὡς ἀνθρωπος καί πῆρε πάνω Του τή δική μας αἰσχύνη καί μέ τήν ἀνάστασή Του μᾶς ἐνέδυσε πάλι μέ τό ἅγιο καί ἄμωμο ἱμάτιο τῆς δόξης Του, πού δέν ἔχει πλέον “σπίλον ἤ ρυτίδα” (Ἔφεσ. 5,27). Δέν ἄφησε σέ μᾶς οὔτε ἴχνος αἰσχύνης, γιατί, ὅλοι “οἱ ὀνειδισμοί τῶν ὀνειδιζόντων Αὐτόν ἐπέσον ἐπ’ Αὐτόν”, ὅπως λέγει ἡ Γραφή (Ρωμ. 15,3). Ὁ Χριστός, ἐπιθυμώντας τή θεραπεία καί σωτηρία μας, δέν λογάριασε τόν Ἑαυτό Του. Ἀντί τῆς προκειμένης αὐτῷ χαρᾶς ὑπέμεινε σταυρόν, αἰσχύνης καταφρονήσας” (Ἔβρ. 12,2). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός, ὑπομένοντας τήν αἰσχύνη τοῦ σταυροῦ, ἐξάλειψε τή δική μας αἰσχύνη καί μᾶς ἔσωσε. Χάραξε τήν ταπεινή ὁδό Του πάνω στή γῆ, ὥστε ὅποιος τήν ἀκολουθήσει νά θεραπεύεται ὁλοτελῶς. Ὁ ἴδιος βεβαίως ὁ Κύριος καλεῖ σέ μετάνοια ὅλους τούς ἁμαρτωλούς καί τούς “κακῶς ἔχοντας” (Ματθ. 9,12). Ἀλλά ἡ μετάνοια πρός θεραπεία καί σωτηρία συνδέεται ἀναπόσπαστα μέ τήν αἰσχύνη.
Ὁ Χριστός προσφέρεται ὡς ἰατρός καί θεραπευτῆς τῶν ψυχῶν καί τῶν σωμάτων ἡμῶν καί ἐμεῖς δεχόμαστε τή θεραπεία Του κατ’ ἐξοχήν στό μυστήριο τῆς μετανοίας καί Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Γιά ποιόν ὅμως λόγο δίνεται ἡ θεραπευτική χάρη τοῦ Θεοῦ στό μυστήριο τῆς ἐξομολογήσεως, μέ τήν ὁποία χάρη ὁ πιστός νικᾶ τά πάθη καί τήν ἁμαρτία; Γιά δύο λόγους, νομίζω, χάρη στούς ὁποίους γίνεται ὁ ἄνθρωπος ἀληθινός καί τοποθετεῖται στήν ὁδό τοῦ Κυρίου.
Πρῶτον, κάνουμε ἔμπρακτη ὁμολογία τῆς ἀλήθειας.
Ὁ Ἀπόστολος λέγει ὅτι “ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν καί ἡ ἀλήθεια οὐκ ἐστίν ἐν ἡμῖν. Ἐάν ὁμολογῶμεν τάς ἁμαρτίας ἡμῶν, πιστός ἐστι καί δίκαιος, ἵνα ἁφῆ ἡμῖν τάς ἁμαρτίας καί καθαρίση ἡμᾶς ἀπό πάσης ἀδικίας” (Α΄Ἰωάν. 1,8-9).
Ὅταν λοιπόν ἐξομολογούμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, ὁμολογοῦμε κυρίως τή μεγάλη καί παγκόσμια ἀλήθεια τῆς πτώσεως ὅλου τοῦ γένους τοῦ Ἀδάμ. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε πώς ἄν ὑπάρχει μιά περίπτωση, κατά τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος γίνεται ἀλάθητος καί μάλιστα ἐνώπιον τῶν ὀφθαλμῶν τοῦ Κυρίου, εἶναι ἐκείνη κατά τήν ὁποία ὁμολογεῖ τήν ἁμαρτωλότητά του. Τότε πράγματι γίνεται ἀληθινός. Ὅταν ὅμως ἀληθεύει, ἑλκύει τό Πνεῦμα τῆς Ἀλήθειας, τό ὁποῖο φέρει τόν πιστό σέ βαθιά συναίσθηση τῆς πνευματικῆς του πτώχειας καί στή συνέχεια τόν ὁδηγεῖ σέ μετάνοια. Τό ἴδιο Ἅγιο Πνεῦμα παρέχει ταυτόχρονα τή θεραπεία καί τή δικαίωση.
Δεύτερον, ὑπομένομε ταπεινά τήν αἰσχύνη τῆς πτώσεώς μας.
Ἡ μετάνοια καί ἐξομολόγηση εἶναι ἀπάντηση στήν κλήση τοῦ Θεοῦ. Συνεπῶς, ὅταν ἐξομολογούμαστε τίς ἁμαρτίες μας, βαστάζουμε ταπεινά το σταυρό μας καί ἀκολουθοῦμε τόν Κύριο. Ὁμολογοῦμε τόν Χριστό ὡς Θεό καί Σωτήρα. Ἡ ὁμολογία ὅμως τοῦ Χριστοῦ, καί μάλιστα σέ ἕνα κόσμο, πού “ἐν τῷ πονηρῷ κεῖται” Α΄’ Ἰωάν. 5,19), συνεπάγεται αἰσχύνη. Γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προειδοποιεῖ: “Ὅς ἐάν ἐπαισχυνθῆ με καί τούς ἐμούς λόγους ἐν τῇ γενεᾷ ταύτη τῇ μοιχαλίδι καί ἁμαρτωλῷ), καί ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπαισχυνθήσεται αὐτόν ὅταν ἔλθη ἐν τῇ δόξη τοῦ Πατρός αὐτοῦ” (Μάρκ. 8, 38). Μέ ἄλλα λόγια, ὅποιος ἀποστραφεῖ τήν αἰσχύνη γιά χάρη τοῦ Κυρίου, αὐτός δέν σώζεται. Καί σέ ἄλλο πάλι μέρος ὁ Κύριος βεβαιώνει: “Πᾶς οὖν ὅστις ὁμολογήσει ἐν ἐμοί ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγώ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς” (Ματθ. 10,32). Εἶναι φανερό πώς ὅποιος ὁμολογεῖ, καί μάλιστα ὑπομένοντας αἰσχύνη, αὐτός ἔχει προσαγωγή στόν Οὐράνιο Πατέρα καί σώζεται. Ἡ αἰσχύνη καί τό ὄνειδος πού δοκιμάζουμε στή ζωή αὐτή, σηκώνοντας τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, ὁδηγεῖ στήν ἀναγνώρισή μας ἀπό τόν Κύριο καί μεταβάλλεται σέ δύναμη σωτηρίας.
Γιατί ὅμως ἡ αἰσχύνη τῆς ἐξομολογήσεως μεταβάλλεται σέ πνευματική δύναμη καί πῶς ἡ ἄσκησή της τοποθετεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ὁδό τῆς ζωῆς;
Ἡ ἐξομολόγηση τοποθετεῖ τόν πιστό στήν ταπεινή ὁδό τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός μᾶς ἔσωσε ὑπομένοντας τόν σταυρό τῆς αἰσχύνης.Ὁ σταυρός εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς “μείζονος ἀγάπης” Του, γιά χάρη τῆς ὁποίας θυσιάσθηκε “ὑπέρ τῶν φίλων αὐτοῦ” (Ἰωάν. 15,14). Ἀλλά καί ὁ πιστός, ἀπό ἀγάπη καί πόθο νά συμμορφώσει τή ζωή του πρός τό Πνεῦμα τοῦ Κυρίου, ἐξομολογεῖται ταπεινά καί ἑκούσια. Ὑπομένει σταυρό αἰσχύνης, φανερώνοντας τίς ἁμαρτίες του ἐνώπον τοῦ Θεοῦ καί τοῦ λειτουργοῦ τῆς Ἐκκλησίας. Τοποθετεῖ τόν ἑαυτό του στήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Τή μικρή ἤ μεγάλη αἰσχύνη τῆς ἐξομολογήσεώς του ὁ Θεός ἀποδέχεται ὡς θυσία καί γι’ αὐτό τοῦ ἀνταποδίδει τή χάρη Του, πού τόν ἀνακαινίζει. Συνεπῶς, ὅποιος τοποθετεῖται μέ τήν ἑκούσια αἰσχύνη στήν ὁδό τοῦ Κυρίου, εὑρίσκει τόν Κύριο ὡς συνοδοιπόρο, γιατί Αὐτός εἶναι καί ἡ ὁδός, ὅπως εἶπε. Ἡ ὁδός ὅμως αὐτή εἶναι ταυτόχρονα ὁδός ἀλήθειας καί ζωῆς. Γι’ αὐτό τότε στόν πιστό, πού συμπορεύεται ταπεινά μέ τόν Κύριο, μεταδίδεται ἡ χάρη καί ἡ κατάσταση τοῦ Μεγάλου Συνοδοιπόρου. Κοντολογής, μέ τήν ἑκούσια αἰσχύνη τῆς ἐξομολογήσεως ἀποφεύγουμε τήν ἀκούσια αἰσχύνη τῆς ἔσχατης κρίσεως καί δεχόμαστε τόν αἰώνιο ἔπαινο τοῦ Θεοῦ.
Ἡ εὐαγγελική αὐτή ἀλήθεια γίνεται σαφέστερη, ὅταν ἐξετάσουμε τήν περίπτωση του Ζακχαίου. Ὁ ἐπίσημος αὐτός ἄνθρωπος, ὑπομένοντας κάποια αἰσχύνη γιά νά δεῖ τόν Χριστό, ἀφομοιώθηκε προφητικά στό μυστήριο τῆς ὁδοῦ τοῦ Κυρίου, πού κατευθυνόταν τή στιγμή ἐκείνη πρός τόν σταυρό τῆς αἰχύνης. Γι΄ αὐτό καί ὁ Κύριος τόν πρόσεξε, τόν ἐπισκέφθηκε, τόν θεράπευσε, τόν πλάτυνε στό “τετραπλοῦν” καί τόν ἔσωσε αὐθημερόν. Ἡ λέξη “τετραπλοῦν” ὑπαινίσσεται τό μυστήριο τοῦ σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἀπό τόν ὁποῖο πηγάζει κάθε πλατυσμός χάριτος σέ βάθος καί σέ ὕψος, σέ μῆκος καί σέ πλάτος. Ὁ Ζακχαῖος βρέθηκε προφητικά στήν ὁδό τοῦ Κυρίου. Βλέπουμε λοιπόν πώς ἡ αἰσχύνη τοῦ Ζακχαίου μετατράπηκε σέ δύναμη, καί τόν ὁδήγησε στό περισσόν της ζωῆς καί τόν πλατυσμό τῆς χάριτος.
Ἡ ὁδός αὐτή τοῦ Κυρίου εἶναι ἐπισκιασμένη ἀπό τό Πνεῦμα Κυρίου. Εἶναι ἐπίσης ἀποκαλυπτική, γιατί διανοίγει τόν νοῦ καί τήν καρδιά, ὤστε νά δεῖ ὁ ἄνθρωπος τήν ἁμαρτία του στή μεταφυσική της διάσταση, ὡς ἔγκλημα ἐναντίον τῆς θείας καί Πατρικῆς ἀγάπης. Ἡ ὅραση αὐτή, ὅπως μᾶς λένε οἱ Πατέρες μας, εἶναι πολυτιμότερη ἀπό τήν ὅραση ἀγγέλων. Ἀποκτά τότε ὁ ἄνθρωπος προφητική αὐτογνωσία καί ταπείνωση. Ἡ χάρη πού ἀποκομίζει ἐμπνέει σέ αὐτό τήν τέλεια τόλμη νά βαστάσει τήν πνευματική του πτώχεια καί μέ υἱϊκή παρρησία νά ἀποδίδει ἀκατάπαυστα δικαιοσύνη καί δόξα στόν Θεό, καί μομφή μόνο στόν ἑαυτό του. Γίνεται τότε ὄχι μόνο μαθητής σταυροῦ ἀλλά καί μακαριότητος. Στέκεται στήν ἅγια παρουσία τοῦ Θεοῦ. Φθάνει σέ αὐτόν τό αἰώνιο “σήμερον” τῆς ἐρχόμενης Βασιλείας. “Σήμερον σωτηρία τῷ οἴκω τούτω ἔγενετο….. ἦλθε γάρ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ζητῆσαι καί σῶσαι τό ἀπολωλός” (Λουκ. 19,9-10).
Στήν ἐσχατολογική αὐτή πορεία του, ὅταν ἐξομολογεῖται, ὁ πιστός ἔχει μέ τό μέρος τοῦ ὅλο τόν οὐρανό τῶν ἁγίων. Ὅπως ὁ Κύριος διαβεβαίωσε, “χαρά ἔσται ἐν τῷ οὐρανῷ ἐπί ἐνί ἁμαρτωλῷ μετανοοῦντι” (Λουκ. 15,7). Γι’αὐτό καί ὁ ἐξομολόγος Ἱερέας δέχεται τήν ἐξομολόγηση τοῦ μετανοοῦντος μέ ἄκρα προσοχή, σεβασμό καί φόβο. Ἀγωνίζεται μέ τήν προσευχή του νά συλλάβει τήν ἔνταση τῆς μετανοίας τοῦ προσερχόμενου, ὤστε νά μή παρεμποδίσει τό ἔργο τῆς χάριτος, ἀλλά, ὡς καλός οἰκονόμος μυστηρίου Θεοῦ, νά συνεργήσει ἔστω καί λίγο στήν ἀναγέννηση τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πνευματικός ὀφείλει νά θυμᾶται ὅτι δέν πρέπει νά φέρεται ὡς ὁ ἔχων κάποια ἐξουσία, ἀλλά “ὡς ὁ διακονών” (Λουκ. 22,27), ἕτοιμος νά βάλει τόν ἑαυτό τοῦ κάτω ἀπό ὑπηρέτησει. Ἡ καρποφορία τῆς διακονίας του θά εἶναι πάντοτε κατά τό μέτρο τῆς ταπεινώσεως, τῆς προσευχῆς καί τῆς ἀγάπης ποῦ προσφέρει στούς ἀδελφούς του.
Ὁ Θεός μπορεῖ νά συναντήσει τόν ἄνθρωπο “ἐν πάσαις ταῖς ὀδοῖς αὐτοῦ”. Τό γεγονός αὐτό καί μόνο ἐμπνέει μετάνοια καί τήν ἀλλαγή τοῦ ἀνθρώπου. Ὡστόσο ὅμως τήν τελική πιστοποίηση καί ἐπιβεβαίωση τοῦ πράγματος αὐτοῦ θά δώσει ἡ Ἐκκλησία. Ἐπαλήθευση τοῦ φαινομένου αὐτοῦ ἀποτελεῖ ἡ μεταστροφή τοῦ Μεγάλου Ἀποστόλου Παύλου. Ἐνῶ ὁ Ἀπόστολος εἶδε τόν Χριστό καθ’ ὁδόν πρός Δαμασκόν καί φρόντιζε σέ ὅλη τή ζωή του νά εἶναι “πιστός τῇ οὐρανίᾳ ὀπτασία” (Πράξ. 26,19), ἔπρεπε ὡστόσο νά ἐπισκεφθεῖ τούς Ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, γιά νά σφραγίσουν τήν ἀλήθεια τῆς ἐμπειρίας του. Συνεπῶς, ὁ λόγος τοῦ Κυρίου “εἶπε τῇ Ἐκκλησία” (Ματθ. 18,17), ἔχει ἐπίσης ὑψίστη σημασία στό μυστήριο τῆς Ἱερᾶς ἐξομολογήσεως.
Ὁ ὅρος “ἐξομολόγηση”, στήν Ἁγία Γραφή καί τήν Ἐκκλησιαστική ὑμνολογία, ἔχει διπλό νόημα. Πρωτίστως σημαίνει δοξολογία, λατρεία, εὐχαριστία. Ἔπειτα σημαίνει ὁμολογία, μετάνοια καί δέηση.
Ἡ ἐξομολόγηση λοιπόν εἶναι μιά συνεχής πράξη καί στάση τῆς ζωῆς. Μᾶς μαθαίνει νά πορευόμαστε ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ μέ εὐχαριστία καί δέηση καί νά ἐπιτελοῦμε “ἁγιωσύνην ἐν φόβῳ Θεοῦ” (Β’ Κορ. 7, 1· πρβλ. Α΄ Τιμ. 4, 4-5). Ἐξομολογούμενοι, ἀναγνωρίζουμε τόν Θεό ὡς ἀρχηγό τῆς σωτηρίας μας καί τόν εὐχαριστοῦμε. Καταγγέλλοντας ἐπίσης τήν ἁμαρτία μας, ὁμολογοῦμε ταπεινά ὅτι ἐμεῖς μόνο εἴμαστε ὑπεύθυνοι γι’ αὐτή καί ὁ Θεός μένει γιά μᾶς πάντοτε ὁ εὐεργέτης καί εὐλογητός εἰς τούς αἰώνας. Γι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο, τό Πνεῦμα τό  Ἅγιο, μόλις κατέρχεται τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, διδάσκει στούς μαθητές τοῦ Χριστοῦ τό ὀρθό ἦθος, πῶς πρέπει δηλαδή νά ζοῦν ταυτόχρονα μέ τή δέηση και τήν εὐχαριστία, μέ τή μετάνοια καί τή λατρεία. Ἐξομολογεῖται ἡ Ἐκκλησία: “Σοί ἁμαρτάνομεν, Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν, καί Σέ μόνον λατρεύομεν”.
Τήν ἡμέρα τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Κυρίου ὅλοι θά παρασταθοῦμε “τῷ βήματι τοῦ Χριστού” καί “πάσα γλώσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ” (Ρωμ. 14, 10-11). Μέ ἄλλα λόγια, ἐκείνη τήν ἡμέρα θά φανερωθεῖ ἡ ἀλήθεια τοῦ κάθε ἀνθρώπου. Ὁ Θεός θά κρίνει “τά κρυπτά των ἀνθρώπων” σύμφωνα μέ τό Εὐαγγέλιο τοῦ Υἱοῦ Του (Ρωμ. 2,16), καί δέν θά μείνει τίποτε “ἀπόκρυφον” ἤ “συγκεκαλυμμένον” (Λουκ 8,17 καί 12,2), ποὐ δέ θά γίνει γνωστό καί δέν θά ἔλθει στό φῶς. Ἀκόμη καί οἱ κρύφιες βουλές τῶν καρδιῶν μας θά φανερωθοῦν (βλ. Α’ Κορ. 4,5). Τότε, δηλαδή, θά γίνει ἡ γενική καί τελική κρίση. Ὁ Θεός ὅμως δέν κρίνει δύο φορές. Ἄν ἐμεῖς τώρα μέ τήν ἐξομολόγηση ὑποβάλλουμε τόν ἑαυτό μας συνεχῶς στήν κρίση τῶν ἐντολῶν Του, τότε, κατά τήν ἀδιάψευστο ὑπόσχεσή Του, θά μᾶς δώσει “στόμα καί σοφίαν” (Λουκ. 21,15), στά ὁποῖα κανένας ἀντικείμενος δέν θά μπορεῖ νά ἀντιλέγει. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν ἑκούσια κρίση στήν ἐξομολόγηση τῆς μετάνοιας γινόμαστε διαφανεῖς καί ἀληθινοί. Μᾶς δίνεται τό Πνεῦμα τό Ἅγιο καί ἔτσι ἔχουμε τή δυνατότητα νά προλάβουμε τήν ἀκούσια καί ὑποχρεωτική κρίση τῆς φοβερᾶς ἐκείνης ἡμέρας καί νά δικαιωθοῦμε.