«Ἡ ἐμή ἀπολογία τοῖς ἐμέ ἀνακρίνουσιν αὕτη ἐστί» (Α΄ Κορ. θ΄ 3). Ἀπάντηση στόν μοναχό π. Παΐσιο Καρεώτη.
Μελέτησα μέ προσοχή τήν κριτική τοῦ μοναχοῦ π. Παϊσίου Καρεώτου σέ προσγενόμενη συνέντευξή μου. Χάρηκα γιατί δίνεται ἡ εὐκαιρία ἑνός γόνιμου καί ἐποικοδομητικοῦ διαλόγου ἀλλά καί πικράθηκα γιά τήν ἔντονη παρανόηση, τό ἐπιθετικό ὕφος, τή συγκρουσιακή διάθεση καί τούς βαρυτάτους χαρακτηρισμούς. Ἐπίκαιρος ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἡμᾶς δέ μακράν ἀπεσκυβάλισεν καί ἀπέρριψεν, ὡσανεί συρφετόν τινα καί ἄχνην καί κῦμα θαλάσσιον». Εἶναι πάγια πεποίθησή μου, ὅτι ἡ ἐκφραστική πολυπραγμοσύνη καί ἡ ἀκαδημαϊκή ἀπεραντοσύνη κουράζουν ἀλλά καί ἀποκαλύπτουν πολλάκις ἔνδεια ἐπιχειρημάτων, κατά τό κοινῶς λεγόμενον «τά πολλά λόγια εἶναι φτώχεια». Ὅμως, ἐδῶ, εἶμαι ὑποχρεωμένος νά μακρηγορήσω, παρ’ ὅλο πού δέν τό ἐπιθυμῶ, καθ’ ὅτι ὁ ἀξιοσέβαστος ἐλεγκτής μου ἐρειδόμενος σέ λίγες φράσεις ἀπό τήν διεξαχθεῖσα συνέντευξη, παρέθεσε σχεδόν ὅλη τήν θεματολογία τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας, τήν ὁποία κατά τήν ἄποψή του ὁλοσχερῶς ἀλλοιώνω καί ἀνορθόδοξα δημοσιοποιῶ. Ὡς ἐκ τούτου, θεωρῶ ἀναγκαῖο νά προβῶ σέ κάποιες καίριες ἐπεξηγήσεις, ὄχι γιά νά ἀντιδικήσουμε ἤ νά ἀρχίσουμε διελκυστίνδα, (δέν θά ἐπανέλθω ἀπό τήν πλευρά μου στό θέμα αὐτό), ἀλλά γιά μία πιό εὐρυγώνια θεολογική θέαση τῶν θεμάτων πού ἐτέθησαν. Διαπίστωσα ἔκπληκτος μετά ἀπό προσεκτική μελέτη τῆς κριτικῆς του, ὅτι ἐντάσσει τά ἐγκαλούμενα θέματα σέ μία δική του προοπτική καί ἐξάγει τό συμπέρασμα, ὅτι μέ τά λεγόμενά μου παραχαράσσονται τά βασικά σημεῖα τῆς ὀρθόδοξης ἀνθρωπολογίας καί εἰσάγεται ἕνας συγκεκαλυμμένος περσοναλισμός πού λυμαίνεται, ἀπροκάλυπτα πλέον, τά τελευταῖα χρόνια, τήν θεολογική κατάθεση τῆς δικῆς μας ἐπικράτειας (ἐν Ἑλλάδι) καί ὄχι μόνον... Θά ἀποτολμήσω νά ψελλίσω «ὀλίγα τινά» πάνω στίς ἀντιρρήσεις του, μέ συνοπτική μέν διάθεση ἀλλά ἴσως καί μέ στωμιλίστικη κατάθεση, ἀναγκαζόμενος ἀπό τά πολλά θέματα γιά τά ὁποῖα κατηγορήθηκα, παρ’ ὅ,τι - ἐπαναλαμβάνω – μέ ἐκφράζει ἀπόλυτα ὁ σχετικός μέ τήν τεχνική τῆς ἔκφρασης λόγος, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Τό λακωνίζειν οὐ τοῦτο ἐστί, ὅπερ οἴει, ὁλίγας συλλαβάς γράφειν, ἀλλά περί πλείστων ὁλίγας. Οὕτως ἐγώ καί βραχυλογότατον Ὄμηρον λέγω, καί πολύν τόν Ἀντίμαχον. Πῶς; Τοῖς πράγμασι κρίνων τό μῆκος ἀλλ΄οὐ τοῖς γράμμασιν». Περί τῆς Ἁγίας Τριάδος Τό θεμελιακῆς σημασίας δόγμα τῆς Ἁγίας Τριάδος δέν εἶναι θέμα νοητικῆς συλλήψεως, οὔτε θέμα μιᾶς διανοητικῆς ἐπεξεργασίας ἤ παραδοχή μιᾶς «θεωρητικῆς» διδασκαλίας, πού συναντοῦμε σέ ὅλες τίς θρησκεῖες. Ἐξ’ ἄλλου ἡ ὀρθόδοξη πίστη δέν εἶναι διανοητική ἀνακάλυψη ἀλλά θεϊκή ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι θρησκεία, ἀλλά ζωή. Εὑρισκόμενος ὁ ἄνθρωπος «ἐν τῇ ἀποκαλύψει» μέ τίς προϋποθέσεις πού ὁρίζει ἡ ὀρθόδοξη παράδοση, βεβαιώνεται γιά τήν ἀΐδια ὕπαρξη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ καί ἀκόμη ὁ ἴδιος ὁ δεχόμενος τήν ἀποκάλυψη εἰσέρχεται στήν ὑποστατική ὁδό. Ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἀδυνατοῦμε οἱ κτιστοί καί πεπερασμένοι ἄνθρωποι μέ κοσμικά παραδείγματα καί ἐξωτερικές ἀποδείξεις νά γνωρίσουμε τό Θεό, ἀλλά μόνο ζώντας «ἐν τῇ ἀποκαλύψει», ἤτοι μέ τήν ἐσωτερική ἀναγέννηση, τήν μετοχή κατά διαφόρους βαθμούς στήν ἄκτιστη θεία ἐνέργειά Του. Τά διάφορα παραδείγματα καί οἱ ἐκφραστικές διατυπώσεις μποροῦν νά βοηθήσουν στή διατύπωση αὐτῆς τῆς ἐσωτερικῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας. Οἱ βιωματικοί ἐκφραστές τῆς ἀκραιφνοῦς θεογνωσίας, ἤτοι οἱ θειότατοι Πατέρες, χρησιμοποίησαν ὅρους ἀπό τήν περιεκτική σέ φρασεολογία ἑλληνική φιλοσοφία. Ἀποφόρτισαν τήν σημειολογία τῶν ὅρων αὐτῶν ἀπό τό στοχαστικό τους περιεχόμενο καί τούς χρησιμοποίησαν ἔπειτα ὡς κατάλληλα μέσα προκειμένου νά διατυπώσουν τήν ἐμπειρία τους. Ἔχουμε ἄκτιστα-ἄρρητα ρήματα, πού ἀποδίδονται, ὅσο μποροῦν νά ἀποδοθοῦν, μέ κτιστά ρήματα. Αὐτή τήν ἀντιστοιχία, τήν χρησιμοποιοῦσε πολύ ὁ μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης. Ὁ ἀδελφός π. Παΐσιος, ξενίστηκε πολύ ἀπό τή διατύπωσή μου «ἄκτιστα νοήματα». Δέν εἶναι ὅμως δική μου. Κορυφαῖος καθηγητής μας στό Πανεπιστήμιο, μελετητής καί θαυμαστής τοῦ πατρός Ἰωάννου, χρησιμοποιοῦσε αὐτόν τόν ὅρο. Ὄχι ὡς ἐννοήθηκε, ἐπειδή ἀποδίδουμε νοήματα ἀπό τόν ὑπέρτατο νοῦ τῆς θεότητος, ἀλλά ἐπειδή ὁ ἐλλαμπόμενος νοῦς, ὁ πάσχων τά θεῖα, ὁ δεχόμενος τήν ἄρρητη ἀποκάλυψη, ἀποκτοῦσε ἄκτιστα βιώματα. Ἤτοι ἐννοοῦσε (ἔστω καί κατ’ ὀλίγον) ἀπερινοήτως τόν ἀκατάληπτο Θεό. Λάμβανε ὅσα «συμφέρει ἡμῖν γνῶναι καί δυνάμεθα φέρειν». Ἀποκτοῦσαν γνώση ὅτι ὁ Θεός δέν εἶναι ἀπροσπέλαστος, ἀνύπαρκτος, ἀφηρημένος καί ἑπομένως ἄγνωστος ὅπως διατείνεται ὁ ἀγνωστικισμός. Οὔτε πάλι ταυτίζεται μέ τά κτίσματά του ὅπως διδάσκει ὁ πανθεϊσμός πού δέν διακρίνει τήν οὐσία ἀπό τίς ἐνέργειές Του. Ὁ Ἄναρχος Θεός εἶναι τρία πρόσωπα Πατήρ, Υἱός καί Ἅγιο Πνεῦμα. Ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κοινή ἐνέργεια τῆς Παναγίας Τριάδος, ἀφοῦ, κατά τόν ὅσιο Θαλάσσιο, «ἁγιασμός καί θέωσις ἀγγέλων καί ἀνθρώπων ἡ γνῶσις τῆς Ἁγίας Τριάδος». Αὐτή ἡ κοινή ἐνέργεια, ἡ ἄκτιστη θεία Χάρις εἶναι «σωτήριος πᾶσιν ἀνθρώποις» (πρός Τίτ. Β΄, 11). Ἐνηνθρώπησε τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος, γιατί ὁ Παντεχνήμων Λόγος εἶναι τό ἀρχέτυπον τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου, «εἰκών τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀοράτου» (Κολ. Α΄,15), ἀλλά καί γιά νά μείνει ἡ ἰδιότητά του ἀκίνητη. Κάθε πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος ἔχει μία ἀκίνητη ἰδιότητα. Ὁ Πατήρ εἶναι Πατήρ καί ὄχι Υἱός, ὁ Υἱός εἶναι Υἱός τοῦ Θεοῦ καί ὄχι Πατήρ, καί τό Ἅγιον Πνεῦμα εἶναι ἀϊδίως Ἅγιον Πνεῦμα καί ὄχι Πατήρ ἤ Υἱός. Ἡ ἰδιότητα αὐτή δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει, νά κινηθεῖ καί νά μεταβληθεῖ. Τό δεύτερο πρόσωπο τῆς Ἁγίας Τριάδος πού γεννήθηκε ἀπό τόν Πατέρα προαιωνίως ἔπρεπε νά γεννηθεῖ καί ἀπό τήν Θεοτόκο ἐν χρόνω, κατά τήν ἐνσάρκωσή Του. Τοιουτοτρόπως, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ γίνεται Υἱός τοῦ ἀνθρώπου γιά νά παραμείνει ἡ ἰδιότητά Του ἀκίνητη καί ἀμετάθετη. Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας δέν ἀναφέρθηκαν στά ἐνδότερα τῆς θεότητος. Ἄλλωστε εἶναι ἀμέθεκτη ἡ κοινή θεία οὐσία. Δέν μπορεῖ ὁ ἀνιχνευστῆρας τῆς πεπερασμένης νοητικῆς ἀντίληψης τοῦ ἀνθρώπου νά παρεισφρήσει στόν πυρῆνα τοῦ μυστηρίου. Γι’ αὐτό καί δέν ἀπετόλμησαν νά μιλήσουν οἱ θεοφόροι νόες γιά «νοήματα» καί «διανοήματα» ἀναφερόμενοι στήν θεότητα. Προσωπικά, μόνο μιά φράση σχετική ἔχω συναντήσει στόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο πού συνδέεται μέ τήν δημιουργία τῶν Ἀγγέλων. Ὁ Θεός, λέγει, «ἐννοεῖ τάς ἀγγελικάς δυνάμεις καί οὐρανίους· καί τό ἐννόημα ἔργον ἦν». Δηλαδή δημιουργοῦνται οἱ ἀσώματες δυνάμεις μέ τό πού συλλαμβάνει ὁ Θεός τήν ἰδέα τῆς δημιουργίας τους. Ἡ φράση «ἄκτιστα νοήματα» εἶχε τήν ἔννοια, ὄχι τῆς σύλληψης καί τῆς κατανόησης, ἀφοῦ κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο «Θεόν φρᾶσαι ἀδύνατον, νοῆσαι δε ἀδυνατότερον», ἀλλά τήν σημασία τῆς μετοχῆς, τοῦ βιώματος καί τῆς πρόσληψης. Ἴσως μία φράση τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, ἀποδίδει αὐτό πού ἤθελε να ἐκφράσει ὁ σεβαστός μας δάσκαλος: «Πολλά τοίνυν τῶν περί Θεοῦ ἀμυδρῶς νοουμένων οὐ καιρίως ἐκφρασθῆναι δύναται, ἀλλά τά καθ’ ἡμᾶς ἀναγκαζόμεθα ἐπί τῶν ὑπέρ ἡμᾶς λέγειν, ὥσπερ ἐπί Θεοῦ λέγομεν ὕπνον καί ὀργήν καί ἀμέλειαν, χείρας τε καί πόδας καί τά τοιαῦτα» (Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, ἐκδ. Πουρναρᾶ, σελ. 28). Στήν ἴδια γραμμή κινεῖται καί ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής: «Νοῦς μέν καθαρός ὀρθά βλέπει τά πράγματα, λόγος δέ γεγυμνασμένος ὑπ’ ὅψιν ἄγει τά ὁραθέντα». Αὐτά πού διετυπώθησαν προφορικά στήν συνέντευξή μου καί ἔπειτα κατεγράφησαν, θέλουν νά τονίσουν ὅτι οἱ ὀνομασίες καί οἱ περιγραφές εἰς τά περί Θεοῦ μέ ἐρανισμό χαρακτηρισμῶν ἀπό τήν γήινη πραγματικότητα, εἶναι τέλειοι μέν ἀπό πλευρᾶς τῆς συμβολικῆς θεολογίας, πολλοί ἐξ αὐτῶν θεοπαράδοτοι στά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἰδικα τῶν Εὐαγγελίων, ὅλοι οἱ ἄλλοι ἁγιοπνευματικῶς ἐπιλέχθησαν ἀπό τούς «πείρᾳ μεμυημένους» ὡς ἡ πλέον κατάλληλη ἐκφραστική διατύπωση πού μπορεῖ νά ἀποδώσουν τά ὑπερφυῆκαι ἀκατάληπτα, ἐπικυρώνονται ἀπό κάθε χαρισματικό ἀποδέκτη τῆς θείας ἀποκαλύψεως, ὑπερβαίνονται ὅμως βάσει τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας, γιατί τό θεῖο, πού εἶναι ἀνέκφραστο καί ἀσύλληπτο, εἶναι καί ὑπεράνω κάθε φραστικῆς ἀπόδοσης καί ὀνομασίας. Ἑπομένως, στή θεολογία, ὅ,τι εἶναι συμβολικῶς περιγραπτό, εἶναι καί ἀποφατικῶς ἀπερίγραπτο. Αὐτά πού ἀνεφέρθησαν, ἤτοι ὁ Θεός δέν εἶναι οὔτε Πατήρ, οὔτε Υἱός, δέν εἶναι δική μου ἔμπνευση καί ἀπόδοση. Ἀλοίμονο! Μελετῶντας τά συγγράμματα τοῦ Ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, τόν βλέπουμε νά ἐρωτᾶ: «Ἄν ἡ ὑπερούσια θεότης εἶναι ἀνώτερη ἀπό κάθε λόγο καί γνώση, καί εἶναι ἐδραιωμένη ὑπεράνω νοῦ καί οὐσίας... ἀκατάληπτη δέ ἀπ’ ὅλα γενικῶς, καί δέν ὑπάρχει γι’ αὐτήν λόγος οὔτε ἐπαφή οὔτε ἐπιστήμη, πῶς θά διαπραγματευθοῦμε τό θέμα περί τῶν θείων ὀνομάτων, ἀφοῦ ἡ θεότης ἀποδεικνύεται ἄκλητη καί ὑπερώνυμη;» (Κεφ. Α΄). Καί παρακάτω τονίζει: «Ἡ θεότητα πού εἶναι ὑπεράνω ὅλων, ἄν καί ὑμνεῖται καί ὡς μονάδα καί ὡς τριάδα, δέν εἶναι οὔτε μονάδα, οὔτε τριάδα, ὅπως ἐμεῖς ἤ κάποιο ἄλλο ὄν μπορεῖ νά συλλάβει μέ τό νοῦ του, ἀλλά γιά νά ὑμνήσουμε μέ τρόπο ἀληθινό τόσο τήν ἀπόλυτη ἑνότητά της, ὅσο καί τήν θεία γονιμότητα, ὀνομάζουμε τήν ὑπεράνω ὀνομάτων θεότητα μέ τίς ὀνομασίες τῆς τριάδας καί τῆς μονάδας, δηλαδή ὀνομάζουμε μέ τά ὄντα αὐτήν πού εἶναι ὑπερούσια. Καμμία ὅμως μονάδα ἤ τριάδα, κανένας ἀριθμός ἤ ἑνότητα ἤ γονιμότητα, κανένα ἄλλο ἀπό τά ὄντα ἤ κάτι πού ἀποτελεῖ διανόημα κάποιου ὄντος, δέν εἶναι σέ θέση νά ἀποκαλύψει τήν ὑπεράνω κάθε λόγου καί νοῦ ἀπόλυτη μυστικότητα τῆς ἀπόλυτης θεότητας, ἡ ὁποία εἶναι ὑπεράνω ὅλων κατά τρόπο ἀπόλυτο καί ὑπερούσιο» (Κεφ. 13). Αὐτά τά ἔχει ἐντάξει καί ὁ ὅσιος Μάξιμος ὁ ὁμολογητής στή Φιλοκαλία καί αὐτά ἤθελε νά ἐκφράσει καί ἡ οὐδενία μου, μέ ὅσα στήν συνέντευξη εἶπε. Ἄλλωστε, μήπως καί ἡ Ἁγία Γραφή ἀποφατικά δέν ἀναφέρει, «καί τό ὄνομά μου οὐκ εἶπον αὐτοῖς» (Ἔξ. στ΄3). Ἑπομένως, γιά τόν Τριαδικό Θεό ἐκφραστικά χρησιμοποιοῦμε τήν ὁρολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ὅτι ἔχει μία οὐσία ἤ φύση, θέληση, βούληση καί τρεῖς ὑποστάσεις, μέ τά ὑποστατικά ἰδιώματα, τό ἀγέννητο τοῦ Πατρός, τό γεννητό τοῦ Υἱοῦ καί τό ἐκπορευτό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Δέν ὑπάρχει κοινωνία προσώπων (ὅπως διατείνεται κακόδοξα ἡ σύγχρονη περσοναλιστική μεταπατερική θεολογία γιά νά δικαιολογήσει κατ’ ἀντανάκλαση ἄγαν ἐφάμαρτες δικές μας καταστάσεις), ἀλλά κοινωνία φύσεως καί περιχώρηση προσώπων. Ὁ ἄναρχος Πατήρ, κοινωνεῖ προαιωνίως τήν οὐσία Του στόν Υἱό γεννώντας Τον, καί στό Ἅγιο Πνεῦμα ἐκπορεύοντάς Το. Τό μέν ὑποστατικό ἰδίωμα οἱ Πατέρες ὀνόμασαν γέννηση, τό δέ ἐκπόρευση. Δέν κινοῦνται τά ἀμετάθετα ὑποστατικά ἰδιώματα, γι’ αὐτό καί δέν ἐναλλάσσονται τά θεῖα ὀνόματα πού ἀποδίδουν αὐτά. Ἀπό πλευρᾶς τῆς ἀποφατικῆς θεολογίας εἶναι ἀνεξήγητο τό νοηματικό περιεχόμενο τῶν ὅρων πού χρησιμοποιοῦνται. Ἐρωτηθείς ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος τί σημαίνει «ἐκπόρευση» ἀπάντησε. Ἐξήγησέ μου ἐσύ τί σημαίνει προαιώνια γέννηση τοῦ Υἱοῦ καί ἀγεννησία τῆς Πηγαίας Θεότητος τοῦ Πατρός, μήπως μπορέσω νά σοῦ εἴπω καί ἐγώ κάτι γιά τήν ἐκπόρευση. Καί «παραπληκτήσομεν ἀμφότεροι ἐγγύπτοντες εἰς μυστήρια Θεοῦ». Ὁπότε, ὅσοι δέν ὁδηγοῦν σέ ἐξυλισμό τήν Θεολογία, νά προσέξουν μήπως ἀνθρωποποιοῦν τήν Θεότητα... Αὐτά πιστεύω καί αὐτά διδάσκω, παντελῶς ἄγευστος τοῦ φοβεροῦ μυστηρίου, ἀλλά καί «ἑπόμενος - ὅπως θεωρῶ - τοῖς ἁγίοις πατρᾶσι». Δέχομαι τά ὑποστατικά ἰδιώματα τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος ὅπως τά διδάσκει ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀλλά τά ὀνόματα – εἴτε το θέλουμε, εἴτε ὄχι-εἶναι ἐρανισμένα ἀπό τήν γήινη πραγματικότητα. Τώρα, ἀπό ποῦ ἔβγαλε τά συμπεράσματά του, ὁ πολυσεβάσμιος ἐλεγκτής μου, ἐκεῖνος γνωρίζει. Μόνο Σαβελιανιστή καί Πατροπασχίτη δέν μέ χαρακτήρισε. Εἰλικρινῶς, φρονῶ ὅτι εἶναι εὐαίσθητος σέ θέματα πίστεως, ἀγωνιστής καί καλοπροαίρετος. Φαίνεται, ὅμως, νά διαθέτει πλούσια φαντασία καί ἐξησκημένο στοχασμό. Ἄν ἦταν ζωγράφος θά διέπρεπε σέ πρωτοτυπία ἀριστουργημάτων. Ἐπειδή ὅμως, τυγχάνει ἐμβριθής μελετητής τῶν Πατέρων καί, ὡς πληροφοροῦμαι, ἁγιογράφος, τοῦ εὔχομαι ἀδελφικά μέ ἁγιοπνευματική ἔμπνευση καί ὄχι μέ φανταστικές συλλήψεις νά προβαίνει στήν ἐπίτευξη τοῦ μυσταγωγικοῦ ἔργου του. Φυσικό καί γνωμικό θέλημα Μία ἀπό τίς βασικές κατηγορίες τοῦ σεβαστοῦ καί ἀγαπητοῦ π. Παϊσίου, πού ἀποτελεῖ καί διήκουσα ἔννοια ὁλοκλήρου τοῦ κειμένου του, εἶναι ὅτι εὑρίσκομαι σέ πλήρη σύγχυση, ὅτι διδάσκω μία ἀντιφατική καί κακόδοξη ἀνθρωπολογία καί ὅτι ἐνῶ παριστάνω τόν ἀκόλουθο τῶν Πατέρων, ἐπειδή πιθανόν δέν τούς κατανοῶ, περιπίπτω σέ ἀντιφάσεις, ἀσάφειες ἤ καί κραυγαλέες παραποιήσεις γύρω ἀπό τήν διδασκαλία τους, σέ βαθμό ὄχι ἁπλῶς νά μήν ἀποδίδω σωστά τίς δικές τους ἁγιοπνευματικές παραθέσεις, ἀλλά οὐσιαστικά νά τούς ἀναιρῶ στήν πράξη, ἤ ἀνεπιγνώστως, εὑρίσκομαι στό χῶρο τοῦ περσοναλισμοῦ, τοῦ σχολαστικισμοῦ καί τῆς μετανεωτερικότητας. Θά ἀπαντήσω σέ πρώτη φάση, μέ ὅσα ἔχω γράψει πρό εἰκοσαετίας, στήν μελέτη μου «Ἡ αἰτία τῆς τῶν πάντων θεώσεως» σελ. 79-84. «...Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μᾶς λέγουν, ὅτι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἄμεσο προϊόν τῆς γνώμης κάθε ἀνθρώπου καί ἡ γνώμη εἶναι “προσώπου ἀφοριστική”, προσδιορίζει δηλαδή πρόσωπα ὄχι φύσεις... Ὁ κάθε ἄνθρωπος ὡς ξεχωριστή ὑπόσταση εἶναι ἕνα “ἐνεργοῦν” ὑποκείμενο, πού χρησιμοποιεῖ τήν φύση ὡς ὄργανο καί μέσο στήν προσπάθειά του νά ἱκανοποιήσει τίς φυσικές ἤ ἀφύσικες ἐπιθυμίες του. Ὅταν π.χ. θελήσει νά ἴδη, βλέπει δυνάμει τῆς ὁπτικῆς λειτουργίας πού ἐμπεριέχεται στήν ἀνθρώπινη φύση του, τήν ὁποία στήν περίπτωση αὐτή μεταχειρίζεται μέσα στόν αὐθεντικό της χῶρο. Ὅταν ὅμως, θελήσει νά ἁμαρτήσει, πάλι τήν ἴδια φύση χρησιμοποιεῖ γιά νά ἱκανοποιήσει τό ἄλογο πάθος του, ἀλλά αὐτή τή φορά ἔχουμε βιασμό τῆς φύσεως, γιατί ἡ μεταχείριση γίνεται ἔξω ἀπό τό πλαίσιο τῶν θεοχαράκτων ὁρίων καί δυνάμεών της. Ἄν ὁ ἄνθρωπος ἦταν μόνο φύση, ἡ πτώση στήν ἁμαρτία θά ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατη. Γιατί ἄν ἡ φύση ἦταν καθ’ ἑαυτή γενεσιουργό αἴτιο ἁμαρτίας, ὑπεύθυνος θά ἦταν ἄμεσα ὁ ἴδιος ὁ δημιουργός της. Οἱ θεοφόροι Πατέρες ὅμως ἐπισημαίνουν ὅτι ἄν καί “οὐκ ἔχομεν πρός γένεσιν κακίας φυσικήν δύναμιν”, ἐν τούτοις “πάσχομεν παρά φύσιν, γνώμη κατά σύμβασιν τήν κακίαν”. Ἁμαρτάνουμε μᾶς λέγουν μόνο ὡς πρόσωπα, δηλαδή ὡς μοναδικές καί ἀνεπανάληπτες ἑτερότητες, πού οἰκειοθελῶς ξεφεύγουμε ἀπό τήν ὁμοήθεια τῆς φύσεως καί πάσχουμε ἔτσι ἀναπόφευκτα τήν κακία. Τό γεγονός ὅτι “οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος ὅς ζήσεται καί οὐχ ἁμαρτήσει” ἀναφέρεται στόν τρόπο χρήσεως αὐτῆς τῆς φύσεως ἀπό τούς φορεῖς της, μιά καί ὁ ἄνθρωπος δέν διαθέτει μόνο φύση ἀλλά καί ὑπόσταση. Κάθε ὑπόσταση ὅμως ἔχει τόν τρόπο ὑπάρξεώς της, ἀντίθετο κατά κανόνα, ἄλλοτε περισσότερο καί ἄλλοτε λιγότερο πρός τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι ἡ λογική ἐλευθερία ἡ οὐσιωδῶς δεδωρημένη στόν ἄνθρωπο, εἶναι καθ’ ἐαυτή κακή. Ἀπεναντίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη προσφορά τοῦ Δημιουργοῦ πρός αὐτόν (τόν ἄνθρωπο δηλαδή), ὥστε ὄχι μόνο νά μήν εἶναι δέσμιος τῆς ἀνάγκης, ἀλλά τουναντίον νά εἶναι ὅ,τι καί ὁ Θεός, σέ ἄλλο φυσικά ἐπίπεδο. Αὐτεξούσιος δηλαδή καί δημιουργικός. Ἡ αὐτοπροαίρετη τώρα ἀπομάκρυνση, αὐτῆς τῆς ἐλευθερίας ἀπό τήν φυσική της ὁριοθεσία, δημιουργεῖ τό παρείσακτο μόρφωμα τῆς ἁμαρτίας. Στήν Παναγία καμία γνωμική τροπή δέν ἀποπροσανατόλισε τήν φυσική της θέληση ἀπό τό θεοχάρακτο προορισμό της, ὥστε νά δημιουργηθοῦν καί σ’ Αὐτήν προσωπικές ἐπιλογές, ὀρέξεις καί τάσεις, καθώς καί ὅ,τι θά συνιστοῦσε διαφοροποίηση ἀπό τήν κοινότητα τῆς ἀνθρώπινης φύσεως. Γι’ αὐτό καί τήν χαρακτήριζε ἡ ἀληθινή ἐλευθερία, γεγονός πού τήν συνῆψε ἄμεσα μέ τόν Θεό καί ὄχι μόνο δέν τήν ἄφησε νά διακριθεῖ ὡς αὐτόνομη ὑπόσταση δηλαδή νά ἁμαρτήσει, ἀλλά ἐναντιθέτως τήν ἀνέδειξεὡς τό κατ’ ἐξοχήν πρόσωπο, ὡς τόν ὅντως ἄνθρωπο, τόν μόνο πού κατόρθωσε νά πραγματώσει κατά τρόπο μοναδικό καί ἀνεπανάληπτο τόν προορισμό του, ἀπό κτίσεως κόσμου μέχρι τῆς συντελείας αὐτοῦ. » Οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ταυτίζουν τήν φυσική θέληση μέ τήν ἐλευθερία καί τήν γνώμη μέ τήν ἁμαρτία. Βέβαια δέν ὑπάρχουν δύο θελήματα στόν ἄνθρωπο φυσικό καί γνωμικό, ἀλλά τό δεύτερο δημιουργεῖται ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἄνθρωπος θά ἐπαναστατήσει κατά τῆς κοινῆς φύσεως, σφετεριζόμενος τήν θελητική δύναμη τῆς φύσεώς του, προκειμένου νά ἱκανοποιήσει ἀφύσικες ὁρμές καί ἐπιθυμίες. Ἡ Παναγία δέν ἀνέπτυξε “ἴδιον θέλημα” ἐπειδή ἀκριβῶς κατέστησε τόν προσωπικό της τρόπο ὑπάρξεως πειθήνιο στήν φύση της, μέ ἀποτέλεσμα νά μήν διχαστεῖ ὁ ἐσωτερικός της κόσμος, γιά νά κατακτηθεῖ δυναστικά ἀπό τήν ἁμαρτία. “Αὕτη γάρ καί μόνη ἡ θεόσδοτος ἡμῶν θέλησις καί ἐνέργεια -λέγει ὁ Ἅγιος Ἀναστάσιος ὁ Σιναΐτης- ἐστίν αἰτία καί ἐργάτης πάσης τῆς σωτηρίας ἡμῶν. Θέλησις δέ ψυχῆς λογικῆς ἐστίν δύναμις λογιστική καί ἐπιθυμητική πρός τό συνάπτεσθαι τῷ Θεῷ τήν ψυχήν, ὑπό Θεοῦ οὐσιωδῶς αὐτή δεδωρημένη, δι’ ἧς εἰργάζετο καί ἐφύλαττεν ὁ πρῶτος ἄνθρωπος τά θεῖα προστάγματα, ἐκ θελήσεως ψυχικῆς εἰς ἐνέργειαν τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ ἐρχόμενος”. » Ὅταν βέβαια κάνουμε λόγο γιά τήν ἐκούσια ὑποταγή τῆς Παναγίας στήν φυσική θελητική της δύναμη, ἐννοοῦμε τήν παραμονή της σέ ὅ,τι ἐνδογενῶς ὑπάρχει στήν φύση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό κτίσεως αὐτῆς. Ἤτοι στήν ἀρετή καί στήν ἀναμαρτησία. Γιατί εἶναι γεγονός ὅτι ἡ ἀνθρώπινη φύση εἶναι ἀπ’ ἀρχῆς “πάσῃ ἀρετῇ κατηγλαϊσμένη” καί κατά συνέπεια ὁ ἄνθρωπος γεύεται τούς καρπούς τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας ὅταν θεληματικά ἐμμένει “ἐν τῷ οἰκείῳ αὐτοῦ ὅρῳ τε καί λόγῳ”. » Ἄν ἰσχυριστοῦμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος μέ προσωπικό ἀγῶνα κατακτᾶ τίς θεόσδοτες αὐτές χορηγίες, εἶναι σάν νά λέμε ὅτι συμπληρώνει τό δημιουργικό ἔργο τοῦ Πανυπερτελείου Θεοῦ, τόν ὁποῖον ὑπερβαίνει σέ ἀγαθά ἐπιτεύγματα! Ἡ ἀρετή ὅμως καί ἡ ἀναμαρτησία δέν προστίθενται ὡς ἐπιθέματα στή φύση τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό καί ἡ παρουσία τους δέν ἀποτελεῖ ἀνθρώπινο κατόρθωμα. Ἐναντιθέτως ἐνυπάρχουν οὐσιωδῶς στόν ἄνθρωπο ὡς θεόθεν φυσικές χορηγίες, καί ἀποτελεῖ προσωπικό κατόρθωμα μόνο ἡ θεληματική παραμονή τοῦ ἀνθρώπου σ’ αὐτά τά φυσικά δεδομένα, ὅπως ἔκανε στόν ἀνώτατο βαθμό ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος. » Λέγουν σ’ αὐτό τό σημεῖο οἱ θειότατοι Πατέρες: “ Φυσικαί γάρ εἰσίν αἱ ἀρεταί καί φυσικῶς καί ἐπίσης πᾶσιν ἐνυπάρχουσιν, εἰ καί μή πάντες ἐνεργοῦμεν τά τῆς φύσεως. Εἴπερ πάντως ἴσως, ἐφ’ ᾧ καί γεγόναμεν ἐνηργοῦμεν τά φυσικά, μία ἄρα ἐδείκνυτο ἐν πᾶσιν, ὥσπερ ἡ φύσις οὕτω καί ἡ ἀρετή, τό μᾶλλον καί ἦττον οὐκ ἐπιδεχομένη”. » Ἡ Παναγία γεννήθηκε ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καί ἔφερε καί ἐκείνη τούς δερματίνους χιτῶνες ἤτοι τήν φθορά καί τήν θνητότητα. “Ἔξεστι - ὅμως - καί θνητόν ἔχοντας σῶμα μή ἁμαρτάνειν” ὁ ἄνθρωπος κατά τούς Ἁγίους Πατέρες. Γιατί ἡ ἀναμαρτησία εἶναι φυσικό χαρακτηριστικό τῆς φύσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἔστω καί ἄν αὐτή ἔχει νοσήσει καί τυγχάνει πεπτωκυΐα. Ὅταν ἀκοῦτε περί ἀρετῆς νά μήν παραξενεύεσθε μέ τή λέξη καί τή σημασία της. Μή φοβᾶστε, δέν εἶναι μακριά μας, οὔτε εἶναι κάτι ἔξω ἀπό μᾶς, ἔξω ἀπό τήν φυσική μας σύνθεση, ἀλλά μέσα μας γίνεται τό ἔργο τῆς ἀρετῆς καί εἶναι εὔκολη, ἀρκεῖ μόνο νά θελήσομε... λοιπόν, ἡ ἀρετή δέν ἔχει ἀνάγκη παρά μόνο ἀπό τήν θέλησή μας κι αὐτό βέβαια ἐπειδή εἶναι μέσα μας καί ἀπό μᾶς πραγματοποιεῖται. Διότι ἡ ἀρετή δημιουργεῖται ὅταν ἡ ψυχή μας θέλει φυσιολογικά τά νοερά (πνευματικά). Καί εἶναι φυσιολογική ἡ ψυχή μας ὅταν μπορεῖ νά μένει ὅπως πλάστηκε ἀπό τόν Δημιουργό μας, καί ἔχει πλαστεῖ καλή καί “εὐθύς λίαν” (Ὅσιος Νικήτας ὁ Στηθᾶτος). » Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στήν ἀναμαρτησία τῆς Παναγίας καί αὐτῆς τοῦ σαρκωθέντος Λόγου γιά τόν ὁποῖο λέγει ἡ Ἐκκλησία ὅτι εἶναι ὁ μόνος ἀναμάρτητος ἔγκειται στό ἐξῆς: ἡ μέν Παναγία δέν ἁμάρτησε ἐπειδή ἐνεργοῦσε πλήρως τά τῆς φύσεως, ἐνῶ ὑπῆρχαν καί σ’ αὐτήν οἱ προϋποθέσεις καλλιέργειας ἁμαρτωλῶν ἕξεων, ἀφοῦ ἦταν μέτοχος τῶν ἀδαμιαίων κληροδοτημάτων. Ἀντίθετα ὁ σαρκωθείς Κύριος δέν ἁμάρτησε, ὄχι ἁπλῶς γιατί πορευόταν σύμφωνα μέ τό κοινό θέλημα τῆς φύσεως ὅπως ἡ μητέρα Του, ἀλλά γιατί δέν διέθετε κἄν δυνατότητα διολισθήσεως στήν ἁμαρτία, ἐφ’ ὅσον ὁ τρόπος ὑπάρξεώς Του ἦταν ἀνεπίδεκτος τῶν συνεπειῶν τῆς πτώσεως “ἔρχεται γάρ ὁ τοῦ κόσμου τούτου ἄρχων καί ἐν ἐμοί οὔκ ἔχει οὐδέν” (Ἰωάν. ΙΔ΄ 30). » Καί τοῦτο γιατί ἀποτέλεσμα τῆς ὑποστατικῆς ἑνώσεως τῆς θείας καί ἀνθρωπίνης φύσεως στό πρόσωπο τοῦ Λόγου, ἦταν νά “μείνει σάρξ κατά τήν οὐσίαν ἡ σάρξ, καί γένηται θεία κατά τήν ὑπόστασιν” ὅπως διδάσκουν οἱ θεοφόροι Πατέρες». Στά περί ἐνοχικῆς ἐκδοχῆς τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος Παραπέμπω στό ἴδιο βιβλίο σελίδα 110. «Τό προπατορικό ἁμάρτημα δέν ἔχει βέβαια χαρακτῆρα ἐνοχῆς ὅπως μᾶς ἔμαθε νά τό βλέπουμε ἡ δικανική ἀντίληψη τῆς δυτικῆς “Θεολογίας”. Εἶναι ἡ διαιωνιζομένη ἀσθένεια πού ἀρχικῶς προσέβαλε τήν φύση τοῦ Ἀδάμ καί συγκεκριμένα τά ἐνδεικτικά της ἤτοι ἡ φθορά καί ἡ θνητότητα. Δέν νοεῖται δηλαδή σέ καμία περίπτωση μέ τήν ἔννοια τῆς συνευθύνης, ἤ μέ τήν σημασία τῆς παράβασης ὅπως τήν ἐκλαμβάνει ὁ νομικός καί ἠθικός χαρακτῆρας τοῦ ὅρου. Προπατορικό ἁμάρτημα κυρίως ἀποκαλοῦμε, τήν ἀσθένεια τοῦ νοῦ καί τήν ἀδρανοποίηση τῆς σωστῆς λειτουργίας του στούς προπάτορες. Τό γεγονός αὐτό λαμβάνει χώρα καί στούς ἀπογόνους τους μέσω τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητας, πού διαιωνίζονται κληρονομικά καί συμβάλλουν ἀποτελεσματικά (μαζί μέ ἄλλους δευτερογενεῖς παράγοντες) στήν ἐπανάληψη τοῦ φαινομένου, ἤτοι στόν σκοτασμό τοῦ νοός καί στήν ἀπώλεια τῆς Θεοκοινωνίας». Ἕνα σύντομο σχόλιο ἀφοῦ ἀρχικά ὑποσχέθηκα κατά τό δυνατόν λακωνικότητα. Εἶναι προφανές βάσει τῶν ἀνωτέρω, ὅτι προπατορικό ἁμάρτημα εἶναι ἀσθένεια τοῦ ὀφθαλμοῦ τῆς ψυχῆς, ἡ ἀπομάκρυνση τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τόν Θεό πού εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ ἀπώλεια τῆς θείας χάριτος, ἡ εἴσοδος τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου στή ζωή τοῦ ἀνθρώπου, ἡ αἰχμαλωσία στό διάβολο. Κληρονομοῦνται οἱ συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἤτοι ἡ φθορά, ἡ παθητότητα καί ἡ θνητότητα. Αὐτά δημιουργοῦν τό «εὔκρατο κλῖμα» ὥστε διά τῆς ἀνασφάλειας μπροστά στόν πόνο, τοῦ φόβου τοῦ θανάτου καί τῆς ἐπιρροῆς τοῦ σατανᾶ νά ἐκδηλώνονται καί νά ἐνεργοῦνται ὅλα τά πάθη. Ἄν μελετήσει κάποιος προσεκτικά τήν ἐπιστολή τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ στή μοναχή Ξένη, θά καταλάβει πῶς τά τρία ἡγεμονικά πάθη, ἤτοι ἡ φιληδονία, ἡ φιλοδοξία καί ἡ φιλαργυρία ἀρχίζουν νά ἐκδηλώνονται ἀπό τήν παιδική ἀκόμη ἡλικία... Περί αὐτεξουσίου Κάποτε τήν ἄνοιξη τοῦ 2014, ἐπισκέφθηκα στό ἐρημητήριό του, τόν ὅσιο κατ’ ἐμέ καί τρισμακάριο Γέροντα Νεῖλο τόν ἁγιοφαραγγίτη. Τότε μοῦ ἔθεσε τρία θεολογικά ἐρωτήματα. Τά δύο πρῶτα ἦταν προσωπικά του. Τό τρίτο ἦταν περί αὐτεξουσίου καί προαιρέσεως. Τί εἶναι καθ’ ἕνα καί ποιά ἡ διαφορά. Προσπάθησα μέ συστολή ψελλίζοντας τά ἐλάχιστα πού γνωρίζω νά δώσω μία πενιχρή ἔστω ἀπάντηση. Τό μειράκιο ἤ μᾶλλον τό μορμολύκειο στόν γίγαντα τοῦ πνεύματος, στόν ὑψιπέτη ἀετό τῆς ἐμπειρικῆς θεολογίας. Ζήτησε στό τέλος, ὅ,τι συζητήσαμε νά τά ἀφήσω γραπτά. Ὅντως κάτι ἔγραψα, ὅταν ἐπανῆλθα στό δικό μου χῶρο καί δεδομένης εὐκαιρίας τοῦ τό ἀπέστειλα. Μετά τήν ὁσιακή τελευτή του, παρακάλεσα δύο πρόσωπα πού τούς εἶχε δώσει μέρος τοῦ ἀρχείου του, νά μοῦ ἐπιστρέψουν τίς σημειώσεις ἐκεῖνες. Βρῆκα τά δύο ἀπό τά τρία θέματα πού ἀνέπτυξα τότε στοιχειωδῶς καί ἀνεπαρκῶς. Ἀπ’ ὅσα ἔγραψα περί αὐτεξουσίου καί προαιρέσεως, θά μεταφέρω ἐδῶ ἕνα μέρος: «Τό αὐτεξούσιο προσδιορίζει “τό κατ’ εἰκόνα”. Ὅπως διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, τό μέν “κατ’ εἰκόνα” τό νοερόν δηλοῖ καί αὐτεξούσιον, τό δέ “καθ’ ὁμοίωσιν” τήν τῆς ἀρετῆς κατά τό δυνατόν ὁμοίωσιν». Ὁ ἄνθρωπος δηλαδή ἀπό τήν φύση του εἶναι αὐτεξούσιος καί θελητικός. Γι’ αὐτό γράφει καί πάλι ὁ ἴδιος ἅγιος: «Τό αὐτεξούσιον θέλησιν ὡρίσαντο οἱ πατέρες». Δηλαδή δέν εἶναι κάτι τό ἠναγκασμένο τό φυσικό θέλημα ἀλλά αὐτεξούσιο. Εἶναι ὁρμή πρός τό Θεό. Ἐμπεριέχει τήν ἔννοια τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας, ἄν καί οἱ Πατέρες μέ τόν ὅρο ἐλευθερία ἐννοοῦν κυρίως τήν ἀποδέσμευση ἀπό τά πάθη. Ἡ ὁρμή αὐτή πρός τόν Θεόν εἶναι “αὐτοκρατής τοῦ θελήματος κίνησις”. Ἐκεῖ τώρα παρεμβαίνει ὁ διάβολος καί εἰσηγεῖται: “Γιατί κοιτᾶς μόνο τό Θεό καί πορεύεσαι ἀκάθεκτα καί ρωμαλέα πρός Αὐτόν; Κοίταξε καί κάτι ἄλλο... παρατήρησε καί αὐτό πού σοῦ δείχνω ἐγώ...”». «Τότε ἡ φυσική ὁρμή ὑφίσταται στροφή, ἀλλαγή κατεύθυνσης. Ἀρχίζει νά σκέπτεται τήν νέα πρόταση (βουλή), νά ἀποφασίζει τί θά πράξει (κρίση), νά ὁδηγεῖται στό ἀποτέλεσμα τῆς φθοροποιοῦ εἰσηγήσεως (διάπραξη - ἁμαρτία). Ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος -πού τόσο ἐσεῖς γέροντα ἀγαπᾶτε καί σέβεσθε,- λέγει καί γράφει ὅτι ἔτσι ἐνεργεῖ ἡ προαίρεση πού εἶναι “ὄρεξη διασκεπτική”. Ἡ θέληση δέν ἐπιλέγει ὅπως ἡ προαίρεση. Ἡ προαίρεση εἶναι κίνηση συμπεπλεγμένη ἀπό πολλά στοιχεῖα: θέληση - σκέψη - γνώμη - ἐπιλογή. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης γράφει κάπου ὅτι ὅλα τά ὄντα ἐπλάσθησαν ἀπό τόν Θεό καί εἶναι ἀδελφά μεταξύ τους. Ἡ διαφορά εἶναι στήν προαίρεση πού διασχίζει τήν ὅμοια φύση σέ φιλική καί ἐχθρική. Δέν ὑπάρχουν δύο θελήματα στόν ἄνθρωπο. Τό γνωμικό δημιουργεῖται ὅταν κάνει στροφή πρός τά δελεάσματα τοῦ διαβόλου τό φυσικό θέλημα. » Ὁπότε, ἡ ἐλευθερία δέν εἶναι προσωπικό θέμα ἀλλά φυσική χορηγία. Εἶναι καλή λίαν ἡ δημιουργία τοῦ Θεοῦ. Δέν ὑποδουλωνόμαστε σέ καμία ἀναγκαιότητα, ἐμεῖς μόνοι μας σκλαβωνόμαστε στήν ἁμαρτία, ἐπειδή κάνουμε κατάχρηση τῆς θεόσδοτης ἐλευθερίας μας. Οἱ μεταπατερικοί λένε ὅτι τό πρόσωπο μέσω τῆς ἐλευθερίας ὑπερβαίνει τήν ἀναγκαιότητα τῆς φύσεως. Ὁ ἄνθρωπος, πολυσέβαστε γέροντά μου (ἐνν. τόν ἀείμνηστο γέροντα Νεῖλο τόν ἐρημίτη), ὅπως καί σεῖς θά ἔχετε διαπιστώσει τόσα χρόνια στήν ἐπίπονη κονίστρα τῆς ἐρήμου, δέν εἶναι ὅμηρος τῆς ἀνάγκης. Μπορεῖ ἀκολουθώντας τήν θέλησή του πού εἶναι ὄρεξη τῆς φύσεως νά παραμείνει στόν “ὁικείῳ αὐτοῦ ὅρῳ τε καί λόγῳ”. Δύναται νά ἐξαχρειωθεῖ ἄν ἀναπτύξει γνωμικό θέλημα καί νά καταλήξει στό παρά φύσιν. Καί μπορεῖ μέσω τῆς πίστεως πού εἶναι “ὅρασις καί νόησις καρδιᾶς” (Ἁγ. Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς) καί κοινωνία μέ τό Θεό, νά ἀναχθεῖ πέραν τῶν ὁρίων τῆς φύσεώς του καί νά φθάσει στό ὑπέρ φύσιν. Ἡ Παναγία μας διέσωσε ἀπολύτως τό κατά φύσιν διότι καμία γνωμική ἐπιτηδειότητα οὔτε ἀκροθιγῶς δέν καλλιέργησε. Ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ καί ὁ προσωπικός της ἀγῶνας, ὄχι μόνο τήν ἔβγαλαν ἔξω ἀπό τά ὅρια τῆς φύσεώς της, ἀλλά τήν κατέστησαν “μεθόριον κτιστοῦ καί ἀκτίστου”. Ἄλλα παραδείγματα εἶναι οἱ τρεῖς παῖδες στό καμίνι τοῦ πυρός, ὁ προφήτης Δανιήλ στόν λάκκο τῶν λεόντων καί ὅλα τά ἄλλα πού ἀναφέρει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ἑβραίους ἐπιστολή: “Οἱ Ἅγιοι Πάντες διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας... ἔφραξαν στόματα λεόντων κ.λ.π.”. Αὐτό τό βλέπουμε περιφραστικά καί στό δοξαστικό τῶν ἀποστίχων τοῦ ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τοῦ Γενεθλίου τοῦ Προδρόμου: “Εἶχε μέν τό κατά φύσιν, ἔφυγε τό παρά φύσιν, ὑπέρ φύσιν ἀγωνισάμενος”. » Ἡ φύση, πολυσέβαστε γέροντα, ἔχει ὅλες τίς θεϊκές χορηγίες, τό κατ’ εἰκόνα καί τό καθ’ ὁμοίωσιν. Ἡ θέληση εἶναι ὄρεξη φυσική, ὥστε μέ ἐφαλτήριο τίς χορηγίες αὐτές, αὐτεξουσίως νά κινεῖται πρός τά ἄνω, σέ μία διαρκῆ ἀναπτυξιακή πορεία καί νά ὁδηγεῖται πρό τόν Θεό. Τό αὐτεξούσιο εἶναι δύναμη γιά νά κινεῖται ὁ ἄνθρωπος πρός τόν Θεό. »Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς λέγει: “Πρός τήν ἀρετήν αὐτοκίνητοι πεφύκαμεν ἅπαντες”. Τίς ἀρετές τίς ἔχει βάλει ὁ Θεός μέσα μας καί ἐμεῖς πρέπει αὐτά τά σπέρματα νά τά κάνουμε χαρίσματα, θέωση κ.λ.π., ὅταν δέν ἐκτρέπεται ἡ θέλησή μας σέ γνωμική παραλλαγή, ἀλλά ἐλευθέρως, αὐτοκινήτως πορευόμαστε πρός τό ὑπέρ φύσιν, σέ μία διαρκῆ πορεία μέ ἐναλλαγές χάριτος. Αὐτή τήν πορεία, αὐτή τήν πνευματική ἀνάπτυξη κινητοποιεῖ ἡ δύναμη τοῦ αὐτεξουσίου. Ἡ ὑπόσταση δέν ἔχει τίποτα μόνο τήν προαίρεση δηλαδή τήν ἁμαρτία. Δέν εἴμαστε ἐγκλωβισμένοι στήν ἀναγκαστική δέσμευση τῆς φύσεως ἀλλά μέ ἀφετηρία τήν φύση, ὁδηγούμεθα πέρα καί πάνω ἀπ’ αὐτήν, σέ διαρκῶς νέες ἐκπλήξεις καί διαβαθμίσεις χάριτος. Ἡ προαίρεση ἐκφυλίζει τό αὐτεξούσιο, τοῦ ἀλλάζει πορεία, τό σκλαβώνει στά πάθη καί αὐτό εἶναι ἡ παραμόρφωση, ὁ φρικαλέος ὑποβιβασμός τοῦ ἀνθρώπου στό παρά φύσιν. » Νά ἀναφέρω παραδείγματα: Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει κάπου ὅτι δέν ὑπάρχει κάποιο φαγητό ἀπό τή φύση του ἀκάθαρτο. “Οὐκ ἀκάθαρτον τό ὑεῖον” λέγει. Δηλαδή δέν εἶναι ἀκάθαρτο τό χοιρινό κρέας. Πότε; “ὅταν μετά εὐχαριστίας λαμβάνηται, ὅταν μετά σφραγῖδος”. Ὅταν τό τρῶμε μέ εὐχαριστιακή καί δοξολογική ἀναφορά πρός τόν Θεό, κάνοντας τόν Σταυρό μας. “Ἀκάθαρτος ἡ προαίρεσις ἡ μή εὐχαριστοῦσα τῷ Θεῷ”. Ἀλλοῦ ἀναφέρει: “ Πανταχοῦ ἡ προαίρεσις αἰτία, πανταχοῦ ἡ γνώμη κυρία ”. Δέν μᾶς ἐμποδίζει ὁ Θεός νά χαιρόμαστε τά ἀγαθά τῆς δημιουργίας καί νά δημιουργοῦμε ἀπ’ αὐτά. Αὐτό πού μᾶς διαστρέφει εἶναι ἡ κακή χρήση ὅλων αὐτῶν μέσω τῆς προαιρέσεως. Σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: “Εἰ γενέσει πάντα καί οὐ προαιρέσει γίνεται, ταύτης μείζων οὐκ ἐστιν ἀπολογία. Εἰ μέν γάρ κυρία καί δυνατωτέρα ἐστί τῆς γενέσεως ἡ προαίρεσις, οὐκ ἄν εἴη γένεσις”. Ἄν ὅλα πού μᾶς συμβαίνουν εἶναι ἀποτέλεσμα εἰμαρμένης ἤ εἶναι ἐμβόλιμα στή φύση μας, τότε δέν ὑπάρχει μεγαλύτερη δικαιολογία γιά τό κακό ἐπειδή θριαμβεύει ὁ διάβολος στόν ὁποῖο οἰονεί ἀναγνωρίζουμε θεϊκές ἰδιότητες. Ἄν ὅμως ἡ προαίρεση εἶναι δυνατότερη ἀπό τήν γέννηση, τότε εἶναι ἀδύνατη ἡ ὕπαρξη φυσικῶν δεδομένων κακίας μέσα στόν ἄνθρωπο ἤ εἰμαρμένης…» Δέν ξέρω σέ ποιά αἵρεση θά καταταγῶ γι’ αὐτά πού ἔγραψα τότε καί δημοσιεύω ἐνταῦθα. Πάντως τόν ὅσιο Γέροντα τόν ἀνέπαυσαν. Συμπληρώνω ἐδῶ κάτι ἐπίκαιρο ἀπό τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο: “Ἔνι ἔργον ποιῆσαι ἀγαθόν, οὐκ ἀπό προαιρέσεως ἀγαθῆς. Καί οὐ μόνον οὐ κεῖται μισθός ὑπέρ τούτου, ἀλλά καί κόλασις..” (Ε.Π.Ε. 21,398). Μπορεῖ π.χ. κάποιος μοναχός ἤ ἱερωμένος ἤ λαϊκός νά ἔχει τόση κρυφή ὑπερηφάνεια γιά τίς θεολογικές του τάχα γνώσεις καί ἐνασχολήσεις, πού παριστάνει ἔπειτα τόν κριτή τῶν πάντων... Καί μελετᾶ τούς Ἁγίους, ὄχι γιά νά τόν κρίνουν, βλέποντας τά χάλια του στό ἀστραπηβόλο κάτοπτρο τῆς δικῆς τους ἀναγεννημένης ζωῆς καί νά ἀναπτύξει τήν ζωοποιό ταπεινοφροσύνη καί μετάνοια ἀλλά γιά νά τούς κρίνει ἐκεῖνος, ἐπειδή τάχα κάποια ὁρολογία τους δέν συμφωνεῖ μέ τό consensus patrum. Μοῦ ἔλεγαν π.χ. γιά ἕναν ἁγιορείτη μέ περίσσευμα γνωσιολογικῆς πατερικῆς κατάρτισης πού ἐπισκέφθηκε ἕνα ἄλλο Κελλιώτη καί τοῦ εἶπε μέ ἀγανάκτηση: «Μελετῶ αὐτόν τόν Σωφρόνιο (τόν ἅγιο γέροντα Σωφρόνιο Σαχάρωφ) καί βρίσκω λάθη, λάθη, λάθη... θά τόν περιποιηθῶ καλά… Καί ὁ ἄλλος μοναχός, μέ ταπεινό καί ὄχι πεφυσιωμένο ὕφος ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀδελφέ μου δέν μελετῶ τόν Γέροντα Σωφρόνιο γιά νά τόν κρίνω ἀλλά γιά νά με κρίνει, για να ὠφεληθῶ. Ἐγώ δέν κρίνω ἁγίους, μελετῶ καί ἀφήνω αὐτούς νά μέ κρίνουν. Ἄλλωστε “οἱ Ἅγιοι τόν κόσμον κρινοῦσι”. Ὅσον ἀφορᾶ δέ τόν Γέροντα Σωφρόνιο, μέ ἀπασχολεῖ ἡ ἡσυχαστική του βιοτή καί τό ἀποτέλεσμά της, ἡ πλήρης ἐν-Χρίστωσή του, τό ὑψηλόβαθμο πνευματικό βίωμά του καί ὄχι ἡ ὁρολογία του. Ἦταν Ρῶσος ὁ Γέροντας, δέν γνώριζε τήν πλήρη ὁρολογία τῶν δικῶν μας Πατέρων. Θά ἀφήσουμε τό ψωμί καί θά κοιτάζουμε τήν χόβολη»; Περί πνευματικῆς κληρονομικότητος Ἔρχομαι τώρα στό πιό ἐπίμαχο σημεῖο τῆς ἀπάντησής μου, αὐτό τῆς πνευματικῆς κληρονομικότητος. Θά κάνω μία σύντομη εἰσαγωγή. Ἀπό μικρός ἤκουον ἁπλούς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου, νά ἀναφέρονται σέ ψυχικά γνωρίσματα πού μεταδίδονται στήν γενεαλογική συνέχεια κάθε ἀνθρώπου. Παρετηρεῖτο ὅτι παιδιά καί ἐγγόνια ἐνεφάνιζαν, ἐπακριβῶς ἤ κατά προσέγγιση, χαρακτηρολογικά στοιχεῖα τῶν γονέων ἤ τῶν ἀμέσων προγόνων τους, τά πάθη ἤ τίς ἀρετές τους. Ἡ κοινή διαπίστωση στήν καθομιλουμένη διατυπώνονταν ὡς ἐξῆς: «Ἔ τί περίμενες; Αὐτό εἶναι σόι…», «τό μῆλο κάτω ἀπό τήν μηλιά θά πέσει…», «εἶδες κόρακα νά βγάνει περιστέρι;», «αἷμα εἶναι καί κυλᾶ στήν ἑπόμενη γενιά», «αὐτό παιδί μου εἶναι ρίζα καί σέρνει κλαδιά» (ἐπεκτείνεται δηλαδή μελλοντικά), «κάθε ἄνθρωπος κυλιέται στό αἷμα ἑπτά γενεῶν και ἔρχεται στόν κόσμο», ἤ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἔλεγαν: «Ἀπό ρόδο βγαίνει ἀγκάθι κι ἀπό ἀγκάθι βγαίνει ρόδο» καί πολλά ἄλλα παρεμφερῆ. Αὐτά δέν ἦταν ἀποκυήματα φαντασίας ἀλλά καταστάλαγμα πολυχρόνιας ἐμπειρικῆς πραγματικότητας. Περιγράφουν τίς ἐπιρροές τῶν παιδιῶν ἀπό τήν ἄμεση ἐπαφή τους μέ τό ἐμβρυακό καί οἰκογενειακό τους περιβάλλον. Θά πεῖ κανείς, μέ ἐπαρχιώτικες μεθόδους καί ἁπλουστευμένες θεωρήσεις θά κάνουμε θεολογία; Δέν ἐξαντλῶ τό θέμα ἐδῶ, ἀλλά ξεκινῶ ἀπ΄ἐδῶ. Ἄλλωστε ἡ ἐμπειρογνωμοσύνη τῆς λαϊκῆς εὐσέβειας δέν στοιχειοθετεῖται ἀπό ὀνειροπόλες περιηγήσεις ἀλλά ἀπό ἐσωτερικές πληροφορίες. Ἡ διαίσθηση στούς ἀγωνιζόμενους ἀνθρώπους δέν εἶναι κατά τόν Γέροντα Σωφρόνιο ἐνέργεια τῆς φαντασίας ἀλλά αἴσθηση καί πληροφορία τῆς καρδίας. Ὅταν φοιτητής βρέθηκα τό 1988 στήν Ἀθήνα, ἄρχισα μέ παρότρυνση τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου νά παρακολουθῶ ἀνελλιπῶς καθ’ ὅλη τήν διάρκεια τῶν θεολογικῶν μου σπουδῶν, κάποιες θεολογικές συνάξεις πού γίνονταν ἀπό κορυφαῖες ἐκκλησιαστικές προσωπικότητες τήν ἐποχή ἐκείνη. Δέν θά ἀναφέρω τούς ὁμιλητές γιά νά μήν τούς ἐμπλέξω στή συζήτηση. Ἐκεῖ ἄκουσα πολλές φορές νά ἀναφέρεται, εἰδικά ἕνας ἐξ’ αὐτῶν, σέ δύο ὅρους: Βιολογικό γονιδίωμα καί πνευματικό DNA. Τό ἔλεγε συνήθως ἀναφορικά στήν Παναγία μας, τονίζοντας ὅτι τό ὑπεραγγελικό μεγαλεῖο της, ὀφειλόταν σέ τρεῖς βασικούς παράγοντες, ἤτοι στούς καθαρμούς τῶν προπατόρων της, στόν προσωπικό της ἀγῶνα καί στήν χάρη τοῦ Θεοῦ. Αὐτό τό ἀναφέρει καί ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ἱερόθεος Βλάχος στά περισπούδαστα συγγράμματά του. Στό βιβλίο του «οἱ Θεομητορικές Ἑορτές» σελίδα 44, γράφει ἐπί λέξει: «Ἡ καθαρότητα τῆς Παρθένου Μαρίας, προκειμένου νά καταρτισθεῖ ἡ κατάλληλη γυναῖκα γιά νά γίνει μητέρα τοῦ Χριστοῦ, ὀφειλόταν στήν Θεία Χάρη, στόν δικό της προσωπικό ἀγῶνα, ἀλλά καί στούς καθαρμούς τῶν προπατόρων της». Στό ίδιο βιβλίο στή σελίδα 45 γράφει, ὅτι ἡ καθαρότητα τῶν Ἁγίων Προπατόρων «δείχνει καί τό πῶς προετοιμάζονται οἱ χριστιανοί γονεῖς γιά τόν γάμο τους καί τήν ἔναρξη τῆς οἰκογενειακῆς ζωῆς. Ἡ σωφροσύνη πρό τοῦ γάμου, ἡ νηστεία καί ἡ προσευχή καί ὅλα ὅσα διακελεύει ἡ ἐκκλησιαστική παράδοση παίζουν μεγάλο ρόλο στήν σύλληψη τῶν παιδιῶν καί τήν ἀνατροφή τους». Ἕνας ἱερεύς, σπουδαῖος θεολόγος, δίδασκε τότε στίς συνάξεις πού διοργάνωνε, ἐντατικό πνευματικό ἀγῶνα στίς κυοφοροῦσες μητέρες καί γενικά στό ἀνδρόγυνο καί οἱ θεολογικότατες αὐτές παραινέσεις του ἦταν κατοχυρωμένες πάντοτε πατερικά, ὅμοιες σχεδόν μέ ὅσα γιά τό ἴδιο θέμα συμβούλευε ὁ Ἅγιος Πορφύριος. Κάποτε μάλιστα ἐνθυμοῦμαι ὅτι συνιστοῦσε νά ἐνδυναμώνεται ἡ εὐχή ἀπό τήν κυοφοροῦσα γυναίκα τήν ὥρα τῶν ὠδίνων τοῦ τοκετοῦ, γιατί ἡ εὐχή πού γίνεται μέ πόνο φέρνει πολλή χάρη, καί τήν ὥρα τῆς γέννας νά γίνεται ἀκόμα πιό ἔνθερμα γιά νά εἰσπράξει τήν τελική σφραγίδα τό βρέφος. Ἔπειτα νά γίνεται νέος μητρικός θάλαμος τό σπίτι πού μεγαλώνει τό παιδί καί «ἀμνιακό ὑγρό» ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς προσευχῆς. Εἶχε μάλιστα θαυμαστά δείγματα ἀπό παιδάκια πού κυοφορήθηκαν, γεννήθηκαν καί γαλουχήθηκαν τόν πρῶτο καιρό μετά τήν γέννησή τους σέ τέτοια εὐλογημένη ἀτμόσφαιρα. Ἔκτοτε μέ ἀπασχολοῦσαν οἱ δύο παράλληλοι ὅροι: βιολογικό γονιδίωμα καί πνευματικό DNA. Κατά τήν ἴδια περίοδο ἄκουσα τόν ὅρο «πνευματικό γονιδίωμα» παράλληλα μέ τό βιολογικό, στήν κεντρική αἴθουσα τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς Ἀθηνῶν. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητής μας Ἰωάννης Παναγόπουλος, ἑρμηνεύοντας κάποτε τό γεγονός τῆς, μετά ἐμβρυακῶν σκιρτημάτων, προσκυνηματικῆς ἀναφορᾶς τοῦ Προδρόμου πρός τόν Χριστό, ἀνεφέρθη, ἐπεκτείνοντας τήν διδασκαλία ἀπό τήν χαρισματική ἐμβρυακή κατάσταση τοῦ Ἰωάννου, στήν παπική πλάνη περί ἀσπίλου συλλήψεως τῆς Παναγίας. Διευκρίνισε ὅτι ἡ Παναγία κληρονόμησε ὅλες τίς γνωστές ἐπιφορές τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἀλλά καί τό πνευματικό γονιδίωμα τῶν ἐξαγιασμένων γονέων καί προγόνων της. Ὁ σημερινός μητροπολίτης Σιατίστης Ἀθανάσιος πού καθόταν δίπλα μου, μοῦ ψιθύρισε: «Τί νά εἶναι ἄραγε αὐτό τό πνευματικό γονιδίωμα»; Παρορμητικός ὅπως εἶμαι, ὑπέβαλα ἀμέσως ἐρώτηση στόν ἀλησμόνητο ὑπέροχο πανεπιστημιακό μας δάσκαλο. Ἐκεῖνος ἐξήγησε ὅτι δέν ἀφορᾶ τήν ψυχή αὐτό τό θέμα. Κάθε ψυχή ἔχει τελειότητα καί ἔχει ἀρτιότητα ἀπό πλευρᾶς πνευματικῆς συγκροτήσεως. Τίποτα τό κληρονομικό δέν παίρνουμε ἀπό τήν ψυχή πού δέν εἶναι κλωνοποιημένη ἀπό τίς ψυχές τῶν προγόνων καί τῶν ἀμέσων γεννητόρων μας, ἀλλά προέρχεται αὐτοστιγμεί τήν ὥρα τῆς συλλήψεως ἀπό τήν δημιουργική ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Πάραυτα ἐμψυχώνεται τό σωματικό μέρος πού γονιμοποιεῖται καί οἱ ψυχικές αἰσθήσεις λειτουργοῦν μέσω τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων. Κάθε κληρονομικότητα βιολογική ἤ πνευματική ἀφορᾶ τήν σάρκα. Μέσω τῆς σάρκας παίρνουμε τίς συνέπειες τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος ἀλλά καί τόν προσωπικό τρόπο ὑπάρξεως τῶν ψυχῶν πού ζωοποίησαν αὐτήν τήν σάρκα... Γιατί – ὅπως ἐξήγησε - ἀφήνουν σάν πατημασιές, σάν ράγες τόν τρόπο κινήσεώς τους οἱ ψυχές, πάνω στό σαρκικό μέρος τῆς ἀνθρώπινης ὑπόστασης. Αὐτά, ἄν θέλει ἡ προαίρεση τῶν ἐπιγενομένων πού τά βρίσκει τά υἱοθετεῖ, ἄν δέν θέλει ὄχι. Δέν εἴμαστε ὅμηροι καμίας κληρονομικότητας διότι τότε θά κινούμαστε κατά φύσιν μέσα σ’ ἕνα νοθευμένο τοπίο, που ὑπεύθυνος γιά τή σύνθεσή του θά ἦταν ο ἴδιος ὁ Θεός. Ἡ προαίρεση μυστηριωδῶς ἐξ’ ἄκρας συλλήψεως λειτουργεῖ καί τότε πού δέν ὑπάρχει ἀνεπτυγμένη νόηση. Βλέπουμε π.χ. τόν Τίμιο Πρόδρομο πρίν νά γνωρίσει τό κακό νά ἐκλέγει τό ἀγαθό.... Στό σημεῖο αὐτό παρενέβην καί πάλι ρώτησα τόν ἀείμνηστο καθηγητή μας, ἄν αὐτή ἡ προαιρετική λειτουργία τοῦ ἐμβρύου καθορίζεται ἀπό κάποιους παράγοντες. Ἀπάντησε ὅτι εἶναι μυστήριο ἀλλά ὁπωσδήποτε ἐπηρεάζεται ἀπό τήν ἀτμόσφαιρα μέσα στήν ὁποία συλλαμβάνεται καί κυοφορεῖται καί ἀπό τήν ζωηρότητα τῶν πνευματικῶν γραμμῶν πού εἶναι χαραγμένες πάνω στήν σάρκα πού κληρονόμησε... Ἔκτοτε μέ φώναζε ὁ μακαριστός «πνευματικό γονιδίωμα». Τόν συνάντησα κάποτε ἔξω ἀπό τήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Φιλοθέης Ἐκάλης. Ἀπό μακριά μοῦ φώναξε «ἔλα ἐδῶ πνευματικό γονιδίωμα». Ἤμασταν μαζί τότε μέ τόν ἐκλεκτότατο Ἀρχιμ. Ἰωήλ Κωνστάνταρο. Ἦταν πιά εὐνόητο σ’ ἐμένα ὅτι πνευματικό γονιδίωμα δέν ἦταν μόνο ἐξωτερική ἀντανάκλαση τῶν στοιχείων τοῦ χαρακτῆρα μέσω τῆς συνοίκησης τῶν παιδιῶν μέ τούς γονεῖς τους καί γενικά μέσω τῆς ἐπαφῆς τῶν ὑπό διαμόρφωση προσωπικοτήτων, μέ τά πρότυπα ἀγωγῆς πού ἐκεῖνοι ἐξασφάλιζαν στά τέκνα τους. Ἀκόμη καί παιδιά πού υἱοθετοῦνταν ἀπό θετούς γονεῖς καί βρίσκονταν μακριά ἀπό τήν γονική τους φύτρα, παρουσίαζαν χαρακτηρολογική ὁμοιογένεια, ἤτοι ἐμπαθῆ παθητότητα ἤ χαρισματική διαγωγή, εἰδικά τά ὁμοζυγωτικά δίδυμα... Μέ συνεῖχε ἔκτοτε ἡ ἐπιθυμία νά ἐρευνήσω τί εἶναι αὐτές οἱ πνευματικές κληρονομικές ἐπιφορές, νοουμένου ὅτι γνώριζα ὅτι ἡ παθητότητα τῆς μεταπτωτικῆς φύσεως συνείχετο μόνο στήν μετάδοση τῶν ἀδιαβλήτων παθῶν, τῆς φθορᾶς καί τῆς θνητότητος. Ἄρχισα νά μελετῶ τούς Πατέρες. Φυσικά μία τέτοια ἔρευνα χρήζει θείου φωτισμοῦ καί ὄχι διανοητικῶν ἐνασχολήσεων. Μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἄρχισε νά ξετυλίγεται τό κουβάρι, ὅταν μελέτησα τίς Θεομητορικές ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί παρεμφερῆ σχόλια τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς σέ ὁμιλία του στούς προπάτορες τοῦ Χριστοῦ λέγει ὅτι τό Ἅγιο Πνεῦμα προοικονομοῦσε τήν προέλευση τῆς Παρθένου «εἰς τό εἶναι πρόοδον ἄνωθεν ἐκλεγόμενον καί ἀνακαθαῖρον τήν τοῦ γένους σειράν», δηλαδή ἐξέλεγε καί καθάριζε ἀπό τήν ἀρχή τήν γενεαλογική σειρά, καί ἐνέτασσε τούς ἀξίους νά γίνουν πατέρες μέσα σ’ αὐτήν τήν πατρογονική ἐξέλιξη, τούς δέ ἀναξίους τούς ἀπέρριπτε τελείως. Ἡ Παναγία κληρονόμησε μέν τήν πεπτωκυΐα φύση τοῦ Ἀδάμ, προῆλθε ἀπό τήν σάρκα καί τό σπέρμα του, «ἀλλ’ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου κακείνου πολυειδῶς ἄνωθεν καθαιρομένου, τῶν κατά γενεᾶς ἀριστίνδην ἐκλεγομένων». Ἡ θεία πρόνοια ἐνέτασσε στό γενεαλογικό δέντρο τῆς Θεοτόκου αὐτούς πού καθαρίζονταν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Ὁ Νῶε χρημάτισε προπάτοράς της, διότι ἦταν «δίκαιος καί τέλειος ἐν τῇ γενεᾷ αὐτοῦ». Γράφει ἐπί λέξει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Προῳκονόμει δέ καί τήν ταύτης εἰς τό εἶναι πρόοδον ἄνωθεν ἐκλεγόμενον καί ἀνακαθαῖρον τήν τοῦ γένους σειράν, καί τούς μέν ἀξίους ἤ ἀξιολόγων ἐσομένους πατέρας προσιέμενον, τούς δέ ἀναξίους τελείως ἀποβαλλόμενον». (Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Ὁμιλία ΝΖ΄, περί τῆς κατά σάρκα γενεαλογίας τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς αὐτόν ἐν παρθενία τεκούσης ἀειπαρθένου καί Θεοτόκου, κεφ. 6, ΕΠΕ 11, σελ. 432, Θεσσαλονίκη 1986). Σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ὅτι ἡ Παναγία εἶναι «ὑπό ρίζης ἁγίας ἀνειμένος βλαστός ὑπεράγιος», γι’ αὐτό καί «οὐ μήν ἀλλ’ οὕτως ἔχουσα τῶν τε θείων χαρισμάτων καί τῶν ὅσα δῶρα φύσεως ἐξ’ αὐτῆς, ὡς εἰπεῖν, τῆς μητρικῆς νηδύος, οὐδ’ ἐπίκτητον τιν’ ἄλλην φύσιν ἐαυτῆ... φοιτήσασα εἰς διδασκάλων εἰσενηνοχέναι ἔγνωκεν» (Ε.Π.Ε. 11, 272-292). Ὁ δέ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφερόμενος στήν γέννηση τοῦ Προφήτου Σαμουήλ, ἐπισημαίνει ὅτι ἔχει ἀρχή τά δάκρυα, τήν προσευχή καί τήν πίστη τῆς ἁγίας Ἄννης καί ὄχι ὅπως γίνεται στούς ἄλλους «ὕπνος καί συνοδοί τῶν γεννησάντων μόνον», ἄν καί πάντοτε «τό τεκεῖν ἄνωθεν ἔχει τήν ἀρχήν, ἀπό τῆς τοῦ Θεοῦ προνοίας, καί οὔτε γυναικός φύσις, οὔτε συνουσία, οὔτε ἄλλο οὐδέν αὐτάρκες πρός τοῦτο ἐστίν». Γι’ αὐτό ἀπό μία τέτοια εὐλογημένη σύλληψη σάν αὐτήν τῆς Ἄννης, προῆλθε προφήτης. Ἀναφέρει ἐπί λέξει ὁ ἅγιος: «Εἰ γάρ καί ὁ ἀνήρ ἔσπειρεν, ἀλλά τῷ σπέρματι τήν δύναμιν ταύτης παρέσχεν ἡ εὐχή, καί σεμνοτέρας τάς ἀρχάς τῆς γεννήσεως ἐποίησεν. Οὐ γάρ δή, καθάπερ τῶν λοιπῶν, ὕπνος καί συνοδοί τῶν γεννησαμένων μόνον, ἀλλ’ εὐχαί, καί δάκρυα, καί πίστις ἀρχαί τῆς γεννήσεως ταύτης ἐγένοντο, καί σεμνοτέρας τῶν ἄλλων ἔσχεν τάς γονάς προφήτης διά τήν πίστιν τῆς μητρός γεγονώς...» (PG54.643). Κατά τόν ἴδιο ἀκριβῶς τρόπο, μακαρίζει καί ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός τό ἀποκορύφωμα τῆς γενεαλογικῆς σειρᾶς τῆς Θεοτόκου, ἤτοι τόν πατέρα αὐτῆς ἅγιο καί δίκαιο Ἰωακείμ καί συγκεκριμένα «τήν ὀσφύν αὐτοῦ, ἤτις κατέβαλε σπέρμα πανάμωμον». Ἀπ’ ὅλα αὐτά εἶναι ἐξώφθαλμο, ὅτι δέν εἶναι μία ἁπλή «ἠθική» ἐπιβράβευση ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ ἡ ἐπιλογή τῶν Προπατόρων τῆς Θεοτόκου, ἐπειδή ἀναπαύθηκε στήν πνευματική τους ποιότητα καί τούς ἐπιστράτευσε δυνάμει τῆς προγνωστικῆς Του ἰδιότητος στήν γενεαλογική σειρά τῆς κατά σάρκα γεννήσεώς Του... Δέν τό ἔκανε αὐτό, ἐπειδή τάχα ἄξιζε τόν «κόπο» νά μετάσχουν στήν ὑλοποίηση ἐξαιρέτων σωτηριολογικῶν προγραμματισμῶν λόγῳ τῆς ἐνάρετης ζωῆς τους. Αὐτή ἡ ἐνάρετη ζωή εἶχε οὐσιαστικό ρόλο νά διαδραματίσει στήν ὅλη ἐπίτευξη τῆς ἀπολυτρωτικῆς θείας οἰκονομίας, ἐπειδή κληροδοτοῦσε ὁλοένα καί ἐπαυξανόμενη καθαρότητα, «εὔκρατο κλῖμα», γιά νά μεγιστοποιηθεῖ ἡ ἐπενέργεια τῆς Χάριτος τοῦ Θεοῦ μέχρι τῶν ἰδανικῶν προσώπων πού γέννησαν τήν Θεοτόκο. Ἄν αὐτό ἔγινε μόνο γιά λόγους παραδειγματισμοῦ καί οἱονεί ἠθικῆς ἐπιβράβευσης, αὐτό καί μόνο θά δημιουργοῦσε ὑπεροψία καί ἀλαζονική καύχηση στούς ἀναφυομένους ἐξ’ αὐτῶν ἐπιγόνους, γιά τούς ἐκλεκτούς τοῦ Θεοῦ προπάτορές τους. Αὐτό ὄντως ἐμφανίσθηκε στά ἔκγονά τους καί τό καυτηριάζει δριμύτατα ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Στίς πρῶτες ὁμιλίες του στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο ἀναφέρει πολλά. Τονίζει ὅτι καί πόρνες καί ἁμαρτωλοί συμμετεῖχαν σ’ αὐτή τήν γενεαλογική σειρά, ὁπότε ἡ καύχηση τῶν Ἰουδαίων γιά τό εὐλογημένο σπέρμα τοῦ Ἀβραάμ ἦταν χωρίς ἀντίκρυσμα. «Μηδείς τοίνυν ἐπί τούτοις (γιά τούς προγόνους του) μέγα φρονείτω. Ἀλλ’ ἐννοήσας τοῦ Δεσπότου τούς προγόνους, τό φύσημα ἅπαν κενούτω...» (Ε.Π.Ε. 9,94). Σέ ἄλλο σημεῖο ἀναφέρει ὅτι ὁ Χριστός προῆλθε γενεαλογικά καί ἀπό μεγάλους ἁμαρτωλούς «οὐδαμῶς ἐπαισχυνόμενος τά ἡμέτερα κακά». Γράφει ἀκόμη: «Ἔνθα μέν ἐχθροί, ἡ κόλασις αὐτῶν. Ἔνθα δέ ἀγαπητοί, οὐδέν πρός αὐτούς ἡ τῶν προγόνων ἀρετή, ἐάν μή πιστεύσωσιν...» (Ε.Π.Ε. 17, 420). Ἑπομένως, ἡ ἐπιβραβευτική καί μόνο ἐπιλογή ἀπό τόν Παντογνώστη Θεό τῶν Θεοπατόρων καί ἡ ἔνταξή τους στήν ἐκτέλεση θείων ὑπηρεσιῶν, εἶναι χωρίς οὐσιαστικό νόημα ἤ καί ἐπισφαλής, γι’ αὐτούς πού θά τήν ἐκμεταλλευτοῦν ἐγωιστικά, ὅταν μάλιστα αὐτή ἡ ἐπιλογή δέν ἔχει ἀποτελεσματικό ρόλο στήν ἐπίτευξη τοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Οἰκονομίας ἀλλά μόνο τιμητικό καί θεοστεφῆ χαρακτῆρα. Ἐνθυμοῦμαι, τόν διαφορετικό αὐτό τρόπο πού ἀντιμετωπίζουν τήν γενεαλογική σειρά τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ οἱ ἅγιοι Πατέρες Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος καί Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τήν ἔθεσα κάποτε στόν ἀπό στήθους γνωρίζοντα τά συγγράμματα αὐτῶν, ὁλιγογράμματης παιδείας, Γέροντα Ἀναστάσιο τόν ἡσυχαστή, τόν Κουδουμιανό. Μοῦ ἀπάντησε χιουμοριστικά: «ἄσε νά τούς ρωτήσουμε». Μετά ἀπό λίγες ἡμέρες μοῦ ἀπάντησε ὅτι ἦταν διαφορετικοί οἱ ἀποδέκτες τῶν σχετικῶν ἀναφορῶν τους. Οἱ ἑκάστοτε Πατέρες προσαρμόζουν τό περιεχόμενο τῆς διδαχῆς τους στίς ὑπάρχουσες ποιμαντικές ἀνάγκες. Ὁ μέν Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει λόγο γιά συνεχῆ καθαρτική διαδικασία, τά ἀποτελέσματα τῆς ὁποίας ὁλοένα καί μεγιστοποιοῦνταν μέχρι τήν ἐμφάνιση τῆς Θεοτόκου. Αὐτοί οἱ ἁγνισμοί τῶν Προπατόρων ἀναφέρονται στήν καθ’ ὑπόσταση ἕνωση θείας καί ἀνθρώπινης φύσεως στό Χριστό. Καί ἔπρεπε ὁ Πανυπερτέλειος Θεός νά προσλάβει καθαρώτατη φύση (μέ τήν πληρότητα τῶν Ἀδαμιαίων κληροδοτημάτων), ἀφοῦ ὅπως γράφει καί πάλι ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς «ἐν γάρ τοῦτο μόνον Θεῷ ἀδύνατον, συνελθεῖν ἀκαθάρτῳ πρίν καθαρθῆναι πρός ἕνωσιν». (ὁμιλία ΝΙ΄ εἰς... τήν Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου, Ε.Π.Ε. 11). Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει καί τά κενά «τῆς χιονοστιβάδας» μου, γιατί ἔβλεπε τήν ἀλαζονική καύχηση κάποιων γιά τήν καταγωγή τους καί τόνιζε ὅτι αὐτό δέν σώζει, ἀλλά «ἀπό τῆς οἰκείας προαιρέσεως γίνεται τό πᾶν» (Ε.Π.Ε. 22,450). Καί ἔφερνε παράδειγμα τά ἁμαρτωλά πρόσωπα πού ἐντάσσονται στόν γενεαλογικό κατάλογο τοῦ Χριστοῦ, γιά νά ἐξάρει περισσότερο ἀπό τίς προϋποθέσεις «τῆς καθ’ ὑπόστασιν ἑνώσεως», «την, ἐκ τῆς προσλήψεως ταύτης, θεραπείαν καί ἀποκαταστάσιν». Τό τί ἐννοοῦσε στίς προκαθαρτικές ἀναφορές του ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, τό ἐπεξηγεῖ παραστατικώτατα ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης: «...Καθώς ὁ νεώτερος φυσικός, Μουσχεμβροέκιος καλούμενος, διυλίζοντας καί λαμπικαρίζοντας τό πνεῦμα τοῦ οἴνου, ἤτοι τό ρακί ἐνενήντα φορές, ἐποίησεν αὐτό τόσον καθαρόν καί τόσον λαμπρόν, ὥστε εὐθύς ὅπου ἀνοίγετο τό στόμα τοῦ περιέχοντος αὐτό ἀγγείου, εὐθύς ἐξατρίζετο εἰς τόν ἀέρα. Τοιουτοτρόπως καί ὁ τῆς φύσεως ἀριστοτέχνης Θεός, ἀφ’ οὗ ἐβδομηκοντάκις ἐπτά διύλισε καί ἐκκαθάρισε τό αἷμα ὅλου τοῦ γένους τῶν ἀνθρώπων, διά μέσου τόσων καί τόσων ἐκλελεγμένων δικαίων καί ἁγίων ἀνδρῶν, οὕτω τελευταῖον εὐδόκησε νά γεννηθεῖ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ μέλλουσα Αὐτόν κατά σάρκα γεννῆσαι ἐκλελεγμένη ἐκ τῶν ἐκλελεγμένων δικαία ἐκ τῶν δικαίων καί Ἁγία ἐκ τῶν ἁγίων» (῾Οσίου Νικοδήμου ῾Αγιορείτου, Κῆπος Χαρίτων ἤτοι ῾Ερμηνεία Γλαφυρὰ εἰς τὰς Θʹ ᾩδὰς τῆς Στιχολογίας, σελ. 190-229, ἔκδοσις γʹ, Βασιλείου Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 1979). Σέ ἄλλο σημεῖο ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ἑρμηνεύοντας τήν ἀποστολική παράθεση στήν Α΄ πρός Κορινθίους ἐπιστολή στίχ. ΙΔ΄ «ἐπεί ἄρα τά τέκνα ὑμῶν ἀκάθαρτα ἐστι, νῦν δέ ἅγια ἐστιν» ἀναφέρει τά ἐξῆς, ἐπικουρούμενος καί ἀπό τόν ἱερό Θεοφύλακτο: «Ἀνίσως τά ἐκ τοῦ πιστοῦ ἀνδρός καί τῆς πιστῆς γυναικός γεννηθέντα τέκνα εἶναι ἀκάθαρτα, ὡς ἕλκοντα τόν ρῦπον τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος... πόσῳ μᾶλλον εἶναι ἀκάθαρτα τά ἐκ τοῦ ἀνδρογύνου γεννώμενα, τοῦ ὁποίου τό μέν ἕνα μέρος εἶναι πιστόν, τό δέ ἄλλο, εἶναι ἄπιστον; ἴσως δέ εἶπεν αὐτά ἅγια, καθ’ὅτι ἁγιάζονται βαπτιζόμενα καί πιστά γινόμενα, ἐξ’ αἰτίας τοῦ πιστοῦ μέρους τοῦ ἀνδρογύνου». Ἐδῶ μᾶς λέει ὁ Ἄγιος Νικόδημος, ὅτι ἐπιβαρύνεται ὁ γενεαλογικῶς σέ ὅλους μας μεταφερόμενος προπατορικός ρῦπος, ὅταν κάποιος ἀπό τούς γονεῖς ἀπό τούς ὁποίους προήλθαμε, δέν εἶναι πιστός. Ἄν δηλαδή κατάλαβα καλά, ἀναφέρεται, ὄχι μόνο στην κοινή ἀδιάβλητη παθητότητα, πού ὅλοι ἀνεξαιρέτως κληρονομοῦμε, ἀλλά σέ ξεχωριστή κληρονομική ἐπιφορά, γιά νά μήν πληροφορηθῶ καί πάλι σέ ποιά δυτικόφερτη αἵρεση μέ ἐντάσσει ὁ πολυσέβαστος καί ἀγαπητότατος ἐν Κυρίῳ π. Παΐσιος. Ἔχει ἀπόλυτο δίκαιο ὅταν λέγει ὅτι ἡ Χάρις δέν κληροδοτεῖται ὡς μή κτιστή οὖσα. Εἶναι σχολαστική καί βαρλααμική πλάνη ἄν ὑποστηρίξουμε κάτι τέτοιο. Τά ἀποτελέσματα ὅμως τῆς ἐπενέργειας τῆς θείας Χάριτος κληροδοτοῦνται, ἐπαυξανόμενα μάλιστα ὑπό τῆς ἀσκητικῆς προαιρέσεως ἐκείνων πού τά δέχονται. Ἄλλως πρέπει νά ἀπορρίψομε τά ὑπό τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου παρατιθέμενα. Ὅταν εἶπα στήν συνέντευξη γιά κληρονομούμενη ἁγιότητα, δέν ἐννοοῦσα τήν ἄκτιστη Χάρη, ἡ μέθεξη τῆς ὁποίας ἐξαρτᾶται ἀπό τά ὑπό τῆς προαιρέσεως ἐνεργούμενα, ἀλλά τήν ἐπαυξανόμενη καθαρότητα τῶν προπατόρων τήν ὁποία καί ἁγιότητα ἡ Ἐκκλησία ἐξονόμασε. Παραθέτει ὁ ἀδελφός ἕνα ἀπόσπασμα ἀπό ὁμιλία τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα καί ἑρμηνεύει τόν ὅρο «κακία» ὡς τά ἀποτελέσματα τῆς πτώσεως, σε νοηματική ἀπόδοση τῶν δερματίνων χιτώνων καί μόνο. Συμφωνῶ ἀπολύτως, ἄν καί μπορεῖ νά ἐννοοῦσε ὁ Ἅγιος καί κάτι βαθύτερο. Σέ ἄλλο σημεῖο, σχετικά μέ τή Θεοτόκο, ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας: «Ἄνθρωπος ἦν ἐξ’ ἀνθρώπων ἀνέφυ, τῶν αὐτῶν μετέσχε πάντων τῷ γένει (ἤτοι φθορά, θνητότητα, ἀδιάβλητη παθητότητα), φρονήματος δέ οὐκ ἐκληρονόμησεν ἴσου, οὐδέ παρεσύρη τῇ τοσῇδε τῶν κακῶν συνήθεια». (Λόγος εἰς τήν πάνδοξον Κοίμησιν τῆς Ὑπεραγίας Δεσποίνης ἡμῶν καί Παναχράντου Θεοτόκου. Ἡ Θεομήτωρ, σελ. 184). Εἶναι, ἐπεξηγεῖ, κατά πάντα μέτοχος τῶν μεταπτωτικῶν κληροδοτημάτων, ἀλλά φρόνημα κληρονόμησε διαφορετικό καί δέν ἀνέπτυξε καί ἐκκολαπτόμενη ὑποστατικά γνωμικό θέλημα, παρασυρόμενη ἀπό τήν δύναμη τῆς ἁμαρτίας. Νομίζω ὁ ἅγιος ἐδῶ εἶναι σαφής. Τό φρόνημα δέν ἔχει νά κάνει μέ τήν σάρκα, ἀλλά μέ τίς πεποιθήσεις, μέ τήν ἐνδογενή ποιότητα, μέ τήν νοοτροπία πού ἀπορρέει ἀπό τά ψυχικά ἐνεργήματα. Τό χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι ὁἍγιος λέγει «ἐκληρονόμησε» καί ὄχι «ἀνέπτυξε-καλλιέργησε» ὅπως ἀναφέρει στήν ἀμέσως ἑπόμενη πρόταση «οὐδέ παρεσύρη τῇ τοσῇδε τῶν κακῶν συνήθεια». Σέ ἄλλο σημεῖο τῆς ὁμιλίας του στή γέννηση τῆς Θεοτόκου, ὁ Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας, ἐγκωμιάζοντας τούς γονεῖς καί προπάτορες τῆς Θεοτόκου, τονίζει ὅτι ἡ κοινή φύση ἦταν ἀνίκανη νά παράγει ἀπό μόνη της τέτοιο ὑπέροχο ἔργο, «ἀλλά τῆς τῶν προπατόρων προσευχῆς καί δικαιοσύνης ἔργον ὑπῆρξεν». Τούς συγκρίνει μέ ἄλλους εὐεργέτες τῆς ἀνθρωπότητας, οἱ ὁποῖοι εἶχαν καταστήσει τήν ψυχή τους σύμφωνη καί σύμμετρη πρός τά ἀγαθά πού ἔγιναν αἰτία νά ἔρθουν στούς ἄλλους, καί ἐρωτᾶ πῶς πρέπει νά ὀνομασθοῦν ἄραγε εκείνοι «οἷς ὁ Θεός ἐχρήσατο τήν θαυμαστήν ταύτην τῷ κόσμῳ κατατιθέμενος χάριν ὡς ἄν ὀργάνοις τῆς Αὐτοῦ φιλανθρωπίας ἤ συνεργοῖς ἤ ὅ,τι βέλτιον χρῆ καλεῖν;» Ἤτοι, πόσο σπουδαῖοι εἶναι οἱ διάκονοι ἐκεῖνοι, πού χρησιμοποίησε ὁ Θεός σάν ὄργανα τῆς φιλανθρωπίας Του ἤ συνεργούς Του ἤ ὅπως ἀλλοιῶς πρέπει καλύτερα νά τούς ἀποκαλέσουμε; Φαίνεται καθαρά ὅτι ὁ ρόλος τῶν Προπατόρων στήν ἐπίτευξη τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας, ἦταν βαθύς καί πολύ οὐσιαστικός. Δέν ἦταν ἁπλῶς ἐπιβράβευση ἤθους καί πνευματικῆς ἀριστείας ἀλλά ἐμφανέστατη συνεργεία μετά τοῦ Θεοῦ στήν ἔναρξη τοῦ ἀπολυτρωτικοῦ ἔργου τῆς Θείας Οἰκονομίας. Γι’ αὐτό παρακάτω ἀναφέρει ὁἍγιος: «ἔδει γάρ ταύτης μέν τῆς ρίζης, τοῦτον δέ τόν τρόπον τήν τοῦ Θεοῦ μητέρα τό σῶμα τό πνευματικόν ἀνάσχειν». Ὁ ὑπομνηματιστής τοῦ βιβλίου «Ἡ Θεομήτωρ», (ἀπό τίς ἐκδόσεις τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας) ὅπου παρατίθενται οἱ Θεομητορικές ὁμιλίες τοῦ Ἁγίου Νικολάου τοῦ Καβάσιλα, ὑπομνηματίζει αὐτό τό τελευταῖο σημεῖο στήν σελίδα 54 καί ἀναφέρει τά ἐξῆς χαρακτηριστικά: «τό γεγονός ὅτι ἡ Παναγία συνελήφθη «σωφρόνως», δέν τήν ἀπαλλάσσει ἀπό τήν ἐνοχή τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, οὔτε ἀπό τήν ροπή πρός τήν ἁμαρτία (concupiscentia), τήν προφυλάσσει ὅμως ἀπό τίς ἁμαρτωλές ἐκεῖνες ροπές πού κληροδοτοῦν οἱ σαρκικοί καί φιλήδονοι γονεῖς στά παιδιά τους…» Ἄν ἀναφέρομαι συχνά σέ Πατερικές θέσεις σχετικά μέ τό γενεαλογικό δέντρο τῆς Θεοτόκου, αὐτό γίνεται γιατί οἱ Πατέρες μίλησαν γιά τόν ἄνθρωπο γενικά, χωρίς νά ἀναφερθοῦν σέ ἐπιμέρους παραμέτρους. Εἶχαν βάση τῆς θεολογίας τους τόν προπτωτικό ἄνθρωπο καί ὄχι τόν μεταπτωτικό, πού προβάλλει ἐπίμονα ἡ γέμουσα μέ δυτικόφερτες φιλοσοφικές ἐπιρροές, σύγχρονη περσοναλιστική θεολογία. Ἔκαναν ποιμαντική ἀνάλογα μέ τίς ἀνάγκες, ὄχι βερμπαλιστική ἐπίδειξη θεολογικῶν γνώσεων. Ὅταν χρειάσθηκε νά μιλήσουν εἰδικότερα γιά τούς προπάτορες τοῦ Κυρίου καί τῆς Παναγίας Μητέρας Του, τότε μίλησαν κάπως ἀναλυτικότερα γιά τήν κληρονομικότητα, ἀλλά καί πάλι συμπεπυκνωμένα, καί σύμφωνα μέ τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς καί τήν ἀντιληπτική δυνατότητα τῶν τότε ποιμαινομένων. Οἱ σύγχρονοι ἅγιοι, χρησιμοποίησαν καί ἄλλους τεχνικούς ὅρους γιά νά ἐπενδύσουν τήν ἐμπειρία τους, ἡ ὁποία βασίζεται στήν ἤδη ὑπάρχουσα θεολογία τῶν πρώτων αἰώνων, ἀλλά δίνει ἀπάντηση και σέ επίκαιρες ἐπιστημονικές προκλήσεις, σέ σύγχρονες ἀνθρωπολογικές ἀγκυλώσεις καί ὀλέθριες πρακτικές. Δέν ἐπιστημονοποίησαν τήν θεολογία ἀλλά θεολογικοποίησαν τήν ἐπιστήμη, ἤτοι ἐρμήνευσαν μέ βάση τήν θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων καί τήν δική τους ὅμοια ἐμπειρία, τά σύγχρονα τεκμηριωμένα ἐπιστημονικά πορίσματα. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ἐνιαία στήν διαχρονική πορεία τῆς Ἐκκλησίας, ὑπάρχει ἡ σταθερή ὁρολογία τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τῶν Πατέρων πού τίς συνεκρότησαν καί τίς διερμήνευσαν, ἀλλά ὑπάρχει καί ἡ ἐπί μέρους ἀνάλυση σέ κάθε νεοφυές θέμα ἀπό τούς σύγχρονους ἁγίους, οἱ ὁποίοι τήν ἴδια ἀποκάλυψη τήν διατυπώνουν μέ σύγχρονα παραδείγματα καί ἐκφράσεις προσιτές στήν ἀντιληπτική ἱκανότητα τῶν ἀνθρώπων, γιά λόγους ποιμαντικῆς ἀποτελεσματικότητος. Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τονίζει, ὅτι ὁ ἀνθρώπινος νοῦς ὅταν κινεῖται σέ κατώτερα πνευματικά στρώματα, εἶναι ἀνακατεμένος μέ παντοειδεῖς σωματικές γνώσεις καί ἐπί πλέον μέ τίς πολύτροπες καί δυσκολοαπόβλητες πληροφορίες καί σχέσεις πού προσλαμβάνει ἀπό τό γήινο ἐξωτερικό περιβάλλον. Ὥστε ἀνιχνεύει σωματικές πληροφορίες ὁ νοῦς; Ἔχει κατά τρόπο φυσικό τήν σύνδεση μέ τό σῶμα καί δύναται νά κάνει κάτι τέτοιο. Ποιές εἶναι ἄραγε αὐτές οἱ σωματοειδεῖς γνώσεις; Δέν εἶναι ἐξωτερικές γιατί διερμηνεύει ἀμέσως μετά, ὅτι τό αὐτό γίνεται καί μέ τίς ἀπό τήν ἐδῶ ζωή πολύτροπες καί δυσκολοαπόβλητες γνώσεις: «Καί νοῦς τοίνυν, εἰ μή ὅλος καί ἀεί περί τά κάτω στρέφοιτο, γένοιτ’ ἄν καί τῆς κρείττονός τε καί ὑψηλοτέρας ἐνεργείας, εἰ καί μακρῷ δυσχερέστατον ἐφίππου, ἄτε φύσει τήν μετά σώματος ἔχων συμπλοκήν καί ταῖς σωματοειδέσι γνώσεσι συμπεφυρμένος καί τοῖς ἐκ τοῦδε βίου πολυτρόποις καί δυσαποβλήτοις σχέσεσι..» (ὑπέρ τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων, Λόγος 1,3 Ε.Π.Ε. 2, 206-208). Μοῦ κάνει μεγίστη ἐντύπωση ὅτι τόν ἴδιο καί ἀπαράλλακτο αὐτό λόγο τόν συνάντησα στά κείμενά του δύο φορές. Ὁ νοῦς, ἐπαναλαμβάνει σέ Θεομητορική ὁμιλία του, ἔχει «φύσει τήν μετά τοῦ σώματος συμπλοκήν καί ταῖς σωματοειδέσι γνώσεσι ἐστι συμπεφυρμένος καί ταῖς ἐκ τοῦ τῆδε βίου πρός τά γήινα πολυτρόποις καί δυσαποβλήτοις σχέσεσι» (Ὁμιλία ΝΙ΄εἰς τήν... Εἴσοδον τῆς Θεοτόκου... Ε.Π.Ε. 11, 336-338). Ἡ ἀνθρωπολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἐκφράζεται περιφραστικά ἀλλά πολύ δυνατά, στήν ἀναίρεση ἀπό τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ τῆς πολυποίκιλης πλάνης τοῦ Βαρλαάμ. Διευκρινίζει ἐκεῖ, ὅτι ὅπως ὅταν ἡ ἡδονή ἀπό τό σῶμα πηγαίνει στόν νοῦ, τόν κάνει σωματοειδῆ, ἔτσι καί ἡ πνευματική ἡδονή, ὅταν πηγαίνει ἀπό τόν νοῦ στό σῶμα, τόν καθιστᾶ πνευματικό. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ἀλλάζουν σύνθεση νοῦς καί σῶμα, ἀλλά μεταποιοῦνται ὡς πρός τόν τρόπο τῆς ὀντολογικῆς τους ἐνεργοποίησης. «Καθάπερ γάρ ἡ ἀπό σωμάτων ἐπί τόν νοῦν ἰοῦσα ἡδονή, σωματοειδῆ ἀπεργάζεται αὐτόν, μηδέν τῇ κοινωνίᾳ τοῦ κρείττονος βελτιωθεῖσα αὕτη, μεταδοῦσα δέ μᾶλλον τοῦ χείρονος αὐτῷ,ὡς δι’ αὐτήν καί σάρκα ὅλον λέγεσθαι τόν ἄνθρωπον, κατά τό εἰρημένον περί τῇ ὀργῇ κατακλυζομένων ὑπό τοῦ Θεοῦὡς “οὐ μή μείνη τό πνεῦμα μου ἐν τοῖς ἀνθρώποις τούτοις διά τό εἶναι αὐτούς σάρκας”, οὕτως καί ἡ ἀπό τοῦ νοῦ ἐπί τό σῶμα πνευματική ἐρχομένη ἡδονή, μηδέν αὐτῇ τῇ κοινωνίᾳ τοῦ σώματος ἀχρειωθεῖσα, μεταστοιχειοῖ τό σῶμα καί πνευματικόν ποιεῖ, τάς σαρκικάς πονηράς ἀποβαλλόμενον ὀρέξεις καί μηκέτι καθέλκον τήν ψυχήν, ἀλλά ταύτη συναναφερόμενον, ὡς πνεῦμα τότε ὅλον εἶναι τόν ἄνθρωπον, κατά τό γεγραμμένον, “ὁ γεγεννημένος ἐκ τοῦ πνεύματος πνεῦμα ἐστίν”. Ταῦτα δέ πάντα τῇ πείρᾳ δῆλα γίνεται». (Ε.Π.Ε. 8,10-20,365). Παρακάτω ὁ Ἅγιος κάνει λόγο γιά τίς κοινές ἐνέργειες ψυχῆς καί σώματος καί ἀναιρεῖ τήν πλατωνική πλάνη τοῦ Βαρλαάμ ὅτι τό σῶμα εἶναι κακό καί ἐμποδίζει τήν ψυχή. «Ἔστι γάρ καί πάθη μακάρια καί κοιναί ἐνέργειαι ψυχῆς καί σώματος οὑ προσηλοῦται τῇ σαρκί τό πνεῦμα, ἀλλ’ ἐγγύς τῆς τοῦ πνεύματος ἀξίας ἀνελκοῦσαι τήν σάρκα καί ἄνω νεύειν καί αὐτήν ἀναπείθουσαι. Τίνες αὗται; Αἱ πνευματικαί, οὐκ ἀπό τοῦ σώματος ἐπί τόν νοῦν ἰοῦται, ὁ καί πρότερον εἴπομεν, ἀλλ’ ἀπό τοῦ νοῦ ἐπί τό σῶμα διαβαίνουσαι καί τοῦτο διά τῶν ἐνεργημάτων τε καί παθημάτων τούτων ἐπί τό κρεῖτον μετασκευάζουσαι καί θεουργοῦσαι». (Ε.Π.Ε. 12,20-25). Καταλαβαίνουμε πῶς ἀπέβαλε κάθε ἁμαρτωλό σημάδι τό σῶμα τῶν Προπατόρων καί γιατί γράφει ἐνθουσιασμένος ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός γιά τούς Ἁγίους Θεοπάτορες: «Ὦ ὀσφύς τοῦἸωακείμ παμμακάριστε, ἐξ’ ἦς κατεβλήθη σπέρμα πανάμωμον». Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, μᾶς πληροφορεῖ ἀρχικά, ὅτι ὁ νοῦς ὅταν κινεῖται σέ χαμηλά πνευματικά στρώματα, ἀναμιγνύεται μέ τίς παντοειδεῖς σωματικές γνώσεις καί πληροφορίες καί καταντᾶ πλειστάκις ὑλώδης, παχυλός, αἰσθησιακός καί μέ σαρκικά φορτία βεβαρυμένος. Ὅταν ὅμως, ὁ νοῦς καθαρισθεῖ, ἐκλεπτυνθεῖ καί φωτισθεῖ μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ, ἀνυψώνει τό σῶμα στά δικά του ἐν-Χριστωμένα ἐπίπεδα καί τό ἀπαλλάσσει ἀπό κάθε κακή ἕξη καί ἐμπαθῆ ἀπόκλιση. Αὐτά πού ἀναφέρει ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ἀποδεικνύονται περίτρανα στήν πράξη, καί στήν θαυμαστή γέννηση τοῦ Τιμίου Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ. Ἀναφέρει σέ σχετική ὁμιλία του, ὅτι ὁ Ἰωάννης «συλληφθείς μετά τοσούτων καί οὔτε μεγάλων ἐπαγγελιῶν, πρίν ἤ τεχθῆναι προφήτης χρίεται, καί τῆς χάριτος -ὦ τοῦ θαύματος- τῇ μητρί μεταδίδωσι..» καί «ὑπερβαίνει τήν τῶν προφητῶν τελειότητα ἔτι ἐν τοῖς ἐμβρύοις ὤν». Κατά συνέπεια «μή μόνον... πρίν ἤ γνῶναι τό κακόν ἐξελέξατο τό ἀγαθόν, ἀλλά καί πρίν ἤ γνῶναι τόν κόσμον, ἐν ἐμβρύοις ὤν, ὑπερκόσμιος ὁ Ἰωάννης...» (Ε.Π.Ε. 10, 514-524). Φαίνεται καθαρά, ὅτι ἡ σύλληψή του ἔγινε μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς θείας Χάριτος, τό βιολογικό ἔλαβε χαρακτῆρα πνευματικό, ἡ σωματική κατάσταση τῶν γονέων του ἦταν διαποτισμένη ἀπό τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ μέσω τῆς ἐξαγιασμένης ψυχῆς τους, καί μυστηριωδῶς ἡ προαίρεση τοῦ ἐμβρύου ὑπέστη χαρισματική ἀτρεψία πρίν κἄν γνωρίσει, λογιστικά ἔστω, τήν προσβολή τοῦ κακοῦ καί ὑποστεῖ τό δίλημμα τῆς ἐπιλογῆς. Καί ἔγινε ἔτσι ἐπίγειος ἄγγελος ἀπό τήν κοιλία τῆς ἁγίας μητέρας του καί ἔμψυχο ὄργανο τῆς θείας Χάριτος. Ὄχι μόνο αὐτό. Μετέδωσε καί στή μητέρα του Χάρη καί τήν κατέστησε προφήτιδα καί γενικά ἔγινε ὑπερκόσμιος προτοῦ γνωρίσει ἐμπειρικά τόν κόσμο. Ἑπομένως, ἡ ἀτμόσφαιρα πού κυοφορεῖται κάθε παιδί, ἐπηρεάζει ἀπό τήν ἐμβρυακή ἡλικία ἀκόμη τήν προαίρεσή του, ἀκόμη καί τότε πού δέν διαθέτει ἀνεπτυγμένη νόηση γιά νά προβεῖ σε ἐνέργεια συνειδητῆς ἐπιλογῆς. Αὐτό εἶναι ἕνα μυστήριο ἀλλά ἀποδεικνύεται περίτρανα στήν πράξη μέ τό παράδειγμα τῶν Ἁγίων μας. Ἄν δεχθοῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει καθόλου ἐμπαθής κληρονομικότητα, δυνάμει καταγεγραμμένη στούς θύλακες τοῦ βιολογικοῦ DNA, τότε ἀφεύκτως ὁδηγούμεθα στόν συνειρμό, γιατί ὄχι καί στό συμπέρασμα, ὅτι «ἡ τούς ἁγίους ἀγγέλους ἀσυγκρίτως ὑπερέχουσα» Πανάμωμος Δέσποινα, δέν θά ἐπηρεαζόταν καθόλου ἀπό τό ὑλικό τῶν γονέων της, εἴτε αὐτό ἦταν «πανάμωμον» ὅπως ἡ Ἁγιοπατερική Παράδοση ὁμοθυμαδόν ἀποφαίνεται, εἴτε - ἄπαγε τῆς βλασφημίας - ἦταν πορνικόν ἤ κλεψίγαμον! Ἀρκεῖ ἡ προσφερθεῖσα ἀπό τό οἰκεῖο της περιβάλλον ἀγωγή, νά βοηθοῦσε ἐκ βρεφικῆς ἡλικίας τήν προαίρεση τῆς Θεοτόκου, νά παραμείνει ἐπακριβῶς ἐναρμονισμένη μέ τό φυσικό της θέλημα! Ποιός σοβαρός ἄνθρωπος, μέ στοιχειώδη ἔστω πίστη, μπορεῖ νά δεχθεῖ κάτι τέτοιο; Ἄν συνέβη σέ ἄλλους Ἁγίους, ὅπως τόν ἀναφερθέντα θαυμαστό Ὅσιο Θεόδωρο τόν Συκεώτη, πού ἐπικαλούμενος μέ ἄκρα ταπείνωση τόν τρόπο προελεύσεώς του, κατατρόπωνε τῶν δαιμόνων τίς φάλαγγες, αὐτό συνέβαινε, ὄχι γιατί ἡ ἐμπαθής κληρονομικότητα δέν ὑπῆρχε, ἀλλά γιατί ἡ προαίρεσή του πιθανόν δέν τήν ἀπεδέχθη, εἰδικά ἄν κυοφορήθηκε ἤ ἄν ἀνατράφηκεσέ κλῖμα Χάριτος καί μετανοίας, ἤ δυνατόν νά ὑπῆρχε σ’ ἕνα βαθμό, ἀλλά θεωρώντας την ὡς στάδιο ἀγῶνος, ἀσκητικῶς τήν ἐξωβέλισε. Σύγχρονοι ἅγιοι περί κληρονομικότητας Θά ἀναφερθοῦμε τώρα, ὅσο γίνεται πιό συνοπτικά στίς ἀναφορές τῶν συγχρόνων ἁγίων γιά τό θέμα τῆς κληρονομικότητος. α) Ὅσιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης: Εἶναι ἀπό τούς μεγαλύτερους ἁγίους τῆς δευτέρας χιλιετηρίδος κατά τήν ταπεινή μου ἄποψη. Ἔχει ἀναφέρει πάρα πολλά γύρω ἀπό τό ὑπό συζήτηση θέμα, ἀλλά θά ἀναφέρω δειγματοληπτικά μερικές μόνο παραθέσεις του, ὅπως καταγράφονται στό τελευταῖο βιβλίο «Ἕνας νά μέ ἀκούσει…» τῶν ἐκδόσεων Ἡ Μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος Μήλεσι 2018. «Ὅ,τι θέλουμε γεννᾶμε. Θέλουμε ἁγίους, γεννᾶμε ἁγίους. Στό χέρι μας εἶναι νά γεννήσουμε ἁγίους. Ἡ ψυχοσωματική ὑγεία τοῦ παιδιοῦ ἀρχίζει νά διαμορφώνεται ἀπό τή σύλληψη, ἐν συνεχεία ἐπηρεάζεται ἀπό τή ζωή τῆς μητέρας κατά τήν κύηση καί φυσικά ἀπό τή ζωή τοῦ ζεύγους».(σελ. 33) «Ὁ φυσικός τρόπος ἐπαφῆς (μέ τόν σύζυγό σου) σέ κάνει νά εὐτυχεῖς καί αὐτό πρέπει νά γίνει ἀπό τήν πρώτη φορά. Γιατί ὅπως μάθεις. Ὅλα τά ἄλλα εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Διαστρέφουν τήν ψυχή, μπερδεύουν. Παθογένεια».(σελ. 31) Στό σημεῖο αὐτό μιά ἀπαραίτητη συμπλήρωση. Ὁ π. Σάββας Ἁγιορείτης σέ ἄρθρο του στό ἱστολόγιο «Χριστοσπαναγιά» μέ τίτλο «γιά τίς σαρκικές διαστροφές ἐντός τοῦ γάμου, ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου», ἀναφέρει τήν ἴδια λέξη «Παθογένεια» σέ συνάρτηση μέ τίς παρά φύσιν ἐκτροπές τῶν γονέων. Γράφει: «Ὀνόμασε τίς πράξεις αὐτές (ὁ ὅσιος Παΐσιος) μάστιγα τῆς ἐποχῆς καί παθογένεια γιά τά διαζύγια, τήν ψυχική διάσπαση τῶν συζύγων, καί ἰδίως γιά τήν διαστροφή καί κατρακύλα τῶν σημερινῶν παιδιῶν, ποῦ εἰσροφοῦν δαιμονική ἐνέργεια ἀπό τά κυριαρχικά δικαιώματα πού ἔχει ὁ διάβολος ἐπί τοῦ γενετικοῦ ὑλικοῦ ἀπό τό ὁποῖο προέρχονται καί ἀπό τίς χαίνουσες πνευματικές πληγές, πού ὑπάρχουν ἀθεράπευτες στίς ψυχές τῶν γονέων τούς». Συνεχίζομε μέ τόν ὅσιο Πορφύριο. «Δὲν φαντάζεσαι πόσο ἐπηρεάζει τό ἔμβρυο τό περιεχόμενο τῶν αἰσθήσεών μας κατά τήν ἐγκυμοσύνη, ἀκόμα καί τήν ὄψη του. Πῶς νά τό ποῦμε αὐτό, εἶναι ἀδόκιμη λέξη. Νά τό ποῦμε “ἰδεοπλασία”… Ἡ ἰδέα ὑλοποιεῖται, παίρνει χαρακτηριστικά, ἀλλάζει ἀκόμα καί τό DNA..»(ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 36-37) «Κατά τήν διάρκεια τῆς κύησης μή συνέρχεσθε, γιατί αὐτή ἡ συγκίνηση διαταράσσει τήν ὁμαλή ἀνάπτυξη τοῦ ἐμβρύου κι ἄς λένε οἱ γιατροί μέχρι τόν ἕκτο μῆνα. Τό τράνταγμα. Ἡ αἴσθηση τῆς ἡδονῆς διεγείρει, τό ἔμβρυο συμμετέχει. Ἐπίσης, κατά τήν διάρκεια τοῦ θηλασμοῦ νά ἀποφεύγετε τίς συνευρέσεις γιατί τό γάλα “χαλάει”. Δέν εἶναι τό ἴδιο». (ἐνθ. ἀνωτ. σελ. 41-42) «Σημείωνε ὁ ἅγιος Πορφύριος (ὁ Καυσοκαλυβίτης) ὅτι οἱ παρά φύσιν σχέσεις τῶν γονέων… ἐπειδὴ εἶναι ὁμοφυλοφιλικές (συνειδητά ἤ ἀσυνείδητα) διαστροφές, ἀλλοιώνουν τό DNA τῶν γεννητόρων καί προκαλοῦν πολλές φορές τήν γέννηση παιδιῶν μέ ροπή πρός τήν ἔκφυλη σεξουαλική ζωή (ὁμοφυλόφιλη ἤ ἑτεροφυλόφιλη). Τοῦτο διότι οἱ γενετήσιες ἀνδρόγυνες σχέσεις ὅταν… παρεκτρέπονται σέ παρά φύσιν ἀνώμαλες σχέσεις ἐκφυλίζουν τήν κυτταρική μνήμη τοῦ DNA τῶν δύο γονέων…»(Ἰωάννου μοναχοῦ, Λόγος περί ὁμοφυλοφιλίας-θεματικῆς ἑβδομάδας ἔμφυλων ταυτοτήτων καί σχέδιο νόμου γιά τήν ἀναγνώριση τῆς ταυτότητας φύλου). Ἀφήνουμε τώρα τόν ὅσιο Πορφύριο καί προχωρᾶμε σέ θέσεις τοῦ ἐξίσου ὑπερθαύμαστου ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου, ὁ ὁποῖος εἶναι καί περισσότερο ἀποδεκτός -ὅπως πληροφοροῦμαι- ἀπό κάποιους ζηλωτές Ἁγιορεῖτες, ἄν καί στά θέματα αὐτά ὁ ὅσιος Πορφύριος ἦταν κατά πολύ αὐστηρότερος. Ξεκινᾶμε ἀπό τό βιβλίο «Ὁ πατήρ Παΐσιος μοῦ εἶπε…» Θεσσαλονική 1999, ἐκδ. τοῦ μαθητοῦ του Ἀθανασίου Ρακοβαλῆ: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν σαρκικό φρόνημα. Αὐτό κληρονομεῖται ἀπό τούς γονεῖς. Βλέπεις, ἄν κανένα παιδάκι ἔχει γεννηθεῖ ἀπό σαρκικούς γονεῖς, παιδί ἀκόμα καί ἔχει τέτοιες ἐπιθυμίες. Αὐτό ὅμως δέν εἶναι τίποτα. Γιατρεύεται. Εἶναι ἁπαλό σάν τήν τσουκνίδα, δέν ἔχει σκληρύνει ἀκόμη νά γίνει ἀγκάθι, καί φεύγει εὔκολα μ’ ἕναν καλό πνευματικό, νάχει διάκριση ὅμως νά καταλαβαίνει τί εἶναι τί, γιατί στήν ἀρχή ὅλα τά φυτά, δύο φυλλαράκια ἔχουν». «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἄλλος λιγότερο ἄλλος περισσότερο ἔχουν σαρκικό φρόνημα. Ἄλλος ἄς ποῦμε εἶναι 30% πνευματικός, ἄλλος 40% ἄλλος 60% τό περισσότερο πού συνάντησα εἶναι 75%. Μόνο ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἦταν τελείως πνευματικοί ἄνθρωποι καί γεννήθηκε μετά ἀπό προσευχή αὐτό τό ἀπαθέστατο πλασματάκι ἡ Παναγία. Αὐτό τό ἔζησα, ὅταν ἤμουν στό Σινᾶ». «Ὅταν μείνει ἔγκυος ἡ γυναίκα, τότε τό ἄριστο εἶναι νά σταματήσουν τίς σαρκικές σχέσεις ἀμέσως τό ἀνδρόγυνο ἤ ἄν δέν μποροῦν, νά τίς περιορίσουν πολύ. Ἀλλά ἀπό τόν ἕκτο μῆνα καί μετά τοὐλάχιστον, πρέπει νά σταματήσουν νά ἔχουν ἐπαφές, γιατί ἐκτός ἀπό τόν κίνδυνο νά πάθει ζημιά τό παιδί (ἀποβολή κ.λ.π.), γίνεται καί πνευματική ζημιά. »Βλέπεις τό ἔμβρυο ἀναγκαστικά συμμετέχει καί αὐτό στήν ἡδονή πού νοιώθει ἡ μάνα του καί ἀπό τήν κοιλιά ἀκόμη ἀποκτᾶ πάθος. Ὑπάρχουν βρέφη πού βυζαίνουν καί… πυρώνονται σαρκικά! Ἐνῶ ὑπάρχουν παλικάρια, δεκαοχτώ – εἴκοσι χρονῶν, πού ἔχουν μία ἀπάθεια, δέν ἐνοχλοῦνται ἀπό τό σῶμα τους. Ποῦ ὀφείλεται αὐτή ἡ διαφορά; Στήν πνευματική κατάσταση τῶν γονιῶν τους. Εἶναι ἡ πνευματική κληρονομιά. Βλέπεις οἱ γονεῖς δέν ἀφήνουν στά παιδιά τους κληρονομιά μόνον σπίτια, χωράφια, ἀλλά ἀφήνουν κληρονομιά καί τά πάθη τους ἤ τίς ἀρετές τους. » Ἀνάλογα ἄν εἶναι πλούσιος ἤ φτωχός κανείς ἀφήνει πολλά ἤ λίγα. » Ἔτσι ὑπάρχουν παιδιά πού ἔχουν πλούσια πνευματική κληρονομιά ἀπό τούς γονεῖς. Παιδιά μέ πολλές ἀρετές. Αὐτά τά παιδιά, ἄν προσθέσουν καί τό δικό τους κόπο καί τό δικό τούς ἀγῶνα, μποροῦν νά φθάσουν ψηλά πνευματικά, γιατί ἀπό ψηλά ξεκίνησαν κιόλας » Γι’ αὐτό ἡ Παναγία μας ἦταν τόσο καθαρή. Οὔτε κἄν ἁμαρτωλός λογισμός δέν τήν πλησίασε. Ἡ ρίζα τῆς εἶναι ἁγία. Ὁ Ἰωακείμ καί ἡ Ἄννα ἦταν ἅγιοι καί ἡ σύλληψη ἀκόμα τῆς Παναγίας ἦταν χωρίς ἡδονή. Ὁ Θεός ὅμως δέν εἶναι ἄδικος. Αὐτό πού μετράει εἶναι ἡ ἐργασία πού ἔκανε κανείς στόν ἑαυτό του. Ὁ ἀγῶνας, ὁ προσωπικός κόπος πού κατέβαλε ὁ καθένας, γιά νά τηρήσει τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ, γιά νά εὐαρεστήσει τό Θεό, αὐτό μετράει ὁ Θεός καί ὄχι τό σημεῖο πού ξεκίνησε». (ἐνθ. ἀνωτ. 34-35) Παραθέτουμε στή συνέχεια ἀποκαλυπτικό γιά τό θέμα διάλογο, τοῦ ἁγίου Παϊσίου μέ μοναχή, ὅπως καταγράφεται στόν τόμο «Γέροντος Παϊσίου, Λόγοι Ε΄ Πάθη καί Ἀρετές» σέλ. 12-13-14. «…Κοίταξε νά σοῦ πῶ: Ὁ κάθε ἄνθρωπος ἔχει κληρονομικές καταβολές καλές καί κακές. Πρέπει νά ἀγωνισθῆ νά ἀπαλλαγῆ ἀπό τά ἐλαττώματά του καί νά καλλιεργήσει τά καλά πού ἔχει, γιά νά γίνει μιά ἀληθινή, χαριτωμένη εἰκόνα τοῦ Θεοῦ. » Οἱ κακές κληρονομικές καταβολές δέν εἶναι ἐμπόδιο γιά τήν πνευματική πρόοδο. Γιατί, ὅταν ἀγωνίζεται κανείς, ἔστω καί λίγο ἀλλά μέ φιλότιμο, τότε κινεῖται στόν πνευματικό χῶρο, στό θαῦμα, καί ὅλα τά ἄσχημα κληρονομικά τά διαλύει ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ. » Ὁ Θεός πολύ συγκινεῖται καί πολύ βοηθάει μιά ψυχή πού ἔχει κακές κληρονομικές καταβολές καί ἀγωνίζεται φιλότιμα στό οὐράνιο πέταγμα μέ τήν ἀτροφική τῆς φτερούγα-τήν κακή κληρονομικότητα. Γνωρίζω πολλούς πού μέ τήν μικρή προσπάθεια πού κατέβαλαν καί μέ τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ ἐλευθερώθηκαν ἀπό αὐτά. Αὐτοί οἱ ἄνθρωποι εἶναι γιά τόν Θεό μεγάλοι ἥρωες. Γιατί αὐτό πού θά συγκινήση τόν Θεό εἶναι ἡ ἐργασία πού θά κάνουμε στόν παλαιό μας ἄνθρωπο. » Γέροντα, τό βάπτισμα δέν ἐξαλείφει τίς κακές κληρονομικές καταβολές; »Τό βάπτισμα μᾶς ἀπαλλάσσει ἀπό τήν κατάρα τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος καί ἀπό ὅλες τίς ἁμαρτίες. Ὅταν βαπτίζεται ὁ ἄνθρωπος, ντύνεται τόν Χριστό, ἀπελευθερώνεται ἀπό τό προπατορικό ἁμάρτημα καί ἔρχεται ἡ Θεία Χάρις. Οἱ κακές ὅμως κληρονομικές καταβολές μένουν. Μήπως ὁ Θεός δέν θά μποροῦσε νά τίς ἐξαλείψη καί αὐτές μέ τό βάπτισμα; Τίς ἀφήνει ὅμως, γιά νά ἀγωνισθοῦμε, νά νικήσουμε καί νά στεφανωθοῦμε… » Γέροντα, ἐγώ, ὅταν πέφτω συνέχεια σέ κάποιο λάθος, λέω: “Ἔτσι γεννήθηκα, τέτοια εἶμαι” » Ἀκόμη αὐτό ἔλειψε, νά μᾶς πεῖς ὅτι οἱ γονεῖς σοῦ ἔδωσαν ὅλα τά ἐλαττώματα πού ἔχεις. Ἀπό πάππον πρός πάππον ὅλα τά ἐλαττώματα σ’ ἐσένα δόθηκαν καί ὅλα τά χαρίσματα στούς ἄλλους; Μήπως τά βάζεις καί μέ τόν Θεό; Ὅποιος λέει: “Ἐγώ αὐτόν τόν χαρακτῆρα ἔχω, ἔτσι γεννήθηκα, ἔχω ἄσχημες κληρονομικές καταβολές, μ’ αὐτές τίς συνθῆκες μεγάλωσα, ἄρα δέν μπορῶ νά διορθωθῶ…”, εἶναι σάν νά λέει: “Φταίει ὄχι μόνον ὁ πατέρας μου καί ἡ μάνα μου, ἀλλά καί ὁ Θεός”! Ὅταν ἀκούω κάτι τέτοια, ξέρετε πῶς στενοχωριέμαι; Ἔτσι βρίζει κανείς καί τούς γονεῖς του καί τόν Θεό, ἀπό τήν στιγμή πού σκέφτεται ἔτσι, παύει νά ἐνεργεῖ ἡ Χάρις τοῦ Θεοῦ! » Γέροντα, μερικοί λένε ὅτι, ὅταν ἕνα ἐλάττωμα εἶναι στήν δομή τοῦ ἀνθρώπου, δέν διορθώνεται. » Ξέρεις τί γίνεται; Μερικούς τούς συμφέρει νά λένε ὅτι κάποιο ἐλάττωμα ὀφείλεται στήν δομή τους, γιατί ἔτσι δικαιολογοῦν τόν ἑαυτό τους καί δέν κάνουν καμιά προσπάθεια νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό αὐτό. “Ἐμένα, λένε, δέν μοῦ ἔδωσε χαρίσματα ὁ Θεός! Τί φταίω ἐγώ; Γιατί μοῦ ζητοῦν πράγματα πάνω ἀπό τίς δυνάμεις μου;”! Ὁπότε ἀραλίκι μετά. Δικαιολογοῦν τόν ἑαυτό τους, ἀναπαύουν τόν λογισμό τους καί βαδίζουν μέ τόν χαβά τους. Ἄν ποῦμε: “Αὐτά εἶναι κληρονομικά, τά ἄλλα εἶναι τοῦ χαρακτῆρα μου”, πῶς θά διορθωθοῦμε; Αὐτή ἡ ἀντιμετώπιση διώχνει τήν πνευματική λεβεντιά… Κατά τόν λογισμό μου αὐτός πού ἔχει κακές κληρονομικές καταβολές καί ἀγωνίζεται νά ἀποκτήσει ἀρετές, θά ἔχει πιό πολύ μισθό ἀπό ἐκεῖνον πού κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς του ἀρετές καί δέν χρειάζεται νά ἀγωνισθεῖ, γιά νά τίς ἀποκτήσει, γιατί ὁ ἕνας τά βρῆκε ὅλα ἕτοιμα, ἐνῶ ὁ ἄλλος ἀγωνίσθηκε σκληρά, γιά νά τίς ἀποκτήσει. Βλέπεις, καί οἱ ἄνθρωποι ἐκτιμοῦν περισσότερο ἐκεῖνα τά παιδιά πού βρῆκαν χρέη ἀπό τούς γονεῖς τους καί ἀγωνίσθηκαν σκληρά ὄχι μόνον νά τά ἐξοφλήσουν, ἀλλά καί νά δημιουργήσουν περιουσία, παρά ὅσα βρῆκαν περιουσία ἀπό τούς γονεῖς τους καί τήν διατήρησαν”. “Ὅλοι ἔχουμε πάθη κληρονομικά, ἀλλά αὐτά δέν μᾶς βλάπτουν. Εἶναι ὅπως ἕνας γεννιέται λχ μέ μιά ἐλιά στό πρόσωπο. Αὐτή καί ὀμορφιά τοῦ δίνει, ἄν ὅμως τήν ξεσκαλίσει, μπορεῖ νά δημιουργηθεῖ καρκίνος. Νά μήν ἀφήνουμε τόν διάβολο νά ξεσκαλίζει τά πάθη. Ἄν τόν ἀφήσουμε νά ξεσκαλίζει τήν ἀδυναμία μᾶς, δημιουργεῖται ‘καρκίνος’»(ἐνθ. ἀνωτ. λόγοι Α΄σελ. 27-28) «Ἔχουν ὑποχρέωση νά ἀγωνίζονται νά ἐγκρατεύονται οἱ ἔγγαμοι, γιά νά μή μεταδώσουν τό σαρκικό πάθος καί στά παιδιά τους. Ἕνα παιδάκι, πού οἱ γονεῖς του ἔχουν πολύ σαρκικό φρόνημα, ἔχει ἀπό μικρό τέτοιες τάσεις, γιατί παίρνει τό σαρκικό φρόνημα ἀπό αὐτούς. Στήν ἀρχή αὐτό εἶναι ἁπαλό, ὅπως ὅλα τά κληρονομικά πάθη-σάν τήν τσουκνίδα πού, μόλις φυτρώνει, εἶναι ἁπαλή καί μπορεῖς νά τήν πιάσεις, ἐνῶ, ὅταν μεγαλώσει, τσιμπάει-καί μπορεῖ νά θεραπευθεῖ ἀπό ἕναν καλό πνευματικό, πού ἔχει διάκριση. Ἄν ὅμως δέν τό κόψη στήν μικρή ἡλικία, θά χρειασθεῖ πολύ νά ἀγωνισθεῖ, ὅταν μεγαλώσει, γιά νά τό κόψη»(ἐνθ. ἀνωτ. λόγοι Δ΄, οἰκογενειακή ζωή, σελ. 63-64). Ἐπίσης τήν ἄποψη τοῦ Γέροντος Ἐφραίμ τοῦ Φιλοθεΐτου ἀπηχεῖ τό ἐπίλεκτο πνευματικό του τέκνο π. Στέφανος Ἀναγνωστόπουλος πού στό βιβλίο τοῦ «Ξέρεις ποιός εἶσαι. Σελ. 17-23» μεταξύ ἄλλων γράφει καί τά ἑξῆς: «Κάθε ἄνθρωπος πού ἔρχεται στόν κόσμο φέρει ἐπάνω του τήν κληρονομικότητα τῶν γονέων ἀλλά καί τῶν προπατόρων του…Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι κληρονομοῦμε πάθη καί ἀδυναμίες, ὄχι. Κληρονομοῦμε τή ροπή. Οἱ σύγχρονοί μας ἅγιοι, ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὁ Καυσοκαλυβίτης, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ὁ Καρσλίδης, ὁ Ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης, γεννήθηκαν ὁπωσδήποτε μέ τήν ἁμαρτωλή φύσι τῶν προγόνων τους καί σίγουρα θά ἀνῆκαν σέ κάποιον ἀπό τούς τύπους τῶν χαρακτήρων… Αὐτό ὅμως δέν τούς ἐμπόδισε νά νικήσουν τό τριπλό κακό τῆς σαρκός, τοῦ κόσμου καί τοῦ διαβόλου καί νά δοξάσουν τόν Θεό ὅσο ἦταν μέσα στόν κόσμο καί πλέον αἰώνια στούς οὐρανούς». Μετά ἀπό τήν ἀναφορά στούς συγχρόνους καί παλαιούς ἁγίους, νά ἐπεξηγήσω τί ἐννοοῦσα στήν συνέντευξή μου, μέ ὅσα ἀνέφερα-προφορικά πού κατεγράφησαν-στό θέμα τῆς κληρονομικότητας. Κατ’ ἀρχάς νά διευκρινίσω ὅτι δέν τά ἄκουσα αὐτά, οὔτε ἀκροθιγῶς, ἀπό τόν ὅσιο Πορφύριο. Τόν γνώρισα πρωτοετής φοιτητής τό 1988, μέσω στενοῦ φίλου μου, πού ὑπῆρξε μαθητής του ἀφοσιωμένος καί πνευματικό του ἀνάστημα. Ὅλα ὅσα ἀνέφερα, ἔχουν βασισθεῖ, τόσο σέ ὅσα ἄκουσα ἀπό τό πρόσωπο ἐκεῖνο, ὅσο καί σέ γενικώτερη ἔρευνα πού ἔχω κάνει γύρω ἀπό τό θέμα αὐτό. Ὁ φίλος μου ἐκεῖνος, μεγαλόσχημος μοναχός σήμερα, ἡμίπληκτος, κλινήρης, καρκινοπαθής καί σχεδόν τυφλός, μαθήτευσε κοντά στόν μεγάλο ὅσιο καί ἀπεκόμισε τήν διδασκαλία του. Ὁ ἅγιος τόν ὑπεραγαποῦσε καί νομίζω συνεργάζονται μέχρι σήμερα ἄμεσα καί ἀποτελεσματικά, ὅπως μαρτυρεῖ πλειάδα θαυμάτων μέ ἐμφανίσεις καί παρεμβάσεις τοῦ ὁσίου Πορφυρίου ἀλλά αὐτό δέν εἶναι τοῦ παρόντος... Μετά τήν μακαρία κοίμηση τοῦ ὁσίου Πορφυρίου, συνέχισε μέ ὑπόδειξη τοῦ ἁγίου νά ἔχει πνευματική ἀναφορά στόν ὅσιο ἐπίσης γέροντα τοῦ Λοιμωδῶν, Εὐμένιο Σαριδάκη. Ὅταν πληροφορήθηκε γιά τήν κριτική πού ἀσκήθηκε στήν συνέντευξή μου ἀπό τόν λίαν σεβαστό π. Παΐσιο, εἰδικά γιά τό 30 καί 70% καί τήν λέξη «κολλᾶνε», μοῦ εἶπε τηλεφωνικῶς: «Θά ἀνασυντάξω τίς δυνάμεις μου καί θά γράψω. Ἔλα νά σοῦ τά ἐπεξηγῶ καί προφορικῶς». Ὄντως. Παρ’ ὅτι τυφλός μοῦ παρέδωσε -ὡς ἄριστος θεοδίδακτος θεολόγος- ἕνα γραπτό κείμενο 60 καί πλέον σελίδων μέ τό ὁποῖο ὑπομνηματίζει τό κείμενο τοῦ π. Παϊσίου καί τό ὁποῖο θά δημοσιευθεῖ ἀργότερα. Διαφαίνεται ἡ θεογνωσία, ἡ ἀπάθεια, ἡ ταπείνωση, ἡ διάκριση καί ἡ ἀγάπη. Σέ ταξίδι μου πρόσφατο ἠχογράφησα καί ζωντανά ὅσα καταγράφει. Καί ἐπειδή ἡ ἀθλιότης μου, σύν τοῖς ἄλλοις, διακρίνεται καί γιά ἰσχυρογνωμοσύνη, θά ἀφήσω τά γραπτά τοῦ ἑτέρου ἀδελφοῦ του, τοῦ ἀσθενοῦντος μοναχοῦ, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Πορφυρίου, νά μᾶς μεταφέρει τήν ἐμπειρική γνώση πού ἀπεκόμισε ἀπό τήν ἄμεση ἀναστροφή μαζί του. Ἀποσπασματικά θά ἀναφέρω καίριες γιά τό θέμα μας ἐπισημάνσεις του, ἐπειδή εἶναι ἀδύνατον νά μεταφερθεῖ ὁλόκληρη ἡ ἐπιχειρηματολογικὴ κατάστρωση τοῦ κειμένου του: «..Παράλληλα τό σῶμα τῶν μεταπτωτικῶν πρωτοπλάστων ἔγινε… κτηνῶδες, ἀπέκτησε δηλαδή τά λεγόμενα ἀδιάβλητα (=ἀκατηγόρητα) πάθη, ἤτοι τά ἔνστικτα τῆς αὐτοσυντήρησης, τῆς ἀναπαραγωγῆς, τῆς γενετήσιας ὁρμῆς, καί ροπές πρός διάφορες σωματικές ἀσθένειες καί τόν σωματικό θάνατο καί τήν φθορά, ἡ ὁποία κάνει διαρκῶς τήν ἐμφάνισή της μέχρι τήν διάλυση τοῦ ἀνθρωπίνου πτώματος... Εἶναι ὅπως τό ἀναφέρει ὁ ἀπόστολος Παῦλος στήν πρός Ρωμαίους ἐπιστολή του κέφ. Ε΄, 12 “Διά τοῦτο ὥσπερ δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθεν καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον”. Ἐννοεῖται ὅτι δέν μιλάει ἐδῶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά κληρονομική δικανική ἐνοχή ἀπό τούς μεταπτωτικούς πρωτοπλάστους σ’ ἐμᾶς τούς κατά σάρκα ἀπογόνους τους, ὅπως σχολαστικά καί λαθεμένα ἑρμηνεύουν ὁ ἅγιος Αὐγουστίνος (354-430 μ.Χ.) καί οἱ αἱρετικοί πνευματικοί του “υἱοί”- παπικοί καί προτεστάντες. Μή γένοιτο. Ἄν ὁ πανεπιστήμων καί πάνσοφος μέγας Βασίλειος (ἰατρός, ἀστρονόμος, κλπ.) ἑρμήνευε στήν ἐποχή μας 2019 τό χωρίο τοῦ ἀποστόλου Παύλου πού παραθέσαμε, θά μᾶς ἔλεγε σίγουρα καί ἐκεῖνος, αὐτά πού διά στόματος τοῦ ἁγίου Πορφυρίου ἄκουσα: “Τά ἀνθρώπινα σώματα τῶν μεταπτωτικῶν ἀνθρώπων ἔγιναν ζωώδη, κτηνώδη, ἀλλοιώθηκε τό σῶμα τους μέχρι τό τελευταῖο γονίδιο τοῦ κάθε σωματικοῦ τους κυττάρου. Συγκεκριμένα ἀπό τά 23.000-25.000 γονίδια πού περιέχει τό ἀνθρώπινο κυτταρικό γονιδίωμα (σύνολο γονιδίων) τά 900 ἀπό αὐτά τά γονίδια, ἔχουν, κρύβουν μέσα τούς τίς καλές ἤ τίς κακές ροπές, πού μεταφέρουν γενετικά οἱ γονεῖς στά σαρκικά παιδιά τους. Αὐτές οἱ ροπές εἶναι καταγεγραμμένες ὡς ψυχικά ἀποτυπώματα πάνω στό βιολογικό DNA λόγω τῆς στενῆς ὑποστατικῆς σχέσης ψυχῆς καί σώματος. Εἶναι ροπές, τάσεις, πληροφορίες, πού ἀφήνουν οἱ προγενέστεροι στούς ἐπιγενόμενους. Δέν εἶναι ἐσωτερική ποιότητα τῆς φύσεως ἀφοῦ ἡ ψυχή δίνεται ἀπευθείας ἀπό τόν Θεό πεντακάθαρη, πλήρης καί τελεία. Ἀφοροῦν καθαρά τό σωματικό μέρος. Ὑπάρχουν καλές ροπές, πρός τήν καλλιτεχνία, τίς γραμματικές γνώσεις, τήν εὐφυΐα, τήν σωματική δύναμη κλπ. καί κακές ροπές ὅπως π.χ. σωματικές ἀσθένειες, νευροπάθειες, ροπές πρός ἐμπαθεῖς καταστάσεις, ἔντονης σαρκικότητας, διαστροφικὲς τάσεις κλπ. Τά σωματικά γνωρίσματα δέν ἐξαρτῶνται ἀπό τήν προαίρεση. Ὅ,τι ὅμως ἀπ’ αὐτά τά σημάδια τῆς ἐμπαθοῦς παθητότητας ὑιοθετεῖ ἡ πεντακάθαρη ψυχή ὅταν τά συναντᾶ στούς θύλακες τοῦ βιολογικοῦ DNA, ὀφείλεται ἀποκλειστικά στήν δική της προαιρετική λειτουργία ἀφοῦ δέν μᾶς ἀκολουθοῦν ὡς φυσικές χορηγίες ἀλλά ὡς οἱονεί προτάσεις ζωῆς. Ἐκεῖ βοηθᾶ ἡ ἀτμόσφαιρα ὅπου τό σπερματοζωάριο γονιμοποιεῖ τό ὠάριο, ἤτοι τήν παρουσία ἤ τήν ἔλλειψη τῆς θείας Χάριτος κατά τήν σύλληψη, τήν κυοφορία καί τά πρῶτα χρόνια τῆς ἀγωγῆς τῶν παιδιῶν”. »Συνήθως, τά παιδιά προσευχόμενων καί μετανοούντων γονέων δέν τά συναντοῦν αὐτά σέ ἐμβρυακά πλαίσια, γιατί ἡ θεία Χάρις, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, καθιστᾶ πνευματικό τό σῶμα καί τό ἀνυψώνει στίς σφαῖρες τοῦ θεοειδοῦς νοῦ. Ὁπότε αὐτές οἱ ροπές σβήνουν καί δέν ὑπάρχουν. Αὐτό-τόνιζε ὁ ἅγιος Πορφύριος-ἀρχίζει νά γίνεται μέ μιά γενική ἐν μετανοία ἐξομολόγηση. Ἀπόσβεση ἐμβρυακῶν τραυμάτων ἀλλά καί ἐμπαθῶν κληροδοτημάτων. Ἡ Χάρις -ἔλεγε- διαποτίζει τό σῶμα, πηγαίνει “ἄχρι μυελοῦ ὀστέων”. Καί τά παιδιά ὅμως πού τά κληρονομοῦν αὐτά, λόγω τῆς μετριότερης ἤ ἐλάχιστης πνευματικότητας τῶν γονέων τους. Ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προαίρεσή τους πῶς θά τά ἀξιοποιήσουν, ἄλλα ἐλάχιστα, ἄλλα πολύ, ἄλλα καθόλου. Ἄλλοι τά ἐνεργοποιοῦν ἀλλά ἀντιλαμβάνονται ὅτι εἶναι ἐπιθέματα κακίας καί ὄχι φυσικά ἰδιώματα, καί ἀφήνουν τήν θεία Χάρη μέ τόν φιλότιμο ἀγῶνα πού κάνουν νά τούς ἀπαλλάξει ἀπ’ αὐτά. Αὐτοί εἶναι τά πιό ἀγαπημένα παιδιά τοῦ Χριστοῦ. Ὅταν τά κληρονομικά πάθη ἐντοπισθοῦν στά παιδάκια νωρίς, εὔκολα θεραπεύονται. Ἐπιδρᾶ ἐξ ἐπαγωγῆς ἡ ἀλλαγή τῶν γονέων, ἤτοι ἡ ἀτμόσφαιρα τῆς θείας Χάριτος μέσω τῆς μετανοίας καί τῆς προσευχῆς τῶν γονέων τους, καί ἑνός διακριτικοῦ πνευματικοῦ, ὅταν ἡ ἐφθαρμένη προαίρεση τά δυναμώσει, τά πάθη αὐτά σκληραίνουν, παίρνουν μορφή “δευτέρας φύσεως” ὅπως λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες καί ἀπαιτεῖται μεγαλύτερος ἀγῶνας. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός μας, πού φυσικά τό γνωρίζει αὐτό καλύτερα ἀπό ὅλους μας, θά κρίνει τόν κάθε ἕνα μας, γιά τό ἄν ἀξιοποιήσαμε θετικά ἤ ἀρνητικά μέ τήν ψυχή μας, τήν καλή ἤ κακή μας κληρονομικότητα. Δέν εἴμαστε δέσμιοι καμιᾶς κληρονομικότητας, παρά μόνο τῆς προαιρέσεώς μας. Αὐτή καί μόνο, μᾶς καθιστᾶ σκλάβους στήν ἁμαρτία. Ἄν συμβαίνει νά θριαμβεύει ἡ κακή κληρονομικότητα, αὐτό ὀφείλεται σ’ ἐμᾶς, πού κάναμε σατανοκίνητη τήν προαίρεσή μας καί ὄχι στή δική τῆς ἐγγενῆ μεγαλοδυναμία. Νά ἕναν σχετικό ὑποθετικό ἱστορικό παράδειγμα γιά νά κατανοήσουμε τά λεγόμενα: Ὑποθέτουμε ὅτι ὁ πασίγνωστος Ἀδόλφος Χίτλερ (1890-1945 μ.Χ) εἶχε ἕνα δίδυμο ὁμοζυγωτό ἀδελφό (δήλ. τά δύο ἀδέλφια προέρχονταν ἀπό διάσπαση τοῦ ἴδιου ἀκριβῶς γονιμοποιημένου ὠαρίου τῆς μάνας τους). Τά δύο αὐτά ὁμοζυγωτά ἀγόρια θά εἶχαν τρεῖς δυνατότητες κατά τήν ἐπίγεια ζωή τούς, μέ δεδομένο ὅτι σάν ὁμοζυγωτοί δίδυμοι θά εἶχαν κοινό γονιδίωμα κατά 99,99%, ὅπως μᾶς διαβεβαίωνε ὁ ἅγιος Πορφύριος: »Α) Θά μποροῦσαν νά γίνουν καί οἱ δύο δίκαιοι, καλοπροαίρετοι ἄνθρωποι καί γιατί ὄχι Ὀρθόδοξοι ἅγιοι. »Β) Θά μποροῦσαν καί οἱ δύο νά ἀκολουθήσουν ἀμετανόητη ἁμαρτωλή καί ἐγκληματική ζωή, ὅπως δυστυχῶς ἔκανε γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα-ὁ Χίτλερ. »Γ) Ὁ ἕνας νά ἐξελιχθεῖ σέ ἀμετανόητος ἁμαρτωλός ναζιστής ἐγκληματίας-ὅπως δυστυχῶς πέθανε ὁ Χίτλερ, καί ὁ δεύτερος νά βαπτιζόταν Ὀρθόδοξος καί νά γίνει ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας λόγω τῆς καλῆς του προαίρεσης! »Τώρα γιά τό 30 καί τό 70%. Κάποτε ὁ ἅγιος Πορφύριος γιά νά μᾶς τό καταστήσει αὐτό σαφές χρησιμοποίησε τό ἑξῆς παράδειγμα. Πῆρε στά χέρια του ἕνα ποτήρι. Μᾶς τό ἔδειξε καί μᾶς εἶπε: »Ὑποθέτουμε ὅτι ὅλη ἡ ψυχοσωματική ὀντότητα περιέχεται μέσα σ’ αὐτό τό ποτήρι. Τό 30% τοῦ “κοκτέιλ” εἶναι τό σῶμα καί τό 70% τοῦ “κοκτέιλ” εἶναι ἡ ψυχή. Ἐπειδή τό κάθε μέρος τοῦ “κοκτέιλ” εἶναι διαφορετικῆς οὐσίας δέν ἀναμειγνύονται μεταξύ τους. Τό βαρύτερο μέρος τοῦ “κοκτέιλ” -τό 30%- σάν βαρύτερο «κατακάθεται» στόν πάτο τοῦ ποτηριοῦ. Κάτι σάν “ἴζημα” τοῦ αἰωρήματος. Αὐτό εἶναι τό σῶμα μας. Τό ἐλαφρότερο περιεχόμενο τοῦ “κοκτέιλ” -τό 70%- εἶναι ἡ ψυχή μας. Αὐτή σάν «ἐλαφρότερη» ἀνεβαίνει στό πάνω μέρος τοῦ ποτηριοῦ. Βέβαια δέν εἶναι ἀκριβές τελείως τό παράδειγμα, γιατί ἡ ψυχή διέπει καί ζωοποιεῖ, δέν ἐπισκιάζει ἁπλῶς τό σῶμα, ἀλλά παρά τήν συνύπαρξη τῶν δύο στοιχείων τῆς ἀνθρώπινης ὁλότητας, ἡ ψυχή παραμένει κτιστή πνευματική οὐσία καί τό σῶμα ἔχει ὑλική δομή. Δέν ἀναμειγνύονται οὐσιωδῶς ἀλλά ἀλληλοεπηρεάζονται ἐνεργειακῶς. Λειτουργοῦν οἱ ψυχικές αἰσθήσεις μέσω τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καί ὑπάρχει ἀλληλοεπίδραση… Ὁ Χριστός κατά τήν ὥρα τῆς σωματικῆς μας σύλληψης, ἑνώνει ψυχή καί σῶμα. »Ἀπό τήν στιγμή ἐκείνη, ψυχή καί σῶμα διατηροῦνται ἀνάμεικτα μέχρι τήν ὥρα πού θά χωρισθοῦν μεταξύ τους -μὲ τήν θεία θέληση- ἤτοι μέ τόν σωματικό μας θάνατο. Ἀλληλοεπηρεάζονται μόνον ἐπαγωγικά. Συγκεκριμένα, ἡ ψυχή αἰσθάνεται τόν γύρω της αἰσθητό κόσμο διά τῶν σωματικῶν αἰσθήσεων καί σκέπτεται διά τοῦ ἐγκεφάλου-ὅλα αὐτά, ὅσο μένει ἑνωμένη μέ τό σῶμα. Τό σῶμα πάλι, διά τῶν ἀδαμιαίων κληροδοτημάτων, τῶν ἀδιάβλητων παθῶν καί τῶν καλῶν καί κακῶν γενετικῶν του, γονεϊκῶν ροππῶν, πού προαναφέραμε, “παρασύρει” -μεταπτωτικά πάντα- τήν ψυχή νά ἁμαρτήσει… Ἐδῶ εἶναι τώρα τό λεπτό σημεῖο! Ἡ ψυχή μας, πράττοντας ἀνομίες διά τοῦ σώματός μας, ταυτόχρονα- συνειδητά ἤ ὄχι- ἀπωθεῖ τήν θεία Χάρη. Ἡ θεία Χάρη, μᾶς παρακαλεῖ ἀπό ἄκρας συλλήψεως νά τήν ἀφήσουμε νά μᾶς ἁγιάζει συνεχῶς, ἐπίγεια καί αἰώνια, ἐξελικτικά. Ὅταν ἁμαρτάνουμε μέ λογισμούς, λόγια, ἔργα κλπ., ἀπωθοῦμε τήν θεία Χάρη- συνειδητά ἤ ὄχι, ἀλλά ἐλεύθερα πάντα. Τότε ἡ ψυχή μας, καθίσταται ταχύτατα ἀπό ἀπαθής καί ἁγία –ὡς θεόκτιστη- ἐμπαθής καί ἀγρία. Τά πρώην –ἐκ θείας κατασκευῆς- ἀναμάρτητα ἅγια ἰδιώματά της (=χαρακτηριστικά της), παραμορφώνονται σέ διαβλητά (=κατηγορητέα) καί ἐμπαθῆ. Ἡ ἀγάπη της, γίνεται μίσος, πρός τόν Θεό καί τά κτιστά ὄντα (λογικά καί ἄλογα). Ἡ ταπείνωσή της γίνεται ἐγωισμός. Ἡ ἁγνότηττά της γίνεται ἄκρατη φιληδονία κλπ. Αὐτή ἡ ἁμαρτωλή, ἐμπαθής, ψυχική κατάσταση καταγράφεται καί στό σωματικό γονιδίωμά μας πού ἤδη φέρει τό γενικό καί εἰδικό ἀπό τούς γονεῖς μας κληροδότημα πού προαναφέραμε. Ἔτσι τό 30% τοῦ ἀνθρώπινου συνόλου φέρει τήν γενική καί εἰδική κληρονομικότητά μας. Το ὑπόλοιπο 70% εἶναι ἡ καθαρή ψυχή πού λόγω τῆς βαθείας καί ὑποστατικῆς ἕνωσης ψυχῆς καί σώματος, δυνατόν προαιρετικῶς νά ἐπιλέξει ὅ,τι ἀρνητικό “διαβάσει” πάνω στό σωματικό DNA, γεγονός πού συνεπάγεται τήν σταδιακή διαστροφή τῶν δικῶν της θεόσδοτων ἰδιοτήτων. Μπορεῖ νά γίνει ὅμως καί τό ἀντίθετο. Ἡ ψυχή, τό 70%, νά μεταδώσει χάρη μέ τήν μετάνοιά της καί τόν ἀγῶνα της στό σῶμα καί ἔτσι τό 30% νά ἀποβάλλει ροπές καί ἕξεις πρός τήν ἁμαρτία καί πνευματοποιημένο νά ἀνυψωθεῖ στά χαρισματικά ἐπίπεδα πού ὁ νοῦς κινεῖται καί πάσχει τά θεῖα». Σέ ὅλα αὐτά, πού προαναφέρθησαν, ἐπιθυμῶ νά σημειώσω τρεῖς παρατηρήσεις σέ συνάρτηση καί μέ ἄλλα πρόσωπα: Α) Ὅλα ὅσα ἄκουσε καί κατέγραψε ὁ ὡς ἄνω μοναχός ἀπό τόν ἅγιο Πορφύριο, μοῦ τά μετέφερε σέ ἀνύποπτο χρόνο ἡ μοναχή τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Παναγίας Καλυβιανῆς Μαριάμ Περιστέρη, ἀδελφή τοῦ Σεβασμιωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Κωνσταντίνης Ἀριστάρχου. Τά ἄκουσε διά στόματος τοῦ Ἀρχιμ. Ἀνανία Κουστένη, μαθητοῦ ὡς γνωστόν τοῦ ἁγίου Πορφυρίου. Καί μάλιστα τήν ἐξίσωση 30 καί 70%. Β) Ὅσα κατέγραψε ὁ φίλος μου μοναχός, μοιάζουν καταπληκτικά μέ ὅσα πάνω στό θέμα αὐτό ἔχει ἀναφέρει, ὁ θαυμαστός ἅγιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης. Γ) Πάνω στό θέμα τῆς κληρονομικότητας ἔχουμε δύο ἀκραῖες θέσεις-θεωρίες. Ἡ μιά εἶναι ἡ μεταπατερική ἄποψη πού στηρίζεται στίς ἐπιστημονικές ἀνακαλύψεις τῆς μοριακῆς βιολογίας καί πασχίζει νά ἀθωώνει τόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο σέ κάθε του ἐπιλογή, ἀφοῦ τόν παρουσιάζει προικοδοτημένο ἀπό τήν «φυσική ἀναγκαιότητα» πού γονιδιακά κουβαλᾶ καί τόν κάνει –κατ’ αὐτούς, μέ τίποτα νά μήν μπορεῖ νά ξεφύγει ἀπό τήν ὁμηρία της. Εἶναι μιά πολύπλευρη καί συντονισμένη προπαγάνδα πού τό κοσμοείδωλο τῆς ἐπιστήμης ἐνέβαλε ἀκόμη καί στούς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας καί ἐξυπηρετεῖ τίς σατανικές σκοπιμότητες τῆς ἀμοραλιστικῆς ἰδεολογίας τῶν μεταπατερικῶν. Ἡ ἄλλη ἀκραία ἄποψη εἶναι ἡ «ζηλωτική», πού ὅσα δέν βρίσκει ἐπαρκῶς ἀναγεγραμμένα στήν θεόπνευστη παράθεση τῶν ἁγίων πατέρων, εἰδικά τῆς πρώτης χιλιετηρίδος, τά θεωροῦν ἔξω ἀπό τήν περιοχή τῆς ἀλήθειας καί τά καταδικάζουν ὡς φαντασιογεννήματα καί ἄκρως ἐξωπραγματικά. Οἱ ἅγιοι πατέρες στήν ἐποχῆς τους, εἶχαν νά ἀντιπαλαίσουν μέ τά θηρία τῶν αἱρέσεων καί τήν ἐν γένει ἐκφιλοσόφηση τῆς πίστεως. Μίλησαν ἐξ ἀποκαλύψεως καί διατύπωσαν τό δόγμα, ὁριοθέτησαν τήν ἀλήθεια, ὑπέδειξαν τήν ἀσκησομυστηριακή μεθοδολογία ἐντός τῆς μόνης Ἐκκλησίας, ἤτοι τῆς Ὀρθοδόξου, ὡς τήν μοναδική ὁδό ἀναγεννήσεως καί τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου καί γενικά ἀνταποκρίθηκαν στά ὑπαρξιακά ἐρωτήματα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς τους καί στίς ποικίλες προκλήσεις πού ὑφίστατο ἡ Ἐκκλησία ἀπό ἐνδογενεῖς παραχαράκτες τῆς διδασκαλίας της καί ἀπό ἐξωτερικούς ἐπίβουλους καί δολιοφθορεῖς. Μίλησαν γιά εἰδικώτερα θέματα ὅταν παρίστατο λόγος εἰδικός, ποιμαντική ἀνάγκη, καί πάντα στά πλαίσια τῆς ἐποχῆς, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἀνάλυση τοῦ θέματος καί τήν μεταχειριζόμενη ὁρολογία. Μίλησαν π.χ. γιά καθαρότητα αἵματος. Δέν μποροῦσαν νά μιλήσουν γιά γονιδιώματα καί ἄλλα παρεμφερῆ, ὅπως οἱ σύγχρονοι φορεῖς τῆς θείας ἀποκαλύψεως. Ἡ ἀποκάλυψη εἶναι ἑνιαία ἀλλά διατυπώνεται ἑκάστοτε, ἀνάλογα μέ τίς προκλήσεις καί τήν ἐκφραστική δυνατότητα τῆς κάθε ἐποχῆς, πού δημιουργεῖται, ὅταν οἱ προσβολές τοῦ δαίμονα, μᾶς κάνουν αὐτοπροαιρέτως νά σκαλίσουμε κακές κληρονομικές ροπές ἤ νά ἀποδεχθοῦμε ἁμαρτωλά ἐρεθίσματα τοῦ περιβάλλοντος χώρου. Περί τῆς ἁμαρτίας ὡς ἀστοχίας Ἐδῶ σύντομα θά ἐπεξηγήσω τί ἐννοοῦσα. Ἡ ἁμαρτία δέν εἶναι μία ἐλαφρά παρέκκλιση ἀπό τήν στοχοθεσία τῆς κατά Χάριν ὑιοθεσίας ἤ ἕνα λάθος ἀνθρωπιστικοῦ καί οὑμανιστικοῦ χαρακτῆρα, πού ἀρκεῖ ἕνα τυπικό συγγνώμη γιά νά ἀποκατασταθεῖ. Εἶναι διαστροφή τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς, σκοτασμός τοῦ νοός, πλήρης ἀποσυντονισμός τῆς ἐσωτερικῆς λειτουργίας τοῦ ἀνθρώπου. Τό φυσικό θέλημα ἐκφυλίζεται καί γίνεται γνωμικό, ὁπότε ἀλλάζει πορεία. Ἀρχίζει ἡ δραματική κάθοδος τοῦ ἀνθρώπου στό παρά φύσιν. Ὁπότε ἡ θεραπεία δέν ἐπέρχεται μέ μία ἐλαφρά μεταπήδηση π.χ. ἀπό ἀριστερά πρός τά δεξιά, ἤτοι πρός τήν τροχιά τοῦ ὑπερτάτου στόχου, οὔτε καί μέ κοινότυπες ἀγαπολογίες καί εὐγένειες, ἀλλά μέ μία ἐπίπονη ἀσκητική προσπάθεια νά ἐπανενταχθοῦμε καί πάλι ἀπό τήν ἀντίθετη στήν ὀρθή κατεύθυνση. Εἶναι στροφή 180 μοιρῶν πού συνίσταται ἀπό ἀποστροφή στίς εἰσηγήσεις τοῦ γνωμικοῦ θελήματος καί θεραπεία τῶν πληγῶν τῆς ψυχῆς μέ τήν ἔμπρακτη ἐπιστροφή στό Χριστό. Εἶναι βέβαια ἀστοχία μέ τήν εὐρύτερη ἔννοια τοῦ ὅρου, ἀλλά ἐπειδή εἶναι κάτι βαθύτερο καί οὐσιαστικότερο, νομίζω δοκιμότερος ὅρος γιά νά ἀποδώσει τήν ἔννοια τῆς εἶναι ἀντιστροφο-στοχία. Φαίνεται ὁ ἀγαπητός καί σεβαστός π. Παΐσιος προτιμᾶ γιά δικούς του λόγους τήν ὁρολογία τοῦ καθηγητοῦ Χρήστου Γιανναρᾶ καί τοῦ πατρός Φιλοθέου Φάρου... Δέν κρίνω τίς δικές του προτιμήσεις καί ἐπιλογές, ἀλλά ἐπεξηγῶ τήν δική μου ἄποψη. Ὅσον ἀφορᾶ τό ζήτημα τῆς παγκοσμιότητος καί τῆς συμπαντικότητος τῆς ἁμαρτίας, παραπέμπω στόν τρίτο τόμο «Οἰκοδομώντας τόν ναό τοῦ Θεοῦ» σελίδα 98 τοῦ Ὁσίου Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ, τοῦ ἡσυχαστοῦ καί Θεολόγου: «οἱ ἄνθρωποι δέν γνωρίζουν ὅτι ὅταν διαλογίζονται κάτι κακό σέ κάποια γωνία τοῦ σπιτιοῦ τους, στή φωλιά τους, καταστρέφουν τό μεγάλο σῶμα ὅλης τῆς ἀνθρωπότητος...». Σέ πολλά σημεῖα τῆς θεόπνευστης συγγραφικῆς του παραγωγῆς, ὁμιλεῖ γι’ αὐτό τό βαρυσήμαντο θέμα ὁ Ὁσίαθλος καί Τρισμακάριος Γέρων. Σέ ἄλλο βιβλίο του, ἀναφέρει τά ἑξῆς ἀποκαλυπτικά: «...συνεπείας κοσμικῆς σημασίας, δέν εἶχε μόνον τό ἁμάρτημα τοῦ προπάτορος Ἀδάμ. Πᾶν ἁμάρτημα φανερόν ἤ ἀφανές, ἑκάστου ἐξ’ ἡμῶν, ἐπηρεάζει τό πεπρωμένον τοῦ κόσμου παντός... ἐξέρχεται ἀναποφεύκτως πέραν τῶν ὁρίων τῆς ἀτομικῆς αὐτοῦ ζωῆς καί βαρύνει διά τοῦ κακοῦ τήν ζωήν ὁλοκλήρου τῆς ἀνθρωπότητος καί συνεπῶς ἀντανακλᾶται καί εἰς τό πεπρωμένον τοῦ σύμπαντος κόσμου...»(Ἀρχιμ. Σωφρονίου Σαχάρωφ «Ὁ Ἅγιος Σιλουανός ὁ Ἀθωνίτης» σελ. 38). Στό σημεῖο αὐτό ἐπεξηγεῖ γραπτῶς ὁ φίλος μου προαναφερθείς μοναχός, τί τούς ἀνέφερε ὁ Ἅγιος Πορφύριος: «Μᾶς ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὅτι αὐτή ἡ ἐνέργεια δέν ἔχει καμία σχέση μέ αὐτό ποῦ λέγουν οἱ Νεοεποχῖτες καί οἱ Βουδιστές “Κοσμική Ἐνέργεια τοῦ Σύμπαντος”(Κ.Ε.Σ.) ». Ἡ Κ.Ε.Σ. νοεῖται σάν ἀπρόσωπη θεία δῆθεν, ἐνέργεια, τῆς ὁποίας μέτοχοι καί διαχειριστές γίνονται Βουδιστές καί Νεοεποχῖτες μέ τή βοήθεια δαιμόνων καί δαιμονισμένων ἀνθρώπων (Γκουρού καί Γιόγκι). »Ἡ Κ.Ε.Σ. εἶναι δαιμονική ἐνέργεια καί δέν ἔχει καμία σχέση μέ τόν πραγματικό μοναδικό Ἁγιοτριαδικό μας Θεό καί τήν ἄκτιστη ἐνέργεια Του! Ὁ π. Παΐσιος ἀστειεύεται καλοπροαίρετα ὅταν λέει ὅτι ὁ π. Ἀντώνιος φρονεῖ ὅτι αὐτή ἁμαρτωλή δική μας ἐνέργεια ἐπηρεάζει, δῆθεν, τήν κίνηση ἀστρικῶν καί πλανητικῶν σωμάτων. Ὅλα τά ἄλογα κτίσματα ἀπό ὑποατομικά σωματίδια (guanta) μέχρι πλανῆτες, ἥλιους, γαλαξίες κ.λ.π. κινεῖ ἄμεσα μόνον ὁ Ἁγιοτριαδικός μας Θεός. Ἄμεσα, χωρίς φυσικούς νόμους, μόνο μέ τήν ἄκτιστη θεία Του ἐνέργεια. Κανείς καί ποτέ δέν δύναται νά ἐπηρεάσει θετικά ἤ ἀρνητικά, ὁποιαδήποτε κίνηση ἀλόγου κτίσματος παρά μόνον ὁ Θεός. Οὔτε βέβαια ἡ κοσμική ἀκτινοβολία καί ἡ κίνησις τῶν ἄστρων καί τῶν πλανητῶν (πάντοτε Θεοκίνητη) ἐπηρεάζει στό ἐλάχιστον τήν ζωήν ἡμῶν τῶν ἀνθρώπων, ὅπως δαιμονοπλήκτως καί ἀντορθοδόξως, φρονοῦν δυστυχῶς οἱ ἀστρολόγοι καί οἱ Νεοεποχῖτες. »Μᾶς ἔλεγε ὁ Ἅγιος Πορφύριος ὅτι αὐτή ἡ κακή ἐνέργεια ἐκ τῶν “πληγῶν” τῆς ἀμαρτωλότητός μας ἀναδυόμενη, εἶναι κάτι σάν “δαιμονικά μικρόβια”, εἶναι ἡ λεγόμενη βασκανία, τό “μάτι” τοῦ λαοῦ μας, πού ἡ κακή προαίρεση τοῦ ἀνθρώπου ἐκπέμπει ἀπό τήν δική του ἐμπαθῆ ὕπαρξη καί ἀφήνει περιθώριο νά δράσει εἰς βάρος τῶν ἄλλων καί εἰς βάρος –μυστηριωδῶς- τοῦ σύμπαντος κόσμου. Δέν αὐξάνεται ἡ ἐνέργεια τοῦ σατανᾶ ἀλλά αἰσθητοποιεῖται ἡ ἤδη ὑπάρχουσα ἐντονότερα, μέσα ἀπό τήν συνέργεια τοῦ ἀνθρώπου... Περισσότερα περί τοῦ θέματος μπορεῖ νά μελετήσει κάθε καλοπροαίρετα ἐνδιαφερόμενος σέ εἰδικό κεφάλαιο τοῦ βιβλίου “Βίος καί Λόγοι” ἐκδόσεις Χρυσοπηγή Χανιά Κρήτης. Ἐκεῖ ἀναλύει διεξοδικότερα ὁ Ὅσιος Πορφύριος τό θέμα αὐτό... Ἐνθυμοῦμαι τί εἶχε ἀναφέρει γι’ αὐτήν τήν κακή ἐνέργεια ὁ Ἅγιος Πορφύριος, σέ τροχαῖο περιστατικό ποῦ συνέβη στό πνευματικό του τέκνο συνταξιοῦχο ἱερέα σήμερα π. Ἰωάννη Σαρρῆ, ὅταν ἀπό τήν ἀγανάκτηση τοῦ ἱερέως τήν ὥρα τῆς ὁδήγησης, κινδύνευσε γυφτόπουλο πού μέ τή δική του ἐπιπόλαιη ὁδήγηση, προκάλεσε τήν ἀγανάκτηση τοῦ ἱερέως...». Δέν θά προσθέσω τίποτα ἄλλο. Ἐπεξηγῶ μόνο ὅτι τά τῶν Ἁγίων προσπαθῶ νά τά δέχομαι μέ ἀφελότητα καρδίας καί ὄχι μέ σχολαστικότητα διανοίας. Τά ἴδια ἀναφέρει καί ὁ σύγχρονος μεγάλος γέροντας Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης σέ κείμενο πού ἔχω στά χέρια μου καί ἀργότερα θά τεθεῖ στήν διάθεση τῶν πολλῶν. Ὁ π. Παΐσιος ζώντας ἡσυχαστικά στό ἁγιώνυμο Ὄρος, ἴσως εἶναι συντονισμένος κατά πολύ περισσότερο στήν δική τους συχνότητα, γι’ αὐτό καί ἔχει τόσο ἀπόλυτο λόγο μέχρι λογοπαίγνιου καί εἰρωνείας. Ἡ εὐτέλειά μου δέν μπορεῖ σ’ αὐτό τό ἄθλημα νά τόν ἀκολουθήσει γιατί μοῦ λείπει τό βίωμα. Ὁπότε προσκυνῶ καί δέν ἐπεξηγῶ. Ἄλλωστε τούς Ἁγίους, τούς καταλαβαίνουν οἱ ὅμοιοί τους. «Ὁ πνευματικός ἀνακρίνει πάντα, αὐτός δέ ὑπ’ οὐδενός ἀνακρίνεται»(Α΄ Κορ. Β΄15). Καί μήν λησμονοῦμε καί τόν σχετικό μέ τήν περίπτωση λόγο τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Νύσσης: «οἱ πολλοί τῶν ἀνθρώπων πρός τά ἑαυτῶν μέτρα τό πιστόν ἐν τοῖς λεγομένοις κρίνουσιν. Τό δέ ὑπερβαῖνον τήν τοῦ ἀκούοντος δύναμιν, ὡς ἔξω τῆς ἀληθείας ταῖς τοῦ ψεύδους ὑπονοίαις ὑβρίζουσι». Θυμᾶμαι καί πατερική ἀνάλυση σέ παράθεση τοῦ «Γεροντικοῦ», ὅταν «στῦλος μέγας πέπτωκεν ἐν τῇ ἐρήμῳ… καί ἐβρώμισε ἡ ἔρημος...» ἀλλά δέν χρειάζεται νά ἐπεκταθοῦμε περισσότερο στό θέμα αὐτό. Περαιώνω μόνο τήν ἀναφορά μου στά περί ἁμαρτίας, σχολιάζοντας τό ἑξῆς: Πῶς γίνεται οἱ Ὅσιοι Σιλουανός, Σωφρόνιος, Πορφύριος, ὁ ἔτι ζῶν γέρων Ἐφραίμ ὁ Φιλοθεΐτης νά ἐκφράζονται ὁμοίως, σχεδόν ταυτοτρόπως στό θέμα αὐτό; Ἡ ἀπάντηση εἶναι ἁπλή: «Πάντα ταῦτα ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα…» (Α΄ Κορ. ΙΒ΄11) καί «εἰ τίς δοκεῖ προφήτης εἶναι ἤ πνευματικός, ἐπιγινωσκέτω ἅ γράφω ὑμῖν» (Α΄ Κορ. ΙΔ΄37). Περί τοῦ ᾍδου Ἄφησα τελευταῖο τό σημεῖο πού τρόμαξε περισσότερο τόν π. Παΐσιο ἀπ’ ὅλα τά ὑπόλοιπα! Τό ὅτι δώσαμε «ὀντότητα στήν ποιητική εἰκόνα τοῦ ᾍδη» καί ἐξευτελίσαμε τήν Θεολογία μέ τόν «ἐξυλισμό» τόν ὁποῖο κάναμε! Μέχρι τό σημεῖο αὐτό, εἰλικρινά δικαιολογοῦσα τόν π. Παΐσιο, γιατί μπορεῖ νά μήν ἐννόησε ὅσα ἐξέφρασα. Ἐδῶ ὅμως, ὑπάρχει σαφέστατα σκόπιμη παρανόηση ὅσων ἐλέχθησαν. Δέν ἐκφράζω ἀγανάκτηση, ἀλλά διατυπώνω παράπονο. Στό σημεῖο πού ἔγινε σχετική ἀναφορά στήν συνέντευξή μου, ἀνέφερα ὅ,τι ἀκριβῶς γράφει ὁ Ὅσιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης χωρίς καμμία περαιτέρω ἀνάλυση καί ἐπεξήγηση. Μοῦ κάνει ἐντύπωση ὅτι καί ἄλλοι συγγραφεῖς πού ἀναφέρονται σ’ αὐτό τό σημεῖο, μέ τόν ἴδιο τρόπο τό παραθέτουν. Ὅταν μιλᾶμε γιά τόν ᾍδη δέν ἐννοοῦμε κάποιο «δράκουλα» ἤ «ὁμοιοφανές τέρας», ἀλλά τό κράτος τοῦ θανάτου, τίς δυνάμεις τοῦ σατανᾶ. Δεδομένου ὅτι οἱ ψυχές δέν εἶναι ὑλικές, εἶναι κτιστές μέν ἀλλά ἄυλες, δέν μποροῦμε νά θεωρήσουμε τόν ᾍδη ὡς ἕνα ἰδιαίτερο τόπο, ἀλλά τόν ἀναφέρουμε ὡς τόν νοητό ἐκεῖνο χῶρο ὅπου κυριαρχοῦσε ἡ ἐξουσία τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου. Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Χριστός «κατῆλθε ἐν τοῖς κατωτάτοις τῆς γῆς», δέν σημαίνει ὅτι ὁ ᾍδης βρίσκεται στά ὑποχθόνια μέρη, κάπου π.χ. στόν πυρῆνα τῆς γῆς ὅπως πίστευαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες καί συμβολικά ἀναφερόταν αὐτό καί στήν Παλαιά Διαθήκη. Ἐννοοῦμε ὅτι ὁ Χριστός εἰσῆλθε «Θεοπρεπῶς, πολεμικῶς... καί δεσποτικῶς» (Ἅγιος Ἐπιφάνιος Κύπρου) στό χῶρο τῆς ἐξουσίας τοῦ θανάτου καί τοῦ διαβόλου καί διέλυσε ὁλοσχερῶς ἐκείνη τήν ἀδυσώπητη καί ἀκατάλυτη δυναστεία. Ὅπως ὅταν λέμε «ἔκλινε οὐρανούς καί κατέβη» δέν σημαίνει ὅτι χαμήλωσαν οἱ οὐρανοί καί ἐκεῖνος... μέ ἕνα μικρό ἅλμα... βρέθηκε σεσαρκωμένος στήν ἄχραντη κοιλία τῆς Θεοτόκου. Ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ὁ ἀΐδιος καί ἀδιάστατος Θεός προσέλαβε ὑποστατικά ἀνθρώπινη φύση. Καί ὅταν λέμε ὅτι «ἐκάθισεν ἐκ δεξιῶν τοῦ Θεοῦ» (Μάρκ. ΙΣΤ΄19), δέν σημαίνει ὅτι κάθισε σ’ ἕνα περίτεχνο θρόνο δίπλα στόν Ἄναρχο Πατέρα Του ἀλλά δηλώνεται μέ αὐτή τήν φράση «τό τῆς ἀξίας ὁμότιμον» ὅπως ἐπεξηγεῖ ὁ Μέγας Βασίλειος καί ὅτι καί ἡ ἀνθρώπινη φύση μετέχει τῆς δόξης τῆς Θεότητος, ὁπότε ὁ Χριστός πλέον προσκυνεῖται ὡς Θεάνθρωπος ἀπό ὅλη τήν κτίση. Φαίνεται, ὁ π. Παΐσιος, στήν ἀπεγνωσμένη προσπάθειά του νά ἀπομονώνει λέξεις ἀπό τήν συνέντευξή μου καί νά τίς ἑρμηνεύει κατά τό δοκοῦν, φαντάσθηκε, ὑπέθεσε, ἐκεῖνος γνωρίζει, ὅτι ἔδωσα ὑπόσταση στήν μεταφορική καί ἀνθρωπομορφική παράσταση τοῦ ᾍδη. Τί νά εἴπω; Ἐκπλήσσομαι! Στήν Κρήτη λέμε σέ τέτοιες περιπτώσεις: «Ὁντέ θά θέλω νά σέ ’λωνέψω, ἕνα λογόσυρο θά γυρέψω»... Ὅσον ἀφορᾶ δέ γιά τήν φαντασία στό Χριστό, γνωρίζω, δόξα τῷ Θεῷ, πολύ καλά τά τῶν Πατέρων ρήματα... Αὐτό ποῦ ἔκανα ἦταν νά παραθέσω τήν ἄποψη τοῦ Ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου, χωρίς νά ἀποτολμήσω νά κάνω σχόλια. Ἡ ἀναφορά στόν ᾍδη ἔγινε, γιά νά ἀποδοθεῖ ἡ ἀντανάκλαση τῶν σωματικῶν πληγῶν στήν ἄχραντη Ψυχή τοῦ Κυρίου μας, μέσω τῶν ψυχικῶν ἐνεργειῶν πού λειτουργοῦν μέσω τῶν σωματικῶν. Αὐτός ἦταν ὁ στόχος καί γι’ αὐτό ἡ ἀναφορά ἔγινε περιφραστικά. Κάθε καλοπροαίρετος ἀναγνώστης νομίζω κατάλαβε... Ἐπιμένω, ὅτι τά σημάδια ἦταν τοῦ σώματος πού μέσω τῶν ψυχικῶν ἐνεργειῶν ἀποτυπώθησαν στήν ψυχή τοῦ Χριστοῦ. Τά ὑπόλοιπα ἄς τά βρεῖ ὁ ἴδιος ὁ ἐπικριτής μου μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη... Περί τῆς ἡδονῆς Ἐδῶ συνοπτικά θά κάνω ἕνα σχόλιο γιατί ὁ λόγος ἐπεκτάθηκε πολύ. Αὐτά πού ἀνέφερα περί ἡδονῆς ἦταν ἀνάλυση τοῦ Ὁσίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ἀναφορικά στόν προπτωτικό καί μεταπτωτικό ἄνθρωπο. Δέν εἶπα τίποτα δικό μου. Καί ὁ τρόπος ἐπαναγωγῆς τῆς ἡδονῆς στό νοῦ ἀπό τίς αἰσθήσεις, ἀπό τούς Ἁγίους Πατέρες εἶναι ἐρανισμένος. Ἀπορῶ τί δέν ἄρεσε στόν ἐπικριτή μου. Ἴσως ἡ παράθεση ὅτι ἡ ἐμπαθής σαρκικότητα κληροδοτεῖται. Μέ ὅσα προανέφερα ἐπεξηγῶ, ἐπαρκῶς (νομίζω), τί ἐννοοῦσα. Τήν σχετική ἀναφορά τήν ἔκανα τότε, ἐπηρεασμένος περισσότερο ἀπό θέσεις τοῦ Ὁσίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου. Περί τοῦ Μητροπολίτου Μόρφου Νεοφύτου Περαιώνω τίς ἐπεξηγήσεις μου, δίνοντας μία ὀφειλετική ἀπάντηση, στήν εἰρωνική ἀναφορά του στόν Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο, τόν ὁποῖο «ἐλαφρᾷ τῇ καρδίᾳ» ἀπεκάλεσε «γνωστικίζοντα»!!! Στό ἀπολυτίκιο τοῦ μείζονος τῶν προφητῶν, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου καί Βαπτιστοῦ, ἀναφέρεται τό ἐξῆς: «...σοι δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε…». Καί γιά τόν γενναιόφρονα καί ὀτρηρό καλλιεργητή στό γεώργιον τοῦ Κυρίου, Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο, μᾶς εἶναι ἀρκετή ἡ μαρτυρία τόσων ἐπιφανῶν σύγχρονων Ἁγίων πού τόν γνώρισαν καί τόν ἀγάπησαν. Προσωπικά, γνωρίζω τί ἔλεγε περί αὐτοῦ ὁ Ὅσιος Γέροντας καί πνευματικός του, Ἀρχιμανδρίτης Εὐμένιος Σαριδάκης ὁ ἀναδειχθείς ἐν ζωῇ σημειοφόρος καί μετά τήν ὁσιακή τελείωσή του, τά μέγιστα θαυματουργός. Ὁπότε παρέλκει ἡ ἀποτίμηση ἄλλων προσώπων, πού ὅσο καλοπροαίρετη καί ἄν εἶναι, δέν εἶναι ἀπόσταγμα ἐνδογενοῦς ἀπλανοῦς προσεγγίσεως, ὅπως ἐργάζεται ὁ πνευματικός ἀνιχνευστῆρας τῶν Ἁγίων μας. Εἶναι ἐμφανέστατο σὲ κάθε καλόπιστο ἀκροατή τῶν ὁμιλιῶν του, ὅτι ὁ Μόρφου δὲν κάνει ἀλαζονική ἐπίδειξη γνώσεων, οὔτε ἔχει ἐκφιλοσοφημένη ὑποδομή ἤ πολυσυλλεκτική πλοκή ὁ λόγος του, ὅπως οἱ ἀρχαῖοι γνωστικοί (καὶ οἱ αὐτοσυστηνόμενοι «Γνωστικοί» μέ τήν ἔννοια τῆς πληθωρικῆς κατάρτισης ὅταν ὁμιλοῦν καί γράφουν), ἀλλά μυσταγωγεῖ λίαν ἐπιτυχῶς τά βιώματά του πού ἀπεκόμισε ἀπό τούς ἁγίους πού συναναστράφηκε, στίς καρδιές τοῦ σύγχρονου λιμώττοντος πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί ἀπό τή λαϊκή εὐσέβεια τῆς Κύπρου πού ἀπό παιδί ἔζησε μέσα στὴν οἰκογένειά του, στήν κατεχόμενη τώρα κοινότητά του Ζώδια καί ζεῖ τώρα στήν ἡμικατεχόμενη μητροπολιτική περιφέρειά του. Τό ἀντιλαμβάνονται αὐτό ψυχικά οἱ ἀκροατές του, γι’ αὐτό καί ἔχει τόσο εὐρεία, παλλαϊκή θά ἔλεγα ἀποδοχή καί πανορθόδοξη ἀναγνώριση. Ἀκριβῶς, γιατί μεταγγίζει βιωματική γνώση. Δέν φιγουράρει ἀλαζονικά καί αὐτάρεσκα σερβίροντας πεφυσιωμένες θεωρητικές γνώσεις… Δυστυχῶς σ’ αὐτό τό φαντασμαγορικό ἄθλημα ἐπιδίδονται κάποιοι ἄλλοι, καί παρά τήν «γνωστική» ἐπίδειξη καί τήν ἐκφραστική στιλπνότητα τοῦ λόγου τους, ὄχι μόνο δέν ἀναπαύουν καί δέν οἰκοδομοῦν ἀλλά τουναντίον προκαλοῦν καί ἐξοργίζουν. Μοῦ κάνει ὅμως ἐντύπωση, ὅτι ξεσηκώθηκαν τῶν δαιμόνων τά τάγματα νά τόν καταβροχθίσουν, ἀπό ὅλα τά ὀχυρά τῆς Νέας Τάξης Πραγμάτων, καί οἱ μόνοι πού συνέπλευσαν μαζί τους ἐκκλησιαστικά, ἦταν μόνο κάποιοι ἀμοραλιστές κληρικοί πού γιά δικούς τους λόγους ἐνοχλήθησαν ἀπό τά λεγόμενά του, οἱ γνωστοί μεταπατερικοί καί ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος ὁ π. Παΐσιος καί οἱ «ζηλωτικές» ἱστοσελίδες πού κινητοποίησε ἡ ἀναφορά του! Τούς συγχαίρουμε «ὁλοθύμως» γι’ αὐτήν τήν «ἐπιτυχία» τους. Ἴσως ἀντιπαραθέσει κάποιος, ὅτι αὐτό ἔγινε, ἐπειδή θεωρήθηκε ἡ ὁμοφυλοφιλία ὡς ἀναπόφευκτη κληρονομιά καί ὄχι ὡς γνωμική προτίμηση, ὁπότε ἄθελά μας ἴσως, δίνουμε ἐλαφρυντικά ἤ καί συγχωροχάρτια στήν φρικαλέα αὐτή δαιμονογενῆ ἰδιαιτερότητα. Ἀσφαλῶς καί δέν ἤθελε νά πεῖ κάτι τέτοιο ὁ Ἅγιος Μόρφου, οὔτε φυσικά καί ἡ δική μου εὐτέλεια. Μιλήσαμε γιά ροπές πού κληροδοτοῦνται σωματογενῶς, ὄχι γιά παθητότητες πού μᾶς ἀκολουθοῦν φυσικῶς. Αὐτά πού διετύπωσε ὁ Μητροπολίτης Μόρφου ἰσχυρίσθηκε ὅτι τά ἄκουσε διά στόματος τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου. Ποιοί εἴμαστε ἐμεῖς πού θά τόν διαψεύσουμε; Ὁ βαρύτατα ἀσθενῶν (καίτοι νέος σχετικά στήν ἡλικία), μεγαλόσχημος μοναχός πού προμνημονεύσαμε πλειστάκις στό παρόν κείμενο καί μεταφέραμε γραπτές ἐμπειρίες του ἀπό τόν Ὅσιο Πορφύριο, ἀναφέρει καί τοῦτο: «Ὅντως καί ἐγώ τό μουλάρι, ἄκουσα πολλές φορές τόν Ἅγιο Πορφύριο νά λέει ὅτι ὁ σοδομισμός τῶν ἀνδρογύνων ἀλλοιώνει τό DNA τους καί περνάει ὡς ἰσχυρή ροπή στά παιδιά τους… Αὐτό γίνεται καί ἐμβρυακά μέσω τῆς αἰσθησιακῆς λειτουργίας πρωτίστως τῆς μητέρας, ἀλλά καί τοῦ πατέρα, στό κυοφορούμενο παιδί». Δέν ξέρω ἄν ἐμεῖς, ἀθέλητα καί ἐπιπόλαια, ὅπως οἱ ἐπικριτές μᾶς συμπεραίνουν, ἐλαφρώσαμε τήν βαρύτητα τοῦ ὁμοφυλοφιλικοῦ πάθους. Ἐκεῖνοι, συνειδητοποίησαν ἄραγε, πού ὁδηγοῦν τά πράγματα, ὅταν ἰσχυρίζονται ὅτι οἱ γονεϊκές καί προγονικές ἁμαρτίες δέν ἅπτονται ποσῶς τῆς ἐξέλιξης τῶν παιδιῶν τούς; Ἄς σκεφτοῦν τί ἀμνήστευσαν καί ἔπειτα τά ξαναλέμε.. Ἐν κατακλεῖδι, ἐκφράζω τήν ἄποψη, ὅτι δυστυχῶς ἡ Ἐκκλησία ἀδικεῖται στίς ἡμέρες μας ἐξ αἰτίας μας. Καταδικάστηκε ἀπό τούς περισσότερους σέ ἀνυποληψία, σέ ἀκινησία, σέ ἀγκύλωση, σέ ἔνοχη «μουγκαμάρα», σέ ἐξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων. Ὁ Μητροπολίτης Νεόφυτος ἐπαναφέρει ἀπό τήν σκοπιά του, τόν προφητικό της χαρακτῆρα, ἐλέγχει τήν ἀσυδοσία, διακινδυνεύει τήν σύγκρουση, φθάνει – μέ κίνδυνο τῆς ζωῆς του – μέχρι τήν ρήξη. Κάποιοι ἄλλοι, ἐν ὀνόματι τῆς συνέσεως καλύπτουμε τήν ἔλλειψη πατερικοῦ πνεύματος, ἀδιάφθορης συνείδησης, τολμηρῶν πρωτοβουλιῶν. Ἀρκούμεθα στά ἡμίμετρα καί στήν κουτσομπολίστικη κριτική ὅσων ἐργάζονται, προκινδυνεύουν, κινοῦνται, ἔστω κι ἄν ἀστοχοῦν πότε πότε. Σπουδάζουν πνευματική χειρουργική, ἴσως τήν ξέρουν καλά θεωρητικά, ἀλλά νυστέρι δέν ἔπιασαν ποτέ στά χέρια τους, γιά νά καταλάβουν τί σημαίνει νά παλεύεις ὁριακά μέ τόν θάνατο – καί ποιό θάνατο! – καί νά τεχνουργεῖς ἀποφασιστικές καί κατά τό δυνατόν στιγμιαῖες ἀλλά εὐέλικτες κινήσεις στήν ἀφαίρεση τῶν σεσηπότων στοιχείων ἀπό μία ψυχή. Δέν δέχθηκαν πάνω στήν ἀτσαλάκωτη ἰατρική τους «ποδιά» ἀκαθαρσίες καί πυογόνα ἐκκρίματα ἀπό λεπτές ἐπεμβάσεις σέ δυσσώδεις πνευματικές φλεγμονές. Στέκονται μακριά ἀπό ἐπικίνδυνες μολυσματικές ἑστίες καί κάνουν ἐπιδεικτικά μαθήματα ἤ ἐπικρίνουν ἀλαζονικά, ὅσους προκινδυνεύουν προκειμένου νά τά ἀντιμετωπίσουν. Πολλές φορές ἀπαιτεῖται ἄμεσα νά ριψοκινδυνεύσουμε στήν πνευματική μας ζωή, εἰδικά στήν ἐφαρμογή τῆς ἐμπνευσμένης ποιμαντικῆς, καί χάρη τοῦ Χριστοῦ, τῶν ἀδελφῶν μας καί τῆς αἰωνίου ζωῆς νά εἴμαστε ἕτοιμοι νά κάνουμε παράτολμους «παραλογισμούς» ἤ καί «ἀθεολόγητες» ὑπερβάσεις γιά νά ἐπιτύχουμε σωτηριολογικό ἀποτέλεσμα... Αὐτό τό βλέπουμε στή ζωή τῶν Ἁγίων. Ἔκαναν τολμηρά πράγματα καί λάμβαναν δαψίλεια χάριτος καί χαρισμάτων. Ὅταν ἀναπαυόμαστε στήν ἐπιτέλεση κάποιων στερεότυπων καθηκόντων καί ἐπειδή μελετοῦμε τήν ὀρθόδοξη θεολογία αἰσθανόμαστε καί αὐτάρκεια «Θεογνωσίας», δέν μποροῦμε νά ἀπολαύσουμε τήν «νηφάλιο μέθη» τῆς ζωντανῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν Θεό. Ἡ ἐλαχιστότης μου, τουλάχιστον, ἀδόκιμος καί μαθητευόμενος γιατράκος, καμαρώνω καί ἐμπνέομαι ἀπό τόν πανεπιστημιακό καθηγητή τῆς ἐξυγιάνσεως τῶν ψυχῶν, Μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο, πού προτιμᾶ τήν πολυποίκιλη χλεύη, προκειμένου νά ἀφαιρέσει ἀπό ψυχές τήν σατανοΰφαντη χλαίνη. Μέσα στήν σιωπή τοῦ νεκροταφείου, τήν ἀταραξία τῆς γαλήνης, πού δέν ὑποψιάζεται τήν θύελλα πού ἔρχεται, καμαρώνω τόν μεγάλο σαλπιγκτή, πού δημιουργεῖ μέ τήν ποιμαντική του διδαχή κινητικότητα ζωῆς, πρόταση πού προϋποθέτει τόν προβληματισμό, ἄρθρωση λόγου, πού ὁδηγεῖ στήν ἀφύπνιση ψυχῶν, γιατί ὄχι καί στόν καλόπιστο διάλογο. Καί ὅλα αὐτά μέ τήν πιθανότητα ἴσως καί τοῦ λάθους. Μόνον οἱ νεκροί δέν κάνουν λάθη... Καί οἱ μακάριοι στήν ναρκισσιστική ὑπεροχή τοῦ πνευματικοῦ λόγου τους καί στήν ἀνεύθυνη καί προκλητική νομή τῶν δικαιωμάτων τούς. Ἀλλά μόνον μέ κάποιους ριψοκίνδυνους καί παράτολμους Νεοφύτους μποροῦμε νά ἐλπίζουμε... Ἐπίλογος Ἔχω τήν αἴσθηση, ὅτι στά βασικά τουλάχιστον σημεῖα γιά τά ὁποῖα κατηγορήθηκα, ἔδωσα, «ὅση μοι δύναμις», τίς δέουσες ἀπαντήσεις. Εἶναι καί κάποια ἄλλα ὅπως ἡ «βιοθεολογία τῆς μετάνοιας», περί ἐπιστήμης, περί Ἀπολύτου Προορισμοῦ κ.ἄ., τά ὁποῖα δέν ἀκουμπῶ καθόλου θεωρώντας τά ἀνάξια λόγου... Θά μποροῦσα μέ τήν σειρά μου, νά ἐπισυνάψω ἀσάφειες ἤ καί ἐκτροπές στά ἀναγραφόμενα τοῦ π. Παϊσίου, εἰδικά ἐκεῖ πού μιλάει γιά δύο θελήματα στόν ἄνθρωπο ἤτοι τό φυσικό καί τό γνωμικό, ἀφοῦ τό γνωμικό δημιουργεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο διασκεπτικά, δέν ἀποτελεῖ παράλληλη μέ τό φυσικό θεϊκή χορηγία ἤ ἐκεῖ πού μιλάει γιά τήν φυσική ἀναγκαιότητα, ἐνῶ γνωρίζουμε καλά ὅτι καί στήν φύση δέν ὑπόκειται ὁ ἄνθρωπος κατ’ ἀνάγκη, ἀλλά ἀποτελεῖ ἡ φύση τό θεόσδοτο ὁρμητήριο τοῦ φυσικοῦ θελήματος γιά νά ἀνάγεται αὐτεξουσίως κινουμένη ἡ ἀνθρώπινη ὕπαρξη πού ἐμπεριέχει οὐσιωδῶς τό «κατ’ εἰκόνα» καί τό «καθ’ ὁμοίωσιν», στήν κατάκτηση μέσω τῆς Χάριτος νέων πνευματικῶν διαβαθμίσεων καί στήν ἐπίτευξη τῆς χαρισματικῆς ἐξομοίωσής της, μέ τό Ἀρχέτυπον τῆς δημιουργίας μας… Δέν θέλω ὅμως νά ἀδικήσω τόν ἀδελφό, γιατί ἴσως δέν ἐννοεῖ αὐτά πού ἐγώ ἀντιλήφθηκα. Θέλω νά τονίσω, ἀποπερατώνοντας τίς ἐπεξηγήσεις μου, ὅτι σέβομαι καί ἀγαπῶ τό Ἅγιον Ὄρος καί μαθητεύω στήν διδαχή καί στήν ὁμολογία του. Ἀναζητῶ ἐκεῖνες τίς μεγάλου πνευματικοῦ διαμετρήματος ἁγιορείτικες μορφές, πού διεξήγαγαν μάχες δυνατές ἀλλά μέ ὅπλο τήν ἀπάθεια τῆς καρδίας καί τόν πλοῦτο τῆς ἐμπειρίας. Ὅπως, τόν ἀείμνηστο γέροντα Θεόκλητο Διονυσιάτη, πού θρηνοῦσε μπροστά μου σάν μικρό παιδί γιά τούς «πορνοβοσκούς» νεο-Νικολαΐτες τῶν Ἀθηνῶν, τούς ὁποίους πρίν ἐλέγξει καί κονιορτοποιήσει μέ τήν ἀκαταμάχητη θεολογία του, προσωπικά ἱκέτευσε γονυπετής νά ἀναιρέσουν τήν φθοροποιό διδασκαλία τους καί νά στομώσουν τήν δηλητηριώδη βρυσομάννα γραφίδα τους, πού φόνευε ἀπροκάλυπτα τήν ἁγνότητα καί τήν σωφροσύνη, κυρίως, τῶν νέων μας, ὅπως καί τόν ἀλήστου μνήμης ἅγιο καθηγούμενο π. Γεώργιο Καψάνη, τόν ἀκατάβλητο πνευματικό πολέμαρχο ἐνάντια τῆς οἰκουμενιστικῆς παναιρέσεως, ἀλλά πού διεξήγαγε τόν πνευματοκίνητο ἀγῶνα του μέ τέτοια κατάστρωση ἐπιχειρημάτων καί τέτοιο πλεόνασμα ἀληθινῆς ἀγάπης, ὥστε ὑποκλίθηκαν μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς του καί οἱ βασικοί ἀποδέκτες τῆς ἀντιρρητικῆς γραφίδος του. Εἶναι ἄλλωστε πάγια πατερική ἀρχή, ὅτι «ὁ ἔσω ἄνθρωπος τοῖς ἔξωθεν σχήμασι διατυποῦται». Τό ὕφος μας καί ἡ μεθοδολογία μας, ἀποκρυπτογραφοῦν πολλάκις τά κίνητρα τῆς καρδίας μας. Κάποτε ἔκαναν «τρικούβερτο» καυγά, μέσω ἐκκλησιαστικῶν ἐντύπων τῆς ἐποχῆς, ἕνας κορυφαῖος πανεπιστημιακός δάσκαλος καί ἕνας ἁγιορείτης μοναχός. Αἰτία τῆς δημόσιας συγγραφικῆς ἀντιπαράθεσης, τό Ἄκτιστον Φῶς! Ἐρωτηθείς, τότε, ἕνας βιωματικός κάτοχος τοῦ Φωτός, ὁ Ἅγιος Γέροντας Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης γι’ αὐτήν τήν θεολογική διένεξη, ἀπάντησε ἁπλά καί ξεκάθαρα: «Τί τσακώνονται, ἀφοῦ οὔτε ὁ ἕνας, οὔτε ὁ ἄλλος τό γνωρίζουν ἐμπειρικά». Στήν ἐρώτηση: «πῶς τό γνωρίζετε γέροντα;» συμπλήρωσε μέ ἔμφαση: «Μά... αὐτό φαίνεται καθαρά ἀπό τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο ἐκφράζονται»!!! Πού σημαίνει: πολλές φορές λέμε πράγματα πού μᾶς ὑπερβαίνουν, ἀκριβῶς γιατί κάνουμε τήν πίστη ἰδεοληψία καί τούς Ἁγίους Πατέρες μας πατρυιούς γιά τούς ἄλλους, γι’ αὐτό ἐνῶ τούς μελετοῦμε, δέν ἐνδοσκοποῦμε τόν τρόπο ζωῆς πού κρύβουν τά κείμενά τους καί τό ἀπαθές φρόνημα πού ἀναπηγάζει ἀπό τά λόγια τους. Εἶναι διασπαστική ἐνέργεια νά μήν ζοῦμε τό καθολικό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀπολυτοποιοῦμε τήν προσωπική μας πείρα καί τόν ἀτομικό μας τρόπο ζωῆς. Ὅταν χωρίζουμε τήν Θεολογία σέ ἡσυχαστική καί ἱεραποστολική, τούς Ἁγίους Πατέρες μας σέ νηπτικούς καί κοινωνικούς, σέ παλαιούς καί σύγχρονους, λές καί δέν εἶναι ἑνιαία ἡ ἀποκάλυψη μέσα στήν ροή τοῦ χρόνου ἀλλά οἱ πρωτογενεῖς ἐκφραστές της, ὑπέρκεινται τῶν συγχρόνων ἤ τῶν μεταγενεστέρων ἀπό ἐμᾶς. Εἶναι διάσπαση ἀκόμη, ὅταν ζοῦμε μέσα στόν ὀρθόδοξο χῶρο παραταξιακά, καί θεωροῦμε τόν δικό μας χῶρο καί τό δικό μας χάρισμα ὡς κέντρο σωτηρίας καί φορέα τῆς ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας. Σήμερα τό ὀρθόδοξο ἦθος βάλλεται, κατά τήν ταπεινή μου γνώμη, ἀπό τέσσερα ρεύματα: Α) Τήν μεταπατερική Θεολογία, πού λυμαίνεται τά σπουδαστήρια ὅπου ἐκκολάπτονται οἱ αὐριανοί ἐργάτες τῆς Ἐκκλησίας καί ἔχει ὡς ἰδεολογικό ὑπόβαθρο τόν περσοναλισμό καί τρόπο ἔκφρασης ἕνα σατανικῆς ἐμπνεύσεως ἀγαπισμό καί μία «εἰδωλολατρική» (π. Ἰωάννης Ρωμανίδης) εὐχαριστία ἀφοῦ εἶναι ἀποκεκομμένη ἀπό τίς ἡσυχαστικές προϋποθέσεις της. Αἰχμή τοῦ δόρατος αὐτῆς τῆς σατανοκίνητης ἰσοπεδωτικῆς «μηχανῆς», εἶναι ὁ ἐπάρατος Οἰκουμενισμός καί οἱ ποικίλοι ἐκφραστές μίας χοϊκῆς καί ἀνεπέρειστης βιωματικά ἀγαπολογίας. Β) Τήν πρακτική μεταπατερική Θεολογία, πού πασχίζει ὡς ποιμαντική, κυρίως τοῦ ἄμβωνα, νά ἀφαιρέσει τόν Σταυρό ἀπό τό κέντρο τῆς Ἐκκλησίας καί νά διαμορφώσει ἕνα τύπο χριστιανοῦ ἀσταύρωτου, ἄρα ἄσωτου. Ἀνέχονται τόν Σταυρό διακοσμητικά καί τόν ἀπεμπολοῦν βιωματικά. Ὁ λαός, εἰδικά οἱ νέοι, συρρέουν κατά χιλιάδες, ὅταν κηρύσσονται μοντέλα ζωῆς, πού ἀμνηστεύουν τά πάθη, πού ἐγγυῶνται Ἀνάσταση χωρίς Σταύρωση, πού προβάλλουν τό ρηχό καί τό εὔκολο, ὡς τό ἐνδεδειγμένο σωτηριολογικό μέσο τῆς σύγχρονης Ἐκκλησίας. Γ) Εἶναι ἡ θρησκευτική τρομοκρατία τοῦ ζηλωτισμοῦ - ζουρλωτισμοῦ, πού ἰσοπεδώνει τούς πάντες καί τά πάντα, πού ξέρει νά ἀναπαράγει τήν τεχνική τοῦ μίσους καί μάλιστα ἐν ὀνόματι τῆς ἀκεραιότητος τῆς πίστεως καί τῆς ἀκενωτόμητης προσφορᾶς τοῦ σωτηριώδους περιεχομένου της. Ἑτοιμάζονται αὐτοί οἱ τύποι, νά διορθώσουν καί τίς… «ἐκκρεμότητες» τοῦ παραδείσου, ὅσες τυχόν δημιούργησε ἡ πολλή φιλανθρωπία τοῦ Χριστοῦ! Δ) Ἡ παραφυσικότητα τῶν ἁπλῶν ἱερωμένων, κυρίως ἀγάμων ἀλλά καί ἐγγάμων, πού χωρίς θεολογικά προσχήματα, εἰσέρχονται μέ τολμηρές κοσμικές πρακτικές, κάποτε δέ καί ἐκχυδαϊσμένες μεθοδεύσεις στήν ζωή τῶν ἁπλῶν ἀνθρώπων καί πασχίζουν τεχνηέντως νά ἐπιβάλλουν τό ἄρρωστο ἦθος τους… Σέ ὅλα αὐτά ἀντιστέκονται ὑγιῶς, οἱ γνήσιοι φορεῖς τῆς ἀποκαλύψεως (καί οἱ ἐμπνεόμενοι ἀπ’ αὐτούς), μέ τήν προφητική ἐνόραση, τήν ἀποστολική ζωή, τήν ὁσιακή ὑπομονή καί τήν μαρτυρική βιοτή. Εἰλικρινά, θέλω νά πιστεύω, ὅτι καί ὁ ἀδελφός π. Παΐσιος, εἶναι ἕνας ἀπ’ αὐτούς. Δέν εἶναι καθόλου τυχάρπαστος. Λυπᾶμαι πού ἦρθα σέ σύγκρουση μαζί του, γιατί εἰλικρινά τόν ἀγαπῶ. Ὁ μοναχός μαθητής τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου πού μελέτησε τό κείμενό του καί τό ὑπομνημάτισε παρ’ ὅτι τυφλός, μοῦ συνέστησε νά μήν δευτερολογήσω ἄν χρειασθεῖ, γιά νά μήν δώσω τροφή στήν ἀντιπαράθεση. Ἄν χρειασθεῖ - μοῦ εἶπε – νά τό κάνεις χωρίς προσωπικές ἀναφορές, μετά ἀπό ἕνα χρόνο. Παρά τό ὅτι εἶμαι ξεροκέφαλος, θά τοῦ κάνω ὑπακοή… Ζητῶ συγγνώμη γιά τήν πολυλογία μου. Κι ἄς ἐνωτισθοῦμε ὅλοι μας μία ἐκ τοῦ τάφου φωνή, πού προέρχεται ἀπό τόν ἀείμνηστο καί ἅγιο Μητροπολίτη Κονίτσης Σεβαστιανό: «Ὅσα γράφονται μέ ταπείνωση, δέν ὠφελοῦν μόνο τόν ἀναγνώστη ἀλλά καί τόν γράφοντα». Διά τοῦτο ἀδελφοί, «πρόσχωμεν τήν διδαχήν τῆς ἀμωμήτου ἡμῶν πίστεως, ἐν ταπεινώσει προσφέρειν». ΑΜΗΝ!
***
* Γιά λόγους δεοντολογικούς καί γιά νά
ἔχουν οἱ ἐπισκέπτες τῆς ἱστοσελίδας μας μία πληρέστερη εἰκόνα τοῦ
«διαλόγου» μεταξύ π. Ἀντωνίου καί π. Παϊσίου παραθέτουμε τούς συνδέσμους
τοῦ πρώτου κειμένου τοῦ π. Ἀντωνίου "Θεολογική άπάντηση..." καί τοῦ
ἀντιρρητικό κειμένου τοῦ μοναχοῦ π. Παϊσίου ¨Ἀντίρρρηση στην "Θεολογική
ἀπάντηση...". Θεολογική ἀπάντηση σέ σύγχρονους προβληματισμούς περί σαρκός, Πνεύματος καί πνευμάτων... (τίτλος ΙΧΘΥΣ: Ἡ «ἰσλαμοποίηση τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας»...) Ἀντίρρηση στήν «Θεολογική ἀπάντηση σέ σύγχρονους προβληματισμούς» |
ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ
▼