ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

Ἡ, κατὰ Θεόν, ζωή


ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ
20 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2019
Ἀπόστολος: Γαλ. ε΄ 22- στ΄ 2
Εὐαγγέλιον: Λουκ. η΄ 27 – 39
Ἦχος: α΄.- Ἑωθινόν: Ζ΄
ΔΙΔΑΓΜΑΤΑ ΕΚ ΤΟΥ ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ
«Εἰ ζῶμεν Πνεύματι, πνεύματι
καὶ στοιχῶμεν» (Γαλ. Ε΄ 25).
Ἡ, κατὰ Θεόν, ζωή
Ὑπάρχουν, ἀγαπητοί μου, δύο εἰδῶν ζωές. Ἡ μία, ἡ γνωστὴ σὲ ὅλους, ἡ ὁποία καὶ βιώνεται αἰσθητὰ ἀπό ὅλους, εἶναι ἡ βιολογικὴ ζωή μας. Εἶναι ἡ ζωὴ ἐκείνη ἡ ὁποία ὑπάρχει καὶ συντηρεῖται, ἀπὸ ὑλικὰ στοιχεῖα καὶ μέσα, καὶ ἡ ὁποία χάνεται, ὅταν αὐτὰ τὰ ὑλικὰ στοιχεῖα … ἐκλείψουν! Ἔτσι, ἡ βιολογικὴ ζωὴ καὶ τοῦ ἀνθρώπου καὶ τῶν ἀλόγων ζώων καὶ τῶν φυτῶν, ὑπάρχει καὶ διατηρεῖται ἐφ’ ὅσον ὑπάρχει πρωτίστως ὁ ἀέρας καὶ τὸ ὀξυγόνον, ἀλλὰ καὶ ἡ τροφὴ καὶ ἡ συντήρησις τοῦ ἀνθρωπίνου ὀργανισμοῦ (διὰ καταλλήλων καὶ ὑγιεινῶν τρόπων διαβιώσεως, διὰ τῆς ἀπαραιτήτου ἰατροφαρμακευτικῆς περιθάλψεως κ. ἄ.)!

Πέραν ὅμως αὐτῆς τῆς βιολογικῆς ζωῆς, πέραν τῆς συντηρήσεως τοῦ “ὀστρακίνου σκεύους” – ὅπως, χαρακτηριστικῶς ἀποκαλεῖ τὸ σῶμα μας ὁ Θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος (Β΄ Κορ. Δ΄ 7), – ὑπάρχει καὶ μία ἄλλη πνευματικὴ ζωή! Μία ζωὴ δοσμένη ἀπὸ τὸν Κύριο, ΜΟΝΟΝ ΣΤΟΝ ΑΝΘΡΩΠΟ, καὶ ἡ ὁποία ζωὴ ἀναγάγει τὸν ἄνθρωπον ὡς τὸ ἀνώτερον ὄν, τὸ ὑπέροχον καὶ μοναδικὸν κατὰ τὴν πνευματικήν του ἀξίαν. Τὸ ὂν ἐκεῖνο, τὸ ἔχον λόγον καὶ λογικόν, καὶ πρὸς τὸ ὁποῖον ὁ Ἴδιος ὁ Κύριος, δίδει τὸν Θεῖον Νόμον Του καὶ τὰς ἐντολὰς Του, μὲ σκοπὸν ἀπώτερον, τὴν μέλλουσαν καὶ αἰωνίαν ζωήν. Προσπαθῶν ὁ προφήτης Δαυῒδ νὰ προσεγγίσῃ ταύτην τὴν ἀξίαν, ἀναρωτᾶται˙ “τί ἐστιν ἄνθρωπος, ὅτι μιμνῄσκῃ αὐτοῦ; ἢ υἱὸς ἀνθρώπου, ὅτι ἐπισκέπτῃ αὐτόν; ἠλάττωσας αὐτὸν βραχύ τι παρ᾿ ἀγγέλους, δόξῃ καὶ τιμῇ ἐστεφάνωσας αὐτόν, καὶ κατέστησας αὐτὸν ἐπὶ τὰ ἔργα τῶν χειρῶν σου· πάντα ὑπέταξας ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ, … “ (Ψαλμ. Η΄ 5-10).
Ἐκτός, ὅμως τοῦ Θείου Νόμου Του, δίδει ὁ Κύριος εἰς τὸ ἠγαπημένον Του πλάσμα, καὶ τὰς Οὐρανίους ἐκείνας προδιαγραφάς, διὰ νὰ δύναται νὰ κληρονομήσῃ τὴν Βασιλείαν τῶν Οὐρανῶν, ἀκόμη περισσότερον εὐκόλως. Δίδει, λοιπόν, εἰς αὐτὸν τὴν Ἁγίαν Του Ἐκκλησίαν, ἥτις διὰ τῶν ἱερῶν καὶ οὐρανίων Μυστηρίων, ποιεῖ τὸν ἄνθρωπον τέλειον καὶ συμφώνως πρὸν τὸν σκοπὸν τῆς δημιουργίας του, “κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν” Θεοῦ (Γέν. Α΄ 26).
Ἡ βίωσις τῆς, “κατὰ Θεόν”, ζωῆς
Ἡ βιολογικὴ ζωή, φίλε μου ἀναγνῶστα, ἔχει, ἀσφαλῶς, πολλὰς ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν καθένα. Πέραν τῆς βασικῆς συντηρήσεως τῶν σωματικῶν ἀναγκῶν καὶ λειτουργιῶν τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, ἡ ζωή μας ἀπαιτεῖ νὰ ὑπάρχῃ τὸ ἀπαραίτητο περιβάλλον, οἱ κατάλληλοι ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι καὶ θὰ τὸ καταρτίζουν, ἀλλὰ καὶ αἱ “ἀρχαὶ” βάσει τῶν ὁποίων δύναται νὰ ὑπάρχῃ αὐτὴ ἡ βιολογικὴ ζωή. Δὲν εἴμεθα κοινωνία ἀγρίων θηρίων, οὔτε, βεβαίως, κοινωνία ἀλόγων ζώων… Εἰς μίαν ἀνθρωπίνην κοινωνίαν, εἶναι ἀπαραίτητοι αἱ ἀρχαὶ τῆς ἰσονομίας καὶ τοῦ δικαίου, τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φιλαδελφίας, τῆς ὑπομονῆς καὶ τῆς ταπεινώσεως. Μόνον ἔτσι δύναται νὰ ἐπιβιώσῃ κάποιος εἰς μίαν – ἀκόμη καὶ ἄθεον – κοινωνίαν!
Ἡ, “κατὰ Θεόν”, ζωή, ὅμως, διέπεται ἀπὸ πολὺ ἀνωτέρας ἀρχὰς καὶ ἔχει πολὺ περισσοτέρας “ἀξιώσεις”, ἀπὸ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπεφάσισαν νὰ τὴν βιώσουν. Δὲν εἶναι μόνον μὶα τυπικὴ θρησκευτικὴ συμπεριφορὰ ἐνώπιον τῶν ἄλλων ἀνθρώπων (Γραμματεῖς καὶ Φαρισαῖοι), οὔτε περιορίζεται εἰς τὴν ἔγγραφον καὶ ἐνυπόγραφον περὶ τοῦ θρησκεύματος, δήλωσιν καὶ πέραν τούτου … οὐδὲν ἕτερον! Ἡ, κατὰ Θεόν, ζωὴ εἶναι κατ’ οὐσίαν μίμησις τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἀκριβῶς, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ὑπεγράμμισεν ὁ Θεῖος Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, εἰς τὴν πρώτην Καθολικήν του ἐπιστολήν, “Ὁ λέγων ἐν αὐτῷ μένειν ὀφείλει, καθὼς ἐκεῖνος περιεπάτησε, καὶ αὐτὸς οὕτω περιπατεῖν” (Α΄ Ἰωάν. Β΄ 6). Ἡ, “κατὰ Θεόν”, ζωή, τέλος, εἶναι κατ’ οὐσίαν, ἡ ζωὴ τῆς ἀθανάτου ψυχῆς μας, κατὰ τὴν ὁποίαν, … ὁ Θεὸς ὑπαγορεύει καὶ ὁ ἄνθρωπος πειθαρχεῖ καὶ ἀκολουθεῖ. “ὅστις θέλει ὀπίσω μου ἀκολουθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτὸν καὶ ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῦ, καὶ ἀκολουθείτω μοι” (Μᾶρκ. Η΄ 34). Ὁ ψυχικὸς καὶ πνευματικὸς ἄνθρωπος περιφρονεῖ συχνάκις τὰς ἀπαιτήσεις καὶ τὰ θελήματα τοῦ σαρκικοῦ καὶ βιολογικοῦ ἑαυτοῦ του καὶ ἐνδιαφέρεται, στοιχειωδῶς μὲν διὰ τὴν ζωὴν τοῦ σώματός του, οὐσιωδῶς, ὅμως καὶ ἐνδελεχῶς καὶ λεπτομερῶς διὰ τὰ κατὰ τὴν ψυχήν του. Τοῦτο, κατὰ κόρον θεωροῦμεν, μελετῶντες τοὺς βίους τῶν Ἁγίων καὶ θαυμάζομεν, πῶς παρεμέρισαν ἀκόμη καὶ τὴν πλέον ἀπαραίτητον μέριμναν διὰ τὴν κοσμικὴν ζωήν των καὶ ἐθεώρησαν ταύτην “σκύβαλον” πρὸ τῆς αἰωνίου ζωῆς καὶ μακαριότητος.
“πνεύματι καὶ στοιχῶμεν” (Γαλ. Ε΄ 25)
Ταύτην, λοιπόν, τὴν ζωὴν τῶν Ἁγίων, τὴν πνευματικὴν ζωήν, μᾶς καλεῖ, ὁ Θεῖος Ἀπόστολος Παῦλος, νὰ ἀκολουθήσωμεν, διὰ τῶν ἀνωτέρω θεοπνεύστων λόγων του. Ἐκεῖνος ὅστις θέλει νὰ λέγῃ ὅτι ζῇ καὶ βιώνει τὴν κατὰ Θεὸν ζωήν, ὀφείλει, πρῶτον μέν νὰ γνωρίζῃ, ποία εἶναι αὕτη καὶ … ποῖα συνεπακόλουθα ἐπισύρει, καὶ δεύτερον, κατὰ πόσον, ὁ ἐπιθυμῶν ἵνα ἀκολουθήσῃ ταύτην, ὑποχρεοῦται νὰ προσδιορίζῃ τὰ πνευματικά του “βήματα” εἰς τὰ ἴχνη τοῦ πρώτου καὶ μόνου καθηγητοῦ καὶ Διδασκάλου, Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τοῦτο εἶναι ἡ οὐσία καὶ ὁ καθορισμὸς τῆς “κατὰ Θεόν”, ζωῆς. Δὲν ζῇ κατὰ Θεὸν ἐκεῖνος ὅστις ἰσχυρίζεται τὸ τοιοῦτον, ἀλλ’ ἐκεῖνος ὅστις προσαρμόζει τὴν ζωὴν καὶ βιοτήν του εἰς τὸν τρόπον τὸν ὁποῖ­­ον μᾶς ὑπέδειξεν ὁ Κύριος ἡμῶν. Χριστιανὸς δὲν εἶναι ἐκεῖνος ὅστις φέρει τὴν ἐπωνυμίαν ταύτην ἐπὶ τῆς ἀστυνομικῆς του ταυτότητος – χωρὶς τοῦτο νὰ σημαίνῃ ὅτι συμπλέομεν μετὰ τῶν ἀγωνισθέντων, ἵνα ἀποβάλλωσι ταύτην ἐκ τῶν ἐπισήμων κρατικῶν καὶ ἰδιωτικῶν ἐγγράφων, – ἀλλὰ ἐκεῖνος ὅστις ἔχει τὸν Χριστὸν ἐνοικοῦντα ἐν αὐτῷ καὶ ζῇ δι’ Αὐτὸν καὶ ὑποφέρει δι’ Αὐτόν, καὶ ἀνησυχεῖ καὶ τρομοκρατεῖται εἰς τὴν ἰδέαν καὶ μόνον, ὅτι ἡμάρτησε καὶ ἐπίκρανε τὸν ἠγαπημένον του Ἰησοῦν.
“Πνεύματι καὶ στοιχῶμεν” σημαίνει ὅτι θὰ πρέπῃ νὰ ζῶμεν καὶ διάγωμεν εἰς τὸν παρόντα βίον, συμφώνως πρὸς ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα ὁρίζει καὶ καθορίζει ἡ ἐν Χριστῷ ὁμολογία μας, τὴν ὁποίαν ὑπεσχέθημεν κατὰ τὴν ὥραν τῆς ἐντάξεώς μας εἰς τὴν Ἁγίαν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἡμῶν (Βάπτισιν καὶ Χρῖσιν). Ταύτας τὰς ὑποσχέσεις ἂς κρατῶμεν διὰ βίου, ἵνα ἐπιτύχωμεν τὴν ζωὴν τὴν αἰώνιον. Ἀμήν.
Ἀρχιμ. Τιμόθεος Γ. Παπασταύρου
Ἱεροκήρυξ Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πατρῶν