Ὁ Θεὸς δὲν ἐγκαταλείπει ποτὲ τὸν
πειραζόμενο ἄνθρωπο. Ὅταν ὁ πειρασμὸς εἶναι μεγαλύτερος ἀπὸ τὴ δύναμή
του, ὁ Θεὸς «ἁπλώνει τὸ χέρι του καὶ τὸν ἀνακουφίζει ἀπὸ τὸν πειρασμό»6.
Εἶναι δὲ πολὺ παρήγορος ὁ λόγος τοῦ Μεγάλου Ἀντωνίου, ποὺ ἀναφέρεται
στοὺς πειρασμοὺς καὶ στὶς ἀδυναμίες τῶν ἀνθρώπων. Λέει ὁ μεγάλος ὅσιος:
«Ὁ Θεὸς δὲν ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμοὺς σ’ αὐτὴν ἐδῶ τὴ γενεά, ὅπως
συνέβαινε στὶς παλαιὲς γενεές, γιατὶ γνωρίζει ὅτι οἱ ἄνθρωποι, τώρα
εἶναι ἀδύνατοι καὶ δὲν ἀντέχουν»7.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι ὁ
Θεὸς ἐπιτρέπει τοὺς πειρασμούς, ποὺ εἶναι στὰ ἀνθρώπινα μέτρα καὶ δὲν
ἐπιτρέπει κανένα πειρασμὸ νὰ ξεπεράσει τὶς δυνάμεις τοῦ ἀνθρώπου, «ἀλλά,
ὅταν ἔλθει ὁ πειρασμὸς θὰ δώσει μαζὶ καὶ τὴ διέξοδο, ὥστε νὰ μπορέσετε
νὰ τὸν ἀντέξετε»8.
Ἡ ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν δὲν εἶναι
εὔκολη ὑπόθεση καὶ δὲν τελειώνει ποτέ, ἀφοῦ καθημερινὰ ὁ ἄνθρωπος
ἀντιμετωπίζει τὶς ἐπιθέσεις τους. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ πρωτίστως πρέπει νὰ
γνωρίζει ὁ ἀγωνιζόμενος χριστιανός, εἶναι ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο
ἀντιμετώπισε ὁ ἵδιος ὁ Χριστὸς τοὺς τρεῖς πειρασμοὺς στὴ ἔρημο.9 Δὲν
κάθισε ὁ Κύριος νὰ σκεφτεῖ τοὺς πειρασμούς, ἀλλὰ τοὺς ἀνέτρεψε ἀμέσως μὲ
γραφικὰ χωρία καὶ ἀντιστάθηκε μὲ τὴ γενναία φράση του «ὕπαγε ὀπίσω μου,
σατανᾶ».
Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος
χαρακτηρίζει τὴν ἀντιμετώπιση τῶν πειρασμῶν ὡς θαῦμα. Λέει: «Δὲν εἶναι
θαῦμα τὸ νὰ μάχεται ὁ ἄυλος τὸν ἄυλο. Θαῦμα ὅμως εἶναι, ἀληθινὸ θαῦμα,
τὸ νὰ κατανικήσει τοὺς ἄυλους ἐχθροὺς ὁ ὑλικὸς ἄνθρωπος, μαχόμενος
ἐναντίον τους μὲ τὴν ἐχθρικὴ τούτη καὶ ἐπίβουλη ὕλη, δηλαδὴ τὸ σῶμα»10.
Πολλοὶ πιστεύουν ὅτι οἱ πειρασμοὶ κυρίως
ὀφείλονται στὸν τόπο ὅπου ζεῖ κανεὶς καὶ γι’ αὐτὸ συχνὰ μετακινοῦνται
ἀπὸ περιοχὴ σὲ περιοχὴ μὲ τὴν ἐλπίδα ὅτι θὰ ἔχουν λιγότερους πειρασμοὺς ἤ
καὶ καθόλου. Ὅμως πρόκειται γιὰ πλάνη, γιατὶ οἱ πειρασμοὶ συνοδεύουν
τοὺς ἀνθρώπους παντοῦ. Εἶναι πολὺ διαφωτιστικὸ αὐτὸ ποὺ διαβάζουμε στὸ
Γεροντικό: «Εἶπε ἡ ἀμμᾶς Θεοδώρα ὅτι ὑπῆρχε κάποιος μοναχὸς ποὺ εἶχε νὰ
κάνει μὲ πλῆθος πειρασμῶν, γι’ αὐτὸ ἀποφάσισε νὰ φύγει ἀπὸ τὸν τόπο του.
Καθὼς λοιπὸν φόρεσε τὰ σαντάλια του, βλέπει ἕνα ἄλλο ἄνθρωπο νὰ φορᾶ
καὶ αὐτὸς τὰ δικά του καὶ νὰ τοῦ λέει: “φεύγεις ἐξ αἰτίας μου; Λοιπὸν θὰ
σὲ συνοδεύσω ὅπου καὶ ἄν πᾶς”»11.
Ὁ Ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος λέει ὅτι ἐν καιρῷ πειρασμοῦ πρέπει νὰ χαιρόμαστε, γιατὶ εἶναι μιὰ δοκιμασία ἐπωφελής12.
Στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν πειρασμῶν
ἀποτελεσματικὸ ὅπλο εἶναι ἡ θερμὴ προσευχή, τὴν ὁποία ὅμως πολλὲς φορὲς
ξεχνοῦμε καὶ κλυδωνιζόμαστε ἐπικίνδυνα. Ὁ Χριστὸς στὸν κῆπο τῆς
Γεσθημανῆ, ὅταν ὁ ἵδιος βίωνε τὴν ἀγωνία τοῦ πάθους του καὶ εἶδε τοὺς
μαθητὲς νὰ κοιμοῦνται, τοὺς εἶπε: «Μένετε ἄγρυπνοι καὶ προσεύχεσθε, γιὰ
νὰ μὴ σᾶς νικήσει ὁ πειρασμός· τὸ πνεῦμα εἶναι πρόθυμο, ἡ σάρκα ὅμως
ἀδύναμη»13.
Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος μιλάει γιὰ τὴν
πανοπλία τοῦ χριστιανοῦ, μὲ τὴν ὁποία πρέπει νὰ διεξάγει τὸν ἀγώνα κατὰ
τῶν τεχνασμάτων τοῦ διαβόλου. Πρέπει νὰ ἔχει σταθερότητα στὶς θέσεις
του, δικαιοσύνη, ἑτοιμότητα, πίστη, νὰ γνωρίζει τὸ λόγο τοῦ Θεοῦ, νὰ
προσεύχεται συνεχῶς καὶ γενικὰ νὰ εἶναι ἄγρυπνος14.
Οἱ χριστιανοὶ πρέπει πάντα νὰ εἶναι
ἀγωνιστὲς στὴ ζωή τους καὶ νὰ στοχάζονται τὴν ἀγάπη, ποὺ δείχνει ὁ
Χριστὸς γι’ αὐτούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους γενικὰ τοὺς ἀνθρώπους. Σκοπός
τους πρέπει νὰ εἶναι ἡ ἀπάρνηση τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου τῆς ἁμαρτίας. Καὶ ἡ
σταθερὴ συμμόρφωσή τους μὲ τὶς ἐντολὲς τοῦ Θεοῦ. Τὸ τονίζει μὲ σαφήνεια
ὁ Ἀπόστολος Πέτρος: «Ἀφοῦ, λοιπόν, ὁ Χριστὸς πέθανε γιὰ μᾶς ὡς
ἄνθρωπος, πρέπει κι ἐσεῖς νὰ ὁπλιστεῖτε μὲ τὸ ἴδιο φρόνημα, γιατὶ ὅποιος
πέθανε ὡς πρὸς τὸν παλαιὸ ἄνθρωπο, ἔπαψε νὰ ζεῖ μέσα στὴν ἁμαρτία. Ἀπὸ
τώρα, λοιπόν, καὶ στὸ ἑξῆς πρέπει νὰ ζεῖτε τὴν ὑπόλοιπη ζωή σας ὄχι
σύμφωνα μὲ τὶς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, ἀλλὰ σύμφωνα μὲ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ»15.
Σημειώσεις:
6. Βασιλείου Δ. Χαρώνη, Παιδαγωγικὴ
ἀνθρωπολογία Ἰωάννου Χρυσοστόμου, τόμος Γ΄, Ἀθήνα 1995, σελ. 667. 7.
Εἶπε Γέρων… Τὸ Γεροντικὸν σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση ὑπὸ Βασιλείου Πέντζα,
Ἀθήνα 1974, σελ. 14. 8. Α΄ Κορ. ι΄ 13. 9. Ματθ. δ΄ 1-11. 10. Κλῖμαξ,
Ὠρωπὸς Ἀττικῆς 1978, σελ. 210. 11. Εἶπε Γέρων… Τὸ Γεροντικὸν σὲ
νεοελληνικὴ ἀπόδοση ὑπὸ Βασιλείου Πέντζα, Ἀθήνα 1974, σελ. 104. 12. α΄
2-4. 13. Ματθ. κστ΄ 41. 14. Ἐφεσ. στ΄ 10-18. 15. Α΄ Πέτρ. δ΄ 1-2.