ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2019

Ἡ θεραπεία τῆς ἠθικῆς σήψεως εἶναι ἡ μετάνοια!

Ο ΠΑΠΙΣΜΟΣ προσπαθεῖ νὰ καθαρθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνυπόφορη διαχρονικὴ ἠθικὴ μπόχα του. Ἀλλὰ εἰς μάτην προσπαθεῖ. Γιατί ἆραγε; Μᾶς τὸ ἐξηγεῖ τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ τῶν Παραθρησκειῶν τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πειραιῶς καὶ δίνει τὴ λύση: 

«Ὁ “πάπας”, σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία τοῦ Παπισμοῦ, ἐνσαρκώνει τὴν “καθολικὴ ἐκκλησία” καὶ ἡ “καθολικὴ ἐκκλησία” φανερώνεται καὶ ὑπάρχει χάρις σ’ αὐτόν! Χωρὶς αὐτόν, τὸν “διάδοχο τοῦ ἁγίου Πέτρου, τοῦ πρίγκιπα τοῦ κολλεγίου τῶν Ἀποστόλων” δὲν ὑφίσταται ἡ “ἐκκλησία” καὶ γιὰ τοῦτο ἐφεῦρε καὶ καλλιεργεῖ καὶ προβάλλει μὲ ἀπίστευτη μανία τὰ ἀντίχριστα δόγματα τοῦ “πρώτου” καὶ τοῦ “ἀλάθητου”, τὰ ὁποῖα ἀνήκουν στὸ Χριστὸ καὶ τὰ σφετερίζεται ὁ ἴδιος, παίρνοντας στὴν οὐσία τὴ θέση τοῦ Χριστοῦ στὴν Ἐκκλησία! 
Ἄρα λοιπὸν ὁ Χριστὸς “ἀδυνατεῖ” νὰ “σώσει” τὴν “καθολικὴ ἐκκλησία”, ὡς ἀπών. Ἐκεῖνος ποὺ ἀπομένει νὰ τὴ “σώσει” εἶναι ὁ “ἀντιπρόσωπός” του, ὁ “πάπας”. Πῶς θὰ τὴ σώσει; Πῶς θὰ τὴν ἀπαλλάξει ἀπὸ τὴν διαχρονική της κατάπτωση καὶ κακοδαιμονία; Μὲ ἕνα ἁπλὸ καὶ δοκιμασμένο τρόπο: τὴ μετάνοια! Νὰ κατανοήσει ὅτι ἡ “ἐκκλησία” ποὺ “ἐνσαρκώνει” καὶ “ποιμαίνει” δὲν εἶναι ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ μία χριστιανικὴ θρησκευτικὴ κοινότητα, μεγάλη βεβαίως, ἀλλὰ ὄχι ἡ ἀληθινὴ Ἐκκλησία. Ὅτι ἀπέρριψε θεμελιώδεις ἀλήθειες τῆς Ἐκκλησίας καὶ πρόσθεσε δεκάδες κακοδοξίες, οἱ ὁποῖες ἄνοιξαν μέγα χάσμα μὲ τὴν ἀληθινὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὅτι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δὲν ὑπάρχει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καὶ ὡς ἐκ τούτου ἡ θρησκευτική του κοινότητα στερεῖται τῆς ἁγιαστικῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ, μὲ ὁρατὰ ἀποτελέσματα τὴ διαχρονικὴ κατάπτωσή της καὶ μὲ ἀποκορύφωμα τὰ ἐγκλήματα παιδεραστίας καὶ παιδοφθορίας τῶν χιλιάδων “κληρικῶν” της, ὅλων τῶν βαθμῶν. 
Αὐτὴ θὰ εἶναι ἡ εὐλογημένη ἀρχὴ γιὰ τὴν πραγματικὴ κάθαρση τῆς “καθολικῆς ἐκκλησίας” καὶ ἡ ποθητὴ πορεία της νὰ ἐνταχθεῖ στὴν Μία, Ἁγία, Καθολικὴ καὶ Ἀποστολικὴ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν ὁποία ἀποκόπηκε»! Συμφωνοῦμε, μία εἶναι ἡ λύση: ἡ εἰλικρινὴς μετάνοια. Ἀλλὰ ποῦ νὰ σκεφτεῖ κάτι τέτοιο ὁ «ἀλάθητος»;