Ο
Ἁγιορείτης γερω–Χαράλαμπος ὁ Καψαλιώτης, ὁ κομποσχοινᾶς,
διηγήθηκε τό ἑξῆς γιά νά δείξη τήν ἀρετή μερικῶν λαϊκῶν:
«Γνώρισα παλαιά στῶν Ἰβήρων ἕνα μοναχό, τόν π. Γεράσιμο[1],
ἀπό τό Ἀϊβαλί τῆς Μ. Ἀσίας, πού ἡ μητέρα του ἦταν
ἁγιασμένη ψυχή καί εἶχε χάρισμα προορατικό. Ἔλεγε στόν
γυιό της: “Παιδί μου, μήν κάνης ἁμαρτίες, νά ζῆς μέ φόβο Θεοῦ,
γιατί ὅταν θά μεγαλώσης θά γίνεις καλόγερος στό Ἅγιον Ὄρος,
στό μοναστήρι τῆς Πορταΐτισσας”. Ἔπαιρνε στά χέρια της
ἀναμμένα κάρβουνα, ἔβαζε πάνω θυμίαμα καί θυμίαζε τίς
εἰκόνες χωρίς νά καίγεται».
[1].
Κατά κόσμον Βασίλειος Κουπαράκης, γεννηθείς τό 1881 στὶς
Κυδωνιές (Ἀϊβαλί) Μ. Ἀσίας. Τό 1910 προσῆλθε στήν Ἱερά Μονή
Ἰβήρων καὶ τό 1912 ἔγινε ἡ μοναχική του κουρά. Δυστυχῶς δέν
ἀναφέρεται τό ὄνομα τῆς μητρός του στό Μοναχολόγιο τῆς Μονῆς.