«Οἱ
νοικοκυρές τοῦ χωριοῦ ὅταν γινόταν Λειτουργία πήγαιναν τά
πρόσφορα στήν Ἐκκλησία τήν ὥρα πού ὁ παπᾶς “ἔπαιρνε καιρό”
(προετοιμαζόταν γιά νά φορέση τήν ἱερατική του στολή) καί
μετά γύριζαν σπίτι γιά νά προετοιμάσουν τά παιδιά τους νά πᾶνε
ὅλοι μαζί γιά τήν θεία Λειτουργία.
»Κάποια
χρονιά, ἦταν παραμονή Φώτων κατά τήν ὁποία γίνεται ἡ θεία
Λειτουργία τοῦ Μ. Βασιλείου, ἡ γιαγιά μου ξύπνησε μέν, ἀλλά
παρέμεινε στό κρεββάτι της καί καθυστεροῦσε νά πάη στήν
Ἐκκλησία. Ξαφνικά ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ κελλαριοῦ καί μπῆκε
μέσα ὁ ἅγιος Βασίλειος, ψηλός, φορώντας ἄσπρα ἄμφια, καί τῆς
εἶπε: “Τέτοια μέρα βρῆκες;” καί τῆς ἔδωσε ἕνα χαστούκι. Τά
ἀποτυπώματα τῶν δακτύλων παρέμειναν στό μάγουλό της σ᾿ ὅλη
τήν ζωή της.
»Ἀπό
τότε ἡ γιαγιά μου αὐτήν τήν ἡμέρα τήν τιμοῦσε ἰδιαίτερα καί
συμβούλευε καί τίς ἄλλες νά μήν καθυστεροῦν νά πηγαίνουν στήν
Ἐκκλησία».