ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

Ερμηνεία της συγκλονιστικής περικοπής του Ευαγγελίου που διαβάζεται στην αρχή της Ινδίκτου


ΤΟ ΙΕΡΟ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ
Τῷ και­ρῷ ἐ­κεί­νῳ, ἦλ­θεν ὁ Ἰ­η­σοῦς εἰς Να­ζα­ρέτ, οὗ ἦν τε­θραμ­μέ­νος, καὶ εἰ­σῆλ­θεν κα­τὰ τὸ εἰ­ω­θὸς αὐ­τῷ ἐν τῇ ἡ­μέ­ρᾳ τῶν σαβ­βά­των εἰς τὴν συ­να­γω­γήν, καὶ ἀ­νέ­στη ἀ­να­γνῶ­ναι. Καὶ ἐ­πε­δό­θη αὐ­τῷ βι­βλί­ον τοῦ προ­φή­του ᾽Η­σα­ΐ­ου, καὶ ἀ­να­πτύ­ξας τὸ βι­βλί­ον εὗ­ρεν τὸν τό­πον οὗ ἦν γε­γραμ­μέ­νον, Πνεῦ­μα κυ­ρί­ου ἐπ᾽ ἐ­μέ, οὗ εἵ­νε­κεν ἔ­χρι­σέν με εὐ­αγ­γε­λί­σα­σθαι πτω­χοῖς, ἀ­πέ­σταλ­κέν με κη­ρύ­ξαι αἰχ­μα­λώ­τοις ἄ­φε­σιν καὶ τυ­φλοῖς ἀ­νά­βλε­ψιν, ἀ­πο­στεῖ­λαι τε­θραυ­σμέ­νους ἐν ἀ­φέ­σει, κη­ρύ­ξαι ἐ­νια­υτὸν κυ­ρί­ου δε­κτόν. Καὶ πτύ­ξας τὸ βι­βλί­ον ἀ­πο­δοὺς τῷ ὑ­πη­ρέ­τῃ ἐ­κά­θι­σεν· καὶ πάν­των οἱ ὀ­φθαλ­μοὶ ἐν τῇ συ­να­γω­γῇ ἦ­σαν ἀ­τε­νί­ζον­τες αὐ­τῷ. Ἤρ­ξα­το δὲ λέ­γειν πρὸς αὐ­τοὺς ὅ­τι Σήμερον πε­πλή­ρω­ται ἡ γρα­φὴ αὕ­τη ἐν τοῖς ὠ­σὶν ὑ­μῶν. Καὶ πάν­τες ἐ­μαρ­τύ­ρουν αὐ­τῷ καὶ ἐ­θα­ύ­μα­ζον ἐ­πὶ τοῖς λό­γοις τῆς χά­ρι­τος τοῖς ἐκ­πο­ρευ­ο­μέ­νοις ἐκ τοῦ στό­μα­τος αὐ­τοῦ.

(Λουκ. δ΄ 16 – 22)
ΕΡ­ΜΗ­ΝΕΙΑ (Π.Ν.ΤΡΕΜ­ΠΕ­ΛΑ)
Ἐ­κεῖ­νο τὸν και­ρό, ἦλ­θε ὁ Ἰ­η­σοῦς στὴ Να­ζα­ρέτ, ἐ­κεῖ ὅ­που εἶ­χε ἀ­να­τρα­φεῖ καὶ εἶ­χε με­γα­λώ­σει. Κι ὅ­πως συ­νή­θι­ζε ἀ­πὸ τὴν παι­δι­κή του ἀ­κό­μη ἠ­λι­κί­α, μπῆ­κε τὴν ἡ­μέ­ρα τοῦ Σαβ­βά­του στὴ συ­να­γω­γὴ καὶ ση­κώ­θη­κε ἀ­πὸ τὴ θέ­ση του γιὰ νὰ δι­α­βά­σει κά­ποι­α προ­φη­τι­κὴ πε­ρι­κο­πὴ ἀ­πὸ τὴ Βί­βλο. Καὶ τοῦ πα­ρέ­δω­σαν τὸ βι­βλί­ο τοῦ προ­φή­τη Ἡ­σα­ΐ­α.
Ξε­δί­πλω­σε τό­τε τὸ βι­βλί­ο ποὺ ἦ­ταν τυ­λιγ­μέ­νο σὲ κυ­λιν­δρι­κὸ σχῆ­μα καὶ βρῆ­κε τὸ μέ­ρος ἐ­κεῖ­νο ὅ­που ἦ­ταν γραμ­μέ­νο τὸ ἑ­ξῆς: Τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου μέ­νει καὶ ἀ­να­παύ­ε­ται σὲ μέ­να τὸν Μεσ­σί­α, γιὰ νὰ συ­νερ­γά­ζε­ται μα­ζί μου στὸ σω­τη­ρι­ῶ­δες ἔρ­γο μου. Καὶ μέ­νει τὸ Πνεῦ­μα αὐ­τὸ σὲ μέ­να, δι­ό­τι ὁ Κύ­ριος μὲ ἔ­χρι­σε ὡς ἄν­θρω­πο καὶ μὲ ἀ­πέ­στει­λε νὰ κη­ρύ­ξω τὸ εὐ­αγ­γέ­λιο τῆς βα­σι­λεί­ας σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ στε­ροῦν­ται τὴ χά­ρη τοῦ Θε­οῦ, εἶ­ναι πνευ­μα­τι­κὰ φτω­χοὶ καὶ βρί­σκον­ται σὲ ἄ­θλια κα­τά­στα­ση. Μὲ ἔ­στει­λε νὰ θε­ρα­πεύ­σω ἐ­κεί­νους ποὺ ἡ καρ­διὰ τους ἔ­χει συν­τρι­βεῖ ἀ­πὸ τὸ βά­ρος τῆς ἁ­μαρ­τί­ας. Μὲ ἔ­στει­λε νὰ κη­ρύ­ξω ἄ­φε­ση καὶ ἐ­λευ­θε­ρί­α στοὺς δού­λους καὶ αἰχ­μά­λω­τους τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ χα­ρί­σω τὸ φῶς σ᾿ ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­χουν τυ­φλω­μέ­νο τὸ νοῦ τους ἀ­πὸ τὸ σκο­τι­σμὸ τῶν πα­θῶν. Μὲ ἔ­στει­λε νὰ ἐ­λευ­θε­ρώ­σω ἀ­πὸ κά­θε ἐ­νο­χὴ ἐ­κεί­νους ποὺ ἔ­χουν κα­τα­πλη­γω­θεῖ καὶ συν­τρι­βεῖ ἀ­πὸ τὴν ἁ­μαρ­τί­α. Μὲ ἔ­στει­λε νὰ κη­ρύ­ξω καὶ νὰ ἀ­ναγ­γεί­λω τὴν ἔ­ναρ­ξη τῆς νέ­ας πε­ρι­ό­δου, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι ἀ­ρε­στὴ στὸ Θε­ὸ καὶ ἐ­πι­θυ­μη­τὴ στοὺς ἀν­θρώ­πους· δι­ό­τι τὴν πε­ρί­ο­δο αὐ­τὴ πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­πὸ τὸν Μεσ­σί­α ἡ βου­λὴ τοῦ Θε­οῦ γιὰ τὴ σω­τη­ρί­α τῶν ἀν­θρώ­πων.
Κι ἀ­φοῦ τύ­λι­ξε τὸ βι­βλί­ο, τὸ ἔ­δω­σε πά­λι στὸν ὑ­πη­ρέ­τη τῆς συ­να­γω­γῆς καὶ κά­θι­σε γιὰ νὰ ἐ­ξη­γή­σει καὶ νὰ ἀ­να­πτύ­ξει τὴν πε­ρι­κο­πὴ ποὺ δι­ά­βα­σε. Καὶ τὰ μά­τια ὅ­λων ὅ­σων ἦ­ταν στὴ συ­να­γω­γὴ εἶ­χαν στρα­φεῖ μὲ πο­λὺ ἐν­δι­α­φέ­ρον καὶ προ­σο­χὴ σ᾿ αὐ­τόν. Ἄρ­χι­σε λοι­πὸν νὰ τοὺς λέ­ει ὅ­τι σή­με­ρα πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε καὶ ἐ­πα­λη­θεύ­θη­κε ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τὴ μὲ τὸ κή­ρυγ­μα ποὺ ἀ­κού­γε­ται τὴ στιγ­μὴ αὐ­τὴ στὰ αὐ­τιά σας ἀ­πὸ μέ­να, στὸν ὁ­ποῖ­ο ἀ­να­φέ­ρε­ται ἡ προ­φη­τεί­α αὐ­τή. Καί ὅ­λοι ὅ­σοι ἄ­κου­σαν τήν ἐ­ξή­γη­ση τῆς προ­φη­τεί­ας πού στή συ­νέ­χεια ἔ­κα­νε ὁ Ἰ­η­σοῦς, ὁ­μο­λο­γοῦ­σαν ὅ­τι κή­ρυ­ξε ἐ­ξαί­ρε­τα. Καί ἀ­πο­ροῦ­σαν γιά τά λό­για πού ἔ­βγαι­ναν ἀ­πό τό στό­μα του καί ἦ­ταν γε­μά­τα μέ θεί­α χά­ρη καί γλυ­κύ­τη­τα· κι ἔ­λε­γαν: Πε­ρί­ερ­γο! Δέν εἶ­ναι αὐ­τός ὁ γιός τοῦ Ἰ­ω­σήφ, πού μέ­χρι χθές ἐρ­γα­ζό­ταν σάν ἕ­νας ἀ­πό μᾶς;