ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 24 Αυγούστου 2019

Πρωτοπρ. Θεόδωρος Ζήσης, Προβληματική μετάφραση Ευαγγελικού κειμένου από τους τέσσερις καθηγητές


Αποτέλεσμα εικόνας για ΑΝΘΙΜΟΣ  ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ
Πρωτοπρεσβύτερος Θεόδωρος Ζήσης,Ὁμότιμος Καθηγητὴς Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.
Ματθ. 6, 32: «Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ»
1. Ἡ μετάφραση ἐπιτρέπεται ὑπὸ ὅρους
Εἶναι γνωστὸν ὅτι ὁ Προτεσταντισμὸς ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ἐμφανίσθηκε τὸν 16ο αἰώνα, γιὰ νὰ θεραπεύσει τὶς ἀκρότητες καὶ παρεκκλίσεις τοῦ Παπισμοῦ, περιέπεσε σὲ χειρότερες ἀκρότητες καὶ πλάνες μὲ τὴν ὁλοκληρωτικὴ ἄρνηση τῆς Πατερικῆς Παραδόσεως καὶ τὴν μονομερῆ ἔξαρση τῆς Βίβλου ὡς μοναδικῆς πηγῆς τῆς ἐκκλησιαστικῆς διδασκαλίας καὶ ζωῆς. Πιστεύοντας ὅτι ὅλα τὰ κακὰ ὀφείλονται στὴν ἄγνοια τῆς Βίβλου ἐπιδόθηκαν σὲ ἐντατικὴ προσπάθεια νὰ τὴν διαδώσουν σὲ ὅλους τοὺς λαοὺς μὲ τὴν ἵδρυση βιβλικῶν ἑταιρειῶν καὶ ἱεραποστολῶν, μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ ἀνάπτυξη τῶν βιβλικῶν σπουδῶν καὶ τὴν μετάφραση τῆς Βίβλου σὲ πλῆθος γλωσσῶν καὶ διαλέκτων.
Καὶ μολονότι δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ ἀγνοήσει ὅτι τὸ Εὐαγγέλιο μὲ τὴν διάδοση καὶ τὶς μεταφράσεις ἔγινε γνωστὸ σὲ πολλοὺς λαούς, ἐπίσης δὲν μπορεῖ νὰ ἀμφισβητήσει ὅτι μαζὶ μὲ τὸ πλῆθος τῶν μεταφράσεων συνεισῆλθε καὶ πλῆθος παρανοήσεων καὶ ἑρμηνευτικῶν ἀτοπημάτων, διότι οἱ μεταφραστὲς ἐμπιστευόμενοι τὴν σοφία τους ἤ παρακινούμενοι ἀπὸ ὁμολογιακὲς δογματικὲς σκοπιμότητες παρερμήνευαν τὰ βιβλικὰ κείμενα καὶ ἐπρόδιδαν πολλὲς φορὲς τὸ νόημά τους, γιὰ νὰ ἐξυπηρετήσουν προσηλυτιστικοὺς σκοπούς.

Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀρχικὰ ἀπαγόρευσε παντελῶς τὴν μετάφραση τῶν κειμένων τῆς Ἁγίας Γραφῆς, εἶναι δὲ γνωστὸν ὅτι ἀκόμη καὶ ἐξεγέρσεις σημειώθηκαν στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τοὺς φοιτητὲς τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τὸ 1901, τὰ γνωστά «Εὐαγγελικά», ἐναντίον τῆς μετάφρασης τοῦ Ἀλ. Πάλλη στὴν δημοτικὴ γλώσσα. Τελικῶς ἐπεκράτησε ἡ ἄποψη ὅτι ἐπιτρέπονται οἱ μεταφράσεις μετὰ ἀπὸ ἔγκριση τῶν ἐκκλησιαστικῶν ἀρχῶν, οἱ ὁποῖες ὑποτίθεται ὅτι ἐλέγχουν τὴν ὀρθότητα τῆς μετάφρασης, καὶ ἐφ᾽ ὅσον πάντοτε μαζὶ μὲ τὴν μετάφραση συνεκδίδεται καὶ τὸ ἀρχαῖο κείμενο, ὥστε νὰ εἶναι εὐχερὴς ὁ ἔλεγχος τῶν μεταφραζομένων.
Οὐδέποτε πάντως καὶ εἰς οὐδένα περνοῦσε ἡ σκέψη ὅτι στὸ θέμα τῶν μεταφράσεων θὰ συνεργαζόταν ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μὲ τὶς προτεσταντικές Βιβλικὲς Ἑταιρεῖες, οἱ ὁποῖες ἦσαν πρόθυμες καὶ νὰ χρηματοδοτήσουν τὴν ἔκδοση τῶν μεταφράσεων σὲ ἑκατομμύρια ἀντιτύπων καὶ νὰ συνεργασθοῦν μὲ τοὺς δικούς τους ἀντιπροσώπους στὴν μεθοδολογία τῆς μετάφρασης. Δυστυχῶς μὲ τὴν διάδοση καὶ ἐνίσχυση τοῦ συγκρητιστικοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τὴν συμμετοχή μας στὸ προτεσταντικό «Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν» ἡ Ὀρθόδοξη αὐτοσυνειδησία ἔχει διαβρωθῆ, καὶ ὁ Προτεστανισμός, ὅπως βέβαια καὶ ὁ Παπισμός καὶ ἄλλες αἱρέσεις, δὲν ἀντιμετωπίζονται ἀμυντικὰ καὶ θεραπευτικά, ἀλλὰ «ἀγαπητικά» ὡς ἐκκλησίες καὶ ὄχι ὡς αἱρέσεις, κατὰ ἐπίσημη μάλιστα τώρα ἀπόφαση τῆς ψευδοσυνόδου τῆς Κρήτης.
Ὅ,τι ὅμως ἦταν ἀδιανόητο πρὶν ἀπὸ μερικὲς δεκαετίες, τώρα εἶναι πραγματικότητα ποὺ δὲν ἐνοχλεῖ κανένα, ἀκόμη καὶ ὅταν ἀπὸ εἰδήμονες ἐπισημαίνονται λάθη καὶ διαστρεβλώσεις τῶν βιβλικῶν κειμένων. Τώρα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος, ἀντὶ νὰ φροντίσει μὲ δικά της ἐπιτελεῖα ἐπιστημόνων νὰ ἐκδώσει μετάφραση τῆς Κ. Διαθήκης στὴν ἁπλοελληνικὴ γλώσσα μέσῳ τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας, ἐπέτρεψε νὰ κυκλοφορήσει ἡ «Βιβλικὴ Ἑταιρεία» μὲ πατριαρχικὸ μάλιστα ἐγκριτικὸ ἔγγραφο τοῦ 1973 τὸ βιβλίο «Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸ πρωτότυπον κείμενον μὲ νεοελληνικὴν μετάφρασιν», τῶν παλαιῶν καθηγητῶν Β. Βελλα, Ἀρχιμ. Ευαγ. Αντωνιαδη, Αμ. Αλιβιζατου καὶ Γερασ. Κονιδάρη. Ἦταν δύσκολο νὰ στεγάσει ἡ Ἀποστολικὴ Διακονία αὐτὴν τὴν μετάφραση; Ἔπρεπε νὰ ἀφήσουμε τὴν «Βιβλικὴ Ἑταιρεία» τῶν Προτεσταντῶν νὰ ἐμφανίζεται στὰ μάτια τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ἀθώα περιστερά, συνεργαζόμενη μὲ Ὀρθοδόξους καθηγητὲς καὶ εὐεργετοῦσα τοὺς Ὀρθοδόξους; Τουλάχιστον ὅμως σ᾽ αὐτὴν τὴν περίπτωση τῆς μετάφρασης τῶν τεσσάρων παλαιῶν καθηγητῶν συνεκδίδεται τὸ κείμενο μαζὶ μὲ τὴ μετάφραση, καὶ δὲν ἔχουν καταγγελθῆ ὁμολογιακὲς προσηλυτιστικὲς παρερμηνεῖες.
2. Ἡ Μετάφραση τῶν νέων τεσσάρων κρινόμενη
Τὰ πράγματα εἶναι πολὺ χειρότερα μὲ τὴν μετάφραση τῶν νέων τεσσάρων καθηγητῶν Γ. Γαλίτη, Ιω. Καραβιδόπουλου, Ιω. Γαλάνη καὶ Π. Βασιλειάδη ποὺ κυκλοφορήθηκε σὲ βιβλίο μὲ τίτλο: «Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Σὲ μετάφραση στὴ δημοτική». Ἐκδίδεται ἀπὸ τὴν «Ἑλληνικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρεία» τῆς ὁποίας οἱ σχέσεις μὲ τὴν «Βιβλικὴ Ἑταιρεία», τῶν Προτεσταντῶν πρέπει νὰ ἐρευνηθοῦν. Κυκλοφορεῖ μόνο σὲ μετάφραση, χωρὶς νὰ συνεκδίδεται τὸ κείμενο, ὥστε νὰ μὴ γίνεται ἀμέσως ὁ ἔλεγχος καὶ ἡ σύγκριση. Καὶ τὸ σημαντικώτερο καὶ σπουδαιότερο· ἡ μετάφραση τεκμηριωμένα καὶ ἀποδεικτικὰ ἐπικρίθηκε ἀπὸ τὸν ἀείμνηστο καθηγητὴ Ἰωάννη Παναγόπουλο, ὁ ὁποῖος μὲ σχετικὸ Ὑπόμνημα πρὸς τὴν Ἱερὰ Σύνοδο παρουσίασε τὶς ἀστοχίες καὶ τὶς ἐλλείψεις τῆς μετάφρασης, μὲ συνέπεια ἡ Ἱερὰ Σύνοδος νὰ ἀπαγορεύσει τὴν κυκλοφορία της. Ἀναγκάσθηκαν τότε οἱ μεταφραστὲς νὰ κάνουν κάποιες διορθώσεις καὶ βελτιώσεις, οἱ ὁποῖες, μολονότι δὲν ἄλλαξαν τὴν γενικὴ εἰκόνα τῶν πολλῶν ἀτελειῶν σύμφωνα μὲ νέο Ὑπόμνημα τοῦ καθηγητοῦ Ἰω. Παναγόπουλου, θεωρήθηκαν ἀπὸ τὴν Ἱερὰ Σύνοδο ἐπαρκεῖς γιὰ νὰ ἐπιτραπεῖ ἡ κυκλοφόρηση τῆς μετάφρασης στοὺς Ὀρθοδόξους πιστούς.
Προηγοῦνται μάλιστα στὴν ἀρχὴ τῆς μετάφρασης ἐγκριτικὰ γράμματα τῶν πατριαρχῶν Κωνσταντινουπόλεως, Ἀλεξανδρείας, Ἱεροσολύμων καὶ τοῦ ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν.
Μὲ τὸ παρὸν ἄρθρο δὲν προτίθεμαι βέβαια νὰ προβῶ σὲ κριτικὴ ὅλης τῆς μετάφρασης. Ἡ ἀνάγνωση τῶν ὅσων εἶχε ἐπισημάνει ὁ καθηγητὴς Ἰω. Παναγόπουλος μὲ εἶχε πείσει ὅτι ἦταν ἀπολύτως δικαιολογημένη ἡ κριτική του, καὶ ἡ ἀρχικὴ καὶ ἡ μετὰ τὶς βελτιώσεις καὶ διορθώσεις. Ἁπλῶς θὰ παρουσιάσω ἕνα μικρὸ δεῖγμα τῆς ἀπροσεξίας τους, ἡ ὁποία δὲν δικαιολογεῖται μὲ τίποτε, παρὰ μόνον ἂν ἡ παρερμηνεία ἔγινε γιὰ λόγους ποὺ εὐνοοῦν τὴν πλουτομανία τῶν Προτεσταντῶν, τὴν διαθρησκειακὴ ἀνεκτικότητα καὶ τὴν δῆθεν ἀγάπη πρὸς ὅλους μὲ τὴν ἀποφυγὴ τῆς κριτικῆς καὶ τοῦ ἐλέγχου.
Συγκεκριμένα: Ἀσχολούμενος μὲ τὴν ἐπὶ τοῦ Ὄρους Ὁμιλία τοῦ Κυρίου σὲ σειρὰ μαθημάτων σὲ ὑπαίθριο Ἀρχονταρίκι κατὰ τὸ ἐφετινὸ καλοκαίρι (2019) συμβουλευόμουν τὶς πιὸ γνωστὲς νεοελληνικὲς μεταφράσεις γιὰ τὰ κείμενα ποὺ ἑρμήνευα καὶ ἐσχολίαζα. Ὅταν λοιπὸν παρουσίαζα τὸ 6ο κεφάλαιο τοῦ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγελίου στὸ δεύτερο μισό του, ποὺ γίνεται λόγος γιὰ τὸ πῶς πρέπει οἱ Χριστιανοὶ νὰ ἀντιμετωπίζουμε τοὺς θησαυροὺς τῆς γῆς, τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δηλαδὴ καὶ τὸν πλοῦτο καὶ ὅτι πρέπει νὰ μὴ μεριμνοῦμε μὲ ἄγχος γιὰ τὴν τροφὴ καὶ τὴν ἔνδυσή μας, ἀφοῦ ὁ οὐράνιος Πατέρας φροντίζει γιὰ μᾶς πολὺ περισσότερο ἀπὸ ὅσο φροντίζει γιὰ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ καὶ γιὰ τὰ κρίνα τοῦ ἀγροῦ, παρατήρησα ὅτι τὴ φράση τοῦ Εὐαγγελίου «πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ», ποὺ σημαίνει ὅτι ὅλα αὐτά, τὸν πλοῦτο δηλαδὴ καὶ τὴν καλοπέραση τὰ ἐπιθυμοῦν οἱ εἰδωλολάτρες, γιατί αὐτὸ σημαίνει ἡ λέξη «τὰ ἔθνη», ἡ μετάφραση τῶν τεσσάρων καθηγητῶν μεταφράζει διαφορετικά, ἀντίθετα πρὸς ὅλες τὶς ἄλλες νεοελληνικὲς μεταφράσεις, ἀντίθετα πρὸς τὴν πατερικὴ ἑρμηνευτικὴ Παράδοση, ἀντίθετα καὶ πρὸς ὅσα οἱ ἴδιοι σημειώνουν πίσω στὸ Γλωσσάριο γιὰ τὴν ἔννοια τῆς λέξεως «ἔθνη - ἐθνικοί». Θέλουν ἆραγε νὰ ἀποσείσουν, νὰ διαγράψουν, τὴν ἐκτίμηση τοῦ ἴδιου τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ὅτι ἡ εἰδωλολατρία, γνώρισμα τοῦ ἀρχαίου κόσμου, ἦταν συνδεδεμένη μὲ τὴν ἐπιδίωξη τοῦ πλούτου, τῶν χρημάτων, τῆς καλῆς διατροφῆς καὶ ἔνδυσης, ἐνῶ ἀντίθετα ὁ Χριστιανισμός εἶναι ἀσκητικός, ὀλιγαρκής, δὲν ἐνδιαφέρεται γιὰ τὰ παρόντα, ἀλλὰ γιὰ τὰ μέλλοντα; Μήπως αὐτὸ δὲν θὰ ἦταν ἀρεστὸ στοὺς Προτεστάντες τῆς «Βιβλικῆς Ἑταιρείας», ποὺ δὲν θέλουν τὸν ἀσκητικὸ Χριστιανισμὸ οὔτε εὐνοοῦν τὸν Μοναχισμό, ἀλλὰ εἶναι ὑπὲρ τοῦ πλούτου καὶ μακαρίζουν τοὺς πλουσίους καὶ οὐσιαστικῶς εἶναι καὶ αὐτοὶ «ἔθνη», εἰδωλολάτρες;
Ἂς παραθέσουμε ὅμως ἐνδεικτικὰ κάποιες νεοελληνικὲς μεταφράσεις, ποὺ ὅλες συμφωνοῦν ὅτι ἡ λέξη «ἔθνη» σημαίνει τοὺς εἰδωλολάτρες, ἐκτὸς ἀπὸ τὴν μετάφραση τῶν τεσσάρων νέων καθηγητῶν. Τὸ χωρίο Ματθ. 6, 32 ἔχει ὡς ἑξῆς στὸ πρῶτο του ἡμιστίχιο:
«Πάντα γὰρ ταῦτα τὰ ἔθνη ἐπιζητεῖ»
Ι. Μετάφραση παλαιῶν τεσσάρων καθηγητῶν Β. Βέλλα, Ευ. Αντωνιάδη, Αμ. Αλιβιζάτου, Γερ. Κονιδάρη: «Διότι ὅλα αὐτὰ τὰ ἐπιδιώκουν οἱ ἐθνικοί»[1].
ΙΙ. Μετάφραση καθηγητοῦ Π. Τρεμπέλα: «Διότι οἱ ἐθνικοὶ καὶ εἰδωλολάτραι ζητοῦν ὅλα αὐτὰ ὡς τὰ μόνα σοβαρὰ καὶ ἀπαραίτητα»[2].
ΙΙΙ. Μετάφραση Ι. Κολιτσάρα: «Διότι οἱ εἰδωλολάτραι (ποὺ δὲν γνωρίζουν τὰ αἰώνια ἀγαθὰ καὶ τὴν στοργικὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ), ἐπιζητοῦν ἀποκλειστικὰ καὶ μόνον αὐτὰ τὰ φθαρτὰ ἀγαθά»[3].
IV. Μετάφραση Ν. Σωτηροπουλου: «Ὅλα δὲ αὐτὰ ἐπιδιώκουν (σὰν νὰ εἶναι μέγιστα ἀγαθά) οἱ ἐθνικοί (οἱ εἰδωλολάτρες)»[4].
V. Μετάφαση τεσσάρων νέων καθηγητῶν Γ. Γαλιτη, Ιω. Καραβιδοπουλου, Ιω. Γαλανη, Π. Βασιλειαδη: «Γιατὶ γιὰ ὅλα αὐτὰ ἀγωνιοῦν ὅσοι δὲν ἐμπιστεύονται τὸ Θεό»[5].
Ἡ τελευταία μετάφραση, ὅπως ἐλέχθη, διαφοροποιεῖται ἀπ᾽ ὅλες τὶς ἄλλες, διότι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι δὲν συμπαραθέτει καὶ τὸ ἀρχαῖο κείμενο, ἀποκρύπτει τὸ ὅτι ὁ Χριστὸς ὁμιλεῖ γιὰ τοὺς εἰδωλολάτρες καὶ ὄχι γιὰ ὅσους δὲν ἐμπιστεύονται τὸ Θεό, οἱ ὁποῖοι μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ Ἰουδαῖοι καὶ Χριστιανοί, ποὺ δὲν ἔχουν ἀπόλυτη, ἀνεπτυγμένη πίστη, τοὺς λείπει ἡ πλήρης ἐμπιστοσύνη στὸ Θεό. Ἑπομένως ἡ προσκόλληση στὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ δὲν χαρακτηρίζει μόνον τοὺς εἰδωλολάτρες, ὅπως λέγει ὁ Χριστός, ἀλλὰ ὅσους δὲν ἐμπιστεύονται τὸν Θεό. Διορθώνουν οἱ μεταφραστὲς τὸν Θεάνθρωπο Χριστό, ὅπως τὸν διόρθωσε τελευταῖα ὁ πάπας σὲ φράση τῆς Κυριακῆς Προσευχῆς, στό «Πάτερ ἡμῶν». Τὸ καταπληκτικὸ ποὺ δείχνει ὄχι λεξιλογικὴ καὶ ἐννοιολογικὴ ἄγνοια ἀλλὰ μᾶλλον σκόπιμη παρερμηνεία εἶναι ὅτι στὸ «Γλωσσάριο» ποὺ παραθέτουν στὸ τέλος τῆς μετάφρασης ἔχουν καὶ τὴν λέξη «ἐθνικοί», τῆς ὁποίας τὸ νόημα δίνουν ὡς ἑξῆς: «Ἐθνικοὶ ἢ ἔθνη ὀνομάζονται οἱ εἰδωλολατρικοὶ λαοί»[6]. Ἡ ἔκπληξη μεγαλώνει, ὅταν διαπιστώνει κανεὶς ὅτι οἱ ἴδιοι οἱ μεταφραστὲς ἑρμηνεύουν ἀλλοῦ τὴν λέξη «ἔθνη» ὡς σημαίνουσα τοὺς εἰδωλολάτρες. Ὅταν π.χ. ὁ Χριστὸς ἀποστέλλει τοὺς Μαθητές Του εἰς τὸ κήρυγμα πρὸ τῆς Πεντηκοστῆς, τοὺς λέγει: «Εἰς ὁδὸν ἐθνῶν μὴ ἀπέλθητε καὶ εἰς πόλιν Σαμαρειτῶν μὴ εἰσέλθητε» (Ματθ. 10, 5). Ἐδῶ οἱ τέσσερις νέοι καθηγητὲς μεταφράζουν σωστὰ γράφοντας: «Μὴ πάρετε τὸ δρόμο γιὰ τὴν περιοχὴ ποὺ κατοικοῦν εἰδωλολάτρες καὶ μὴν μπεῖτε σὲ πόλη Σαμαρειτῶν»[7]. Φαντασθῆτε νὰ μετέφραζαν καὶ ἐδῶ ὅπως στὸ Ματθ. 5, 32 καὶ νὰ ἔλεγαν: «Μήν πάρετε τὸ δρόμο γιὰ τὴν περιοχὴ ποὺ κατοικοῦν αὐτοὶ ποὺ δὲν ἐμπιστεύονται τὸν Θεό».
Οὔτε στὴν Ὀρθόδοξη Ἑρμηνευτικὴ Πατερικὴ Παράδοση ὑπάρχει ἔστω κάποια ὑπόνοια ποὺ θὰ δικαιολογοῦσε τὴν δική τους μεταφραστικὴ παραδοξότητα, νὰ μεταφράζουν δηλαδὴ τὴ λέξη «ἔθνη» ὄχι πὼς σημαίνει τοὺς εἰδωλολάτρες, ἀλλὰ ὅσους δὲν ἐμπιστεύονται τὸν Θεό. Καὶ δὲν χρειαζόταν νὰ ψάξουν πολύ. Ὁ ἀείμνηστος καθηγητὴς Παν. Τρεμπέλας στὸ ἑρμηνευτικό του Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ἔχει σχετικὲς γνῶμες Ἁγίων Πατέρων.
Ἡ μόνη ἄλλη ἐξήγηση ποὺ θὰ ἐφώτιζε αὐτὴν τὴν ἀπίστευτη διαστρέβλωση τῆς ἔννοιας τοῦ βιβλικοῦ αὐτοῦ χωρίου εἶναι ὁ ἐκ τῶν τεσσάρων μεταφραστὴς τοῦ Κατὰ Ματθαῖον νὰ εἶχε ὡς βοήθημα κάποια ξένη προτεσταντικὴ μετάφραση, ἀγγλική, γαλλική, γερμανική, καὶ αὐτὴν νὰ ἀκολούθησε, χωρὶς οἱ ἄλλοι τρεῖς νὰ τὸ ἐλέγξουν. Ἂς τὸ ἐρευνήσουν αὐτὸ οἱ ἴδιοι ἤ ἄλλοι ὁμότεχνοι καὶ μαθητές τους καὶ ἂς μᾶς δώσουν κάποια ἐξήγηση. Ἐμεῖς θὰ ἐξακολουθήσουμε, ὅσο ἐπιτρέπει ὁ Θεός, νὰ προβάλλουμε τὴν Ὀρθόδοξη Ἑρμηνευτικὴ Παράδοση καὶ νὰ μὴν ἐνισχύουμε τὸν προτεσταντικὸ ἀντιπατερικὸ Βιβλικισμὸ καὶ τὶς αὐθαιρεσίες του.


[1]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Τὸ πρωτότυπον κείμενον μὲ νεοελληνικὴν μετάφρασιν, ἔκδ. Βιβλικῆς Ἑταιρείας, Ἀθῆναι 1967, σελ. 12.
[2]. Ὑπόμνημα εἰς τὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον, ἔκδ. Ἀδελφότητος Θεολόγων «Ὁ Σωτήρ», Ἀθῆναι 1989, σελ. 128-129.
[3]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Κείμενον - Ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοσις, Ἀδελφότης Θεολόγων ἡ «Ζωή», Ἀθῆναι 199116, σελ. 35.
[4]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Σὲ μετάφραση στὴ δημοτική, Ἀθήνα 2001, ἔκδ. Ἀδελφότητος «Ὁ Σταυρός», σελ. 33.
[5]. Ἡ Καινὴ Διαθήκη. Σὲ μετάφραση στὴ δημοτική, Ἑλληνικὴ Βιβλικὴ Ἑταιρεία, Ἀθήνα 2003, σελ. 18.
[6]. Αὐτόθι, σελ. 670.
[7]. Αὐτόθι, σελ. 27.