Μοῦ ἔλεγε κάποιος: “Λένε γιὰ τὴν Ἀθήνα, “ζούγκλα-ζούγκλα” καὶ κανεὶς δὲν φεύγει ἀπὸ ‘κεῖ! Ὅλοι “ζούγκλα” τὴν λένε καὶ ὅλοι στὴν ζούγκλα μαζεύονται”. Πῶς ἔχουν γίνει οἱ ἄνθρωποι! Σὰν τὰ ζῶα! Τὰ ζῶα ξέρετε τί κάνουν; Στὴν ἀρχὴ μπαίνουν στὸν σταῦλο, κοπρίζουν, οὐροῦν… Μετὰ ἀρχίζει νὰ χωνεύη ἡ κοπριά. Μόλις ἀρχίζη νὰ χωνεύη, αἰσθάνονται μιὰ ζεστασιά. Δὲν τὰ κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν ἀπὸ τὸν σταῦλο, ἀναπαύονται. Ἔτσι καὶ οἱ ἄνθρωποι, θέλω νὰ πῶ, νιώθουν τὴν ζεστασιὰ τῆς ἁμαρτίας, καὶ δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Καταλαβαίνουν ὅτι βρωμάει, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ζεστασιὰ ἐκείνη δὲν τοὺς κάνει καρδιὰ νὰ φύγουν. Νά, ἂν μπῆ τώρα ἕνας μέσα στὸν σταῦλο, δὲν μπορεῖ νὰ ἀντέξη ἀπὸ τὴν μυρωδιά. Ὁ ἄλλος ποὺ εἶναι συνέχεια στὸν σταῦλο δὲν ἐνοχλεῖται, ἔχει συνηθίσει πλέον.