«Ένας Ελβετός, κάνοντας πορεία στον Άθω να, βρέθηκε μπροστά σε μια
καλύβι, που δεν διέφερε και πολύ από ταυροκάλυβο. (Ταυροκάλυβο στό Όρος
ονομάζουν τό χώρο στον όποιο σταβλίζουν τα αρσενικά βόδια.) Κτύπησε
δειλά-δειλά τήν πόρτα. Μια ισχνή φωνή τον κράζει νά περάσει μέσα. Ο Γέροντας, καθισμένος στό ξυλοκρέβατο, γύριζε στα δάκτυλά του το
κομποσκοίνι. Ο ξένος περιέφερε τα ματιά του στο ξεροκάλυβο και στο
τέλος περιεργάσθηκε το Γέροντα μέσα στα τρίχινα ενδύματα του. Οι
κουβέντες έλειπαν άπ' τή γλώσσα, αλλά τά πάντα ήταν εκφραστικά. Ο
Γέροντας ζει τη φτώχεια και την περιφρόνηση. Δεν παίζει μέ τά θεία
πράγματα, νά κάνη το σπουδαίο, γι' αυτό παραμένει άγνωστος. Ο ξένος
έβγαλε απ' το πορτοφόλι του πενήντα δολάρια να δώσει στο Γέροντα.
—Όχι, δεν θά τα πάρω. Μπροστά από πολλές μέρες κάποιος μου έδωσε είκοσι δολάρια. Αυτά για μένα είναι αρκετά γιά πολύ καιρό.
Ηλθε ο χειμώνας και ό ξένος θυμήθηκε τήν καλύβα του ασκητού. Του
απέστειλε ταχυδρομικά εκατό δολάρια γιά τη θέρμανση του και το προσφάγι
του. Ο Γέροντας σαν τα έλαβε τα γύρισε πίσω, γιατί άλλος τον πρόλαβε. Ο
ξένος πάλι του τα έστειλε να τα δώσει σε πτωχούς αδελφούς. Ο Γέροντας
πάλι τού τα επέστρεψε με τήν παράκληση:
—Εσύ δώσ' τα. Με το δικό σου κόπο δεν πρέπει εγώ να φανώ ελεήμων.
Το καλοκαίρι ο Ελβετός βαπτίσθηκε Ορθόδοξος αφού κατηχήθηκε απ' το
Γέροντα πώς "μακάριος είναι αυτός πού δίνει και όχι αυτός πού παίρνει»
και "μη δέχεσαι, όταν έχεις, μήτε οβολόν" »
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΡΧΙΜ. Ιωάννου ΚΩΣΤΩΦ. ΘΕΟΣ ΕΦΑΝΕΡΩΘΗ. ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΕΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ.