ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

Οἱ ἑπτά βαθμίδες τῆς νηστείας. Πόσο μεγάλη ὠφέλεια προκαλεῖ ἡ νηστεία!


Άγιος Ιωάννης επίσκοπος ερημίτης της Σύχλας
Μετά από ένα μήνα ξεκίνησα πάλι για την Συχαστρία. Είχα κάποια δουλειά με τον π. Κλεόπα. Στον δρόμο μου προσευχόμουν να συναντήσω τον όσιο για να του δώσω το χαρτί και το μελάνι.
Είχα πάρει και λίγο παξιμάδι, φρούτα και κρασί. Σαν έφθασα στο ίδιο μέρος που τον είχα προ μηνός συναντήσει, εμφανίσθηκε ξαφνικά μπροστά μου ο ησυχαστής Ιωάννης, χωρίς να αντιληφθώ από ποιό μέρος κατηφόρισε. Το πρόσωπό του ήταν λευκό, φωτεινό και διάχυτη το εστόλιζε μία ουράνια χαρά. Το σώμα του ήταν με το ίδιο σκληρό ένδυμα σκεπασμένο, στο αριστερό του χέρι κρατούσε το κομποσχοίνι του και το δεξί του είχε ακουμπήσει στο στήθος για να λέγη την καρδιακή προσευχή.
Αφού του έβαλα μετάνοια και του φίλησα το χέρι, ο όσιος Ιωάννης με ευλόγησε με τα δυό του χέρια, με ασπάσθηκε στο μέτωπο και μου είπε:
-Πάτερ Θεόδουλε, πηγαίνεις στην Συχαστρία; Καλλίτερα να επιστρέψης πίσω, διότι ο πατήρ Κλεόπας (τότε ήταν ηγούμενος) απουσιάζει. Ευρίσκεται στο μοναστήρι Νεάμτς.
-Θεοφιλέστατε, του είπα με συγκίνησι, σας έφερα χαρτί και μελάνι. Να και μερικές πέννες.
– Σε ευχαριστώ, πάτερ Θεόδουλε. Το γνώριζα ότι θα μου τα φέρης. Τα πήρε και τα έβαλε στον ντορβά που είχε κρεμάσει στην πλάτη του.
– Να, σας έφερα και μερικά τρόφιμα, να τα πάρετε.
-Ο Θεός να σε ανταμείψη για την αγάπη σου, πάτερ Θεόδουλε, αλλά δεν έχω καμμία ανάγκη απ’ αυτό. Φροντίζει ο Θεός για μένα!
Ματαίως επέμενα να τα δεχθή, μα ούτε καν εκοίταξε να ιδή τί επρόκειτο να του δώσω. Για να μη με λυπήση ο καλός στρατιώτης του Χριστού, πρόσθεσε αυτό τον πνευματικό λόγο:
-Πάτερ Θεόδουλε, πόσο μεγάλη ωφέλεια προκαλεί η νηστεία για τον μοναχό! Να ξέρης ότι επτά είναι οι βαθμίδες της νηστείας, δηλ. τα είδη των τροφών με τα οποία γίνεται η νηστεία.
1. Η κρεωφαγία. Αυτή η βαθμίς είναι η κατώτερη της νηστείας, έστω και εάν εγκρατευώμεθα ενίοτε άπ’ αυτό. Οσοι τρώγουν δεν μπορούν ποτέ να προοδεύσουν στην προσευχή.
2. Η γαλακτο – χορτοφαγία. Σ αυτή την βαθμίδα δεν τρώγουν κρέας, αλλά μόνο γάλα, τυρί, αυτά και κάθε είδους άγρια χόρτα. Οσοι ακολουθούν αυτή την νηστεία ευρίσκονται στον δεύτερο βαθμό της νηστείας, τον οποίον τηρούν συνήθως οι μοναχοί των Κοινοβίων και σπανίως οι λαϊκοί.
3. Η χορτοφαγία. Σ’ αυτή ανήκουν όσοι τρώγουν μόνο λαχανικά και χόρτα, άγρια ή ήμερα. Αυτός είναι ο τρίτος βαθμός νηστείας τον οποίο κρατούν oι πλέον ενάρετοι εκ των μοναχών των κοινοβίων. Από εδώ αρχίζουν οι σκληρότεροι βαθμοί της νηστείας. Την χορτοφαγία τηρούν κυρίως oι μοναχοί ησυχασταί και oι αγωνισταί ερημίται.
4. Η φρουτοφαγία. Να τρώγουν δηλαδή μία φορά την ημέρα μόνο ψωμί και ήμερα φρούτα, χωρίς όμως να γεύωνται άλλης τροφής. Οποιος φθάσει σ’ αυτή την βαθμίδα, μπορεί να κυριαρχήση με ευκολία στο σώμα του, στους λογισμούς του και μπορεί γρήγορα να προοδεύση στον δρόμο της προσευχής.
5. Η καρποφαγία δημητριακών. Σ’ αυτή την βαθμίδα φθάνουν οι πλέον προοδευμένοι μοναχοί και ησυχασταί, οι οποίοι τρώγουν μόνο μία φορά την ημέρα, μουσκεμένους στο νερό καρπούς από σιτάρι, αραβόσιτο, φακές, μπιζέλια και κεχριμπάρι κλπ.
6. Η ξηροφαγία. Είναι ο έκτος βαθμός της νηστείας για μοναχούς που ασκούνται με σκληρά άσκησι στις ερήμους. Οσοι κάνουν αυτή την άσκησι τις νηστείας τρώγουν μόνο μία φορά την ημέρα παξιμάδι μουσκεμένο στο νερό με αλάτι ή ξύδι και αυτά με μέτρο. Ετσι ασκούντο οι ησυχασταί του Νείλου.
7. Η Θεία τροφή. Είναι η τελευταία και υψηλότερη από τις άλλες βαθμίδα, στην οποία φθάνουν λίγοι από τους ασκητάς, μετά από μία μακροχρόνια άσκησι. Αυτοί αρκούνται μόνο στην κοινωνία των Αχράντων του Χριστού Μυστηρίων, τα οποία λαμβάνουν μία ή δύο φορές την εβδομάδα, χωρίς να γεύωνται άλλο τίποτε εκτός του νερού. Με την χάρι του Θεού, μετά από πολλούς πειρασμούς και αγώνες, έφθασα σ’ αυτό το μέτρο και αρκούμαι μόνο στην κοινωνία των Θείων Μυστηρίων, χωρίς να αισθάνωμαι ανάγκη από ψωμί ή λαχανικά.
«Πνευματικοί διάλογοι με Ρουμάνους Πατέρες» του Αρχιμ. Ιωαννικίου Μπάλλαν
Περί συντελείας, Αντιχρίστου και Β΄ Παρουσίας του Χριστου, επιμελεία Στυλ.Ν. Κεμεντζετζίδη, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», Θεσσαλονίκη 1991, σελ 223-224.