ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 1 Ιουνίου 2019

Είναι κακό να πηγαίνουμε στο θέατρο;

Είναι κακό να πηγαίνουμε στο θέατρο;

Θεωρούμε πως μια σύντομη ιστορική αναδρομή στο θέατρο θα μας προβληματίσει ως προς το ερώτημα που τέθηκε και ίσως να μας δώσει έμμεσα ορισμένες απαντήσεις.
Τον 5ο αι. π.Χ. γεννιούνται δύο είδη που έμελλε να επιζήσουν σε όλες τις λογοτεχνίες μέχρι σήμερα: η Ιστορία και το Θέατρο, τραγικό ή κωμικό. Το θέατρο για τους αρχαίους Αθηναίους θεωρούνταν ως ένα είδος εκπαίδευσης και ως ένας κοινωνικός θεσμός που προσφέρει η πολιτεία σε όλους τους πολίτες της, όχι απλά μια μορφή τέχνης. Χιλιάδες Αθηναίοι, μέτοικοι και ξένοι, κατέκλυζαν κάθε χρόνο το θέατρο του Διονύσου και ζούσαν, επί τρεις μέρες, την ένταση των δραματικών αγώνων. Το κοινό, στο οποίο συμπεριλαμβάνονταν και οι γυναίκες, χειροκροτούσε, επευφημούσε, αλλά μερικές φορές αποδοκίμαζε. Η παροχή χρηματικού βοηθήματος, των Θεωρικών (από τον Περικλή), στους άπορους πολίτες, για να παρακολουθήσουν δωρεάν τις παραστάσεις, χωρίς εισιτήριο (σύμβολον), διευκόλυνε την ακώλυτη προσέλευση του κόσμου. Το όλο θέαμα είχε χαρακτήρα παλλαϊκής γιορτής και ήταν υπόθεση συλλογική. Σαν να επιβαλλόταν η θέασή του από τους πολίτες για να καλλιεργηθούν πνευματικά.
 Άρρηκτα συνυφασμένη με τη δημιουργία του θεάτρου και με την ανάπτυξη της δημοκρατίας είναι η τραγωδία. Στον ορισμό της (Ἔστιν οὖν τραγωδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας…), που συνθέτει ο Αριστοτέλης, τονίζεται το πόσο σημαντικό ήταν οι πολίτες Αθηναίοι να παρακολουθούν το θέατρο. «Η τραγωδία είναι η θεατρική παρουσίαση ενός μύθου (δράση) με εκφραστικό όργανο τον ποιητικό λόγο. Η λειτουργία της είναι ανθρωπογνωστική και ο ρόλος της παιδευτικός (διδασκαλία): η αναπαράσταση ανθρώπινων καταστάσεων και αντιδράσεων (αγάπη, μίσος, πόνος, εκδίκηση κ.α.) διευρύνει τις γνώσεις του θεατή για την ανθρώπινη φύση και συμπληρώνει την εμπειρία του. Η συναισθηματική συμμετοχή των θεατών στα διαδραματιζόμενα γεγονότα, με τη δικαίωση του τραγικού ήρωα ή την αποκατάσταση της κοινωνικής ισορροπίας και της ηθικής τάξης, οδηγεί στη λύτρωση, στον εξαγνισμό τους. Οι θεατές «καθαίρονται», γίνονται πνευματικά και ηθικά καλύτεροι, έχοντας κατανοήσει βαθύτερα τα ανθρώπινα….». Ένα χαρακτηριστικό του ήθους του αρχαίου θεάτρου ήταν, για παράδειγμα, ότι ποτέ δεν γινόταν φόνος επί σκηνής!
Κατά τη Βυζαντινή περίοδο όμως, το θέατρο είχε παρακμάσει. Η Εκκλησία δικαιολογημένα τήρησε αυστηρή στάση εναντίον του, με πιο ισχυρό κατήγορο τον Άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο. Αυτή η στάση της Εκκλησίας, δικαιώνεται αν μελετήσουμε το είδος του θεάτρου που κυριάρχησε από τους ρωμαϊκούς χρόνους και εντεύθεν: ένα θέατρο του οποίου ο ηθικός και ο υλικός κόσμος ήταν εκ διαμέτρου αντίθετος από τον Χριστιανισμό. Οι Χριστιανοί κατά το πρώιμο Βυζάντιο δίκαια αντιμάχονταν το θέατρο, γιατί ήδη κατά την  Ύστερη Αρχαιότητα το «υψηλό» δράμα της κλασικής περιόδου είχε υποχωρήσει ενώ κυρίαρχη δραματική μορφή ήταν οι μίμοι. Οι τελευταίοι από τη μία επέλεγαν θέματα που στην πλοκή τους εντάσσονταν η ανηθικότητα και ο αμοραλισμός και από την άλλη ο λόγος τους ήταν εκχυδαϊσμένος και γεμάτος βωμολοχίες.
 Μετά από αυτή την μικρή ιστορική αναφορά, αντιλαμβανόμαστε εν μέρει και σε αδρές γραμμές την πορεία του θεάτρου. Το ερώτημα είναι: σήμερα υπάρχει ποιοτικό θέατρο;
Σήμερα για να επιλέξω να δω θέατρο θα πρέπει να ελέγξω το θέμα του και να διαβάσω κριτικές. Υπάρχουν πολλών ειδών θεατρικές παραστάσεις. Η μεγάλη προβολή όμως γίνεται σε αυτές που μαρτυρούν την παρακμή του ήθους του θεάτρου. Και πολλές από τις σημερινές παραστάσεις μπαίνουν στην κατηγορία αυτών που έχουν ήθος αντίθετο με την πίστη μας. Καλό θα ήταν, λοιπόν, να αναζητώ τις θεατρικές παραστάσεις που θα με ψυχαγωγήσουν χωρίς να μου προσφέρουν τροφή για αμαρτία, που προσβάλλουν τις αισθήσεις και ωθούν σε πνευματική καταρράκωση και όχι καλλιέργεια. Η Εκκλησία δεν καταδικάζει το θέατρο, άλλωστε το αξιοποιεί (π.χ. παραστάσεις βίων αγίων, εθνικών ηρώων κλπ). Και από ιστορική ματιά, μοναχοί του Βυζαντίου είναι αυτοί που διέσωσαν τα αρχαία κλασικά έργα. Συμπέρασμα: παρακολουθώ θέατρο που προάγει τη ψυχή (ψυχαγωγεί), αλλά δε φθείρει.
agonistes