Η ΑΜΑΡΤΙΑ
τοῦ Μητροπολ. Γόρτυνος καὶ Μεγαλοπόλεως Ἰερεμία
1.Ἡ οὐσία τῆς ἁμαρτίας
. Σάν δημιούργημα τοῦ Θεοῦ ὁ ἄνθρωπος πρέπει νά
ὑπακούει στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρακοή στό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι μία
ἐναντίωση πρός Αὐτόν καί αὐτό εἶναι ἁμαρτία. Πραγματικά αὐτό εἶναι ἡ
ἁμαρτία, ἡ ἐναντίωση στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι τό δείχνει καθαρά τό
πρῶτο ἁμάρτημα πού ἔπραξε ὁ ἄνθρωπος, τό λεγόμενο «προπατορικό
ἁμάρτημα».
Ὅπως τό βλέπουμε ἀπό τήν περιγραφή στό βιβλίο τῆς Γένεσης
(κεφ. 3) τό ἁμάρτημα αὐτό ἦταν μιά συνειδητή ἐναντίωση πρός τήν ἐξουσία
τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν ἐναντιότητα πρός τόν Θεό, πεισματική μάλιστα, τήν
ἐκφράζουν οἱ λόγοι τῶν Ἰσραηλιτῶν πρός τούς προφῆτες, πού τούς
συμβούλευαν νά βαδίσουν τήν ὁδό τοῦ Κυρίου («στῆτε ἐν ταῖς ὁδαῖς καί
ἴδετε καί ἐρωτήσατε τρίβους Κυρίου αἰωνίους καί ἴδετε ποία ἐστίν ἡ ὁδός ἡ
ἀγαθή καί βαδίζετε ἐν αὐτῇ», Ἱερ. 6,16), αὐτοί ἀπαντοῦσαν: «Ὄχι, δέν θά
τήν βαδίσουμε» («οὐ πορευσόμεθα», Ἱερ. 6,16). «Σᾶς ἔστειλα κήρυκες,
λέγει ὁ Κύριος στούς Ἰσραηλῖτες, ἀκούσατέ τους» («καθέστακα ἐφ᾽ ἡμᾶς
σκοπούς, ἀκούσατε τῆς φωνῆς τῆς σάλπιγγος», Ἱερ. 6,17), ἀλλά αὐτοί πάλι
μέ πεῖσμα ἀπαντοῦσαν: «Ὄχι, δέν θά τούς ἀκούσουμε» («οὐκ ἀκουσόμεθα»,
Ἱερ. 6,17). Βλ. καί Ἡσ. 30,9.10. Σκληρή ἀνυπακοή καί ἐναντιότητα πρός
τόν Θεό.
. Ἡ ρίζα τῆς ἁμαρτίας, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, εἶναι ἡ
ὑπερηφάνεια. Τό βλέπουμε αὐτό, καθαρά πάλι, στό προπατορικό ἁμάρτημα. Οἱ
πρωτόπλαστοι ἔφαγαν τόν ἀπηγορευμένο καρπό γιά νά γίνουν θεοί (Γεν.
3,5.6). Ὁμοίως στήν Βαβέλ οἱ ἄνθρωποι ἤθελαν νά κτίσουν ἕνα πύργο
πανύψηλο, μέχρι τόν οὐρανό, λέγοντες «ποιήσωμεν ἑαυτοῖς ὄνομα» (Γεν.
11,4), νά γίνουμε, δηλαδή, φημισμένοι! Ὁ προφήτης Ἡσαΐας πάλι
χαρακτηρίζει τήν ἁμαρτία ὡς ὑπερηφάνεια, καί προτρέπει τούς ὑπερόπτες
καί ὑβριστές, τούς νομίζοντες ἑαυτούς ὡς πανύψηλα δένδρα, σάν τίς
κέδρους τοῦ Λιβάνου, τούς προτρέπει νά ταπεινωθοῦν, γιατί ὁ ἄνθρωπος
εἶναι μηδαμινός καί μόνο ὁ Κύριος εἶναι μέγας καί ὑψηλός. Καί θά τό
ἀποδείξει αὐτό ἡ ἡμέρα ἐκείνη τῆς καταστροφῆς τους. Εἶναι μεγαλοπρεπής
καί καλλιεπής ἡ σχετική περικοπή, ὅπως μάλιστα μᾶς τήν ἀποδίδει ἡ
Μετάφραση τῶν Ο´. Τήν παραθέτουμε:
«Οἱ ὀφθαλμοί Κυρίου ὑψηλοί, ὁ δέ ἄνθρωπος ταπεινός (δηλαδή, μηδαμινός)»
καί ταπεινωθήσεται τό ὕψος τῶν ἀνθρώπων, καί ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν
τῇ ἡμέρᾳ ἐκείνῃ. Ἡμέρα γάρ Κυρίου σαβαώθ ἐπί πάντα ὑβριστήν καί
ὑπερήφανον καί ἐπί πάντα ὑψηλόν καί μετέωρον, καί ταπεινωθήσονται, καί
ἐπί πᾶσαν κέδρον τοῦ Λιβάνου τῶν ὑψηλῶν καί μετεώρων καί ἐπί πᾶν δένδρον
βαλάνου Βασάν καί ἐπί πᾶν ὑψηλόν ὄρος καί ἐπί πάντα βουνόν ὑψηλόν καί
ἐπί πάντα πύργον ὑψηλόν καί ἐπί πᾶν τεῖχος ὑψηλόν καί ἐπί πᾶν πλοῖον
θαλάσσης καί ἐπί πᾶσαν θέαν πλοίων κάλλους. Καί ταπεινωθήσεται πᾶς
ἄνθρωπος, καί πεσεῖται ὕψος ἀνθρώπων καί ὑψωθήσεται Κύριος μόνος ἐν τῇ
ἡμέρᾳ ἐκείνῃ» (Ἡσ. 2,11-17).
. Ὁμοίως καί ὁ προφήτης Σοφονίας ὅταν ὁμιλεῖ γιά τήν
κάθαρση τῆς Ἱερουσαλήμ ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί τήν ἀνάδειξη μιᾶς νέας
ἰουδαϊκῆς κοινότητας ὁμιλεῖ ἀκριβῶς γιά τήν ἐκδίωξη τῶν ὑπερηφάνων καί
τῶν ἀλαζόνων ἀπό αὐτήν:
«Θά ἀπομακρύνω ἐκ τοῦ μέσου σου – λέγει ὁ Θεός – τούς ὑπερηφάνους
ἀλαζόνας σου καί δέν θά ἐξακολουθεῖς πλέον νά ὑπερηφανεύεσαι ἐπί τοῦ
ἁγίου μου ὄρους» (Σοφ. 3,11).
. Ἐπίσης, κατά τήν Παλαιά Διαθήκη, ἡ προσβολή κατά τοῦ
συνανθρώπου εἶναι ἁμαρτία κατά τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό καί ὁ Δαβίδ γιά τήν
ἁμαρτία του πρός τήν Βηρσαβεέ καί τόν φόνο τοῦ Οὐρίου τοῦ Χετταίου εἶπε,
«ἡμάρτηκα τῷ Κυρίῳ» (Β´ Βασ. 12,13). Καί γιά τήν διπλῆ του αὐτή ἁμαρτία
λέγει πρός τόν Θεό, «Σοί μόνῳ ἥμαρτον» (Ψαλμ. 50,6). Οἱ ἐκφράσεις αὐτές
τοῦ Δαβίδ δείχνουν ὅτι ἡ ἁμαρτία πρός τόν πλησίον συνιστᾶ ἁμαρτία πρός
τόν Θεό καί αὐτό ἑρμηνεύεται ἐκ τοῦ ὅτι ἡ Παλαιά Διαθήκη λέγει τόν
ἄνθρωπο ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ (βλ. Γεν. 1,27). Ἑπομένως μία προσβολή καί
περιφρόνηση πρός τόν ἄνθρωπο τήν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, ἀναφέρεται στό
πρωτότυπο τῆς εἰκόνας, σ᾽ Αὐτόν τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί οἱ Παροιμίαι
λέγουν ὅτι «ὅποιος ἐκμεταλλεύεται τόν πτωχό προσβάλλει τόν πλάστη του»
(14,31).
. Ἡ ἁμαρτία, λοιπόν, εἶναι μία πράξη ἀνυπακοῆς στόν θεῖο
Νόμο, εἶναι μία περιφρόνηση τοῦ Γιαχβέ (Μαλαχ. 1,6), εἶναι ἀκόμη μία
ἀπιστία καί ἀθέτηση τῆς διαθήκης του (Ἡσ. 48,8. Ἱερ. 3,20. Ἡσ. 24,5.
Ἱερ. 11,10. Ἰεζ. 16,59. Ὠσ. 6,7. Μαλαχ. 2,10) καί ἀποβαίνει μία
ἀποστασία ἀπό τόν Γιαχβέ (Ἡσ. 1,4.9. 46.8. Ἱερ. 2,5.13. Ὠσ. 4,12).
Ἐπειδή δέ ἡ σχέση τοῦ Γιαχβέ μέ τόν Ἰσραήλ παριστάνεται μέ τόν γάμο (βλ.
τά βιβλία τῶν προφητῶν Ὠσηέ καί Ἱερεμίου), γι᾽ αὐτό καί ἡ ἁμαρτία, ἡ
ἀποστασία ἀπό τόν Θεό, παριστάνεται ὡς μοιχεία καί πορνεία (Ἱερ. 3,8.
13,27. Ἰεζ. 16,32. 23,43. Λευϊτ. 17,7. 20,5.6. Δευτ. 31,16. Ἰεζ. 6,9.
23,30). Καί ἐπειδή πάλι ἡ ἁμαρτία εἶναι ἀνοησία μέ τό νά ἐναντιώνεται
στόν παντοδύναμο καί πάνσοφο Θεό (Κριτ. 20,6.10. Ἱερ. 29,23), ὁ
ἁμαρτάνων εἶναι μωρός καί ἀνόητος (Δευτ. 32,6. Ἡσ. 32,5.6. Ψαλμ. 13,1.
38,9. 52,2).
. Καί ἀκόμη, ἐπειδή ἡ ἁμαρτία ἐναντιώνεται πρός τήν
ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, εἶναι γι᾽ αὐτό ψέμα καί ἀπάτη (῾Ησ. 57,4. Ὠσ, 12,1.
Ψαλμ. 5,7). Καί ἄν σκεφθοῦμε ὅτι τήν ἁμαρτία δέν τήν θέλει ὁ Θεός πού
μᾶς ἀγαπᾶ τόσο πολύ καί μᾶς δίνει τόσα καλά, ἡ ἁμαρτία χαρακτηρίζεται
πάλι στήν Παλαιά Διαθήκη ὡς οἰκτρά ἀχαριστία πρός τόν μέγα μας εὐεργέτη,
τόν Θεό (Ἡσ. 1,2.3. Ἀμ. 2,9-12. Ὠσ. 11,1-4).
. Τό γενικό ὄνομα γιά τήν ἁμαρτία εἶναι «χατα᾽ά», ἀπό
ρῆμα «χατά», πού σημαίνει «ἁμαρτάνω». Κυρίως σημαίνει «ἀποτυγχάνω ἀπό
τόν σκοπό μου», γιατί πορεύομαι λανθασμένο δρόμο, καί γενικά σημαίνει
κάνω ὅ,τι εἶναι ἀπηγορευμένο καί παραλείπω ὅ,τι εἶναι νομοθετημένο. Σέ
διάφορα περιστατικά ἡ ἁμαρτία γίνεται «ἁβών», ἀπό ρῆμα «ἁβά», πού
σημαίνει «κλίνω», «στρίβω», «πλανῶμαι» ἀπό τόν σωστό δρόμο μέ κακή
διάθεση καί ἄρα ἔχω ἐνοχή γι᾽ αὐτό πού κάνω. Ἡ ἁμαρτία εἶναι «ἁβέλ» καί
«ἁβλά», ἀπό ρῆμα «οὕλ», πού σημαίνει «διαφθείρω». Ἡ ἁμαρτία λοιπόν εἶναι
στρεβλότητα καί διαφθορά. Ἄλλη ὀνομασία τῆς ἁμαρτίας στήν Παλαιά
Διαθήκη τό «πεσά῾» ἀπό τό «πασά῾», πού σημαίνει «εἶμαι ἐπαναστάτης». Ἡ
ἁμαρτία, δηλαδή, εἶναι ἀνταρσία κατά τοῦ Θεοῦ. Ἡ ὀνομασία αὐτή τῆς
ἁμαρτίας ὡς «πεσά῾», ὑποδηλώνει καί τό σπάσιμο τῆς διαθήκης μέ τόν Θεό.
Tό ἴδιο δηλώνει καί ἡ ὀνομασία «μα῾άλ», πού σημαίνει προδοσία, ἀπιστία. Ὁ
ἁμαρτωλός ἐπαναστατεῖ κατά τοῦ Θεοῦ, «μαράντ». Εἶναι πείσμων καί
ἰσχυρογνώμων «σαράρ», «μαρά». Ἄλλες κοινές λέξεις γιά τήν ἁμαρτία εἶναι
οἱ: «ρα῾» καί «ρα῾ά», κακία καί φαυλότητα, ἀσάμ», παράβαση, σφάλμα
«ἀβέν», ματαιότητα, ἀδικία, «νεβαλά»), «σιχλούθ», ἀνοησία (βλ. «ναβάλ»,
«σαχάλ», ὁ ἀνόητος), «ρεσά῾», «ρισ῾ά», κακός, κακία. Ἡ λέξη «ρασά῾», ὁ
κακός, εἶναι μιά συνηθισμένη ἔκφραση γιά τήν ἁμαρτία καί τόν ἁμαρτωλό.
2.Ἡ εὐθύνη τοῦ ἁμαρτωλοῦ
Ἐπειδή ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος, γι᾽ αὐτό καί μπορεῖ νά πράττει τό
θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά, ὡς ἐλεύθερος πάλι, μπορεῖ καί νά εἶναι
ἀνυπάκουος σ᾽ αὐτό. Ὁ Γιαχβέ Κύριος εἶπε στόν Κάιν: «Ἄν ἐσύ δέν πράττεις
τό καλό, ἡ ἁμαρτία ἐνεδρεύει στήν πόρτα καί ἡ ἐπιθυμία της στρέφεται σέ
σένα· ἐσύ ὅμως μπορεῖ νάτήν ἐξουσιάσεις» (Γεν. 4,7· κατά μικρή διόρθωση
τοῦ Ἑβρ. κειμένου). Στό χωρίο αὐτό φαίνεται ἡ κλίση τοῦ ἀνθρώπου πρός
τήν ἁμαρτία, ἡ ὁποία παριστάνεται σάν μία δύναμη ἕτοιμη νά παρασύρει τόν
μή ἀντιδρῶντα, τόν μή ποιοῦντα τόἀγαθόν, ἀλλά ὁ ἄνθρωπος, ἄν θελήσει νά
παλαίσει πρός τήν ἁμαρτωλή αὐτή κλίση, θά γίνει κύριος τῆς ἁμαρτίας. Ἡ
ἁμαρτία προέρχεται ἀπό τήν καρδιά τοῦ ἀνθρώπου, πού εἶναι ἡ ἕδρα τῶν
σκέψεων καί τῶν ἐπιθυμιῶν, βλ. Γεν. 6,5. 8,21. Ἰερ. 4,4. Ἰεζ. 11,19.
Ψαλμ. 50,12. Πιθανόν ὁ ἄνθρωπος νά παρακινηθεῖ ἀπό ἐσωτερικό ἤ ἐξωτερικό
ἐρέθισμα πρός τήν ἁμαρτία, τήν ἀπόφαση ὅμως ἄν θά πράξει ἤ ὄχι τήν
ἁμαρτία τήν λαμβάνει ὁ ἴδιος, καί αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν
ἁμαρτία του. Ὅπως μᾶς τό εἶπε ὁ παραπάνω μνημονευθείς λόγος τοῦ Θεοῦ
πρός τόν Κάιν, ὁ ἄνθρωπος ἔχει τήν δύναμη νά ἐξουσιάσει τήν ἐπιθυμία τῆς
ἁμαρτίας. Ἡ ἴδια ἡ ροπή τοῦ ἀνθρώπου πρός τήν ἁμαρτία δέν συνιστᾶ
ἁμαρτία.
. Ἁμαρτία εἶναι τό ἄν δέν ἀγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιπαλαίσει πρός αὐτήν, γιατί καί ἡ ἁπλή σκέψη περί ἁμαρτίας φέρει τήν ἐπιθυμία της καί ἡ ἐπιθυμία της φέρει τήν πράξη της (βλ. Γεν. κεφ. 3). Κι ἄν ὁ Σατανᾶς καταναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά πράξει τήν ἁμαρτία, ὅμως ὁ Θεός ἔδωσε τήν δύναμη στόν ἄνθρωπο νά ἀντιστέκεται καί νά ἀποκρούει τόνΔιάβολο· καί ἄν αὐτό δέν τό κάνει πίπτει στήν ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία εἶναι αὐτός, ὁ ἄνθρωπος, ὑπεύθυνος (βλ. πάλι Γεν. κ. 3). Ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεός πειράζει τόν ἄνθρωπο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εὐθύνεται γιά τήν ἁμαρτία του, ἄν πράξει αὐτήν. Ὁ Θεός δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν λαμπρύνει περισσότερο, παραχωρώντας νά ἔλθουν σ᾽ αὐτόν θλίψεις καί ἀσθένειες (βλ. βιβλίον Ἰώβ). Δέν ἐπιτρέπεται ὅμως κανείς ἄνθρωπος νά ἐπιρρίπτει ἔπειτα στόν Θεό τήν εὐθύνη γιά τήν ἁμαρτία του, ἄν δέν ἀντέξει τόν πειρασμό τῶν θλίψεων καί τῶν ἀσθενειῶν.
. Εἶναι ὡραία ἡ περικοπή αὐτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Μή εἴπῃς ὅτι διά Κύριον ἀπέστην ἅ γάρ ἐμίσησεν, οὐ ποιήσεις. Μή εἴπῃς ὅτι αὐτός μέ ἐπλάνησεν· οὐ γάρ χρείαν ἔχει ἀνδρός ἁμαρτωλοῦ.
Πᾶν βδέλυγμα ἐμίσησε Κύριος, καί οὐκ ἔστιν ἀγαπητόν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. Αὐτός ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἄνθρωπον καί ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί διαβουλίου αὐτοῦ. Ἐάν θέλῃς, συντηρήσεις ἐντολάς καί πίστιν ποίησαι εὐδοκίας. Παρέθηκέ σοι πῦρ καί ὕδωρ· οὗ ἐάν θέλῃς, ἐκτενεῖς τήν χεῖρά σου. Ἔναντι ἀνθρώπων ἡ ζωή καί ὁ θάνατος, καί ὅ ἐάν εὐδοκήσῃ, δοθήσεται αὐτῷ. (Σ. Σειράχ 15,11-17)
. Δέν εὐθύνεται λοιπόν ὁ Θεός γιά τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ κακή θέληση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός λέγει στούς ἀνθρώπους οἱονεί παραπονούμενος: «Ἐκάλουν καί οὐχ ὑπακούσατε καί ἐξέτεινα λόγους καί οὐ προσείχετε, ἀλλά ἀκύρους ἐποιεῖτε ἐμάς βουλάς, τοῖς δέ ἐμοῖς ἐλέγχοις οὐ προσείχετε». (Παροιμ. 1,24-25)
. Καί στήν πωρωμένη Ἰερουσαλήμ ὁ Θεός λέγει: «Ἐζήτησα νά σέ καθαρίσω, ἀλλά σύ δέν καθαρίστηκες ἀπό τήν ρυπαρότητά σου» (Ἰεζ. 24,13).
. Ἁμαρτία εἶναι τό ἄν δέν ἀγωνιστεῖ ὁ ἄνθρωπος νά ἀντιπαλαίσει πρός αὐτήν, γιατί καί ἡ ἁπλή σκέψη περί ἁμαρτίας φέρει τήν ἐπιθυμία της καί ἡ ἐπιθυμία της φέρει τήν πράξη της (βλ. Γεν. κεφ. 3). Κι ἄν ὁ Σατανᾶς καταναγκάζει τόν ἄνθρωπο νά πράξει τήν ἁμαρτία, ὅμως ὁ Θεός ἔδωσε τήν δύναμη στόν ἄνθρωπο νά ἀντιστέκεται καί νά ἀποκρούει τόνΔιάβολο· καί ἄν αὐτό δέν τό κάνει πίπτει στήν ἁμαρτία, γιά τήν ὁποία εἶναι αὐτός, ὁ ἄνθρωπος, ὑπεύθυνος (βλ. πάλι Γεν. κ. 3). Ὅπου διαβάζουμε ὅτι ὁ Θεός πειράζει τόν ἄνθρωπο, αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὁ Θεός εὐθύνεται γιά τήν ἁμαρτία του, ἄν πράξει αὐτήν. Ὁ Θεός δοκιμάζει τόν ἄνθρωπο, γιά νά τόν λαμπρύνει περισσότερο, παραχωρώντας νά ἔλθουν σ᾽ αὐτόν θλίψεις καί ἀσθένειες (βλ. βιβλίον Ἰώβ). Δέν ἐπιτρέπεται ὅμως κανείς ἄνθρωπος νά ἐπιρρίπτει ἔπειτα στόν Θεό τήν εὐθύνη γιά τήν ἁμαρτία του, ἄν δέν ἀντέξει τόν πειρασμό τῶν θλίψεων καί τῶν ἀσθενειῶν.
. Εἶναι ὡραία ἡ περικοπή αὐτή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης:
«Μή εἴπῃς ὅτι διά Κύριον ἀπέστην ἅ γάρ ἐμίσησεν, οὐ ποιήσεις. Μή εἴπῃς ὅτι αὐτός μέ ἐπλάνησεν· οὐ γάρ χρείαν ἔχει ἀνδρός ἁμαρτωλοῦ.
Πᾶν βδέλυγμα ἐμίσησε Κύριος, καί οὐκ ἔστιν ἀγαπητόν τοῖς φοβουμένοις αὐτόν. Αὐτός ἐξ ἀρχῆς ἐποίησεν ἄνθρωπον καί ἀφῆκεν αὐτόν ἐν χειρί διαβουλίου αὐτοῦ. Ἐάν θέλῃς, συντηρήσεις ἐντολάς καί πίστιν ποίησαι εὐδοκίας. Παρέθηκέ σοι πῦρ καί ὕδωρ· οὗ ἐάν θέλῃς, ἐκτενεῖς τήν χεῖρά σου. Ἔναντι ἀνθρώπων ἡ ζωή καί ὁ θάνατος, καί ὅ ἐάν εὐδοκήσῃ, δοθήσεται αὐτῷ. (Σ. Σειράχ 15,11-17)
. Δέν εὐθύνεται λοιπόν ὁ Θεός γιά τήν ἁμαρτία τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἡ κακή θέληση τοῦ ἰδίου τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός λέγει στούς ἀνθρώπους οἱονεί παραπονούμενος: «Ἐκάλουν καί οὐχ ὑπακούσατε καί ἐξέτεινα λόγους καί οὐ προσείχετε, ἀλλά ἀκύρους ἐποιεῖτε ἐμάς βουλάς, τοῖς δέ ἐμοῖς ἐλέγχοις οὐ προσείχετε». (Παροιμ. 1,24-25)
. Καί στήν πωρωμένη Ἰερουσαλήμ ὁ Θεός λέγει: «Ἐζήτησα νά σέ καθαρίσω, ἀλλά σύ δέν καθαρίστηκες ἀπό τήν ρυπαρότητά σου» (Ἰεζ. 24,13).