ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Δευτέρα 22 Απριλίου 2019

Νηστεύεις;


Δεῖξε τοῦτο διὰ τῶν ἔργων Ἡ νηστεία εἶναι ἡ ἀρχὴ κάθε πνευματικοῦ ἔργου καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος πρὶν ξεκινήση τὸ σωτήριο ἔργο Του ἔκαμε 40 ἡμέρες νηστεία. Ὁ Ἀπ. Παῦλος πολλὲς φορὲς ὁμιλεῖ περὶ νηστείας:

«χειροτονήσαντες δὲ αὐτοῖς πρεσβυτέρους κατ’ ἐκκλησίαν καὶ προσευξάμενοι μετὰ νηστειῶν παρέθεντο αὐτοὺς τῷ Κυρίῳ, εἰς ὅν πεπιστεύκασι.» (Πράξ ιδ΄, 23). Μετάφραση Π. Τρεμπέλα: «Ἀφοῦ δὲ διὰ χειροθεσίας καὶ εὐχῶν ἐγκατέστησαν πρεσβυτέρους εἰς μίαν ἑκάστην Ἐκκλησίαν καὶ προσηυχήθησαν μὲ ἀφοσίωσιν, τὴν ὁποίαν καθίστων θερμοτέραν αἱ συνοδεύουσαι τὰς προσευχὰς νηστεῖαι, ἐνεπιστεύθησαν αὐτοὺς εἰς τὴν προστασίαν τοῦ Κυρίου, εἰς τὸν ὁποῖον εἶχον πιστεύσει». • Ὁ Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος μᾶς διδάσκει: «Τιμὴ τῆς νηστείας δὲν εἶναι ἡ ἀποχὴ ἀπ’ τὰ φαγητά, ἀλλὰ ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τὰ ἁμαρτήματα. Γιὰ τοῦτο ἐκεῖνος ποὺ περιορίζει τὴ νηστεία μόνο στὴν ἀποχὴ τῶν τροφῶν, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος ὁ ὁποῖος βρίζει κατ’ ἐξοχὴν αὐτήν. Νηστεύεις; Δεῖξε τοῦτο διὰ τῶν ἔργων. Ποιῶν ἔργων, λέει; Ἂν δεῖς πτωχὸ νὰ τὸν ἐλεήσεις. Ἂν δεῖς ἐχθρό σου, νὰ συμφιλιωθεῖς μαζί του. Ἂν δεῖς φίλο σου νὰ προκόβει, νὰ μὴ τὸν φθονήσεις. Ἂν δεῖς ὄμορφη γυναίκα στὸ δρόμο σου, νὰ τὴν προσπεράσεις καὶ νὰ μὴ τὴν προσέξεις». [Ἀπ’ τὴν Γ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΝΔΡΙΑΝΤΑΣ»] «Ἡ εὐτελὴς καὶ λιτὴ τροφὴ εἶναι μητέρα τῆς ὑγείας. Γιὰ τοῦτο, καὶ οἱ γιατροὶ τὴν ὀνόμασαν ἔτσι, ἀποκαλώντας ὑγεία τὸν μὴ κορεσμό». [Ἀπ’ τὴν ΚΒ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ»] «Ἂν ἡ λιτότητα εἶναι μητέρα τῆς ὑγείας, εἶναι ὁλοφάνερο, ὅτι ἡ ἀφθονία εἶναι μητέρα νόσου καὶ καχεξίας καὶ γεννᾶ παθήσεις, ποὺ ὑπερβαίνουν τὴν τέχνη κι αὐτῶν τῶν γιατρῶν». [Ἀπ’ τὴν ΚΒ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΙΩΑΝΝΗΝ»] «Τὸ πολυτελὲς τραπέζι, ποτὲ δὲν τὸ ἀπολαμβάνει κανεὶς μ’ εὐχαρίστηση. Γιατί ἡ μὲν ἔλλειψη εἶναι μητέρα τόσο τῆς ὑγείας, ὅσο καὶ τῆς εὐχαριστήσεως, ἡ δὲ ἀφθονία εἶναι πηγὴ καὶ ρίζα τόσο τῶν ἀσθενειῶν, ὅσο καὶ τῆς ἀποστροφῆς. Γιατί, ὅπου ὑπάρχει κορεσμός, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἐπιθυμία. Κι ὅταν δὲν ὑπάρχει ἐπιθυμία, πῶς εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρξει ποτὲ εὐχαρίστηση; Γιὰ τοῦτο ὄχι μόνο μποροῦμε νὰ δοῦμε ὅτι εἶναι συνετώτεροι καὶ ὑγιέστεροι οἱ φτωχοὶ ἀπὸ τοὺς πλούσιους, ἀλλὰ κι ὅτι ἀπολαμβάνουν περισσότερο τὴ χαρά. Τὸν Ἀδὰμ τὸν ἔδιωξε ἀπ’ τὸν Παράδεισο ἡ ἔλλειψη κυριαρχίας ἐπὶ τῆς κοιλίας, ὅπως ἐπίσης αὐτὴ προκάλεσε τὸν κατακλυσμὸ ἐπὶ Νῶε καὶ κατέβασε τοὺς κεραυνοὺς τῶν Σοδόμων. Γιατί, ἂν καὶ ἐπρόκειτο γιὰ ἔγκλημα πορνείας, ὅμως ρίζα κάθε μιᾶς ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες αὐτὲς φύτρωσε ἀπὸ ἐδῶ (δηλ. ἀπ’ τὴ λαιμαργία)». [Ἀπ’ τὴν ΙΓ΄ Ὁμιλία του «ΕΙΣ ΤΟ ΚΑΤΑ ΜΑΤΘΑΙΟΝ»] «Διέταξε νὰ ζητοῦμε τὸ καθημερινὸ ἄρτο, ὄχι καλοπέραση, ἀλλὰ τροφή, ποὺ ἀναπληρώνει τὶς ἀνάγκες τοῦ σώματος κι ἐμποδίζει τὸ θάνατο ἀπὸ πεῖνα. Ὄχι ἐρεθιστικὰ τραπέζια, οὔτε ποικιλίες φαγητῶν καὶ τέχνες μαγείρων καὶ ἐπινοήσεις ἀρτοποιῶν καὶ μοσχάτα κρασιὰ καὶ τὰ ἄλλα ὅσα εὐχαριστοῦν τὸ λάρυγγα, ἀλλὰ φορτώνουν τὴν κοιλιά, σκοτίζουν τὸ νοῦ καὶ κάνουν τὸ σῶμα νὰ ξεσηκώνεται ἐναντίον τῆς ψυχῆς καὶ καθιστοῦν τὸ πουλάρι ἀπείθαρχο στὸν ἀναβάτη του. Δὲν μᾶς δίδαξε ὁ λόγος νὰ ζητοῦμε αὐτά, ἀλλὰ «τὸν καθημερινὸ ἄρτο», δηλαδή, αὐτὸν ποὺ μεταβαίνει στὴν οὐσία τοῦ σώματος καὶ μπορεῖ νὰ τὴ στηρίξει». [Ἀπ’ τὴν Ὁμιλία του «ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΘΕΟΝ ΠΟΛΙΤΕΥΕΣΘΑΙ»] • Ἡ δύναμη τῆς νηστείας εἶναι πολὺ μεγάλη ἀκόμη καὶ δαίμονες διώκει. Στὸ γεροντικὸ διαβάζουμε ἕνα τέτοιο παράδειγμα:
«Ἀνέβασαν κάποτε στή σκήτη τῶν Πατέρων ἕνα δαιμονισμένο νέο, γιά νά τόν θεραπεύσουν μέ τήν προσευχή τους. Ἐκεῖνοι ὅμως ἀπό ταπείνωση ἀπέφευγαν.
Πολύ καιρό βασανιζόταν ἔτσι ὁ δυστυχισμένος ἄνθρωπος, ὥσπου κάποιος Γέροντας τόν λυπήθηκε, τόν σταύρωσε μέ τόν ξύλινο σταυρό πού εἶχε στή ζώνη του, καί ἔδιωξε τό πονηρό πνεῦμα. Ἐκεῖνο τὸτε εἶπε: – Ἀφοῦ μέ βγάζεις ἀπό τήν κατοικία μου, θά μπῶ μέσα σου. – Ἔλα, τοῦ ἀποκρίθηκε θαρραλέα ὁ Γέροντας. Ἔτσι μπῆκε μέσα του τό δαιμόνιο καί τόν βασάνιζε δώδεκα ὁλόκληρα χρόνια! Ὁ Ὅσιος ὑπέμεινε μέ καρτερία τόν πόλεμο, ἀλλ᾿ ἀντιπολεμοῦσε κι ἐκεῖνος τόν ἐχθρό μέ ὑπεράνθρωπη νηστεία καί ἀκατάπαυστη προσευχή. Ὅλα αὐτά τά χρόνια δέν ἔβαλε οὔτε μιά φορά στό στόμα του μαγειρευμένη τροφή, μασοῦσε μόνο λίγα κουκούτσια ἀπὸ φοίνικες κάθε βράδυ καὶ κατάπινε τόν χυμό τους. Νικημένο τέλος τό δαιμόνιο ἀπό τόν ἀκατάπαυστο ἀγώνα τοῦ Γέροντα, τὸν ἐλευθέρωσε. – Γιατί φεύγεις; τό ρώτησε ἐκεῖνος. Κανένας δὲν σὲ διώχνει. – Μέ ἀφάνισε ἡ νηστεία σου, ἀποκρίθηκε ἐκεῖνο καί ἔγινε ἄφαντο».