ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 27 Απριλίου 2019

Χαρμολύπη ή το Χαροποιόν Πένθος

Φώτης Κόντογλου
«Ταῦτα λελάληκα ὑμὶν ἴνα ἡ χαρὰ ἡ ἐμὴ ἐν ὑμὶν μείνη καὶ ἡ χαρὰ ὑμῶν πληρωθῆ» (Ἰω. ΙΕ’.11). «Ἡ γυνὴ ὅταν τίκτη, λύπην ἔχει, ὅτι ἦλθεν ἡ ὥρα αὐτής• ὅταν θὰ γεννήση τὸ παιδίον, οὐκέτι μνημονεύει τῆς θλίψεως, διὰ τὴν χαρὰν ὅτι ἐγεννήθη ἄνθρωπος εἰς τὸν κόσμον. Καὶ ὑμεῖς οὒν λύπην μὲν νῦν ἔχετε• πάλιν δὲ ὄψομαι ὑμᾶς καὶ χαρήσεται ὑμῶν ἡ καρδία, καὶ τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν.» (Ἰω. ΙΣΤ’. 20).
Ἀληθινὴ κι’ ὄχι ψεύτικη χαρὰ νοιώθει μονάχα ὅποιος ἔχει τὸν Χριστὸ μέσα του, κ’ εἶναι ταπεινός, πράος, γεμάτος ἀγάπη. Ἀληθινὴ χαρὰ ἔχει μονάχα ἐκεῖνος ποὺ ξαναγεννήθηκε στὴν ἀληθινὴ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ... Κι’αὐτὴ ἡ ἀληθινὴ χαρὰ βγαίνει ἀπὸ καρδιὰ ποὺ πονᾶ καὶ θλίβεται γιὰ τὸν Χριστό, καὶ βρέχεται ἀπὸ τὸ παρηγορητικὸ δάκρυο τὸ ὁποῖο δὲν τὸ γνωρίζουνε οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι, κατὰ τὸν ἅγιο λόγο ποὺ εἶπε τὸ στόμα τοῦ Κυρίου: «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται» (Μάτθ. Ε’. 4), «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι λυπημένοι, γιατί αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Καλότυχοι ὅσοι κλαῖτε τώρα, γιατί θὰ γελάσετε.» (Λούκ. ΣΤ’. 21). Ὅποιος λυπᾶται καὶ ὑποφέρνει γιὰ τὸν Χριστό, πέρνει παρηγοριὰ οὐράνια καὶ εἰρήνη ἀθόλωτη. Παράκληση δὲν θὰ πεῖ παρακάλεσμα, ἀλλὰ παρηγοριά. Γι’ αὐτὸ καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα λέγεται Παράκλητος, δηλαδὴ Παρηγορητής, ἐπειδὴ ὅποιος τὸ πάρει, παρηγοριέται σὲ κάθε θλίψη του καὶ βεβαιώνεται καὶ δὲν φοβᾶται τίποτα. Κι’ αὐτὴ ἡ βεβαιότητα ποὺ δέχεται μυστικά, τὸν κάνει νὰ χαίρεται πνευματικά. Καὶ πάλι λέγει ὁ Κύριος παρακάτω στὴν ἐπὶ τοῦ Ὅρους ὁμιλία: «Μακάριοι ἐστὲ ὅταν ὀνειδίσωσιν ὑμᾶς καὶ διώξωσι καὶ εἴπωσι πᾶν πονηρὸν ρῆμα ψευδόμενοι ἕνεκεν ἐμοῦ,» (Μάτθ. Ε’, 11). Καὶ κατὰ τὸν μυστικὸ Δεῖπνο εἶπε στοὺς Ἁγίους Ἀποστόλους: «Ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμὶν ὅτι κλαύσετε καὶ θρηνήσετε ὑμεῖς, ὁ δὲ κόσμος χαρήσεται• ὑμεῖς δὲ λυπηθήσεσθε, ἀλλ’ ἡ λύπη ὑμῶν εἰς χαρὰν γενήσεται.» (Ἰω.ἰστ’ 20). Ὅλα τὰ ἄλλα ποὺ τὰ λένε χαρὲς οἱ ἄνθρωποι, δὲν εἶναι ἀληθινὲς χαρές• μία εἶναι ἡ ἀληθινὴ χαρά, τούτη ἡ ἡ πονεμένη χαρὰ τοῦ Χριστοῦ, ποὺ ξαγοράζεται μὲ τὴ θλίψη, γιὰ τοῦτο κι’ ὁ Κύριος τὴ λέγει «πεπληρωμένη», δήλ. τέλεια, ἀληθινή, σίγουρη. (Ἰω. ἰστ’ 25). Κι’ ὁ ἅγιος Παῦλος στὶς Ἐπιστολὲς τοῦ λέγει πολλὰ γι’αὐτὴ τὴ βλογημένη θλίψη ποὺ εἶναι συμπλεγμένη μὲ τὴ χαρά: «Ἡ λύπη γιὰ τὸν Θεό, λέγει, φέρνει ἀμετάνοιωτη μετάνοια γιὰ τὴ σωτηρία (δήλ. ἡ λύπη ποὺ νοιώθει ὅποιος πιστεύει στὸν Θεό, κάνει ὥστε ἐκεῖνος ὁ ἄνθρωπος νὰ μετανοιώσει καὶ νὰ σωθεῖ, χωρὶς νὰ ἀλλάξει γνώμη καὶ νὰ γυρίσει πίσω στὴν ἁμαρτία), ἐνῶ ἡ λύπη τοῦ κόσμου φέρνει τὸν θάνατο.» (Κορινθ. Β’ ζ’10). Κι’ ἀλλοῦ λέγει πὼς οἱ χριστιανοὶ φαίνουνται στοὺς ἀσεβεῖς πὼς εἶναι λυπημένοι, μὰ στ’ ἀληθινὰ χαίρουνται: «ὡς λυπούμενοι ἀεὶ δὲ χαίροντες, ὡς πτωχοὶ πολλοὺς δὲ πλουτίζοντες, ὡς μηδὲν ἔχοντες καὶ πάντα κατέχοντες,» (Κορινθ. Β’ στ’ 10). Ἀπ’ αὐτὴ τὴν παντοτινὴ χαρὰ φτερωμένος ὁ ἅγιος Παῦλος, γράφει ὁλοένα στοὺς μαθητάδες του: «Χαίρετε ἐν Κυρίω πάντοτε!» (Φιλιπ. δ’ 4). «Πάλιν χαρῆτε.» (Φιλιπ. β’28). «Πάντοτε χαίρετε.» (Θεσσαλ. ε. 16). «Λοιπόν, ἀδελφοί, χαίρετε.» (Κορινθ. Β’. ζ 16).
Μέσα στὴν Παλαιὰ Διαθήκη, ποὺ εἶναι ὁ ἴσκιος τῆς Καινῆς Διαθήκης, εἶναι παραστημένα ὅλα σὰν σκεπασμένα, συμβολικά, ὅπως εἶναι ἡ θυσία τοῦ Ἀβραάμ, τύπος τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ, οἱ δώδεκα γυιοὶ τοῦ Ἰακὼβ τύπος τῶν δώδεκα ἀποστόλων, κ.λ.π. Ἔτσι καὶ τὸ πικρὸ νερὸ τῆς Μερρᾶς ποὺ τὸ ἔκανε γλυκὸ ὁ Μωυσῆς μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ, παριστάνει τὴ λύπη τῆς ἁμαρτίας ποὺ τὴν ἄλλαξε ὁ Χριστὸς σὲ χαρά, «εἰς ὕδωρ ἀλλόμενον εἰς ζωὴν αἰώνιον.» Τούτη τὴν πνευματικὴ Χαρὰ ποὺ γεννιέται ἀπὸ τὰ δάκρυα, ἐνοίωσε μέσα του κι’ ὁ Δαυΐδ κ’ ἔλεγε: «Κύριε, ἐν θλίψει ἐπλάτυνας μέ», «Κύριε, μὲ τὴ λύπη ἄνοιξες τὴν καρδιά μου.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Τὸ ἑσπέρας αὐλισθήσεται κλαυθμὸς καὶ εἰς τὸ πρωΐ ἀγαλλίασις.» (Ψάλμ. κθ’.) καὶ πάλι λέγει: «Κύριος ἐγεννήθη βοηθός μου. Ἔτρεψας τὸν κοπετόν μου εἰς χαρὰν ἐμοί.» (Ψάλμ. κθ’.) Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Γεύσασθε καὶ ἴδατε ὅτι χρηστὸς ὁ Κύριος. Μακάριος ἀνὴρ ὁ ἐλπίζων ἐπ’ αὐτόν.» (Ψάλμ. λγ’.). Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Πολλαὶ αἳ θλίψεις τῶν δικαίων, καὶ ἐκ πασῶν αὐτῶν ρύσεται αὐτοὺς ὁ Κύριος.» (Ψάλμ. λγ’).
Γὶ’ αὐτὴ τὴν πνευματικὴ χαρὰ ποὺ δίνει ὁ Χριστὸς σὲ ὅσους τὸν ἀγαποῦνε καὶ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴ θλίψη, γράψανε πολλὰ καὶ θαυμαστὰ οἱ ἅγιοι Πατέρες. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος τὴ λέγει Χαροποιὸν πένθος καὶ Χαρμολύπη. «Πένθος γιὰ τὸν Θεό, λέγει, εἶναι τὸ νάναι σκυθρωπὴ ἡ ψυχή σου, κ’ ἡ καρδιά σου νὰ ποθεῖ νὰ πικραίνεται, καὶ ν’ ἀποζητᾶ ὁλοένα αὐτὸ ποὺ διψᾶ, κ’ ἐπειδὴ δὲν τὸ βρίσκει, νὰ τὸ κυνηγᾶ μὲ πόνο καὶ νὰ τρέχει ξοπίσω του κλαίγοντας ἀπαρηγόρετα». «Βάστα γερὰ τὴ μακάρια τούτη χαρμολύπη καὶ τὴν ἁγιασμένη κατάνυξη, καὶ μὴν πάψεις νὰ τὴν ἐργάζεσαι μέσα σου, ὡς ποὺ νὰ σὲ κάνει νὰ ὑψωθεῖς ἀπὸ τοῦτον τὸν κόσμο, καὶ νὰ σὲ παραστήσει καθαρὸν στὸν Χριστό».»Ὅποιος πορεύεται ἀδιάκοπα μὲ θλίψη, αὐτὸς γιορτάζει ἀκατάπαυστα• κι’ ὅποιος ὁλοένα διασκεδάζει, αὐτὸς μέλλεται νὰ ἀπολάψει θλίψη αἰώνια». «Ἐγὼ λογιάζοντας τὸ λογὴς εἶναι τούτη ἡ θλιμένη κατάνυξη, ἀπορὼ• πῶς γίνεται, κάποιο πράγμα ποὺ λέγεται κλάψιμο καὶ λύπη, νὰ ἔχει μέσα τοῦ τὴ χαρὰ καὶ τὴν εὐφροσύνη περιμπλεγμένα συναμεταξύ τους σὰν τὸ μέλι μὲ τὸ κερὶ .» Αὐτὴ ἡ οὐράνια παρηγοριὰ εἶναι κάποια ἀνακούφιση καὶ θεϊκὴ ξαλάφρωση ποὺ παρηγορὰ τὴν πονεμένη καὶ λυπημένη ψυχή, ὁπού θλίβεται γιατί χωρίσθηκε ἀπὸ τὸν Θεὸ γιὰ τὶς ἁμαρτίες της. Αὐτὴ ἡ βοήθεια εἶναι μία θεϊκὴ ἐνέργεια ποὺ ξανανηώνει καὶ καινουργιεύει τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς ὁπού κατάπεσε στὴν πίκρα καὶ στὴ σκληρὴ λύπη, καὶ στέκεται καταφαρμακωμένη ἀπὸ τὴν ἀμέτρητη πίκρα της, ἀπελπισμένη ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες της. Καὶ τούτη ἡ χαριτωμένη βοήθεια ἀλλάζει τὰ πονεμένα δάκρυά της σὲ κάποια παρηγοριὰ θαυμαστὴ κι’ ἀνακουφιστική». «Κανένα πράγμα δὲν ταιριάζει μὲ τὴν ταπεινοφροσύνη, ὅσο αὐτὸ τὸ χριστιανικὸ πένθος». « Ὅποια ἐνάρετη ζωὴ κι ἂν κάνουμε, ἂν δὲν ἔχουμε καρδιὰ θλιμένη καὶ πονεμένη, γιὰ μάταιη κι’ ἀδιαφόρετη λογαριάζεται}. Τοῦτο τὸ βλογημένο καὶ θεάρεστο κλάψιμο εἶναι μία λύπη ἀλησμόνητή της ψυχῆς, μία ὄρεξη πονεμένη τῆς καρδιᾶς, ποὺ ζητᾶ μὲ δάκρυα καὶ μὲ μεγάλον πόθο τὸν Θεό».
Κι’ ὁ ἅγιος Μακάριος ὁ Αἰγύπτιος λέγει: «Σὰν λυτρωθεῖ ἡ ψυχὴ ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς της, καὶ σὰν περάσει μὲ τὴ δύναμη τοῦ Θεοῦ τὴν πονηρὴ θάλασσα, καὶ βλέπει μπροστά της τοὺς ἐχθρούς της νὰ χάνουνται, στοὺς ὁποίους ἤτανε πρωτήτερα δούλα, ἀναγαλλιάζει μὲ μία χαρὰ ἀνεκλάλητη καὶ δοξασμένη, γιατί παρηγοριέται ἀπὸ τὸν Θεὸ καὶ ξεκουράζεται στὸν Κύριο. Τότε τὸ πνεῦμα ποὺ ἔλαβε, τραγουδᾶ κάποιο καινούριο τραγούδι μὲ τὸ τύμπανο, ἤγουν μὲ τὸ σῶμα, καὶ μὲ τῆς κιθάρας, ἤγουν τῆς ψυχῆς, τὶς λογικὲς κόρδες καὶ τοὺς λεπτότατους λογισμούς, καὶ μὲ τὸ δοξάρι τῆς θείας χάρης, καὶ ψέλνει ὕμνους στὸν ζωοδότη Χριστό.» «Σὲ τοῦτο οἱ χριστιανοὶ εἶναι διαφορετικοὶ ἀπὸ ὅλο τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, καὶ μεγάλη ἀπόσταση ὑπάρχει ἀνάμεσά τους, γιατί ἔχουνε τὸν νοῦ τους καὶ τὴ διάνοιά τους στὸ οὐράνιο φρόνημα, καὶ καθρεφτίζουνε μέσα τοὺς τὰ αἰώνια ἀγαθά, ἐπειδῆς ἔχουνε τὸ ἅγιον Πνεύμα• γιατί γεννηθήκανε ἄνωθεν κι’ ἀξιωθήκανε νὰ γίνουνε τέκνα τοῦ Θεοῦ μὲ ἀλήθεια καὶ μὲ δύναμη, καὶ κατασταθήκανε σταθεροὶ καὶ στέρεοι κι’ ἀσάλευτοι κι’ ἀναπαυμένοι ὕστερα ἀπὸ πολλοὺς ἀγῶνες καὶ κόπους, χωρὶς νὰ ταράζονται πιὰ ἀπὸ ἄστατους καὶ μάταιους λογισμούς. Σ’ αὐτὸ εἶναι πιὸ μεγάλοι καὶ πιὸ καλοὶ ἀπὸ τὸν κόασμο, ἐπειδῆς ἔχουνε τὸ νοῦ τους καὶ τὸ φρόνημα τῆς ψυχῆς τους στὴν εἰρήνη τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
Ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ ὁ Σύρος γράφει γιαυτὰ τὰ βλογημένα δάκρυα : «Ἂν δὲν φτάξεις στὰ δάκρυα, μὴν νομίσεις πὼς ἔφταξες κάπου στὴ διαγωγή σου καὶ στὴν πολιτεία σου, γιατί ὡς τὰ τότε, τὸν κόσμο ὑπηρετοῦνε οἱ κρυφοὶ διαλογισμοί σου, δηλαδὴ μὲ τὸν ἔξω ἄνθρωπο κάνεις τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ ὁ μέσα ἄνθρωπος εἶναι ἀκόμα ἄκαρπος• ἐπειδὴ ὁ καρπὸς τοῦ ἔρχεται ἀπὸ τὰ δάκρυα. Γιατί σὰν φτάξςεις στὴ χώρα τους, τότε νὰ ξέρεις πὼς βγῆκε ἡ διάνοιά σου ἀπὸ τὴ φυλακὴ τούτου τοῦ κόσμου κι’ ἔβαλε τὸ πόδι της στὴ στράτα τοῦ καινούριου κόσμου,, κι’ ἄρχισε νὰ μυρίζει ἐκεῖνον τὸν καινούριον ἀέρα τὸν θαυμαστόν. Καὶ τότε ἀρχίζουνε νὰ τρέχουνε τὰ δάκρυα, ἐπειδὴ κοντεύει νὰ γεννηθεῖ τὸ πνευματικὸ νήπιο. Γιατί ἡ χάρη, ποὺ εἶναι ἡ μητέρα ὅλων, βιάζεται νὰ γεννήσει στὴν ψυχὴ κάποιον θεϊκὸ τύπο μυστικὰ στὸ φῶς τῆς μέλλουσας ζωῆς. Καὶ σὰν φτάξει ἡ ὥρα νὰ γεννηθεῖ, τότες ὁ νοῦς ἀρχίζει νὰ κινιέται σὲ κάποια πράγματα τοῦ κόσμου, ὅπως ἡ ἀναπνοὴ ποὺ παίρνει τὸ ἀγέννητο μωρὸ μέσα στὴν κοιλιὰ καὶ θρέφεται• κ’ ἐπειδὴ δὲ μπορεῖ νὰ βαστάξει σὲ κάποιο πράγμα ποὺ δὲν εἶναι συνηθισμένο, συνειθισμένο, ἄξαφνα ἀρχίζει νὰ σαλεύει τὸ κορμί του σὰν νὰ θέλει νὰ κλάψει μ’ ἕνα κλάψιμο ἀνακατεμένο μὲ τὴ γλυκύτητα τοῦ μελιοῦ. Κι’ ὅσο θρέφεται τὸ μέσα βρέφος, τόσο περισσότερα δάκρυα ἔρχουνται.» Κι’ ἀλλοῦ γράφει ὁ ἴδιος ὁ ἅγιος: «Πρῶτα δοκιμάζει μὲ πειρασμοὺς ὁ Θεός, ὕστερα δείχνει τὸ χάρισμα. Δόξα στὸν δεσπότη ποὺ μᾶς δίνει τὴν ὑγεία μας μὲ γιατρικὰ στυφά.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅλοι οἱ ἅγιοι θλιμένοι μισέψανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωὴ• κι’ ἂν οἱ ἅγιοι πενθούσανε καὶ τὰ μάτια τοὺς γεμίζανε πάντα δάκρυα, ὥσπου φύγανε ἀπὸ τούτη τὴ ζωή, ποιὸς δὲν θὰ κλάψει; Ἡ παρηγοριὰ τοῦ χριστιανοῦ γεννιέται ἀπὸ τὸ κλάψιμο• κι’ ἂν οἱ τέλειοι κ’ οἱ νικηφόροι κλάψανε ἐδῶ κάτω, πῶς θὰ παραδεχτεῖ νὰ ἡσυχάσει ἀπὸ τὸ κλάψιμο αὐτὸς ποῦ εἶναι γεμάτος πληγές; αὐτὸς ποὺ ἔχει μπροστά του κειτάμενο τὸ κουφάρι του, καὶ ποὺ βλέπει ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτὸ τοῦ νεκρωμένον ἀπὸ τὶς ἁμαρτίες, χρειάζεται καὶ διδασκαλία μὲ ποιὸν λογισμὸ θὰ μεταχειρισθεῖ τὰ δάκρυα;» Κι’ ἀλλοῦ γράφει: «Καλότυχοι ὅσοι εἶναι καθαροὶ στὴν καρδιά, γιατί δὲν περνᾶ ὥρα ποὺ δὲν νοιώθουνε τούτη τὴ χαρὰ τῶν δακρύων, καὶ μέσα σ’ αὐτὴ βλέπουνε τὸν Κύριο. Κ’ ἐνῶ ἀκόμα τὰ δάκρυα εἶναι στὰ μάτια τους, ἀξιώνουνται νὰ θωροῦνε τὰ μυστήριά του μὲ τὸ ὕψος τῆς προσευχῆς τους, καὶ δὲν κάνουνε ποτὲ προσευχὴ ποὺ νὰ μὴν εἶναι βρεγμένη μὲ δάκρυα. Κι’ αὐτὸ εἶναι ποὺ λέγει ὁ Κύριος «Μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται.» Γιατί ἀπὸ τὸ πένθος ἔρχεται κανένας στὴν καθαρότητα τῆς ψυχῆς, γιὰ τοῦτο εἶπε μὲν ὁ Κύριος πὼς αὐτοὶ θὰ παρηγορηθοῦνε, μὰ δὲν ἐξήγησε ποιὰ παρηγοριὰ θὰ παρουνε• γιατί σὰν ἀξιωθεῖ ὁ χριστιανὸς μὲ τὰ δάκρυα νὰ περάσει τὴ χώρα τῶν παθῶν καὶ νὰ φτάξει στὸν κάμπο τῆς καθαρότητας τῆς ψυχῆς, τότε τὸν βρίσκει αὐτὴ ἡ παρηγοριὰ ποὺ δὲν βρίσκεται σὲ τοῦτον τὸν κόσμο, τότε καταλαβαίνει ποιὰ παρηγοριὰ βρίσκει στὸ τέλος τῆς λύπης, ποὺ τὴν δίνει ὁ Θεὸς μὲ τὴν καθαρότητα σ’ ὅσους θλίβουνται• γιατί δὲν γίνεται νὰ θλίβεται κανένας ἀδιάκοπα καὶ νὰ πειράζεται κι’ ἀπὸ τὰ πάθη, ἐπειδὴ αὐτὸ τὸ χάρισμα δίνεται σὲ κείνους ποὺ δὲν ἔχουνε πάθη, τὸ νὰ κλαῖνε καὶ νὰ θλίβουνται. Τὴ βοήθεια ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ κλάψιμο, κανένας δὲν τὴ γνωρίζει, παρὰ μονάχα ἐκεῖνοι ποὺ παραδώσανε τὶς ψυχὲς τοὺς σ’ αὐτὸ τὸ ἔργο.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Ὁ πλοῦτος τοῦ χριστιανοῦ εἶναι παρηγοριὰ ποὺ γίνεται ἀπὸ τὸ πένθος, καὶ ἡ χαρὰ ποὺ βγαίνει ἀπὸ τὴν πίστη καὶ ποὺ λάμπει στὰ κατάβαθά της διανοίας.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος γράφει: «Οἱ καλὲς πράξεις ποὺ γίνουνται χωρὶς τὴ λύπη τῆς διάνοιας, εἶναι σὰν ἕνα σῶμα ἄψυχο».
Κι’ ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος λέγει: «Καλότυχος ἐκεῖνος ποὺ μὲ γνώση θὰ ἐπιθυμήσει νὰ κλαίγει, καὶ ποὺ θὰ χύσει δάκρυα μὲ κατάνυξη ἀπάνω στὴ γῆ σὰν καλὰ μαργαριτάρια μπροστὰ στὸν Κύριο».
Πολλὰ γράφει γιὰ τὸ χαροποιὸ πένθος κι’ ὁ ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: «Ἂς ποθήσουμε, λέγει, μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ μᾶς ἐκεῖνα ποὺ μᾶς προστάζει ὁ Θεός, φτώχια πνευματική, ἤγουν ταπείνωση, παντοτινὴ θλίψη, νύχτα καὶ μέρα, ἀπ’ ὅπου ἀναβρύζει κάθε ὥρα ἡ χαρὰ τῆς ψυχῆς κ’ ἡ παρηγοριὰ σὲ κείνους ποὺ ἀγαπᾶνε τὸν Θεό. Γιατί ἀπ’ αὐτὴ τὴ θλίψη ἀποχτιέται κ’ ἡ πραότητα σὲ ὅλους ἐκείνους ποὺ ἀγωνίζονται ἀληθινά. Ἀπὸ τὸ πένθος «πεινοῦνε καὶ διψοῦνε τὴν δικαιοσύνη», ἤγουν ὅλες τὲς ἀρετές, καὶ ζητᾶνε πάντα τὴν βασιλεία τοῦ Θεοῦ ποὺ ξεπερνᾶ κάθε νοῦ ἀνθρώπινον. Ἀπὸ τὴν παντοτινὴ θλίψη γίνουνται κ’ ἐλεήμονες καὶ καθαροὶ στὴν καρδιὰ καὶ γεμάτοι ἀπὸ εἰρήνη κ’ εἰρηνοποιοὶ κι’ ἀνδρεῖοι στοὺς πειρασμούς. Ἀπὸ τὸ πένθος μισεῖ κανένας τὰ κακά. Ἀπὸ τὸ πένθος ἀνάβει στὴν ψυχὴ ὁ θεϊκὸς ζῆλος ποὺ δὲν τὴν ἀφήνει πιὰ νὰ ἡσυχάσει ὁλότελα, εἴτε νὰ γυρίσει στὸ κακὸ μαζὶ μὲ τοὺς κακούς. Ἀλλὰ τὴν γεμίζει ἀπὸ ἀνδρεία καὶ δύναμη στὸ νὰ κάνει ὑπομονὴ μέχρι τέλος στοὺς πειρασμούς.» Καὶ σ’ ἄλλο μέρος λέγει: «Πρωτήτερα ἀπὸ τὸ πένθος γιὰ τὸν Θεό, εἶναι ἡ ταπείνωση, κ’ ὕστερα ἀπ’ αὐτὸ ἀκολουθεῖ χαρὰ καὶ εὐφροσύνη ἀνέκφραστη. Κι’ ὁλόγυρα στὴν ταπείνωση ποὺ γίνεται γιὰ τὸν Θεὸ φυτρώνει ἡ ἐλπίδα τῆς σωτηρίας• γιατί ὅσο νομίζει κανένας μὲ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ τὸν ἑαυτὸ τοῦ πιὸ ἁμαρτωλὸν ἀπ’ ὅλους τους ἀνθρώπους, τόσο πληθαίνει μαζὶ μὲ τὴν ταπείνωση ἡ ἐλπίδα, κι’ ἀνθίζει μέσα στὴν καρδιά του, καὶ τὴν πληροφορεῖ πὼς μέλλει νὰ σωθεῖ μὲ τὴν ταπείνωση. Ὅσο κατεβαίνει κανένας σὲ βάθος ταπείνωσης καὶ καταδικάζει καὶ κατακρίνει τὸν ἑαυτό του γιὰ ἀνάξιο νὰ σωθεῖ, τόσο πικραίνεται καὶ βγάζει πηγὲς ἀπὸ δάκρυα, καὶ κατ’ ἀναλογία μὲ τὰ δάκρυα καὶ μὲ τὴ θλίψη τοῦ ἀναβρύζει στὴν καρδιά του ἡ πνευματικὴ χαρά, καὶ μαζὶ μ’ αὐτὴ ἀναβρύζει ἡ ἐλπίδα καὶ μεγαλώνει μαζί της καὶ δίνει τὴν πληροφορία βεβαιότερη.» Κι’ ἀλλοῦ γράφει: «Πρέπει κάθε ἕνας νὰ στοχάζεται τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ προσέχει μὲ φρονιμάδα, ὥστε νὰ ἔχει τὸ θάρρος σὲ μονάχη τὴν ἐλπίδα, χωρὶς τὴ λύπη γιὰ τὸν Θεὸ καὶ τὴν ταπείνωση, οὔτε πάλι νὰ θαρεύεται στὴν ταπεινοφροσύνη καὶ στὰ δάκρυα, χωρὶς τὴν πνευματικὴ ἐλπίδα καὶ χαρὰ ποὺ ἔρχονται μαζὶ μὲ τ’ ἄλλα.» Κι’ ἀλλοῦ πάλι γράφει: «Γίνεται καὶ λύπη χωρὶς πνευματικὴ ταπείνωση, κι’ ἐκεῖνοι ποὺ θλίβονται ἔτσι, νομίζουνε πὼς αὐτὸ τὸ πένθος καθαρίζει τὶς ἁμαρτίες, ἀλλὰ μάταια πλανιοῦνται, ἐπειδῆς εἶναι στερημένοι ἀπὸ τὴ γλυκύτητα τοῦ πνεύματος ποὺ γίνεται μυστικὰ μέσα στὸ νοερὸ θησαυροφυλάκιο τῆς ψυχῆς καὶ δὲν γεύουνται ἀπὸ τὴ χρηστότητα τοῦ Κυρίου. Γιὰ τοῦτο οἱ τέτοιοι ἄνθρωποι ἀνάβουνε γλήγορα καὶ θυμώνουνε καὶ δὲν μποροῦνε νὰ καταφρονήσουνε ὁλότελα τὸν κόσμο καὶ τὰ τοῦ κόσμου. Μὰ ὅποιος δὲν τὰ καταφρονέσει ὁλότελα τοῦτα, καὶ δὲν ἀποχτήσει μίσος μ’ ὅλη τὴν ψυχὴ τοῦ γι’ αὐτά, δὲν εἶναι δυνατὸ ν’ ἀποχτήσει ποτὲ βέβαιη κι’ ἀδίσταχτη ἐλπίδα πὼς θὰ σωθεῖ, ἀλλὰ τριγυρίζει παντοτινὰ μὲ ἀμφιβολία ἐδῶ κ’ ἐκεῖ, ἐπειδὴ δὲν ἔβαλε θεμέλιο ἀπάνω σὲ πέτρα.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει αὐτὸς ὁ ἅγιος: «Τὸ πένθος εἶναι διπλὸ κατὰ τὶς ἐνέργειες: σὰν νερὸ σβύνει μὲ τὰ δάκρυα ὅλη τὴ φλόγα τῶν παθῶν, καὶ ξεπλύνει τὴν ψυχὴ ἀπὸ τὸν μολυσμὸ ποὺ προξενοῦσε στὴν ψυχὴ• καὶ πάλι σὰν φωτιὰ ζωοποιεῖ μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἁγίου Πνεύματος κι’ ἀνάβει καὶ πυρώνει καὶ ζεσταίνει τὴν καρδιὰ καὶ τὴν ἀνάβει στὸν ἔρωτα καὶ στὸν πόθο τοῦ Θεοῦ.» Καὶ σὲ ἄλλο μέρος πάλι γράφει: Ὅποιος συλλογίζεται μὲ αἴσθηση τῆς ψυχῆς πὼς εἶναι ἀνάξιος νὰ δεχτεῖ τὸν Θεὸ καὶ πὼς ἡ πολιτεία του, ὅσο καλὴ κι’ ἂν εἶναι, εἶναι τιποτένια μπροστὰ στὴν πολιτεία τῶν ἁγίων, χωρὶς ἄλλο θὰ πενθήσει μὲ κεῖνο τὸ πένθος ποὺ εἶναι ἀληθινὰ μακαριώτατο, ἀπὸ τὸ ὁποῖο ἔρχεται κι’ ἡ παρηγοριά, καὶ κάνει τὴν ψυχὴ πραεία• γιατί ἡ χαρὰ ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὴ θλίψη εἶναι ὁ ἀραβώνας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.» Κι’ ἀλλοῦ λέγει: «Ὅπου εἶναι ταπεινοφροσύνη, ἐκεῖ εἶναι κι’ ἡ φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κι’ ὅπου εἶναι φώτιση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐκεῖ εἶναι καὶ φωτοχυσία τοῦ Θεοῦ καὶ Θεὸς μὲ σοφία καὶ γνώση τῶν μυστηρίων του. Κι’ ὅπου εἶναι αὐτά, ἐκεῖ εἶναι κ’ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κ’ ἡ γνώση τῆς βασιλείας, κ’ οἱ κρυφοὶ θησαυροὶ τῆς γνώσης τοῦ Θεοῦ, ποὺ μέσα τοὺς εἶναι καὶ τὸ φανέρωμα τῆς πνευματικῆς φτώχιας. Κι’ ὅπου εἶναι αἴσθηση πνευματικῆς φτώχιας, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὸ χαρούμενο πένθος, ἐκεῖ εἶναι καὶ τὰ παντοτινὰ δάκρυα, ποὺ καθαρίζουνε ἐκείνη τὴν ψυχὴ ποὺ τὰ ἀγαπᾶ καὶ τὴν κάνουνε ὁλόκληρη φωτεινή. Ώ, δάκρυα ποὺ ἀναβλύζετε ἀπὸ θεϊκὸν φωτισμὸ κι’ ἀνοίγετε τὸν οὐρανὸ καὶ μοῦ προξενᾶτε θεϊκὴ παρηγοριά! Γιατί ἀπὸ τὴ χαρὰ κι’ ἀπὸ τὸν πόθο ποὺ ἔχω, λέγω πάλι καὶ πολλὲς φορὲς τὰ ἴδια; Γιατί ὅπου εἶναι πλῆθος δάκρυα μὲ γνώση ἀληθινή, ἐκεῖ εἶναι καὶ λάμψη θείου φωτός, κι’ ὅπου εἶναι λάμψη θείου φωτός, ἐκεῖ εἶναι κι’ ὅλα τὰ καλά, κ’ ἐκεῖ εἶναι τυπωμένη μέσα στὴ καρδιὰ κ’ ἡ σφραγίδα τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἀπ’ ὅπου προέρχονται ὅλοι οἱ καρποὶ τῆς ζωῆς. Ἀπὸ τὰ δάκρυα γιὰ τὸν Χριστὸ βγαίνουνε τοῦτοι οἱ καρποί, ἡ πραότητα, ἡ εἰρήνη, ἡ ἐλεημοσύνη, ἡ εὐσπλαχνία, ἡ χρηστότητα, ἡ ἀγαθωσύνη, ἡ πίστη, ἡ ἐγκράτεια. Ἀπὸ τὰ δάκρυα βγαίνει τὸ νὰ ἀγαπᾶ κανένας τοὺς ἐχθρούς του καὶ νὰ παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γὶ αὐτούς, τὸ νὰ χαίρεται στοὺς πειρασμούς, τὸ νὰ καυχιέται στὶς θλίψεις, τὸ νὰ στοχάζεται σὰν δικές του τὶς ἁμαρτίες τῶν ἀλλουνῶν καὶ νὰ κλαίγει γι’ αὐτές, τὸ νὰ βάζει τὴ ζωή του σὲ θάνατο γιὰ τοὺς ἀδελφούς του μὲ προθυμία».