ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2019

Ά­κου­σε κά­πο­τε κο­σμι­κο­ύς ερ­γά­τες ξυ­λο­κό­πους που βλα­σφή­μη­σαν τα θεί­α και πή­γε, έ­πε­σε στα πό­δια τους και έ­κλαι­γε.


 

ΑΣΚΗΤΕΣ ΜΕΣΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ - Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση -
Παπα–Κύριλλος Καρυώτης
Ο κα­τά κό­σμον Πα­ρα­σκευ­ᾶς Κο­τσου­μό­που­λος τοῦ Στα­ύ­ρου καί τῆς Μελ­πο­μέ­νης, κα­τα­γό­ταν ἀ­πό τήν Ἀ­να­το­λι­κή  Ρω­μυ­λί­α. Γεν­νή­θη­κε τό ἔ­τος 1902 στό χω­ριό Πύργος, πού σή­με­ρα ἀ­νή­κει στήν Βουλ­γα­ρί­α. Ἡ οἰ­κο­γέ­νειά του ἦρ­θε στήν Ἑλ­λά­δα καί ὁ Πα­ρα­σκευ­ᾶς, ὅ­ταν ἐ­νη­λι­κι­ώ­θη­κε, ἔ­πια­σε ἐρ­γα­σί­α σέ Τρά­πε­ζα.

Ἐ­κεῖ κά­ποι­α ἡ­μέ­ρα ἦρ­θε ἕ­νας σε­βά­σμιος ἁ­γι­ο­ρε­ί­της Γέροντας, ὁ πα­πα–Εὐ­γέ­νιος ἀ­πό τό Λαυ­ρι­ώ­τι­κο Κελ­λί τῆς Ἁ­γί­ας Τρι­ά­δος, ἄ­νω­θεν τῶν Κα­ρυ­ῶν, τό ὀ­νο­μα­ζό­με­νο Προ­φούρ­νι. Ὁ Πα­ρα­σκευ­ᾶς τό­σον ἐν­τυ­πω­σι­ά­σθη­κε, ὅ­ταν τόν εἶ­δε, ὥ­στε ἔ­τρε­ξε ἀ­μέ­σως νά τόν ἐ­ξυ­πη­ρε­τή­ση. Στό τέ­λος τόν πα­ρε­κά­λε­σε νά πε­ρι­μέ­νη δύο–τρεῖς μέ­ρες νά τα­κτο­ποι­ή­ση τίς ὑ­πο­θέ­σεις του καί νά τόν πά­ρη μα­ζί του στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος. Πράγ­μα­τι, ὁ Πα­ρα­σκευ­ᾶς ὑ­πέ­βα­λε τήν πα­ρα­ί­τη­σή του, τα­κτο­πο­ί­η­σε τίς ὑ­πο­θέ­σεις του, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε το­ύς συγ­γε­νεῖς του καί ἀ­κο­λο­ύ­θη­σε τόν πα­πα–Εὐ­γέ­νιο πού θά γί­νει στό ἑ­ξῆς καί Γέροντάς του. Ἦρ­θε στό  Ὄ­ρος τό ἔ­τος 1920 σέ ἡ­λι­κί­α 18 ἐ­τῶν.  Ἡ συ­νο­δ­ία τοῦ πα­πα–Εὐ­γε­νί­ου ἦ­ταν κα­λή. Εἶ­χαν μο­να­στη­ρια­κό τυ­πι­κό καί δι­ά­βα­ζαν ὅ­λες τίς ἀ­κο­λου­θί­ες στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Δέν πα­ρέ­λει­παν τί­πο­τε. Στίς Ὧ­ρες χτυ­ποῦ­σε καμ­πα­νά­κι. Ἄ­φη­ναν τίς ἐρ­γα­σί­ες τους, συγ­κεν­τρώ­νον­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α καί τίς δι­ά­βα­ζαν. Ἀ­σχο­λοῦν­ταν μέ ἀ­γρο­τι­κές ἐρ­γα­σί­ες, κυ­ρί­ως ἐ­λι­ές, λε­πτό­κα­ρα, κή­πους, ἀλ­λά εἶ­χαν καί ὡς ἐρ­γό­χει­ρο τά πά­νι­να σκου­φιά, γι᾿ αὐ­τό το­ύς ἔ­λε­γαν κα­λυμ­μαυ­χά­δες.
Ὁ Πα­ρα­σκευ­ᾶς μέ ὑ­περ­βάλ­λον­τα ζῆ­λο ἐ­πι­δό­θη­κε στο­ύς μο­να­χι­κο­ύς ἀ­γῶ­νες καί ἔ­κα­νε τε­λε­ί­α ὑ­πα­κοή. Ἔ­τσι τό ἑ­πό­με­νο ἔ­τος ἔ­γι­νε ἡ κου­ρά του καί ὠ­νο­μά­σθη­κε Κύριλλος. Φα­ί­νε­ται ὅ­τι καί ἀ­πό τόν κό­σμο ἀ­κό­μη ἀ­γω­νι­ζό­ταν καί ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής. Ὁ Γέροντας ἦ­ταν πο­λύ ἀ­να­παυ­μέ­νος καί οἱ γε­ί­το­νές του, ὅ­σοι ζοῦν ἀ­κό­μη, τόν θε­ω­ροῦ­σαν χα­ρι­τω­μέ­νο μο­να­χό. Μι­λοῦν μέ σεβα­σμό γι᾿ αὐ­τόν: «Ὅ­λη τή  νύ­χτα προ­σευ­χό­ταν. Κοι­μό­ταν μό­νο δύ­ο ὧ­ρες. Νήστευε πά­ρα πο­λύ. Ἦ­ταν πρός ὅ­λους εὐ­γε­νής καί κα­λο­συ­νάτος. Πο­τέ δέν τόν εἶ­δαν νά θυ­μώ­νη ὅ­ταν τόν ὕ­βρι­ζαν ἤ τόν κα­κο­λο­γοῦ­σαν. Ἦ­ταν πο­λύ τα­πει­νός καί, ὅ­ταν συ­νέ­βαι­ναν πα­ρε­ξη­γή­σεις, αὐ­τός πρῶ­τος ἔ­βα­ζε με­τά­νοι­α λέ­γον­τας ”εὐ­λό­γη­σον”».
Ἄ­κου­σε κά­πο­τε κο­σμι­κο­ύς ἐρ­γά­τες ξυ­λο­κό­πους πού βλα­σφή­μη­σαν τά θεῖ­α καί πῆ­γε, ἔ­πε­σε στά πό­δια τους καί ἔ­κλαι­γε. Ὅ­ταν εἶ­δαν αὐ­τή τήν ἀν­τι­με­τώ­πι­σή του, συγ­κλο­νί­στη­καν, τοῦ ζή­τη­σαν συγ­χώρη­ση  καί τοῦ ὑ­πο­σχέ­θη­καν ὅ­τι  ἄλ­λη φο­ρά  δέν θά ξα­να­βλα­σφη­μή­σουν.  
Ἄλ­λες φο­ρές, ὅ­ταν οἱ ἐρ­γά­τες ἔ­λε­γαν κα­νέ­να ἀ­στεῖ­ο ἀ­πρε­πές, αὐ­τός το­ύς πα­ρα­κα­λοῦ­σε τα­πει­νά νά προ­σε­ύ­χων­ται καί νά μή λέ­νε ἄ­σχη­μα λό­για· με­τά δι­α­κρι­τι­κά ἔ­φευ­γε. Δέν το­ύς μά­λλω­νε, ἀλ­λά προσπα­θοῦ­σε νά το­ύς φέ­ρη σέ συ­να­ί­σθη­ση μέ κα­λό τρό­πο δι­ε­γε­ί­ρον­τας τό φι­λό­τι­μό τους.
Ἐ­νῶ τήν ἡ­μέ­ρα κου­ρα­ζό­ταν στίς κο­πι­α­στι­κές ἐρ­γα­σί­ες τοῦ Κελ­λιοῦ, τή νύ­χτα ἄ­να­βε τήν γκα­ζό­λαμ­πα καί με­λε­τοῦ­σε. Ἀ­πό τήν κο­ύ­ρα­ση τόν ἔ­παιρ­νε ὁ ὕ­πνος καί ἡ μύ­τη του ἦ­ταν σχε­δόν πάν­τα κα­μέ­νη, για­τί μό­λις ἀ­πο­κοι­μό­ταν ἀ­κουμ­ποῦ­σε πά­νω στήν λάμ­πα, και­γό­ταν καί ἀ­μέ­σως ξυ­πνοῦ­σε. Εἶ­χε με­γά­λη δί­ψα γιά πνευματική μελέτη. Δι­ά­βα­ζε πολ­λά πα­τε­ρι­κά βι­βλί­α, ἔ­δι­νε τήν ἐν­τύ­πω­ση μορ­φω­μέ­νου καί, ὅ,τι καί ἄν τόν ρω­τοῦ­σαν, ἔ­δι­νε κα­τάλ­λη­λες ἀ­παν­τή­σεις.
Ἡ κα­θα­ρό­τη­τά του, ἡ ἀ­ρε­τή καί ἡ εὐ­λά­βειά του ἔ­κα­ναν τόν Γέροντά του νά τόν κά­νη δι­ά­κο­νο στίς 4–1–1953 πα­ρά τήν θέ­λη­σή του. Τήν ἑ­πο­μέ­νη ἡ­μέ­ρα ἔ­γι­νε ἡ χει­ρο­το­νί­α του εἰς πρε­σβύ­τε­ρον, σέ ἡ­λι­κί­α 51 ἐ­τῶν.
Ὡς Ἱ­ε­ρέ­ας ἦ­ταν ἄ­κα­κος καί ἀ­μί­αν­τος. Λει­τουρ­γοῦ­σε μέ εὐ­λά­βεια καί προ­σο­χή, καί διά­βα­ζε πο­λύ ὡ­ραῖ­α μέ κα­τά­νυ­ξη τό Εὐ­αγ­γέ­λιο. Λει­τουρ­γοῦ­σε καί στό Πρω­τᾶ­το, ἦ­ταν πρω­τοπαπᾶς στήν Λι­τα­νεία­ τοῦ Ἄ­ξι­όν Ἐ­στι καί πή­γαι­νε μέ προ­θυ­μί­α στίς πα­νη­γύ­ρεις τῶν γει­το­νι­κῶν κελ­λι­ῶν· ἦ­ταν πάν­το­τε σο­βα­ρός. Πε­ριτ­τός λό­γος δέν ἔ­βγαι­νε ἀ­πό τό στό­μα του, οὔ­τε κα­τέ­κρι­νε κα­νέ­ναν. Ἐ­νέ­πνε­ε σε­βα­σμό καί ἀ­πό τίς ἀ­ρε­τές του ἔ­λαμ­πε σάν ἀ­στέ­ρι ἑ­ω­θι­νό.
Γιά ὅ­λα αὐ­τά ἤ­θε­λαν νά τόν κά­νουν καί Πνευ­μα­τι­κό, ἀλ­λά ἀρ­νή­θη­κε λέ­γον­τας: «Ἑ­πτά Πνευ­μα­τι­κο­ύς εἶ­δα πού βγῆ­καν ἄ­λυ­ω­τοι».
Μέ­χρι τά γη­ρα­τειά του ὁ πα­πα–Κύριλλος βί­α­ζε τόν ἑ­αυ­τό του στή νη­στε­ί­α, στήν προ­σευ­χή καί στή νυ­χτε­ρι­νή ἀ­γρυ­πνί­α. Ἐ­νῶ ὁ ὑ­πο­τα­κτι­κός του π.  Παῦ­λος τόν μάλ­λω­νε για­τί ἀ­γρυ­πνοῦ­σε καί κου­ρα­ζό­ταν καί ἐ­κεῖ­νος ἀ­πό τα­πε­ί­νω­ση δέν ἔ­λε­γε τί­πο­τε. Μόνο προ­σπα­θοῦ­σε νά κά­νη κρυ­φά τόν ἀ­γῶ­να του, γιά νά μήν ἐ­ρε­θί­ζη τόν π. Παῦ­λο.
Ἐ­κοι­μή­θη στίς 12–6–1985 σέ ἡ­λι­κί­α 83 ἐ­τῶν. Ἀ­πέ­σπα­σε τόν θαυ­μα­σμό τῶν πα­τέ­ρων πού τόν γνώ­ρι­σαν. Ὅ­λοι ὁ­μο­λο­γοῦν ὅ­τι ἦ­ταν πο­λύ ἐ­νά­ρε­τος, ἕ­νας ἀ­πό το­ύς ἀ­νε­πα­νά­λη­πτους πα­τέ­ρες πού πέ­ρα­σαν τά τε­λευ­ταῖ­α χρό­νια ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή  τῶν Κα­ρυ­ῶν.
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.      

https://enromiosini.gr