ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

«Ό­ταν έρ­χε­ται ε­δώ Άγ­γε­λος, ό­λη τη νύ­χτα είναι πο­λύ γα­λή­νια, ό­ταν έλ­θη δαί­μο­νας βρω­μά­ει ο τό­πος»

Ἡσυχαστής Φανούριος Καψαλιώτης -
Απο την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση
Ο γε­ρω–Φα­νού­ριος γεν­νή­θη­κε στίς 12–7–1898 στό Τε­κό­στλ Ρου­μα­νί­ας. Οἱ γο­νεῖς του ὠ­νο­μά­ζον­ταν Στέ­φα­νος (Μαν­τράς) καί Ἑ­λέ­νη. Στήν βά­πτι­ση πῆ­ρε τό ὄ­νο­μα Βα­σί­λει­ος. Ἦ­ταν πρω­τό­το­κος πο­λυ­με­λοῦς οἰ­κο­γε­νεί­ας 14 παι­δι­ῶν. Οἱ πο­λύ εὐ­λα­βεῖς γο­νεῖς του ἐ­πει­δή πί­στευ­αν ὅ­τι τό πρῶ­το παι­δί ἀ­νή­κει στόν Θεό­ –κα­τά τό γρα­φι­κό– «πᾶν ἄρ­σεν δι­α­νοῖ­γον μή­τραν ἅ­γιον Θε­ῷ» ὅ­ταν ἔ­γι­νε 15 χρό­νων τόν ἔ­στει­λαν στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος, καί­τοι τόν ὑ­πε­ρα­γα­ποῦ­σαν, στήν Ρου­μα­νι­κή  Σκή­τη τοῦ Τιμίου Προ­δρό­μου, ὅ­που εἶ­χε θεῖ­ο μο­να­χό, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἦ­ταν καί γραμ­μα­τέ­ας στήν Σκή­τη. Τό ἔ­τος 1913 ἦλ­θε στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος καί τό ἔ­τος 1915 ἔ­γι­νε μο­να­χός μέ τό ὄ­νο­μα Φα­νού­ριος.

Ἐ­κεῖ ἔ­μει­νε 30 χρό­νια ἀ­γω­νι­ζό­με­νος μέ ζῆ­λο καί πολ­λή εὐ­λά­βεια. Λα­χτα­ροῦ­σε ὅ­μως νά ζή­ση ἡ­συ­χα­στι­κά. Ἔ­τσι ἦρ­θε στήν κα­λύ­βη τοῦ Ἁγίου Βασιλείου στήν Κα­ψά­λα. Ἐ­κεῖ ἔ­ζη­σαν καί ὁ ἅ­γιος Θε­ό­φι­λος ὁ Μυ­ρο­βλύ­της, πού τό Λεί­ψα­νό του εἶ­ναι θαμ­μέ­νο κά­τω ἀ­πό τήν Ἁ­γί­α Τρά­πε­ζα, ὁ ἅ­γιος Γε­ρά­σι­μος Κε­φαλ­λη­νί­ας καί ὁ ὅ­σιος Νι­κό­δη­μος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της. Ἁ­γι­α­σμέ­νο Κελ­λί, ἕ­να ἀ­πό τά προ­σκυ­νή­μα­τα τῆς Κα­ψά­λας.
Ὅ­ποι­ος ἐ­πισκεπτόταν τό Κα­λύ­βι τοῦ γε­ρω–Φα­νου­ρί­ου γιά πρώ­τη φο­ρά, δι­ε­ρω­τᾶ­το ἄν κα­τοι­κῆ κα­νείς. Δι­ό­τι εἶ­χε τε­λεί­α ἀ­προ­σπά­θεια καί ὅ­λη ἡ προ­σπά­θειά του ἦ­ταν στά πνευ­μα­τι­κά. Κα­θη­με­ρι­νῶς ἔ­κα­νε ἐ­νά­τες. Στέ­γνω­νε τό στό­μα του ἀ­πό τή νη­στεί­α καί τήν δί­ψα. Ἀ­πό τίς νη­στεῖ­ες ὁ ὀρ­γα­νι­σμός του ξε­συ­νή­θι­σε τά λα­δε­ρά καί δέν τά ἐ­δέ­χε­το. Ἄ­να­βε πολ­λά καν­τή­λια μπρο­στά στίς εἰ­κό­νες πού εἶ­χε στό κελ­λί του, ἐπί πλέον ἐ­κείνων πού ἦ­ταν στήν Ἐκ­κλη­σί­α. Ἔ­κα­νε συ­νε­χεῖς ἀ­γρυ­πνί­ες μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι καί δι­ά­βα­ζε πο­λύ τό Ψαλ­τή­ρι, Πα­λαι­ά καί Και­νή Δι­α­θή­κη. Ἐ­πί­σης δι­ά­βα­ζε καί ἀ­γα­ποῦ­σε τόν ἀβ­βᾶ Ἰ­σα­άκ. Ἦ­ταν ἄ­ρι­στος ψάλ­της. Ἤ­ξε­ρε κα­λά τήν βυ­ζαν­τι­νή μου­σι­κή.
Στό κα­λύ­βι του αἰ­σθα­νό­ταν σάν νά βρι­σκό­ταν στόν πα­ρά­δει­σο. Ὅ­ταν ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος, πή­γαι­νε σέ ἄλ­λα Κελ­λιά, ἐρ­γα­ζό­ταν καί οἰ­κο­νο­μεῖ­το. Κάποτε ὅ­μως εἶ­δε τούς Ἁ­γί­ους τοῦ Κελ­λιοῦ του καί τοῦ εἶ­παν: «Μήν πη­γαί­νης νά δου­λεύ­ης σέ ἄλ­λα Κελ­λιά καί ἐ­μεῖς θά σέ φρον­τί­ζο­με». Ἀ­πό τό­τε δέν τοῦ ἔ­λει­ψε τί­πο­τα. Οὔ­τε ἐρ­γό­χει­ρο ἔ­κα­νε οὔ­τε σύν­τα­ξη πού δι­και­οῦ­το ἔ­παιρ­νε, οὔ­τε στίς Κα­ρυ­ές νά ψω­νί­ση πή­γαι­νε. Ἡ Πα­να­γί­α καί οἱ Ἅ­γιοι τοῦ Κελ­λιοῦ τόν οἰ­κο­νο­μοῦ­σαν σέ ὅ­λα.
Ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος εἶ­χε μί­α ἀ­λη­θι­νή αἴ­σθη­ση τῆς κα­λο­γε­ρι­κῆς. Κά­ποι­ος τοῦ χά­ρι­σε ἕ­να κο­σμι­κό ἐ­πα­νω­φό­ρι γιά τό κρύ­ο, ἀλ­λά δέν τό φό­ρε­σε, μο­λο­νό­τι τό χρει­α­ζό­ταν˙ τό ἔ­δω­σε σέ ἄλ­λον. Ἕ­νας ἄλ­λος μο­να­χός γεί­το­νάς του ἔ­φε­ρε νε­ρό μέ λά­στι­χο καί τοῦ πρό­τει­νε νά τοῦ βά­λη μί­α βρύ­ση νά παίρ­νη νε­ρό, ἀλ­λά δέν δέ­χθη­κε. Προ­τί­μη­σε νά πη­γαί­νη μέ τό κα­νά­τι νά παίρ­νη ἀ­πό μα­κριά, ἀ­πό τό ἁ­γί­α­σμα τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­φί­λου, μέ­χρι πού γή­ρα­σε καί δέν μπο­ροῦ­σε πλέ­ον νά φέρ­νη μό­νος του νε­ρό. Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν ἡ­συ­χί­α καί τήν πα­ρά­δο­ση. Ὅ­ταν κά­ποι­ος τοῦ εἶ­πε ὅ­τι θά κά­νουν δρό­μο στήν Κα­ψά­λα, στε­νο­χω­ρή­θη­κε λέ­γον­τας: «Ἀ­κοῦς δρό­μο στήν Κα­ψά­λα!».
Ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος ἦ­ταν πο­λύ εὐ­λα­βής, ἀ­σκη­τι­κός καί νη­πτι­κός. Τό τυ­πι­κό του ἦ­ταν: Ἀ­φοῦ ἔ­κα­νε ἑ­σπε­ρι­νό μέ κομ­πο­σχο­ί­νι καί ἔ­τρω­γε τό λί­γο ἀ­λά­δω­το φα­γά­κι μέ πα­ξι­μά­δι, ξε­κου­ρα­ζό­ταν καμ­μία ὥ­ρα. Ὕ­στε­ρα ἄρ­χι­ζε τήν ἀ­κο­λου­θί­α μέ τό κομ­πο­σχο­ί­νι μέ­χρι νά ᾿ρθοῦν τά δά­κρυ­α. Ἔ­πει­τα ἔ­κλαι­γε προ­σευ­χό­με­νος γιά ὅ­λο τόν κό­σμο πού τόν ἀγ­κά­λια­ζε ἡ γε­μά­τη ἀ­γά­πη καρ­διά του.
Ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος εἶ­χε τό χά­ρι­σμα τῶν δα­κρύ­ων, ἀ­δι­ά­λει­πτη μνή­μη θα­νά­του καί νο­ε­ρά προσ­ευ­χή. Ἔ­λε­γε ὁ Γέ­ρων: «Σκέ­φτο­μαι, ὅ­ταν πε­θά­νω, ποῦ θά μέ βά­λει ὁ Θε­ός, δι­ό­τι εἶ­μαι ἄν­θρω­πος ἁ­μαρ­τω­λός», καί ἔ­τρε­χαν ἀ­στα­μά­τη­τα τά δά­κρυ­ά του. «Ἐ­γώ πάν­τα κλαί­γω», εἶ­πε. «Χω­ρίς δά­κρυ­α δέν κα­θα­ρί­ζουν οἱ ἁ­μαρ­τί­ες. Ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ἔ­χη φό­βο Θε­οῦ καί ἀ­γά­πη πρός τόν Θε­όν. Αὐ­τά τά δύ­ο εἶ­ναι ἀ­δελ­φω­μέ­να. Νά τά ζη­τᾶ ἀ­πό τόν Θε­όν καί ὁ Θε­ός θά τά δώ­σει».
Ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος ἦ­ταν αἰχ­μα­λω­τι­σμέ­νος ἀ­πό τήν ἀ­γά­πη πρός τόν Χρι­στό.
Συνήθως δι­ά­βα­ζε κα­θή­με­νος ἔ­ξω στήν αὐ­λή του σέ μία ἄ­κρη ὥστε νά μή φαίνεται, ἔ­χον­τας ἀ­νοι­χτή τήν πόρ­τα. Ὅ­σοι γνώ­ρι­ζαν ἔμ­παι­ναν, προ­σκυ­νοῦ­σαν καί αὐ­τός συ­νέ­χι­ζε, χω­ρίς νά δι­α­κό­πτη τήν με­λέ­τη του καί τήν προ­σευ­χή. Ἄν δέν ἤ­ξε­ραν, τούς ὡ­δη­γοῦ­σε στό να­ό καί τούς μι­λοῦ­σε γιά τόν ἅ­γιο Θε­ό­φι­λο συ­νή­θως ἔν­δα­κρυς. Πολλές ὅμως φο­ρές ἀ­πό τήν ἔν­το­νη πνευ­μα­τι­κή του ἐρ­γα­σί­α καί τήν θεί­α του ἀ­πα­σχό­λη­ση, ὅ­ταν χτυ­ποῦ­σε κα­νείς, ἄ­νοι­γε τήν πόρ­τα καί δέν κοί­τα­ζε στό πρό­σω­πο τόν ἐ­πι­σκέ­πτη. Τόν ὡ­δη­γοῦ­σε σι­ω­πη­λά στό Ἐκ­κλη­σά­κι καί μέ­σα του συ­νέ­χι­ζε τήν εὐ­χή. Ὕ­στε­ρα ὅ­ταν ἔ­φευ­γε ὁ ἐπισκέπτης, ἄ­φη­νε ἀ­νοι­χτή τήν πόρ­τα καί ἔ­τρε­χε νά πά­ρη πά­λι τό βι­βλί­ο στά χέ­ρια του.
Ἐ­πι­σκέ­φθη­κε κά­ποι­ος νέ­ος μο­να­χός τόν γερω– Φα­νού­ριο καί τόν ρώ­τη­σε νά τοῦ πῆ λό­γον ὠ­φε­λείας γιά νά δι­ορ­θώ­ση τήν ἐμ­πα­θῆ ψυ­χή του καί τοῦ ἀ­πάν­τη­σε: «Παι­δί μου, τώ­ρα πού εἶ­σαι νέ­ος νά ἀ­γω­νι­σθῆς νά βά­λης κα­λή ἀρ­χή. Δι­ό­τι, ὅ­πως θά ἀρ­χί­σεις τήν κα­λο­γε­ρι­κή, ἔ­τσι καί θά κα­τα­λή­ξεις».
Ὁ ἴδιος ἦ­ταν με­γά­λος ἀ­γω­νι­στής. Ἔ­λε­γε μέ  τα­πεί­νωση: «Ἐ­πει­δή εἶ­μαι τεμ­πέ­λης καί δύ­σκο­λα  ξυ­πνά­ω, γι᾿ αὐ­τό ἀρ­χί­ζω ἀ­πό τό βρά­δυ τήν ἀ­κολου­θί­α καί δέν κοι­μᾶ­μαι τή νύ­χτα». Ἀ­πό τίς ὀρ­θο­στα­σί­ες ἔ­πα­σχε ἀ­πό κή­λη. Τήν ἀ­σκη­τι­κό­τη­τά του καί τήν βί­α πού ἀ­σκοῦ­σε στόν ἑ­αυ­τό του, τήν ὡ­μο­λο­γοῦ­σαν μέ θαυ­μα­σμό καί ὁ πα­πα–Ξε­νο­φῶν καί ὁ γε­ρω–Ἡ­ρω­δί­ων, οἱ Ρου­μᾶ­νοι.
Ὁ  πα­πα–Ξε­νο­φῶν ἔ­λε­γε:  «Οἱ πα­λαι­οί ἀ­σκη­τές δέν τόν ἔ­φθα­ναν τόν γε­ρω–Φα­νο­ύ­ριο στήν ἄ­σκη­ση. Προ­σευ­χό­ταν ἐ­πί πολ­λά ἡ­με­ρο­νύ­κτια συ­νέ­χεια, ἀ­κα­τά­παυ­στα. Εἶ­χε με­γά­λη ἀν­το­χή, ὥ­στε ἐρ­χό­ταν ἀ­πό τήν Δάφ­νη φορ­τω­μέ­νος μέ τό ντορ­βά του, χω­ρίς νά πά­ρη ἀ­νά­σα, ἄν καί ἦ­ταν μι­κρό­σω­μος».
Ὅ­ταν ἀρ­ρώ­στη­σε ὁ γε­ρω–Μα­κά­ριος ὁ Ρουμᾶ­νος πού ἦ­ταν γεί­το­νάς του, πή­γαι­νε κά­θε μέ­ρα ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος καί τόν βο­η­θοῦ­σε στίς ἀ­νάγ­κες του, πα­ρά τήν ἡ­λι­κί­α του.
Ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος μέ τέ­τοι­ους ἀ­γῶ­νες ὑ­περ­φυ­εῖς εἶ­χε καί ἀ­νά­λο­γες ἐμ­πει­ρί­ες καί θεῖ­ες πα­ρα­κλή­σεις. Κάποτε εἶ­δε τόν ἅ­γιο Θε­ό­φι­λο μέ τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο, οἱ ὁ­ποῖ­οι τόν δι­ωρ­θώ­σα­νε, δι­ό­τι ἀ­με­λοῦ­σε σέ κά­τι. Ἔ­λε­γε ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος ὅ­τι ὁ ἅ­γιος Θε­ό­φι­λος φα­νε­ρώ­θη­κε καί στόν προ­κά­το­χό του, ὁ ὁ­ποῖ­ος εἶ­χε κου­νέ­λια καί ντου­φέ­κια, καί τόν ἔ­δι­ω­ξε, ἐ­πει­δή δέν ἤ­θε­λε νά δι­ορ­θω­θῆ, λέ­γον­τάς του ὅ­τι ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­σκη­τή­ριο. Κά­ποι­ος ἄλ­λος πῆ­γε νά γκρε­μί­ση τόν τοῖ­χο νά πά­ρη τό Λεί­ψα­νο τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­φί­λου καί ξε­πε­τά­χθη­καν φλό­γες. Ἄλ­λο­τε ἀ­πό τόν τοῖ­χο ἔρ­ρε­ε μύ­ρο ἀ­πό τό λεί­ψα­νο τοῦ ὁ­σί­ου Θε­ο­φί­λου. Σέ τέ­τοι­ο πε­ρι­βάλ­λον ἁ­γι­α­σμέ­νο μέ ἁ­γί­α ζω­ή ζοῦ­σε ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος. Ἔ­λε­γε: «Ὅ­ταν ἔρ­χε­ται ἐ­δῶ Ἄγ­γε­λος, ὅ­λη τή νύ­χτα εἶ­ναι πο­λύ γα­λή­νια, ὅ­ταν ἔλ­θη δαί­μο­νας βρω­μά­ει ὁ τό­πος».
Εἶ­δε κά­πο­τε το­ύς τρεῖς Ἱ­ε­ράρ­χες καί ρώ­τη­σε  τόν Μέ­γα Βα­σί­λει­ο, πού τόν εὐ­λα­βεῖ­το ἰ­δι­αι­τέ­ρως, ἐπειδή στήν βά­πτι­ση πῆ­ρε τό ὄ­νο­μά του καί αὐ­τό τόν πα­ρα­κί­νη­σε νά πά­ρη καί τό Κελ­λί πού ἐ­τι­μᾶ­το στό ὄ­νο­μά του:
–Πές μου, σέ πα­ρα­κα­λῶ, χρω­στά­ω πολ­λά ἀ­κό­μα;
–Κα­λά εἶ­σαι, τοῦ ἀ­πάν­τη­σε ὁ Ἅ­γιος.
Ἄλ­λη φο­ρά εἶ­δε τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί τόν ἅ­γιο Θε­ό­φι­λο καί τοῦ εἶ­παν νά προ­σπα­θῆ πε­ρισ­σό­τε­ρο στά πνευ­μα­τι­κά.
Εἶ­χε μνή­μη ἄ­ρι­στη ὥς τό τέ­λος του, ἡ ὁποία κα­τέ­γρα­φε γιά πάν­τα ὅ­λους τούς ἐ­πι­σκέ­πτες, γιά το­ύς ὁ­ποί­ους ἔ­κα­νε κομ­πο­σχο­ί­νι καί πα­ρα­κα­λοῦ­σε τόν Θε­ό.
Τρεῖς φο­ρές ἀ­πό εὐ­λά­βεια καί πό­θο πῆ­γε στά Ἱ­ε­ρο­σό­λυ­μα ὡς προ­σκυ­νη­τής.
Δέν ἦ­ταν ζη­λω­τής, ἀλ­λά πο­νοῦ­σε πο­λύ γιά τήν κα­τά­στα­ση πού ὑ­πάρ­χει στήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ τά σχί­σμα­τα καί τίς αἱ­ρέ­σεις. Ἦ­ταν εὐ­κο­λό­πι­στος, δι­ό­τι «ἄ­κα­κος ἀ­νήρ πι­στεύ­ει παν­τί λό­γῳ»[1].
Κά­πο­τε ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἕ­να γεί­το­νά του. Ἐ­κεῖ­νος  ἄ­κου­γε ρα­δι­ό­φω­νο. Τοῦ εἶ­πε προ­φη­τι­κά ὁ γερω–Φα­νού­ριος νά τό πε­τά­ξη, δι­ό­τι δι­α­φο­ρε­τι­κά θά τόν φέ­ρει στήν παν­τρειά. Ἐ­κεῖ­νος δέν τόν ἄ­κου­σε, καί δυ­στυ­χῶς ἔ­πα­θε αὐ­τό πού τοῦ εἶ­πε ὁ γε­ρω–Φα­νού­ριος.
Ἀ­πό τό 1984 ἄρ­χι­σε νά ἑ­τοι­μά­ζε­ται γιά τήν ἔ­ξο­δό του. Ἔ­στει­λε τά λί­γα πράγ­μα­τά του στήν  Ρου­μά­νι­κη Σκή­τη τοῦ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου πού ἦ­ταν ἡ με­τά­νοι­ά του, πῆ­γε στο­ύς γεί­το­νές του καί τούς ζή­τη­σε συγ­χώ­ρε­ση.
Κλεί­στη­κε στήν φί­λη του ἡ­συ­χί­α καί ἐ­νέ­τει­νε τήν προ­σευ­χή καί τά δά­κρυ­α. Τό ἔ­τος 1986 εἶ­δε τόν ἅ­γιο Θε­ό­φι­λο καί τόν ἅ­γιο Βα­σί­λει­ο καί τοῦ εἶ­παν: «Ἐ­φέ­τος δέν θά κά­νεις Πρω­το­χρο­νιά ἐ­δῶ στό Κελ­λί, ἀλ­λά θά ᾿ρθεῖς νά γι­ορ­τά­σου­με μα­ζί». Τό εἶ­πε σέ κά­ποι­ον, καί αὐ­τός τοῦ συ­νέ­στη­σε νά μήν πι­στεύη­ σέ ὄ­νει­ρα. «Μά αὐ­τό δέν ἦ­ταν ὄ­νει­ρο», ἀ­πάν­τη­σε.
Δύ­ο πα­τέ­ρες πού τόν ἐ­πι­σκέ­φθη­καν, φεύ­γον­τας τοῦ εἶ­παν: «Θά ξα­ναρ­θοῦ­με Γέ­ρον­τα». «Δέν θά μέ βρῆτε. Θά πε­θά­νω», ἀ­πάν­τη­σε. Καί σέ ἄλ­λον μο­να­χό εἶ­πε συγ­κε­κρι­μέ­να ὅ­τι θά κοι­μη­θῆ πρίν ἀπό τήν Πρω­το­χρο­νιά.
Στίς 18 Δε­κεμ­βρί­ου, τοῦ ἔ­τους 1986, πα­ρα­μο­νή τῆς Πρω­το­χρο­νιᾶς μέ τό νέ­ο ἡ­με­ρο­λό­γιο τόν βρῆ­καν κε­κοι­μη­μέ­νο οἱ γεί­το­νές του. Στήν κη­δεί­α του εἶ­χε πολ­λά χι­ό­νια καί μό­νο τρεῖς πα­τέ­ρες πα­ρευ­ρέ­θη­καν. Ὁ τά­φος του ἦ­ταν γε­μᾶ­τος νε­ρά. Τό λεί­ψα­νο τοῦ π. Φα­νου­ρί­ου ἦ­ταν ἀ­νά­λα­φρο σάν πού­που­λο καί ἐπέ­πλε­ε πά­νω στό νε­ρό. Στήν ἀ­να­κο­μι­δή του τό κόκ­κα­λο τοῦ πο­διοῦ φά­νη­κε ὅ­τι εἶ­χε σπά­σει καί εἶ­χε κολ­λή­σει στρα­βά. Ποι­ός ξέ­ρει τί μαρ­τυ­ρι­κο­ύς πό­νους ὑ­πέ­μει­νε ὁ γε­ρω–Φα­νο­ύ­ριος, χω­ρίς νά το­ύς φα­νε­ρώ­ση οὔ­τε σέ για­τρό!
Τήν εὐ­χή του νά ἔ­χου­με.  Ἀ­μήν.

  1. 1. Πα­ροιμ. ι­δ΄, 15.