ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019

«Πο­νά­ει η ψυ­χή μου. Θα έρ­θει και­ρός που οι Χρι­στια­νοί θα δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται να βρουν άν­θρω­πο πνευ­μα­τι­κό να α­να­παυ­θούν. Θα δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται να α­κο­ύ­σουν λό­γο Θε­ού και να α­να­παυ­θοῦν στις Εκ­κλη­σί­ες...»


Σοφία Σαμαρᾶ - Ασκητές μέσα στον κόσμο – Μέρος Α’
Βιογραφικά
Η Σο­φί­α Σα­μα­ρᾶ τοῦ Σταύ­ρου καί τῆς Ἀ­θη­νᾶς γεν­νή­θη­κε στήν Ἀ­να­το­λι­κή Θρά­κη. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἦρ­θαν στήν Χα­ραυ­γή Κο­ζά­νης καί τό ἔ­τος 1938 κα­τέ­βη­καν στήν Βέ­ροι­α. Ἦ­ταν ἡ τε­λευ­ταί­α καί μο­να­δι­κή πού ἔ­ζη­σε ἀ­πό τά δώ­δε­κα παι­διά πού γέν­νη­σε ἡ μη­τέ­ρα της.

Οἱ γο­νεῖς της ἦ­ταν πτω­χοί ἀλ­λά πο­λύ εὐ­λα­βεῖς, ἰδι­αί­τε­ρα ἡ μη­τέ­ρα της. Ἀρ­γό­τε­ρα ἡ μη­τέ­ρα της ἔχα­σε τό φῶς της καί ἔ­ζη­σε ὥς 110 ἐτῶν. Ἦ­ταν τυ­φλή ἀλ­λά ἔ­βλε­πε μέ ἄλ­λον τρό­πο ὡ­ρι­σμέ­να πράγ­μα­τα. Κά­πο­τε τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε ἡ κυ­ρί­α Με­τα­ξία Γε­ωρ­γιτ­ζί­κη μέ τόν γυι­ό της Θο­δω­ρά­κη καί ἡ για­γιά Ἀ­θη­νᾶ τήν ρώ­τη­σε: «Τό παι­δί σου ἔ­χει πρό­βλη­μα στό πό­δι;». Πράγ­μα­τι εἶ­χε πρό­βλη­μα. Ἡ για­γιά Ἀ­θη­νᾶ τήν συμ­βού­λε­ψε: «Μή στε­νο­χω­ρι­έ­σαι. Ὁ Θε­ός θά τοῦ δώ­ση ὑ­γεί­α καί δύ­να­μη, ἀλ­λά νά μή βα­ρυγ­γω­μᾶς γι­ά τό παι­δί σου, γι᾿ αὐ­τό τό πρό­βλη­μα. Τε­λεί­ως κα­λά δέν πρό­κει­ται νά γί­νη πο­τέ, για­τί αὐ­τό εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ, γι­ά νά μήν ξε­χά­σε­τε τόν Θε­ό καί νά προ­σεύ­χε­σαι συ­νέ­χεια».
Ἀ­γράμ­μα­τη ἡ για­γιά καί τυ­φλή κα­θό­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα τοῦ κελ­λιοῦ της καί συ­νε­χῶς ἔ­λε­γε τήν εὐ­χή, τό «Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ, ἐ­λέ­η­σόν με τήν ἁ­μαρ­τω­λή».
Τήν κό­ρη της Σο­φί­α τήν πάντρε­ψαν καί σέ ἡ­λι­κί­α 36 ἐ­τῶν χή­ρε­ψε μέ τρί­α παι­διά ἐκ τῶν ὁ­ποί­ων τό δεύ­τε­ρο ἐ­κοι­μή­θη.
Ἔ­με­νε μέ τήν μη­τέ­ρα της σ᾿ ἕ­να κελ­λά­κι (δι­κέλ­λα) πο­λύ φτω­χι­κό ἀλ­λά πο­λύ νοι­κο­κυ­ρε­μέ­νο. Ἦ­ταν ἕ­να δι­πλό κελ­λί χω­ρι­σμέ­νο ὄ­χι μέ πόρ­τα ἀλ­λά μέ ἕ­να κομ­μά­τι ὕ­φα­σμα. Στό μέ­σα προ­σευ­χό­ταν καί ἔ­και­γε συ­νο­λι­κά δε­κα­τέσ­σε­ρα καντή­λια ἀ­κοί­μη­τα. Τά κα­μέ­να φυ­τί­λια ἀ­πό τά καντή­λια δέν τά πε­τοῦ­σε. Εἶ­χε εἰ­δι­κό μέ­ρος στόν κῆ­πο, μί­α φω­λί­τσα, τά ἔ­βα­ζε ἐ­κεῖ, τά σκέ­πα­ζε καί ἔ­λε­γε: «Χρι­στού­λη μου, στά πο­δα­ρά­κια σου».
Συ­χνά ἡ γε­ρόν­τισ­σα Σο­φί­α μι­λοῦ­σε γιά τήν πολ­λή εὐ­λά­βεια πού εἶ­χε στόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, καί πῶς τήν ἀ­πέ­κτη­σε: «Ὅ­ταν ὁ­ρα­μα­τί­στη­κε ἡ γε­ρόντισ­σα Χα­ρί­κλεια τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο καί τῆς ἔ­δει­ξε σέ ποιό ση­μεῖ­ο νά σκά­ψουν γιά νά βροῦν τό ἁ­γί­α­σμα πή­γαι­νε πο­λύς κό­σμος νά βο­η­θή­ση μέ προ­σω­πι­κή ἐρ­γα­σία­. Πήγαινα καί ἐ­γώ. Ξε­κι­νοῦ­σα ἀ­πό τό σπί­τι μέ τά πό­δια μέ­χρι τήν Πα­τρί­δα (χωριό τῆς Βέροιας) καί ἔμενα μέχρι τό ἀπόγευμα καί βοηθοῦσα ὅπως μποροῦσα.
»Κάποιο πρωΐ ξεκίνησα ὅπως συνήθως. Πῆρα μαζί μου ψωμί καί ἐλιές. Στό μέσο τῆς διαδρομῆς κάθησα κάπου γιά νά ξαποστάσω. Τότε ἐμφανίστηκε ἕνας Γέροντας μπροστά μου καί μοῦ εἶπε:
‒Ποῦ πηγαίνεις, παιδί μου;
‒Πηγαίνω, Γέροντα, στήν Πατρίδα νά βοηθήσω στό ἁγίασμα τοῦ ἁγίου Νικολάου.
»Μέ εὐ­λό­γη­σε ὁ Γέροντας καί μοῦ ζή­τη­σε λί­γο ψω­μί. Τοῦ ἔ­δω­σα ψω­μί καί ἐ­λι­ές καί ὥ­σπου νά κλε­ί­σω τό σακ­κου­λά­κι μου ὁ Γέροντας ἐ­ξα­φα­νί­στη­κε ἀ­πό μπρο­στά μου. Τότε κα­τά­λα­βα πώς ἦ­ταν ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος καί ἀ­πό ἐ­κε­ί­νη τή στιγμή σι­γά‒σι­γά ἦρ­θε ἡ κα­λή ἀλ­λο­ί­ω­ση, ἄρ­χι­σα νά νι­ώ­θω πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κά κά­ποι­α πράγ­μα­τα πνευ­μα­τι­κά. Γυρνώντας στό σπί­τι φό­ρε­σα μα­κρυ­μά­νι­κα καί τά ροῦ­χα μου μέ­χρι τόν ἀ­στρά­γα­λο. Πο­λύ τόν εὐ­λα­βοῦ­μαι καί τόν ἀ­γα­πῶ τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο. Νά πη­γα­ί­νε­τε στήν Πα­τρί­δα, ὁ ἅ­γιος Νι­κό­λα­ος εἶ­ναι ἐ­κεῖ ὁ­λο­ζώντα­νος».
Ἡ  Σοφία Σαμαρᾶ μέ τήν μητέρα της Ἀθηνᾶ.
Μαρ­τυ­ρί­α κ. Ἕλ­λης Τρα­πε­ζαν­λί­δου: «Κάποια μέ­ρα πῆ­γε (ἡ γ. Σο­φί­α) στήν Πα­τρί­δα καί εἶ­δε μιά γυ­ναῖ­κα, τήν Χα­ρί­κλεια νά σκά­βη μέ­σα στίς λά­σπες καί νά δου­λε­ύ­η σκλη­ρά. Τήν ρώ­τη­σε τί κά­νει καί ἀ­πήν­τη­σε ὅ­τι ὁ Θε­ός τήν ἐ­φα­νέ­ρω­σε ὅ­τι σέ κεῖ­νο τό μέ­ρος θά βρε­θοῦν εἰ­κό­νες καί ἁ­γί­α­σμα καί θά κτι­στῆ Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ ἁ­γί­ου Νι­κο­λά­ου. Τότε ἡ Σο­φί­α σκέ­φτη­κε ὅ­τι δέν πρέ­πει εὔ­κο­λα νά πι­στε­ύ­ου­με ἀν­θρώ­πους πού χρη­σι­μο­ποι­οῦν τό ὄ­νο­μα τοῦ Χρι­στοῦ γιά νά μήν πλα­νη­θοῦ­με. Ἔκανε προσευχή καί εἶπε: “Θεέ μου, δεῖ­ξε μου σέ πα­ρα­κα­λῶ, ἄν πρέ­πη νά βο­η­θή­σω αὐ­τήν τήν γυ­ναῖ­κα στό ἔρ­γο πού ἀ­νέ­λα­βε­”. Ἀ­μέ­σως εἶ­δε μπρο­στά της ἕ­να λό­φο πού πά­νω ἦ­ταν ὁ Χρι­στός. Ἔ­κα­νε τό σταυ­ρό της γιά νά δῆ ἄν εἶ­ναι ἐκ τοῦ πο­νη­ροῦ καί ὁ Χρι­στός τῆς ἀ­πάν­τη­σε: “Καλά ἔ­κα­νες, παι­δί μου, πού ἔ­κα­νες τόν σταυ­ρό σου” καί τῆς ἔ­βα­λε μέ­σα στό χέ­ρι της μιά χο­ύ­φτα θυ­μί­α­μα. Ἀ­πό ἐ­κε­ί­νη τή στιγμή ἐ­νῶ ἦ­ταν ἀ­γράμ­μα­τη ἄρ­χι­σε νά δι­α­βά­ζη καί νά γρά­φη μέ τή Χάρη τοῦ Θε­οῦ. Ἀ­πε­κά­λυ­ψε ἡ ἴ­δια μέ τα­πε­ί­νω­ση: “Ἔμαθα νά δι­α­βά­ζω ἄ­νω­θεν ἐ­γώ ἡ ἀ­γράμ­μα­τη σέ με­γά­λη ἡ­λι­κί­α”.
 »Ἤθελε πολύ νά γίνη καλόγρια. Ἀλλά ἐπειδή εἶχε παιδιά καί τήν εἶχαν ἀνάγκη δέν ἔφυγε σέ μοναστήρι. Ὅμως ἦταν ντυμένη καλόγρια καί δέν ἔβγαινε ἀπό τό σπίτι της.
Εἶ­χε Πνευ­μα­τι­κό κά­ποι­ον ἐ­νά­ρε­το καί δι­α­κρι­τι­κό γέ­ροντα ἱε­ρέ­α στήν Θεσ­σα­λο­νί­κη, τόν π. Παῦλο. Μέ τήν εὐ­λο­γί­α του καί τίς συμ­βου­λές του ἔ­κα­νε τόν ἀ­γῶ­να της. Τη­ροῦ­σε ὅ­λες τίς νη­στεῖ­ες τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί τό τρι­ή­με­ρο. Τίς νη­στή­σι­μες ἡ­μέ­ρες καί τίς Σα­ρα­κο­στές τίς ἔ­κα­νε τρώ­γοντας ἀ­λά­δω­τα. Στίς κα­τα­λύ­σεις τῶν ἑ­ορ­τῶν ἔ­τρω­γε μό­νο ψά­ρι.
Τά με­σά­νυ­χτα στήν μί­α ἢ δύ­ο ἡ ὥ­ρα ση­κω­νό­ταν καί προ­σευ­χό­ταν συ­νή­θως γο­να­τι­στή. Ἔ­κα­νε πολ­λές με­τά­νοι­ες καί ἡ προ­σευ­χή της συ­νω­δευό­ταν ἀπό δά­κρυ­α. Προ­σευ­χόταν πρῶ­τα γι­ά ὅ­λο τόν κό­σμο καί με­τά γι­ά τήν οἰ­κο­γέ­νειά της. Ἔ­λε­γε: «Πρῶ­τα νά πα­ρα­κα­λᾶς γι­ά τόν κό­σμο καί με­τά γι­ά σέ­να γι­ά νά σ᾿ ἐ­λε­ή­ση ὁ Θε­ός». Κα­τά τήν προ­σευ­χή προ­ση­λω­νό­ταν τό­σο, σάν νά ἔ­φευ­γε ὁ νοῦς της ἀ­πό τήν γῆ (ἡρ­πά­ζε­το). Ἄν περ­νοῦ­σες ἐ­κεί­νη τήν ὥ­ρα ἀ­πό δί­πλα καί τήν σκουντοῦ­σες, δέν τό κα­τα­λά­βαι­νε.
Τό κομ­πο­σχοί­νι της τό εἶ­χε πάντα στό χέ­ρι της καί ἡ εὐ­χή δού­λευ­ε μέ­σα της. Ἤ­ξε­ρε πολ­λούς ψαλ­μούς καί τρο­πά­ρια ἀπ᾿ ἔ­ξω. Ἔ­ψελ­νε τά τρο­πά­ρια πολ­λῶν Ἁ­γί­ων. Ἀ­γα­ποῦ­σε ἰ­δι­αί­τε­ρα τόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο, τόν εἶ­χε γι­ά προ­στά­τη της καί τό ἀπο­λυ­τί­κιό του τό ἔ­ψελ­νε πολ­λές φο­ρές τήν ἡ­μέ­ρα.
Κάποια γνω­στή της ἀ­να­φέ­ρει: «Ὅ­ταν ἐρ­χό­ταν ἡ ὥ­ρα τοῦ Ἑσπε­ρι­νοῦ μοῦ ἔ­λε­γε: “Παναγιώτα, παι­δί μου, πή­γαι­νε σέ πα­ρα­κα­λῶ εἶ­ναι ἡ ὥ­ρα γιά τήν προσευχή μου” καί μέ γέμιζε εὐχές. Ἄλλοτε μέ κρατοῦσε καί κάναμε μαζί Ἑσπερινό. Ἔλεγε: “Ἔλα, παιδάκι μου, νά ἑτοιμασθοῦμε γιά τόν Ἑσπερινό”. Ἔσκυβα τό κεφάλι καί εὐχόμουν νά μήν τελειώση ποτέ. Τέτοια ἀγαλλίαση καί ἱλαρότητα εἶχε τό κελλί τῆς γιαγιᾶς. Ἄφηνε καί μένα νά λέω κάποια τροπάρια. Ἔτρεμε ἡ φωνή μου, ἔχανα τά λόγια μου καί αὐτή μέ ἐνθάρρυνε: “Ἔτσι, παιδί μου, ὡραῖα, ἔτσι, προσπάθησε”».
Ἡ Σοφία Σαμαρᾶ
Διηγήθηκε ἡ γερόντισσα Σοφία σέ κάποια ψυχή: «Παιδί μου, θά σοῦ πῶ κάτι προσωπικό γιά νά σέ βοηθήσω. Ἔκανα προσευχή γιά τήν Βίκυ, τήν κόρη μου καί ὁ καλός Θεός μοῦ ἔδειξε σημάδι. Ἔγραψε μέ χρυσά γράμματα στό σεντούκι πού εἶχα τά προικιά της τό ὄνομα Λευτέρης. Καί πράγματι τρεῖς μέρες ἦταν τά γράμματα χαραγμένα καί φαίνονταν, μετά χάθηκαν σιγά–σιγά. Καί τόν σύζυγο τῆς κόρης μου τόν λένε Λευτέρη, εἶναι καλό παιδί».
 Δι­η­γή­θη­κε: «Ὅ­ταν ὁ γυι­ός μου Κώστας ἀ­πο­λύ­θη­κε ἀ­πό φαν­τά­ρος δέν πο­λυ­πί­στευ­ε. Ἐ­γώ προ­σπα­θοῦ­σα νά τοῦ πῶ κά­ποι­α πράγ­μα­τα γιά τήν θρη­σκεί­α μας καί ἐ­νῶ ἤ­μουν στήν κου­ζί­να τη­γα­νίζον­τας ψά­ρια, μοῦ λέ­ει:  
‒Μάννα, ἄν βάλης τό χέρι σου στό τηγάνι τώρα πού τηγανίζεις καί δέν καῆς, τότε θά πιστέψω ὅλα αὐτά πού μοῦ λές πώς εἶναι ἀλήθεια.
»Ἀμέσως εἶπα στό Ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔβαλα τό χέρι μου μέσα στό τηγάνι. Τότε ὁ Κώστας μοῦ λέει:
‒Μάννα, βρεγμένο χέρι ἔβαλες καί πᾶς νά μέ κοροϊδέψης.
‒Ὄχι, παιδί μου, τοῦ λέω. Κοίτα. Καί ἀμέσως σκούπισα τό χέρι μου καί τό ἔβαλα μέσα στό τηγάνι πάλι.
»Ἔπεσε στά γόνατα τό παιδί μου καί ἔκλαιγε.
‒Μάννα, συγγνώμη, συγχώρεσέ με, πιστεύω. Πιστεύω ὅλα ὅσα μοῦ λές πώς εἶναι ἀλήθεια, καί ἀπό τότε τό παιδί μου ἄλλαξε πολύ».
Ὁ γυι­ός της, ὁ Σταῦ­ρος, εἶ­χε πε­θά­νει καί μιά νύ­χτα τόν εἶ­δε στόν ὕ­πνο της. Τῆς εἶ­πε: «Μάννα, δέν μπο­ρῶ νά πε­ρά­σω τήν με­γά­λη πόρ­τα για­τί μιά ἁ­μαρ­τί­α μου δέν τήν ἐ­ξο­μο­λο­γή­θη­κα. Βο­ή­θα με. Τότε αὐ­τή ἔ­κα­νε μέ δά­κρυ­α προ­σευ­χές. Ἔ­πει­τα ἀ­πό πολ­λές μέ­ρες ξα­να­εἶ­δε τόν γυιό της πού τήν εὐ­χα­ρί­στη­σε καί τῆς εἶ­πε: «Τώρα μπό­ρε­σα νά πε­ράσω τήν πόρ­τα, γι᾿ αὐ­τό πάν­τα νά συμ­βου­λε­ύ­ης τόν κό­σμο νά ἐ­ξο­μο­λο­γῆται καί νά με­τα­λαμ­βά­νη, κα­θώς ἐ­πί­σης καί νά προ­σε­ύ­χε­ται γιά το­ύς κε­κοιμη­μέ­νους».
Ρώτησε ἡ κ. Δήμητρα τήν γε­ρόν­τισ­σα Σο­φί­α, ἄν δέ­χε­ται πάν­το­τε κό­σμο, ὅ­λες τίς ἡ­μέ­ρες ὅ,τι ὥ­ρα καί ἄν εἶ­ναι καί πό­τε ξε­κου­ρά­ζε­ται, για­τί ἤ­ξε­ρε ὅ­τι τήν νύ­χτα εἶ­ναι ἄ­γρυ­πνη καί προ­σε­ύ­χε­ται. Ἀ­πάν­τη­σε: «Δέν μπο­ρῶ νά κλε­ί­σω τήν πόρ­τα γιά τήν δι­κή μου ἀ­νά­παυ­ση. Αὐ­τός πού ἔρ­χε­ται μέ­χρι ἐ­δῶ κά­ποιο πρό­βλη­μα θά ἔ­χη. Μόνο μιά μέ­ρα τοῦ χρό­νου θέ­λω νά εἶ­μαι μό­νη μου γιά νά προ­σε­ύ­χω­μαι καί νά συ­νο­μι­λῶ μέ τόν Σταῦ­ρο, τό παι­δί μου, πού ἐ­κοι­μή­θη τό 1967 καί νά τι­μῶ τήν ἡ­μέ­ρα τῆς ὀ­νο­μα­στι­κῆς του ἑ­ορ­τῆς, 14 Σε­πτεμ­βρί­ου».
Μιά τέτοια ἡμέρα τήν ἐπισκέφτηκε ἡ κ. Δέσποινα Κελεσίδου ἀπό τήν Νέα Νικομήδεια μαζί μέ τήν γνωστή τῆς γερόντισσας Σοφίας, τήν Παναγιώτα. Ἡ γερόντισσα ἄνοιξε μετά ἀπό πολλή ὥρα. Ἦταν ὀλιγομίλητη. Φαινόταν λυπημένη πολύ. Δέν τήν εἶχαν δῆ ποτέ ἄλλοτε ἔτσι. Σταύρωσε τό παιδί καί εἶπε στήν μητέρα του: «Τίποτε δέν ἔχει τό παιδί ἀπό πρόβλημα ὑγείας. Γεννήθηκε πολύ ἀδύνατο, γι᾿ αὐτό θέλει πολλή περιποίηση καί καλό φαγητό». Καί πράγ­μα­τι ἐ­νῶ οἱ για­τροί τήν ἀ­νη­συ­χοῦ­σαν μέ τίς προ­βλέ­ψεις τους, τό παι­δί με­γά­λω­σε φυ­σι­ο­λο­γι­κά καί ἔ­γι­νε ψη­λό καί δυ­να­τό.
  Εἶ­χε ἕ­να Σταυ­ρό μέ τόν ὁ­ποῖ­ο σταύ­ρω­νε τούς ἀν­θρώ­πους. Τόν ἔ­βα­ζε στό μέ­τω­πό τους καί τόν ἄ­φη­νε. Ὁ Σταυρός στε­κό­ταν σάν κολ­λη­μέ­νος καί ὅ­ταν ἔ­σκυ­βαν τό κε­φά­λι τους δέν ἔ­πε­φτε. Αὐ­τό τό ἔ­κα­νε σχε­δόν σέ ὅ­λους τούς ἐ­πι­σκέ­πτες της.
Ἡ Σο­φί­α εἶ­χε σχέ­σεις πνευ­μα­τι­κές μέ ἄλ­λες ἐ­νά­ρε­τες γε­ρόν­τισ­σες. Τήν ἐ­πι­σκε­πτό­ταν ἡ Τα­τια­νή Σαβ­βί­δου, συ­ζη­τοῦ­σαν καί προ­σεύ­χον­ταν ἀ­πό κοι­νοῦ. Μέ ἄλ­λες δυ­ό εὐ­λα­βεῖς γυ­ναῖ­κες, τήν κυ­ρα–Χα­ρί­κλεια ἀ­πό τό Τουρ­κο­χώ­ρι καί τήν Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τό Ζερ­βο­χώ­ρι, πή­γαι­ναν σ᾿ ἕ­να ἥ­συ­χο μέ­ρος, γο­νά­τι­ζαν καί προ­σεύ­χονταν γι­ά πο­λλή ὥ­ρα. Ἡ Σο­φί­α σή­κω­νε τά χέ­ρια της καί ἀ­πό τόν οὐ­ρα­νό κα­τέ­βαι­νε ἕ­να φῶς πά­νω της πού ἔ­μοια­ζε μέ φω­τει­νές γα­λά­ζι­ες χάντρες.
Μί­α μέ­ρα στήν δι­κέλ­λα της, ἀ­φοῦ εἶ­χε προ­σευ­χη­θῆ ἀρ­κε­τά, κά­θη­σε νά ξε­κου­ρα­στῆ στό ντι­βα­νά­κι της. Τήν ἐ­πι­σκέ­φθη­κε γνω­στή της καί εἶ­δε τό πρό­σω­πό της ἀ­συ­νή­θι­στα ἀλ­λοι­ω­μέ­νο, για­τί προ­η­γου­μέ­νως εἶ­χε δεῖ Ἀγ­γέ­λους. Καί ὅ­πως μι­λοῦ­σε καί εἶ­χε πλη­σιά­σει τό κε­φά­λι της πρός τήν γνω­στή της κυ­ρία, ἐ­κεί­νη αἰ­σθάν­θη­κε νά ἐ­ξέρ­χε­ται εὐ­ω­δί­α ἀ­πό τό κε­φά­λι τῆς Σο­φί­ας, σάν αὐ­τή πού αἰ­σθα­νό­μα­στε ὅ­ταν προ­σκυ­νοῦ­με ἅ­για Λεί­ψα­να. Ὅ­πως ὅ­μως μι­λοῦ­σαν ἦρ­θε ἕ­νας ἄ­νε­μος ἀ­πό τό ἀ­νοι­χτό πα­ρά­θυ­ρο καί αἰ­σθάν­θη­καν μί­α δαι­μο­νι­κή ἐ­νέρ­γεια πού ἔρ­ρι­ξε κά­τω τά σκεύ­η τ­ῆς μα­γει­ρι­κῆς ἀ­πό τόν μπάγ­κο. Τό­τε ἡ Σο­φί­α πῆ­ρε τό μπα­στου­νά­κι της, χτύ­πη­σε μί­α πά­νω στό μάρ­μα­ρο καί εἶ­πε: «Κα­τα­ρα­μέ­νε, φύ­γε ἀ­πό δῶ. Ἐ­νω­χλή­θη­κες;».
Κάποτε ἐνῶ συνομιλοῦσε μέ τήν κ. Δήμητρα τῆς εἶπε: «Ἄν ἤξερες, ἀδελφή Δήμητρα, ποιός κάθεται δίπλα σου!», καί ἔλαμπε τό πρόσωπό της μέ φῶς παράξενο πιό δυνατό ἀπό τό φῶς τῆς ἡμέρας.
Μί­α φο­ρά ἔ­κο­ψε ἀ­πό τόν κῆ­πο της ἕ­να κρί­νο καί τόν ἔ­βα­λε μπρο­στά στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας. Πέ­ρα­σε ἕ­νας χρό­νος καί ξα­νά πά­λι τήν ἄλ­λη χρο­νιά ἄν­θι­σε ὁ κρί­νος. Αὐ­τό συ­νε­χί­στη­κε νά γί­νε­ται ἀ­πό τό ἔ­τος 1963 μέ­χρι τό 1967. Τό εἶ­δαν πολ­λοί καί ἔ­λε­γαν: «Πᾶ­με νά δοῦ­με τό κρι­νά­κι τῆς για­γιᾶς Σο­φί­ας πού ἄν­θι­σε». Κά­θε χρό­νο ἄν­θι­ζε ὁ ξε­ρός κρί­νος τήν ἄ­νοι­ξη καί με­τά μα­ραι­νό­ταν.
«Κάποτε», δι­η­γεῖ­ται ἡ Πα­να­γι­ώ­τα ἀ­πό τή Νέα Νι­κο­μή­δεια, βρή­κα­με τή για­γιά Σο­φί­α μέ ἕ­να τσαπά­κι νά φρον­τί­ζη τόν κῆ­πο της. Μᾶς εἶ­πε: “Προσπα­θῶ νά ἔ­χω λου­λο­ύ­δια γιά νά προ­σφέ­ρω στήν Πα­να­γί­α καί στο­ύς Ἁ­γί­ους, γι᾿ αὐ­τό θέ­λω τόν ἀν­θό­κη­πο­”.
»Μετά μᾶς πῆρε μέσα καί μᾶς ἔδειξε τό κρινάκι, τό ξε­ρό κλα­δί πού πῆ­ρε ν᾿ ἀν­θί­ζη. “Εἶχα καί ἐ­γώ στήν αὐ­λή τέ­τοι­ους κρί­νους ἀλ­λά χά­θη­καν οἱ βολ­βοί. Λυ­πή­θη­κα πο­λύ καί πα­ρα­κα­λοῦ­σα τήν Πα­να­γία­ πῶς νά ξα­να­βρῶ ἀ­πό τά ἴ­δια λου­λο­ύ­δια–κρίνα γιά νά μπορῶ νά προσφέρω στήν Παναγία. Καί τώρα δεῖτε!”.
»Τό ξε­ρό κλα­δί ἦ­ταν ἀ­κουμ­πι­σμέ­νο πί­σω στήν εἰ­κό­να τῆς Πα­να­γί­ας κά­τω ἦ­ταν γε­μᾶ­το βολ­βο­ύς καί πά­νω μπουμ­πο­ύ­κια. “Ἀπ᾿ αὐ­το­ύς το­ύς βολ­βο­ύς θά φυ­τέ­ψω στήν αὐ­λή νά ἔ­χω κρί­να γιά τήν Πα­να­γί­α”. Ὅ­ταν ξα­να­πή­γα­με με­τά ἀ­πό λί­γο και­ρό τό ξε­ρό μπουμ­που­κι­α­σμέ­νο κλα­δί ἦ­ταν ἀν­θι­σμέ­νο­”».
Ἡ προ­σευ­χή της ἦ­ταν δυ­να­τή καί βο­η­θοῦ­σε πολ­λούς. Ἰ­δι­αι­τέ­ρως βο­ή­θη­σε ἄ­τε­κνα ἀν­δρό­γυ­να νά ἀ­πο­κτή­σουν παι­διά. Πρῶ­τα ἀ­π᾽ ὅ­λα ζη­τοῦ­σε πί­στη. «Ἂν δέν πι­στεύ­ης, θά εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά ἀ­πο­κτή­σης παι­δί», ἔ­λε­γε. Ἔ­πει­τα σταύ­ρω­νε τήν γυ­ναῖ­κα μέ τόν ξύ­λι­νο Σταυ­ρό, στόν ὁ­ποῖ­ον εἶ­χε τυ­λιγ­μέ­νο ἕ­να λε­πτό κομ­πο­σχοι­νά­κι, τούς ἔ­βα­ζε νά προ­σκυ­νή­σουν καί με­τά ἔ­κα­ναν προ­σευ­χή.
Κά­ποι­α ἀ­πό τήν Βέ­ροι­α ὑ­πο­σχέ­θη­κε στήν Σο­φί­α πώς ἂν ἀ­πο­κτή­ση παι­δί, θά τό δώ­ση νά τό βα­πτί­ση αὐ­τή (ἡ Σο­φί­α). Με­τά ἀ­πό δέ­κα χρό­νια ἀ­πέ­κτη­σε κο­ρι­τσά­κι καί σκέ­φθη­κε νά βά­λη δυ­ό νο­νές, τήν Σο­φία­ καί τήν ἀ­δελ­φή της. Ἡ Σο­φί­α εἶ­πε: «Δέν γί­νε­ται νά τό βα­πτί­σουν δυ­ό. Ἄντε πη­γαί­νε­τε στήν εὐ­χή τῆς Πα­να­γί­ας, γε­ρό νά εἶ­ναι τό παι­δί καί ἂς τό βα­φτί­ση ὅ­ποι­ος θέ­λει». Τό μω­ρό ὅ­μως, πα­ρα­μο­νές τῆς βα­πτί­σε­ως ἀρ­ρώ­στη­σε. Οἱ γο­νεῖς φο­βή­θη­καν, ἔνιωσαν ἐνοχή καί τό πῆ­γαν στήν Σο­φί­α. Αὐ­τή τούς πε­ρί­με­νε˙ τό σταύ­ρω­σε, τούς εὐ­χή­θη­κε, τό μω­ρό συ­νῆλ­θε καί μετά τό βά­πτι­σαν.
Εἶχε σέ μεγάλη εὐλάβεια τόν Τίμιο Σταυρό καί πίστευε στή δύναμή του, γιατί ἔβλεπε νά γίνωνται θεραπεῖες μέ τόν ξύλινο Σταυρό πού εἶχε. Ἀλλά καί οἱ φλόγες ἀπό τά καντηλάκια τῆς γερόντισσας Σοφίας σχημάτιζαν φωτεινό σταυρό. Τό εἶδαν πολλοί αὐτό τό θαυμαστό φαινόμενο.
Τήν χα­ρι­τω­μέ­νη για­γιά Σο­φί­α τήν ἐ­πι­σκέ­πτο­νταν πολ­λοί ἀ­πό ὅ­λη τήν Ἑλ­λά­δα. Ἡ ἀ­ρε­τή καί ἡ χά­ρη πού εἶ­χε τρα­βοῦ­σε ψυ­χές κοντά της γι­ά νά ἀ­κού­σουν τά φω­τι­σμέ­να λό­για της καί νά ζη­τή­σουν τίς προ­σευ­χές της. Ὄ­χι μό­νο λα­ϊ­κοί ἀλ­λά καί γνω­στοί ἱ­ε­ρεῖς τῆς Βέ­ροι­ας, ὅ­πως ὁ π. Γρη­γό­ριος Σο­φός, ὁ π. Βα­σί­λει­ος Μπαχ­τσε­βά­νης, ὁ π. Κων­σταντῖ­νος, ὁ π. Σω­σί­πα­τρος Πι­τού­λιας καί ἕ­νας νέ­ος πού τώ­ρα μο­νά­ζει στό Ἅ­γιον Ὄ­ρος.
Ἡ γερόντισσα Σοφία ἦταν ἕνας θησαυρός γιά τήν Βέροια καί τήν γύρω περιοχή. Ἄγγελος καλωσύνης. Θυσίαζε τόν ἑαυτό της γιά τόν πλησίον. Ὅλη τή νύχτα προσευχόταν καί τήν ἡμέρα δεχό- ταν κόσμο. Ὅ,τι ἔκανε ἦταν γιά τήν ἀνακούφιση καί τό καλό τοῦ πλησίον. Ἡ αὐταπάρνηση ἦταν τό χαρακτηριστικό της. Πάντοτε χαμογελαστή μέ ἱλαρό πρόσωπο, ἀθόρυβη, καλωσυνάτη, ὀλιγομίλητη, ἀσκητική μέ βαθειά ἐσωτερική γνήσια ἐκκλησιαστική ὀρθόδοξη ζωή. Μέ ταπείνωση καί ἀγάπη. Μέ λαμπερό–φωτεινό πρόσωπο. Πηγή γιατρειᾶς γιά τούς πονεμένους. Μιμητής Χριστοῦ, διάκονος ἀγάπης. Ἀφοσιωμένη στόν Κύριο καί στό θέλημα Ἐκείνου. Τό ἔργο της ἦταν ἀθόρυβο, ἡ ζωή της κρυπτή ἐν Χριστῷ. «Σᾶς παρακαλῶ, μή μιλᾶτε στόν κόσμο γιά μένα, δέν κάνω τίποτε», ἔλεγε. Ἡ ἴδια κρυβόταν πολύ καλά καί κάθε θαῦμα τό ἀπέδιδε στόν Κύριο ἤ στήν Παναγία μας ἤ στούς Ἁγίους πού τόσο πολύ τιμοῦσε. Ἀκόμα καί στήν πίστη τῶν ἀνθρώπων. Γι᾿ αὐτό  δέν δεχόταν εὐχαριστίες καί εὐγνωμοσύνη. Ἦταν χαριτωμένη, σάν ἥλιος ἔλαμπε τό πρόσωπό της.
Δεχόταν ὅλους, κάθε μέρα, ὅ,τι ὥρα κι ἄν ἦταν. Δέν εἶχε ὧρες γιά τήν προσωπική της ἀνάπαυση. Ὅλους τούς καλοδεχόταν χαμογελαστή μέ εἰρηνικό πρόσωπο γεμάτη ἀγάπη καί καλωσύνη. Ὁ καθένας ἔνιωθε ὅτι τόν ἀγαπᾶ ἰδιαίτερα καί ξεχωριστά. Δέν ἔβλεπε ἁμαρτωλούς. Μόνο πονεμένες ψυχές πού θέλουν στήριξη καί βοήθεια νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό ἁμαρτίες, πάθη, ἀρρώστειες, προβλήματα. Δέν ἤθε- λε τίποτε γι᾿ αὐτήν, μόνο νά δοξασθῆ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου καί νά ἀναπαυθοῦν ψυχές.
Καταλάβαινε τό πρόβλημα καί τήν διάθεση τοῦ καθενός. Πῆγε κάποτε μία νέα καί ἡ γερόντισσα δέν τήν δέχθηκε. «Πήγαινε στό καλό, παιδί μου», τῆς εἶπε. Καί ὅπως ὡμολόγησε ἡ ἴδια πῆγε μέ σκοπό νά κοροϊδέψη καί νά χλευάση ὅ,τι τῆς πῆ.
 Μέ τέ­τοι­ους ἀ­γῶ­νες πού ἔ­κα­νε ἡ Σο­φί­α ἔ­λα­βε τό χά­ρι­σμα τῆς δι­ο­ρά­σε­ως καί δι­έ­κρι­νε σέ τί πνευ­μα­τι­κή κα­τά­στα­ση βρί­σκε­ται ὁ κα­θέ­νας.
Κά­ποι­α κυ­ρί­α ἐ­πι­σκε­πτό­ταν συ­χνά τήν Σο­φί­α καί μί­α φο­ρά ἔ­φε­ρε μα­ζί της μί­α φι­λε­νά­δα της ἀ­πό τόν Τρι­πό­τα­μο. Ὅ­ταν τήν εἶ­δε γι­ά πρώ­τη φο­ρά ἡ Σο­φί­α τῆς εἶ­πε: «Ὀ­λυμ­πί­α, ἐ­σεῖς εἶ­στε κα­λοί ἄν­θρω­ποι, ἂν καί εἶ­στε κομ­μου­νι­στές».
Με­ρι­κές φο­ρές κά­ποι­ους ἐ­πι­σκέ­πτες δέν τούς ἐπέ­τρε­πε νά μποῦν στό κελ­λί της. Ὅ­ταν αἰ­σθα­νό­ταν ὅ­τι δέν εἶ­ναι κα­θα­ρός ὁ ἄν­θρω­πος, τόν ἄ­φη­νε ἔ­ξω ἀ­πό τό κελ­λί της λέ­γοντάς του: «Δέν θέ­λω νά σέ στε­νο­χω­ρή­σω, ἀλ­λά κά­τσε ἐ­κεῖ πού εἶ­σαι, κά­νε τόν σταυ­ρό σου καί ὅ­που πᾶς, ἅ­μα πι­στεύ­ης, τό ἴδιο εἶ­ναι». Καί ὅ­ταν ἔ­φευ­γε ὁ ἄν­θρω­πος ζη­τοῦ­σε συγ­χώ­ρη­ση ἀ­πό τήν Πα­να­γί­α καί ἔ­λε­γε: «Πα­να­γία μου, συγ­χώ­ρε­σέ με, ἀλ­λά ἔ­τσι ἔ­πρε­πε νά γί­νη». Καί ὅ­ταν τό ἴ­διο ἄ­το­μο με­τα­νο­οῦ­σε, ἐ­ξω­μο­λο­γεῖ­το, ἄλ­λα­ζε τρό­πο ζω­ῆς καί ξα­να­ερ­χό­ταν πά­λι, τότε κα­τα­λά­βαι­νε τήν ἀλλαγή του, τόν δε­χό­ταν μέ χα­ρά, λέ­γοντάς του: «Κα­λῶς τον, τί ἔ­χεις; Ἄντε ἔ­λα νά σέ ἀ­κού­σω». Κα­θό­ταν ὑπο­μο­νε­τι­κά μέ τίς ὧ­ρες ἀλ­λά ἡ συ­ζή­τη­ση ἦ­ταν μό­νο γύ­ρω ἀ­πό πνευ­μα­τι­κά θέ­μα­τα.
Ἔλεγε ἡ γερόντισσα Σοφία: «Ἡ ἁμαρτία πλήθυνε πάρα πολύ. Σάν σύννεφο ἀνέβηκε καί σκέπασε τόν οὐρανό. Ὁ οὐρανός μαύρισε καί ἡ μαυρίλα κατεβαίνει ὅλο καί πρός τά κάτω. Τό κακό θά ἔρθη ἀπό τήν Βουλγαρία».
«Στήν Ἀ­θή­να τό­σες χι­λι­ά­δες κό­σμος στήν Ἐκ­κλη­σί­α δέν πη­γα­ί­νουν, τρέ­χουν στά γή­πε­δα. Ἀλ­λά βλέ­πω ὅ­τι ὁ Θε­ός θά δώ­ση ἕ­να χα­στο­ύ­κι γιά νά συ­νε­τι­σθοῦν. Τά ἀ­θῶ­α θά φύ­γουν, τά ἀ­θῶ­α θά τήν πλη­ρώ­σουν», καί ἄρ­χι­σε νά κλα­ί­η. Πράγ­μα­τι στίς 8–2–1981 στό στά­διο Κα­ρα­ϊ­σκά­κη στήν θύ­ρα 7 σ᾿ ἕ­ναν πο­δο­σφαι­ρι­κό ἀ­γῶ­να σκο­τώ­θη­καν 21 ἄ­τομα καί ἦ­ταν ἑ­κα­τον­τά­δες τραυ­μα­τί­ες.
«Βλέ­πω ὅ­τι δέν πά­ει ἄλ­λο. Δέν με­τα­νο­οῦν οἱ γο­νεῖς. Πλή­θυ­νε ἡ ἁ­μαρ­τί­α ἡ σαρ­κι­κή, μα­κρο­θυ­μεῖ ὁ Κύριος καί πε­ρι­μέ­νει, πε­ρι­μέ­νει. Λυ­πᾶ­μαι, ὁ Θε­ός θά θε­ρί­σει τά παι­διά. Ἄλ­λοι φταῖ­νε, ἄλ­λοι θά πληρώ­σουν. Τά ἀ­θῶ­α τά παι­διά θά φύ­γουν». Με­τά πού ἔ­γι­νε τό ἀ­τύ­χη­μα στά Τέμπη εἶ­πε συγ­γε­νι­κό πρό­σω­πο τῶν σκο­τω­θέν­των παι­δι­ῶν: «Τά θέ­ρι­σε τά παι­διά μας», καί τό­τε κα­τά­λα­βαν ὅ­σοι εἶ­χαν ἀ­κο­ύ­σει ποῦ ἀ­να­φέ­ρον­ταν ἡ προ­φη­τε­ί­α τῆς γε­ρόντισ­σας Σο­φί­ας.
«Πο­νά­ει ἡ ψυ­χή μου. Θά ἔρ­θει και­ρός πού οἱ Χρι­στια­νοί θά δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται νά βροῦν ἄν­θρω­πο πνευ­μα­τι­κό νά ἀ­να­παυ­θοῦν. Θά δυ­σκο­λε­ύ­ον­ται νά ἀ­κο­ύ­σουν λό­γο Θε­οῦ καί νά ἀ­να­παυ­θοῦν στίς Ἐκ­κλη­σί­ες. Τότε θά κλει­στοῦν καί θά προ­σε­ύ­χονται στά σπί­τια τους».
«Ὅσο περνοῦν τά χρόνια θά δυσκολεύονται οἱ ἄνθρωποι νά συνεννοοῦνται μεταξύ τους. Σέ κάθε σπίτι ἕνας θά μείνη, δέν θά μποροῦν μαζί».
Κάποτε ἡ κ. Δήμητρα ἀπό τήν Νέα Νικομήδεια ἀντιμετώπιζε ἕνα μεγάλο πειρασμό. Μή μπορώντας νά τόν ἀντέξη ξεκίνησε νά πάη στήν γερόντισσα Σοφία γιά νά παρηγορηθῆ. Φθάνοντας στό Βῆμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου ἀνέβηκε καί κάθησε λίγη ὥρα ἐκεῖ καί προσευχήθηκε γιά νά μήν πάη θλιμμένη στήν γιαγιά καί τήν στενοχωρήσει. Φθάνοντας στό σπίτι τῆς γερόντισσας Σοφίας εἶδε τήν κόρη της Βίκυ νά τήν περιμένη κρατώντας τόν δί­σκο μέ δυό πο­τή­ρια νε­ρό καί δυό κα­φέ­δες. Τήν ὑ­πο­δέ­χθη­κε λέ­γον­τας: «Ἔ­λα κυ­ρα–Δήμητρα σέ περι­μέ­νου­με. Ἐ­δῶ καί λί­γη ὥ­ρα μοῦ εἶ­πε ἡ μάν­να μου: “Σήκω, Βίκυ, κά­νε δυό κα­φέ­δες γιά μέ­να καί τήν ἀ­δελφή Δήμητρα πού ἔρ­χε­ται”. Ἀ­κο­ύ­γον­τας αὐ­τά ἡ κ. Δήμητρα ἔ­νι­ω­σε ἀ­να­κο­ύ­φι­ση ἀ­πό τό βά­ρος τοῦ πει­ρα­σμοῦ πού πί­ε­ζε τήν ψυ­χή της. Πίστευε ὅτι ἡ γερόντισσα Σοφία μέ τήν χάρη πού εἶχε ἀπό τόν Κύριο εἶδε τόν πειρασμό της καί γιά νά τήν δυναμώση πνευματικά καί νά τήν βοηθήση ἄφησε νά φανῆ τό προορατικό χάρισμα πού εἶχε καί πάντοτε μέ πολλή ταπείνωση καί ἐπιμέλεια ἔκρυβε.
Ρώτησαν τήν γερόντισσα Σοφία γιά κάποιο παιδί γεννημένο μέ κινητικό πρόβλημα στά πόδια, ἄν πρέπη νά τό πᾶνε στήν Βουλγαρία γιά νά τό ἐγ­χει­ρή­σουν. Ἄ­κου­σε προ­σε­κτι­κά καί ἔ­μει­νε γιά λίγο ἀ­μί­λη­τη. Ἀ­να­στε­νά­ζον­τας βα­θιά μέ πό­νο ψυ­χῆς ἀ­πάν­τη­σε: «Νά μήν πᾶ­νε που­θε­νά. Οὔ­τε στήν Βουλ­γα­ρί­α οὔ­τε ἀλ­λοῦ. Δέν γί­νε­ται κα­λά, ἔ­τσι θά εἶναι. Ἀλλά τό πρόβλημα τοῦ παιδιοῦ εἶναι τό λιγώτερο…Ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ θά φύγη ἀπό τήν ζωή. Ἔ­τσι εἶ­ναι τό θέ­λη­μα τοῦ Θε­οῦ». Καί ἔ­κλαι­γε σι­ω­πη­λά, βλέ­πον­τας τόν θά­να­το τοῦ πα­τέ­ρα πού συ­νέ­βη δύ­ο χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα.
Δι­ή­γη­ση Π.Μ.. «Ὅ­ταν ἀρ­ρα­βω­νι­ά­στη­κα καί πέ­ρα­σε λί­γος και­ρός κά­ποι­α πράγ­μα­τα δέν μοῦ φαί­­νον­ταν σω­στά. Πῆ­γα στήν για­γιά Σο­φί­α νά κά­νου­με πα­ρά­κλη­ση νά μοῦ πῆ τί νά κά­νω. Πρίν ἀρ­χί­σου­με μοῦ εἶ­πε: “Ὄχι, δέν γί­νε­ται τί­πο­τα. Παι­δί μου Π. ὁ γά­μος θά γί­νει, δέν μπο­ρεῖ νά γί­νη δι­α­φο­ρε­τι­κά. Ἀλ­λά θά γί­νει ὄ­χι ἐ­κεῖ πού τόν ἔ­χε­τε προγραμματίσει–σέ ἐξωκκλήσι τῆς Νάουσας– ἀλλά στό ναό τοῦ ἁγίου Γεωργίου. Ὁ γάμος αὐτός δέν θά κρατήση πολύ, θά χωρίσετε”.
»Γύρισα σπί­τι μου προ­βλη­μα­τι­σμέ­νη γιά ὅ­σα μοῦ εἶ­πε ἡ για­γιά. Πράγ­μα­τι ξαφ­νι­κά προ­έ­κυ­ψε πρό­βλη­μα καί παν­τρευ­τή­κα­με στό ναό τοῦ ἁ­γί­ου Γε­ωρ­γί­ου».
Ἡ κ. Συμέλα Καρακεχαγιόγλου ἀπό τή Νέα Νικομήδεια θυμᾶται: «Πῆγα στήν ἀδελφή Σοφία μέ τή μάννα μου καί τά παιδιά μου μέ κάποιο γνωστό μας. Μᾶς καλοδέχτηκε, μᾶς πῆρε μέσα στό κελλί της καί εἶπε στήν μάννα μου: “Γιατί, παιδί μου Σαββούλα, ἤρθατε μέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο; Εἶναι καλός ἀλλά νά προσέχετε” καί μᾶς ἐξήγησε ἀπό τί νά προσέχουμε.
»Τό πιό θαυ­μα­στό εἶ­ναι ὅ­τι πη­γα­ί­να­με γιά πρώ­τη φο­ρά καί πρίν ποῦ­με τά ὀ­νό­μα­τά μας ἀ­πε­κά­λε­σε τήν μάν­να μου μέ τό βα­πτι­στι­κό της ὄ­νο­μα, ἐ­νῶ ὅ­λοι τήν φώ­να­ζαν Σταυ­ρο­ύ­λα καί αὐ­τό τό ὄ­νο­μα εἶ­χαν γρά­ψει καί στήν ταυ­τό­τη­τα».
«Ὅταν κάνης τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, τά τρία δά­χτυ­λα νά εἶ­ναι ἑ­νω­μέ­να κα­λά, σφι­χτά σάν ἕ­να νά φα­ί­νων­ται, ἀργά καί σω­στά νά κά­νης τόν Σταυ­ρό σου, ὄ­χι βι­α­στι­κά καί ἐ­πι­πό­λαι­α».
«Νά λέ­τε 40 φο­ρές τό “Κύριε ἐ­λέ­η­σο­ν” κρυ­φά ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν εἶ­στε μέ πα­ρέ­α δί­χως νά σᾶς κα­τα­λά­βουν καί ὅ­ταν περ­πα­τᾶ­τε στόν δρό­μο ἤ τα­ξι­δε­ύ­ε­τε μέ αὐ­το­κί­νη­το. Τό “Κύριε ἐ­λέ­η­σο­ν” εἶ­ναι μιά ὁ­λο­κλη­ρω­μέ­νη προ­σευ­χή. Μιά φο­ρά τήν ἡ­μέ­ρα νά λέ­τε τήν εὐ­χή τοῦ ἁ­γί­ου Μαρ­δα­ρί­ου “Δέσποτα Θεέ...”. Νά λέ­τε το­ύς χαι­ρε­τι­σμο­ύς στήν Πα­να­γί­α μας. Νά κά­νε­τε τήν Πα­ρά­κλη­ση τα­πει­νά καί ὅ,τι ζη­τᾶ­τε θά τό ἐκ­πλη­ρώ­σει ἡ Πα­να­γί­α μας, μό­νο νά ἔ­χου­με ὑ­πο­μο­νή. Γνω­ρί­ζει Ἐ­κε­ί­νη κα­λύ­τε­ρα ἀ­πό μᾶς».
Ἡ γερόντισσα Σοφία μέ ἁπλᾶ λόγια καί φλόγα πίστεως μετέδιδε τήν ἀγάπη της γιά τόν Τριαδικό Θεό, τήν Παναγία, τούς Ἁγίους. Συμβούλευε γνωστή της: «Ἀδελφή Δήμητρα νά μή διστάζης, οὔτε νά προβληματίζεσαι στήν προσευχή σου. Νά τά λές μέ δικά σου λόγια, ὅπως τά νιώθεις. Νά μιλάη ἡ καρδιά σου στόν Κύριο, ἀκόμα νά χρησιμοποιῆς καί τήν ποντιακή διάλεκτο. Ὁ Κύριος καί ἡ Παναγία μας γνωρίζει, νά μή ντρέπεσαι». Τά εἶπε αὐτά γιατί εἶδε ὅτι ἡ κ. Δήμητρα δέν γνώριζε πολλά γράμματα καί προβληματιζόταν γιά τό πῶς πρέπει νά προσεύχεται.
«Τό “γιατί” ἄφησέ το, παιδί μου, εἶναι τοῦ πονηροῦ, ὄχι τοῦ Χριστιανοῦ. Ἄστα ὅλα στόν Κύριο. Αὐτός γνωρίζει καλύτερα καί θά δώση τήν καλύτερη λύση».
«Ἡ προσευχή μας νά γίνεται κρυφά, σιγανά, μόνοι μας κρυμμένοι στό ταμεῖο μας».
«Πρέ­πει νά προ­σέ­χου­με νά μήν ἀ­δι­κοῦ­με τόν πλη­σί­ον μας, για­τί εἶ­ναι πο­λύ με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α. Ἀλ­λο­ί­μο­νο καί τρίς ἀλ­λο­ί­μο­νο γιά το­ύς με­γά­λους, το­ύς ὑ­πε­ύ­θυ­νους πού ἐκ­με­ταλ­λε­ύ­ον­ται το­ύς ἀ­δύνα­τους, καί δέν πλη­ρώ­νουν τό με­ρο­κά­μα­τό τους. Κα­λύ­τε­ρα γι᾿ αὐ­το­ύς θά ἦ­ταν νά μήν εἶ­χαν γεν­νη­θῆ».
«Ὅταν ἔχετε κάποιο πρόβλημα, ὅταν βρίσκεσθε σέ ἀνάγκη καί δέν ἔχετε ἁγιασμό, νά σταυρώνετε τίς παλάμες σας, ὅπως ὅταν παίρνομε ἀντίδωρο, νά τίς γεμίζετε μέ νερό βρύσης καί νά λέτε: “Εἰς τό ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος” καί νά πλένετε τό πρόσωπό σας πρός τά πάνω, πρός τό μέτωπο καί θά ἀνακουφίζεστε, θά βοηθιέστε».
Μαρ­τυ­ρί­α Πα­να­γι­ώ­τας ἀ­πό τή Νέα Νι­κο­μήδεια: «Τό 1975 ἤ­μουν 16 ἐ­τῶν καί πή­γαι­να στήν Πέμπτη τά­ξη Γυ­μνα­σί­ου. Πήγαμε τρι­ή­με­ρη ἐκ­δρο­μή στήν Χαλ­κί­δα. Τό πρωΐ τῆς τρί­της μέ­ρας ξύ­πνη­σα πρη­σμέ­νη στό πρό­σω­πο καί μέ κόκ­κι­να ἐ­ξογ­κώ­ματα–ὄ­ζους στά πό­δια καί στά χέ­ρια. Πο­νοῦ­σα τρομε­ρά. Ὅ­ταν γύ­ρι­σα σπί­τι μου μέ πῆ­γαν στό για­τρό  καί δι­έ­γνω­σε “­ἀλ­λερ­γί­α ἀ­πό τσίμ­πη­μα ἐν­τό­μου ἤ ἀπό κάποιο φυτό”. Μοῦ ἔδωσε πολλά φάρμακα χωρίς κα­νέ­να ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Τόσο πο­λύ πρή­στη­κα πού δέν γι­νό­ταν κυ­κλο­φο­ρί­α τοῦ αἵ­μα­τος καί τά μέ­λη μου ἔ­γι­ναν κα­τά­μαυ­ρα. Ἀ­πό το­ύς πολ­λο­ύς πό­νους δέν μπο­ροῦ­σα νά φά­ω, μό­νο νε­ρό ἔ­πι­να γου­λιά‒γου­λιά. Ἔ­φθα­σα 40 κι­λά, οἱ γο­νεῖς μου μέ κου­βαλοῦ­σαν στήν πλά­τη.
 »Πέρασαν σχεδόν δύο μῆνες καί ὁ πατέρας μου ἔμαθε ἀπό τόν κουμπάρο μας γιά μιά μοναχή στήν Βέροια πού δίνει ἁγιασμό, σταυρώνει, κάνει προ- σευχή καί ὅποιος ἔχει πρόβλημα γίνεται καλά. Πῆγε μιά φωτογραφία μου ὁ πατέρας μου στήν γερόντισσα Σοφία καί τήν παρεκάλεσε νά προσευχηθῆ.
‒Παιδί μου, δέν εἶμαι μάντισσα. Δέν κοιτάω φωτογραφίες. Πρέπει νά μοῦ φέρετε τό κορίτσι ἐδῶ, εἶπε.
‒Εἶναι βαρειά ἄρρωστο καί εἶναι δύσκολο, ἀπάντησε ὁ πατέρας μου.
‒Ἡ ἀγωνία σου καί ἡ πίστη σου θά βοηθήσουν νά φέρης τό κορίτσι ἐδῶ καί θά γίνη καλά. Τώρα πού θά πᾶς στό σπίτι νά τό δώσης νά πιῆ τό κορίτσι πολύ ἁγιασμό ἀπό αὐτό τό μπουκάλι, καί νά ἀλείψη τά χέρια της καί τά πόδια της καί ὅπου ἔχει πόνο καί ἀμέσως μετά πολύ σᾶς παρακαλῶ πρέπει νά μείνη μόνη της καί νά κοιμηθῆ ὁπωσδήποτε.
»Ἔγιναν ὅλα ὅπως τό εἶπε ἡ γερόντισσα Σοφία, ἀλλά ἦρθε νά μέ δῆ μιά φίλη μου καί μιλώντας γιά τά μαθήματα δέν κοιμήθηκα καθόλου. Τό ἀπόγευμα πήγαμε στήν γερόντισσα Σοφία. Μόλις μέ ἀντίκρυσε μοῦ εἶπε: “Γιατί παιδί μου, δέν κοιμήθηκες; Τί σᾶς εἶπα νά κάνετε;”.
»Μέ πῆρε μέσα στό κελλάκι της καί μέ σταύρωσε λέγοντάς με: “Θά γίνης καλά, παιδί μου, μή φοβᾶσαι. Φεύγοντας θά πᾶτε στήν ἁγία Παρασκευή. Νά πιῆς πολύ ἁγιασμό, νά πλύνης τά χέρια καί τά πόδια σου. Νά πάρετε μαζί σας ἁγιασμό καί ἡ ἁγία Παρασκευή σέ τρεῖς μέρες τό πολύ θά σέ κάνει καλά. Καί σήμερα, παιδί μου, ὅλη μέρα πρίν ἔρθει ὁ πατέρας σου ἄκουγα φωνή πού μοῦ ἔλεγε νά κάνω προσευχή γιά τήν Παναγιώτα, εἶναι πολύ ἄρρωστη καί ἔχει πολύ ἀνάγκη”.
»Κάναμε ὅπως μᾶς εἶπε καί τήν τρίτη ἡμέρα οἱ μαῦροι ὄζοι ὑποχώρησαν, τό πρήξιμο ἔφυγε καί τό βασικώτερο δέν λιποθυμοῦσα ἀπό τούς πόνους ὅταν σηκωνόμουν. Ἐμένα πού μέ περίμεναν ἀπό μέρα σέ μέρα νά πεθάνω, τώρα πῆγα στούς συγγενεῖς καί γνωστούς καί δέν πίστευαν. Πῆγα καί στήν γερόντισσα Σοφία νά τήν εὐχαριστήσω.
‒Κοίταξε, γιαγιά, ἔγινα καλά, σᾶς εὐχαριστῶ.
‒Ὄχι ἐμένα, παιδί μου, τήν ἁγία Παρασκευή. Αὐτή σέ ἔκανε καλά. Πάντοτε νά ἔχης ἁγιασμό ἀπό τήν Ἁγία νά πίνης καί νά πλένεσαι.
‒Γιαγιά, σέ λίγες μέρες τελειώνει ἡ χρονιά καί γράφουμε διαγωνισμούς. Ἐγώ ἔχω δυό μῆνες πού δέν πῆγα σχολεῖο. Πῶς νά πάω νά γράψω μέ τόσα κενά;
‒Θά κάνεις τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί σέ ὅποια σελίδα ἀνοίγεις, αὐτή νά διαβάζης γιατί ἀπό αὐτή θά σᾶς βάλουν, ἀπάντησε μέ σιγουριά.
»Ἔτσι κάνοντας πέρασα τήν χρονιά, γιατί τά περισσότερα θέματα ἦταν ἀπό τίς σελίδες πού διάβασα.
»Τό 1979 ἡ γιαγιά ἦταν ἄρρωστη. Δέν μποροῦσε νά σηκωθῆ καί νά δεχτῆ κόσμο. Πήγαμε μέ τή μητέρα μου ἀρκετές φορές καί ἦταν πάντα στό κρεββατάκι της, ξαπλωμένη ἤ καθιστή, σκεπασμένη μέ τήν κουβερτούλα της χαμογελαστή μέ ἱλαρό καί εἰρηνικό πρόσωπο κρύβοντας τόν πόνο της. Ἡ μητέρα μου ρωτοῦσε ἐπίμονα νά μάθη τί ἔχει ἡ γιαγιά, τῆς πρότεινε νά φέρουμε γιατρό. Τότε ἡ γερόντισσα σήκωσε τήν κουβερτούλα της καί μᾶς ἔδειξε τά πόδια της πού ἦταν πρησμένα καί κατάμαυρα ἀπό τίς πατοῦσες μέχρι τά γόνατα καί σέ κάποια σημεῖα ἦταν κόκκινα. Μᾶς εἶπε χαμηλόφωνα:
‒Ὅταν κάποιος ἔχει πρόβλημα ὑγείας καί γίνεται καλά ἐδῶ στό κελλί μου μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε τό πρόβλημά του τό παίρνω ἐγώ. Δέν μπορῶ οὔτε νά πάω οὔτε νά δεχθῶ γιατρό. Θά κάνω ὑπομονή. Ἔτσι πρέπει. Θά βοηθήση ὁ καλός Θεός καί ἡ Παναγία μας. Σᾶς παρακαλῶ πολύ μήν τό πῆτε πουθενά. Μόνο ἐσεῖς νά τό ξέρετε. Σᾶς ἔχω παιδιά μου καί σᾶς τό εἶπα».
Νέα ἀνύπαντρη κυοφοροῦσε καί ἤθελε νά κάνη ἔκτρωση. Ἐπισκέφτηκε τήν γερόντισσα Σοφία. Τήν ἄκουσε προσεκτικά, τῆς ἔδειξε πολλή ἀγάπη καί κατανόηση καί τήν ἔπεισε νά κρατήση τό ἔμβρυο. «Παι­δί μου, μή ρί­ξης τό μω­ρό. Αὐ­τό θά γί­νη ἡ οἰ­κο­γέ­νειά σου. Θά ἔ­χεις τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας. Μή σκο­τώ­σης μιά ἀ­θώ­α ψυ­χο­ύ­λα. Ἔ­τσι καί τήν με­γά­λη ἁ­μαρ­τί­α θά ἀ­πο­φύ­γεις καί σύ θά ἔ­χεις παρέ­α, θά ἔ­χεις τή δι­κή σου οἰ­κο­γέ­νεια».
Τό μωρό γεννήθηκε μέ τίς εὐχές τῆς γερόντισσας Σοφίας μεγάλωσε, παντρεύτηκε καί ἔκανε οἰκογένεια μέ δυό παιδάκια καί ἡ μητέρα του εἶναι μιά εὐτυχισμένη μάννα καί γιαγιά.
Ἡ κ. Δω­ρο­θέ­α Ἐ­λευ­θε­ρι­ά­δου ἀ­πό τή Νέα Νικο­μή­δεια ὁ­μο­λο­γεῖ: «Εἶ­χα πρό­βλη­μα ὑ­γε­ί­ας. Ἔ­νι­ωθα κά­τι στό λαι­μό μου νά μέ πνί­γη, μοῦ ἔ­φερ­νε δυ­σφο­ρί­α καί δυ­σκο­λευ­ό­μουν νά ἀ­να­πνε­ύ­σω. Πολ­λές φο­ρές τό­σο ἄ­σχη­μα ἤ­μουν πού σκε­φτό­μουν μή­πως ἔ­χω καρ­κί­νο. Ὁ Γι­άν­νης ὁ Γε­ρου­λί­δης μέ πῆ­γε στήν για­γιά Σο­φί­α. Μέ κα­λο­δέ­χτη­κε, μέ ἄ­κου­σε καί μοῦ εἶ­πε: “Τώρα θά σέ σταυ­ρώ­σω μέ τόν ξύ­λι­νο Σταυ­ρό στό μέ­τω­πο καί ὁ Σταυ­ρός θά κολ­λή­σει καί δέν θά πέ­φτει”. Τότε εἶ­πα μέ­σα μου: “Τέτοια ἄ­πι­στη πού εἶ­μαι σι­γά μήν κολ­λή­ση ὁ Σταυ­ρό­ς”, καί ἀ­μέ­σως ἔ­πε­σε ἀ­πό τό μέ­τω­πο. Τότε ἡ γε­ρόν­τισ­σα μοῦ εἶ­πε: “Παιδί μου, μή βά­ζης τέ­τοι­ους λο­γι­σμο­ύς καί ἔ­λα πά­λι νά σέ σταυ­ρώ­σω­”. “Συγγνώμη, για­γιά, γιά τήν ἀ­πι­στία­ μου­”, ἀ­πάν­τη­σα. Πάλι ἔ­κα­νε προ­σευ­χή καί ἔ­βα­λε τόν Σταυ­ρό στό μέ­τω­πό μου καί κόλ­λη­σε καί δέν ἔ­πε­σε κά­τω».       
 Κά­ποι­α ἄλ­λη κυ­ρί­α ἦ­ταν παντρε­μέ­νη χρό­νια ἀλ­λά δέν ἀ­πο­κτοῦ­σε παι­διά. Ἦρθε στήν για­γιά Σο­φί­α νά ζη­τή­ση τήν προ­σευ­χή της. Με­τά ἀπό και­ρό πῆ­γε στόν για­τρό, ἔ­κα­νε ἐ­ξε­τά­σεις καί ὅ­ταν πῆ­ρε τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πῆ­γε κα­τευ­θεῖ­αν στήν για­γιά. Γε­μά­τη χα­ρά πῆ­γε νά τῆς ἀ­ναγ­γεί­λη ὅ­τι πε­ρι­μέ­νει παι­δά­κι καί νά τήν εὐ­χα­ρι­στή­ση. Ἀ­κό­μα οὔ­τε στόν ἄν­δρα της δέν τό εἶ­χε πεῖ. Μό­λις πλη­σί­α­σε, τῆς λέ­γει ἡ για­γιά: «Ἄντε, παι­δί μου, κα­λή λευ­τε­ριά». Ἤ­ξε­ρε ὅ­τι πε­ρί­με­νε παι­δί.
«Μί­α μέ­ρα», δι­η­γεῖ­ται ἡ νύ­φη της, «ἦρ­θε στό σπί­τι μας νά μᾶς δῆ. Ἐνῶ κα­θό­μα­σταν καί μι­λού­σα­με, ξαφ­νι­κά μοῦ λέ­ει: “Πρέ­πει νά φύ­γω τώ­ρα. Κά­ποι­οι μέ ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη καί μέ ψά­χνουν”.
»Ση­κώ­θη­κε νά φύ­γη καί ἐ­κεί­νη τήν στιγ­μή ἔ­φθα­σε ἕ­νας τα­ξιτ­ζῆς πού ἔ­ψα­χνε τήν πε­θε­ρά μου. “Τήν ζη­τοῦν κά­ποι­οι ἀ­πό τόν Βό­λο”, ἐ­ξή­γη­σε. “Ξέ­ρω, ξέ­ρω. Σᾶς πε­ρί­με­να νά ἔρ­θε­τε. Πη­γαί­νε­τε στό σπί­τι καί ἔρ­χο­μαι”. Οἱ γο­νεῖς ἔ­φε­ραν ἕ­να παι­δά­κι πα­ρά­λυ­το μέ πα­τε­ρί­τσες. Τό ἔ­φε­ραν μέ­χρι τίς σκά­λες καί προ­σπα­θοῦ­σαν νά τό βο­η­θή­σουν νά ἀ­νέ­βη. Ἡ πε­θε­ρά μου τό σταύ­ρω­σε ἀ­πό μα­κριά καί τοῦ εἶ­πε: “Παι­δί μου, ἄ­φη­σε τίς πα­τε­ρί­τσες, κά­νε τόν σταυ­ρό σου, μή φο­βᾶ­σαι, ἔ­λα στήν Πα­να­γί­α”.
»Καί μέ τήν βο­ή­θεια τῆς Πα­να­γί­ας τό παι­δί περ­πά­τη­σε καί ἄ­φη­σε γι­ά πάν­τα ἐ­κεῖ τίς πα­τε­ρί­τσες. Φεύ­γον­τας εὐ­χα­ρί­στη­σαν οἱ γο­νεῖς καί ἄ­φη­σαν χρή­μα­τα. Ἐ­κεῖ ἦ­ταν πού ἐ­ξα­γρι­ώ­θη­κε ἡ για­γιά καί εἶ­πε: “Για­τί τό χα­λᾶ­τε τώ­ρα; Για­τί χα­λᾶ­τε τήν εὐ­λο­γί­α πού πή­ρα­τε; Δέν θέ­λω τί­πο­τε.Νά πᾶ­τε στήν εὐχή τῆς Πα­να­γί­ας. Πά­ρε τόν σα­τα­νᾶ (χρή­μα­τα) ἀ­πό τό τρα­πέ­ζι, θά μοῦ λε­ρώ­σει τήν εὐ­λο­γί­α. Για­τί ἡ εὐ­λο­γί­α δέν πλη­ρώ­νε­ται. Ἐ­μέ­να ὁ Θε­ός μοῦ τό ἔ­δω­σε δω­ρε­άν καί πῶς τώ­ρα νά πά­ρω λε­φτά;”».
Μά­λι­στα ὄ­χι μό­νο χρή­μα­τα ἀλ­λά οὔ­τε καί λά­δι γι­ά τά καντή­λια δε­χό­ταν. Ὅ­σοι ὅ­μως εὐ­ερ­γε­τή­θη­καν ἀ­πό τίς προ­σευ­χές της πή­γαι­ναν καμ­μί­α φο­ρά καί ἄ­φη­ναν κα­νέ­να μπου­κα­λά­κι λά­δι ἔ­ξω ἀ­πό τήν πόρ­τα της. Αὐ­τή στε­νο­χω­ρη­μέ­νη ἔ­λε­γε στήν κό­ρη της: «Βρέ παι­δί μου, τί μέ κά­νουν; Δέν εἶ­δες ποι­ός τό ἄ­φη­σε; Ἐ­γώ, δό­ξα τῷ Θε­ῷ, ἔ­χω τήν σύ­ντα­ξή μου, ἔ­χω τήν εὐ­λο­γί­α τῆς Πα­να­γί­ας, για­τί νά τήν χά­σω;». Φο­βό­ταν μή χά­ση τήν εὐ­λο­γί­α. Ὁ γυιός της ὅ­μως δυ­σπι­στοῦ­σε καί μί­α φο­ρά τήν ρώ­τη­σε ἂν πῆ­ρε πο­τέ χρή­μα­τα ἀ­πό κά­ποι­ον. Ἔ­δει­ξε τά χέ­ρια της καί εἶ­πε: «Ἔ, παι­δί μου, ἐ­γώ τά χέ­ρια μου τά ἔ­χω κα­θα­ρά. Για­τί ἂν ἤ­θε­λα νά πά­ρω λε­φτά, πύρ­γους θά ἔ­κα­να. Ἀλ­λά ὁ Θε­ός μέ φύ­λα­ξε καί ἔ­χω κα­θα­ρά τά χέ­ρια μου».
Ἄλ­λη φο­ρά ἔ­φε­ραν ἕ­να νέ­ο ἄρ­ρω­στο στήν για­γιά. Ἐ­κεί­νη βγῆ­κε γι­ά λί­γο ἀ­πό τό κελ­λά­κι της καί γύ­ρι­σε μέ πρό­σω­πο λυ­πη­μένο σάν κά­τι νά εἶ­δε. Ὅ­ταν ἔ­φυ­γαν, εἶ­πε στήν κ. Με­τα­ξί­α Γε­ωρ­γιτ­ζί­κη μέ βε­βαι­ό­τη­τα: «Θά πε­θά­νει τό παλ­λη­κά­ρι». Καί με­τά ἀ­πό λί­γο και­ρό μά­θα­με ὅ­τι ὄντως πέ­θα­νε.
Ἡ ἴ­δια ἡ κ. Με­τα­ξί­α δι­η­γεῖ­ται: «Πρίν πᾶ­με στήν Ἀ­θή­να γι­ά τήν ἐγ­χεί­ρη­ση στό πό­δι τοῦ παι­διοῦ μου, ἡ για­γιά Σο­φί­α εἶ­πε ὅ­τι πρέ­πει νά πᾶ­με στόν ἅ­γιο Νι­κό­λα­ο στήν Πα­τρί­δα νά προ­σευ­χη­θοῦ­με. Ἦ­ταν τέ­λη Ἰ­ου­νί­ου. Ἀ­φοῦ κά­να­με Πα­ρά­κλη­ση καί ψά­λα­με καί ἄλ­λα τρο­πά­ρια, λέ­γει ἡ για­γιά: “Σκού­πι­σε αὐ­τό ἐ­δῶ τό μέ­ρος κο­ρί­τσι μου καί θά βγά­λου­με ἁγί­α­σμα”. Ἐ­γώ ἀ­πό­ρη­σα: “Πῶς εἶ­ναι δυ­να­τόν;”. Τέ­λος πάντων σκού­πι­σα καί κα­θά­ρι­σα κα­λά. Ἡ για­γιά γο­νά­τι­σε, ἔ­κα­νε μί­α λακ­κού­βα στό χῶ­μα καί ὅ­ταν ἔ­ψαλ­λε τό “Σῶ­σον, Κύ­ρι­ε, τόν λα­όν σου..”, γέ­μι­σε ἡ λακ­κού­βα ἁ­γί­α­σμα καί ἄρ­χι­σε νά ξε­χει­λί­ζη γύ­ρω. Συγ­κι­νη­μέ­νη καί συγ­κλο­νι­σμέ­νη ἀ­πό τό πα­ρά­δο­ξο πού ἔ­βλε­πα, πῆ­ρα ἁγί­α­σμα καί ἔ­πλυ­να τό πό­δι τοῦ παι­διοῦ μου πού πο­νοῦ­σε. Ἡ για­γιά Σο­φία πρό­σθε­σε: “Ἐ­δῶ θά ἔρ­θει και­ρός πού θά βγά­ζει τό­σο ἁγί­α­σμα ὥστε θἄρ­χονται οἱ ἄν­θρω­ποι νά πλέ­νωνται καί θά γί­νονται κα­λά. Ἐ­δῶ θά γί­νονται πολ­λά θαύ­μα­τα. Καί αὐ­τό τό ὕ­ψω­μα πού βλέ­πεις, θἄρ­θει και­ρός πού θά γε­μί­σει σπί­τια”». Καί πράγ­μα­τι αὐ­τό μοῦ τό εἶ­πε τό 1964 καί σή­με­ρα ἔ­χει γε­μί­σει σπί­τια. Εἶ­ναι τά λε­γό­με­να «Φυ­τι­ά­ρι­κα». Τό ἁγί­α­σμα ὑ­πῆρ­χε καί θε­ρά­πευ­ε μέ­χρι τήν κοί­μη­σή της. Ὅ­ταν ὅ­μως ἐ­κοι­μή­θη ἡ Σο­φί­α, ἀ­μέ­σως ἡ πη­γή τοῦ ἁ­γι­ά­σμα­τος στέ­ρε­ψε.
*
 Κάποια ἡμέ­ρα πού μι­λοῦ­σε μέ τόν γυιό της λέ­γει σο­βα­ρά ἡ για­γιά Σο­φί­α: «Ἔ, παι­δί μου, ἐ­γώ θά φύ­γω. Τώ­ρα δέν μπο­ρεῖς νά μέ κλεί­σης τόν δρό­μο. Ἀρ­χάς τῆς ἑβδο­μά­δος φεύ­γω». Ἐ­κεῖ­νος δέν κα­τά­λα­βε καί ρώ­τη­σε ποῦ θά πά­ει. Τοῦ ἐ­ξή­γη­σε πά­λι: «Τώ­ρα τόν δρό­μο μου δέν μπο­ρεῖς νά μοῦ τόν κλεί­σης, ὅ­πως τόν ἔ­κλει­σες τό­τε καί μοῦ ἔδω­σες τρία χρό­νια πα­ρά­τα­ση». Τό­τε εἶ­χε ἀρ­ρω­στή­σει ἀ­πό εἰ­λεό. Ὁ γυιός της τήν πῆ­γε στό Νο­σο­κο­μεῖ­ο, τήν ἔ­κα­ναν ἐγ­χεί­ρη­ση καί ἔζη­σε ἄλ­λα τρί­α χρό­νια. Δι­η­γεῖ­ται ὁ γυιός της: «Τήν ἡ­μέ­ρα πού ἐ­κοι­μή­θη ἐ­γώ ἐρ­γα­ζό­μουν στήν οἰ­κο­δο­μή καί ἡ ἀ­δελ­φή μου πῆ­γε νά τήν δῆ. Μοῦ τη­λε­φώ­νη­σε καί μέ­να καί πῆ­γα γρή­γο­ρα. Μό­λις μέ εἶ­δε, κού­νη­σε τό κε­φά­λι της καί εἶ­πε: “Φεύ­γω”, καί τε­λεί­ω­σε».
Ἐκοι­μή­θη πα­ρα­μο­νή τῆς Ὑψώ­σε­ως τοῦ Τι­μί­ου Σταυ­ροῦ, στίς 13 Σε­πτεμ­βρί­ου 1983. Ἀκό­μα καί με­τά τήν κοί­μη­σή της συ­νε­χί­ζουν οἱ ἄν­θρω­ποι νά πη­γαί­νουν στό κελ­λά­κι της, τήν δι­κέλ­λα, νά προ­σεύ­χωνται καί νά ζη­τοῦν τήν εὐ­χή της γι­ά τά προ­βλή­μα­τά τους.
Αἰ­ω­νί­α ἡ μνή­μη τῆς γε­ρόντισ­σας Σο­φί­ας. Ἀ­μήν.