ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2018

Ο ΠΙΟΝΕΡΟΣ ΚΑΙ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ

Σ’ ένα μικρό χωριό της Σοβ. Ένωσης ζούσε ένας πιονέρος.
Αυτός πίστευε ακράδαντα όλα όσα μάθαινε στο σχολείο. Αλλά πιο πολύ πίστευε στον Λένιν και στα ιδεώδη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο πιονέρος για τον οποίο μιλάμε περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του σκεπτόμενος τον Λένιν και τη σκληρότητα του γερμανικού φασισμού. Πρέπει να πούμε ότι οι πιονέροι είχαν το δικαίωμα να έχουν ελεύθερο χρόνο. Με τι ασχολούνταν τις υπόλοιπες ώρες; Διάβαζαν, πήγαιναν στο σχολείο, βοηθούσαν τους γέρους και βοηθούσαν τους μικρούς πιονέρους.

Όσον αφορά στο δικό μας πιονέρο, επειδή όπως είπαμε ζούσε σ’ ένα μικρό χωριό, έπρεπε να κόβει χόρτα για το γουρούνι και να τα βάζει σ’ ένα σάκο. Και δεν του άρεσε καθόλου. Ίσως θα του άρεσε αν δεν τον παρέκτρεπε από άλλες ασχολίες πιο σημαντικές. Γι’ αυτό μέχρι να γεμίσει ένα σάκο έκανε σχεδόν μια μέρα αν και υπήρχε άφθονο χορτάρι στα βουνά. Αφού τον γέμιζε έπεφτε επάνω του, σαν σ’ έναν εχθρό παραδομένο και ονειρευόταν.
Μαζί με τα φαντάσματα του ατομικού πολέμου που ετοιμάζουν οι Αμερικάνοι και την κακία των Γερμανών ο πιονέρος μας σκεφτόταν τα άγρια ζώα και το κυνήγι. Τ’ όνειρο του ήταν να πιάσει ένα αγριογούρουνο, μια αρκούδα, ένα ελάφι, μια αλεπού. Αυτή η επιθυμία ήταν πολύ έντονη μέσα στην καρδιά του.
Τις προάλλες ο πιονέρος παραλίγο να τσακωθεί μ’ έναν άλλο πιονέρο τον οποίο τον είπε βλάκα. Εκείνος έλεγε ότι ο Θεός υπάρχει κρυμμένος μέσα στα σύννεφα. Αν και ο πιονέρος μας ήξερε από το σχολείο ότι ο Θεός είναι μια επινόηση μπερδεύτηκε λιγάκι.
Τώρα όμως καθόταν πάνω στο σάκο με το χορτάρι για το γουρούνι στην μοναξιά του λόφου κοίταξε με περιέργεια τα σύννεφα.
Ποτέ δεν είχε προσέξει την ποικιλία των σχημάτων τους. Πόσο παράξενα ήταν. Είδε σ’ ένα μια αρκούδα να τρώει μέλι από ένα βαζάκι. Έπειτα έναν ποδοσφαιριστή να τρέχει πίσω από μια μπάλα. Ένα άλογο, μια μεγάλη πεταλούδα. Σε μια στιγμή είδε ένα γέρο που έμοιαζε με το Θεό.
Αυτή η σκέψη τον τρόμαξε πολύ.
Ο πιονέρος περίμενε μέχρι να διαλυθεί το σύννεφο, πήρε το σακί και ξεκίνησε για το σπίτι, αποφασισμένος να μην κοιτάξει ποτέ ξανά τον ουρανό.
(Μετάφραση από το βιβλίο του ιερομ. Σαββάτιου Μπαστοβόϊ)
''Ortodoxia pentru postmodernisti''