ΙΧΘΥΣ: Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ

Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

Το αντίδωρο της Μεγάλης Παρασκευής

Ήμουν μικρό παιδί, μαθητής του Δημοτικού, και βοη­θούσα ως παπαδάκι όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα στο Ιε­ρό του Αγίου Κωνσταντίνου. Ήταν Μεγάλη Παρα­σκευή καί η ακολουθία των Ωρών και της Αποκαθήλωσης είχε τελειώσει. Οι ιερείς ταχτοποιούσαν τα άμφια τους, οι πιο βιαστικοί από το εκκλησίασμα είχαν κιόλας προσκυνήσει καί τρία τέσσερα παιδιά από μας, μέσα στο ιερό, μαδούσαμε μερικά μπουκέτα από βιολέτες ή άλλα λουλούδια για να ξαναγεμί­σουμε τα πανέρια πού κρατούσαν τα κορίτσια, πλάι στον επι­τάφιο. Κάποια στιγμή μισάνοιξε η πόρτα του ιερού καί φάνηκε μια γυναίκα, γύρω στα τριάντα, κοντή, αδύνατη πολύ κι ηλιο­καμένη καί με μια σκούρα καφετιά μαντήλα στο κεφάλι, όπως φορούν σε μερικά νησιά οί γυναίκες ακόμα καί σήμερα. 
- Ψιτ, μικρέ, είπε σιγανά, γνέφοντας προς το μέρος μου, έλα να σου πω. "Αφησα τα λουλούδια πού κρατούσα καί πήγα προς το μέ­ρος της. 
- Δώσε μου σε παρακαλώ ένα αντίδωρο. Την κοίταξα απορημένος. Δεν θυμόμουν τη μέρα εκείνη να είχαμε πάει - όπως κάναμε κάθε Κυριακή προς το τέλος της λειτουργίας - τα πανέρια με τα αντίδωρα πλάι στην Αγία Τρά­πεζα για να ευλογήσει ο ιερέας. Όμως πριν απαντήσω, κοίτα­ξα καλού κακού καί προς τον πάγκο πού αφήναμε τα πανέρια. Ήταν άδεια... 
-Δεν έχει αντίδωρο, της είπα. Η γυναίκα με τη μαντήλα κατσούφιασε: 
-Κοίταξε καλά. Κάπου θα 'χει μείνει κανένα.
Καί καθώς είδε την αμηχανία μου πρόσθεσε: 
-Φώναξε κανένα μεγαλύτερο. Πήγα στο νεωκόρο καί τον κάλεσα. Παράτησε απρόθυμα τη δουλειά του - γυάλιζε κάτι λαμπάδες για τη βραδινή έξοδο του Επιταφίου - καί ήρθε προς την πόρτα. Όταν άκουσε τί ζητούσε η γυναίκα, απάντησε απότομα: 
-Δεν έχει σήμερα, κυρά μου, αντίδωρο. Εκείνη έμεινε ακίνητη καί είπε με τόνο παρακλητικό αλλά σταθερό: 
- Δώσε μου έστω ένα κομματάκι. Το έχω μεγάλη ανάγκη. 
- Δεν υπάρχει αντίδωρο, κυρά μου. Δεν καταλαβαίνεις τί σου λέω; απάντησε νευριασμένος ο νεωκόρος καί της βρό­ντησε την πόρτα στα μούτρα. Έμεινε εκεί, πίσω άπ' την κλειστή πόρτα, για πολλή ώρα. Δεν μίλαγε, μόνο κοίταγε προς το ιερό με παράπονο, σαν το σκυλί του δρόμου πού κοιτάζει την πόρτα του σπιτιού μπας καί του ρίξουν ένα ξεροκόμματο. Μπήκα καί βγήκα αρκετές φορές εκείνο το πρωινό άπ' την πόρτα του ιερού, κουβαλώντας λου­λούδια ή άλλα πράγματα καί έμεινε στο μυαλό η εικόνα της, όλο ικεσία αλλά καί περηφάνια. Πέρασε ο καιρός κι όλη την υπόλοιπη χρονιά είδα μερικές φορές την παράξενη γυναίκα μόνο από μακριά. Δεν μου ξανα­μίλησε ούτε πλησίασε άλλη φορά στο ιερό. Ώσπου την άλλη χρονιά, πάλι Μεγάλη Παρασκευή, την ώρα πού γινόταν η από­λυση, φάνηκε πάλι πίσω από την πόρτα. Αυτή τη φορά φώνα­ξε ένα άλλο παιδί, πού ήταν πιο κοντά. Δεν άκουσα τί του είπε μα από την κίνηση πού έκαμε εκείνο κατάλαβα τί ζητούσε. Πήγα κι εγώ κοντά, τη βεβαίωσα για μια ακόμα φορά πώς δεν υπήρχε αντίδωρο. Καθώς επέμενε, φωνάξαμε έναν από τους μεγαλύ­τερους πού μας πρόσεχαν καί φρόντιζαν τις εξόδους καί την πομπή του Επιταφίου. Ήταν παλληκάρι ευγενικό καί πρόθυμο - φοιτητής, θαρρώ, της Φιλολογίας.
Την άκουσε κι όταν είδε την επιμονή της, προσπάθησε να της εξηγήσει με ήρεμο καί γλυκό τρόπο ότι αυτή τη μέρα δε γί­νεται Θεία Λειτουργία καί επομένως δεν υπάρχει αντίδωρο. Ήταν σαν να μιλούσε στην πέτρα. Η γυναίκα συνέχιζε να τον παρακαλάει, του ευχόταν να δει καλό στην υγειά του αν τη βοηθήσει, του είπε ότι είναι φτωχιά για να πληρώσει γιατρούς καί στα νοσοκομεία δεν της δίναν σημασία. Μ' ένα χείμαρρο από λόγια του εξήγησε ότι το μοναχοπαίδι της ήταν άρρωστο, παράλυτο στο κρεβάτι, κι αφού απελπίστηκε άπ' τους για­τρούς, βρέθηκε ένας άνθρωπος και της είπε ότι το παιδί της θα γίνει καλά μόνο αν του δώσει να φάει λίγο αντίδωρο της Με­γάλης Παρασκευής. 
- Πρόσεξε καλά όμως, της είχε πει. Το αντίδωρο αυτό το φυλάνε και το δίνουνε σε λίγους. Θα σου πούνε πώς δεν υπάρ­χει και θα σε διώξουνε. Μόνο αν επιμείνεις πολύ ή αν γνωρί­ζεις κανέναν από μέσα μπορεί να σου το δώσουν. Το παλληκάρι την άκουγε απορημένο. Εγώ πού ήμουν πιο μικρός δεν καταλάβαινα τί γίνεται. Ακόμα και σήμερα πού το σκέπτομαι, αναρωτιέμαι για ποιο λόγο της είχε πει εκείνος ο άνθρωπος αυτά τα λόγια. Ήταν τόσο άκαρδος πού να την πε­ριγελάει μέσα στον πόνο της; Ήταν τρελός; Ήθελε να της πει κάτι συμβολικό πού δεν το καταλαβαίναμε; Πάντως ό,τι κι αν συνέβαινε, εκείνη το 'χε πιστέψει τόσο βαθιά μες στην απελ­πισία της πού δεν πίστευε σε καμιά εξήγηση. Στό τέλος ήρθε προς το μέρος μας ο νεωκόρος να δει για­τί χασομεράμε από τη δουλειά μας. Σάν την είδε μουρμούρισε «πάλι αυτή η παλαβή;», καί την πλησίασε αγριεμένος. Βλέπο­ντας όμως τα μάτια της βουρκωμένα άλλαξε κάπως τό υφός του καί της είπε πιο μαλακά: 
- Σου το 'παμε, κυρά μου. Σήμερα ο Χριστός είναι στον τά­φο, είναι πεθαμένος... Δεν έχουμε ούτε αντίδωρο ούτε πανη­γύρια. Έλα αύριο το πρωΐ πού θα τον αναστήσουμε να σου δώ­σω ένα κοφίνι. Καί της ξανάκλεισε την πόρτα, αλλά αυτή τη φορά πιο απαλά. Τρίτη χρονιά - πάλι Μεγάλη Παρασκευή - ήρθε καί με βρήκε πιο αργά. Η εκκλησία είχε αδειάσει σχεδόν κι ο νεωκόρος είχε πεταχτεί στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Μάλλον τον παραφύλαγε να φύγει καί με πλησίασε ακροπατώντας στα δάχτυλα. Έμοιαζε πιο ξερακιανή από πρώτα καί μου χαμογέλασε αχνά, με μισόσφιχτα τα χείλη. 
- Έλα δω, εσύ είσαι καλό παιδί. Βοήθησε με, σε παρακαλώ. Εσύ θα ξέρεις πού τα κρύβουν τα αντίδωρα. Δώσ' μου ένα μι­κρό κομματάκι. Τόσο δα. Τώρα όλοι λείπουν. Κανείς δε θα σε καταλάβει. Κι όπως δεν έβλεπε να φέρνει αποτέλεσμα η ικεσία της, πρόσθεσε: 
- Θα σου δώσω κι ένα φράγκο. Να, εδώ το έχω.
Μπορεί να 'ταν καί το μοναδικό της... Πιάστηκε η ψυχή μου πού δεν μπορούσα να τη βοηθήσω. Της ορκίστηκα πώς δεν υπάρχει αντίδωρο, πώς εγώ τουλάχι­στο δεν είδα να κόψανε σήμερα αντίδωρο κι ας ήμουν εκεί άπ' το πρωί. Δεν ξέρω αν με πίστεψε, πάντως έφυγε απελπισμέ­νη. Φαίνεται πώς ένα αγνό παιδί σαν εμένα ήταν η τελευταία της ελπίδα σ' ένα κόσμο πού όλοι οι μεγάλοι ήταν συνεννοη­μένοι να της λένε ψέματα καί δεν ήθελαν να γίνει καλά το παι­δί της. Συγκινημένος άπ' το θέαμα της, μα καί με μια μικρή αμφι­βολία μήπως τελικά είχε δίκιο, διηγήθηκα το ίδιο απόγευμα όλη την ιστορία στο γέρο - εφημέριο πού είχε έρθει πιο νωρίς να φροντίσει τα καλύμματα της Αγίας Τράπεζας πρίν από τη βρα­δινή ακολουθία, άκουσε προσεκτικά καί κούνησε το κεφάλι του: 
-Δύστυχη γυναίκα. Έχει εδώ μπροστά της το Σταυρό του Κυρίου, έχει παραπέρα το ίδιο το σώμα Του - πάνω στον Επι­τάφιο - κι αντί να σκύψει πλάι τους, να κολλήσει το κεφάλι της στη γη καί να παρακαλέσει για το παιδί της, εκείνη ψάχνει το αντίδωρο της Μεγάλης Παρασκευής. Έχει μπροστά της το χει­ροπιαστό καί κυνηγάει το ανύπαρκτο... Δεν ξαναείδα από τότε εκείνη την κοντή, αδύνατη κι ηλιοκαμμένη γυναίκα με τη σκούρα καφετιά μαντήλα. Δεν ξέρω τί απόγινε ούτε εκείνη ούτε το παιδί της. Τη θυμάμαι όμως πάντα, κι ώρες - ώρες αναρωτιέμαι πόσες φορές της μοιάζουμε κι εμείς, πόσες φορές δεν βλέπουμε αυτό πού έχουμε μπροστά μας κι αναζητούμε το άπιαστο, το ασήμαντο ή το ανύπαρκτο.
Έχουμε την υγειά μας, τη δουλειά μας, το σπίτι μας κι αναζη­τούμε τη δόξα, τον περίσσιο πλούτο, την ηδονή, τη μεγάλη ζωή. Έχουμε καταφύγιο, Πατέρα στοργικό, πίστη ζωντανή κι αποζητάμε την ευτυχία σε αστρολόγους, χαρτορίχτρες, λαο­πλάνους καί αγύρτες. Τα έχουμε όλα καί κυνηγάμε το τίποτα... το αντίδωρο της Μεγάλης Παρασκευής...
Του ιατρού Αθαν. Γιαλουρή-''Πειραική Εκκλησία''